του Αντώνη Ανδρουλιδάκη
Το πρόταγμα “ψωμί-παιδεία-ελευθερία” που έθεσε η μεταπολίτευση στον αντίποδα του εμφυλιοπολεμικού δόγματος “πατρίς-θρησκεία-οικογένεια”, είναι ολοφάνερο πλέον ότι κλείνει τον εν πολλοίς ανεκπλήρωτο κύκλο του, με την επιπρόσθετη, όμως, τραγωδία, ότι δεν υφίσταται, ούτε κάν διαγράφεται στον ορίζοντα, η εναλλακτική πρόταση που θα μπορούσε να αντικαταστήσει το φθαρμένο σύστημα.
Ως κεντρική συζήτηση στην κοινωνία, αλλά και στο μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού της προσωπικού, παραμένει η διερεύνηση των δυνατοτήτων διεκπεραίωσης, αναδιάρθρωσης, εκσυγχρονισμού, μεταρρύθμισης και εν τέλει πιθανής βελτίωσης του μεταπολιτευτικού προτάγματος, που όμως γίνεται καθημερινά όλο και πιο φανερό ότι έχει εξαντλήσει τα όρια αντοχής του. Αυτή μάλιστα η αντίφαση, ορίζει και την απόσταση μεγάλου μέρους του πολιτικού προσωπικού, από την ίδια την ελληνική κοινωνία και τις ανάγκες της.
Συνεχίζουμε επι μακρόν να συζητάμε την ενσκήψασα χρηματοικονομική κρίση, τις αιτίες και τα αδιέξοδα που παράγει, μιλάμε για τον νεοελληνικό παρασιτισμό, διαπιστώνουμε το πολυεπίπεδο της κρίσης, αγκωμαχούμε για την εξασφάλιση του δανεισμού που θα δώσει στη χώρα ανάσες μερικών μόνο μηνών, προβαίνουμε σε δυσμενείς συνήθως διαπιστώσεις για τα παραγωγικά χαρακτηριστικά του τόπου, καταγγέλουμε τα λάθη και τις ολιγωρίες του παρελθόντος, συχνά αυτομαστιγωνόμαστε μόνο και μόνο για να απενοχοποιηθούμε ή καταγγέλουμε τις υπαρκτές ή μη συνωμοσίες ξένων κέντρων.
Αρνούμαστε εντούτοις να διαπιστώσουμε, κατ’ αρχάς, ότι η παρούσα κρίση είναι πρωτίστως κρίση του δυτικού οικονομικού και ενδεχομένως και κοινωνικού υποδείγματος. Είναι πλέον γνωστό ότι η πραγματική αιτία της διεθνούς κρίσης είναι μάλλον η στρατηγική μετακίνηση του διεθνούς οικονομικού κέντρου βάρους προς την Ασία και ευρύτερα την Ανατολή. Άρα, είναι εύλογο, οικονομίες όπως η ελληνική, που αναπτύχθηκαν ως παρασιτικές αποφύσεις του δυτικού κόσμου, να υφίστανται εντονότερα τις συνέπειες αυτής της θεαματικής μεταστροφής. Δηλαδή, όταν οι κύριοι μοχλοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, η ναυτιλία, ο τουρισμός και οι επιχορηγήσεις είναι μοχλοί απόλυτα εξαρτημένοι από την δυτική μεγέθυνση, είναι προφανές τι συμβαίνει ότι ο ίδιος ο δυτικός κόσμος μπαίνει σε ύφεση.
Αρνούμαστε επίσης να διαπιστώσουμε το ως εκ τούτου αυτονήτο, ότι δηλαδή, πραγματική έξοδο από την κρίση συνιστά όχι απλά η διεκόλυνση εξυπηρέτησης των δανειακών και άλλων υποχρεώσεων της χώρας με την πτώση των spreads κ.λπ. -που βεβαίως είναι κρίσιμο- αλλά η ουσιαστική απεξάρτηση της οικονομίας από τις “ουσίες” που κυριολεκτικά “ναρκώνουν” την παραγωγική και δημιουργική ορμή της κοινωνίας μας. Δηλαδή, αρνούμαστε να διαπιστώσουμε την αναγκαιότητα άμεσης αλλαγής κοινωνικοοικονομικού υποδείγματος.
Αρνούμαστε καν να συζητήσουμε για τον πυρήνα του προβλήματος στρουθοκαμηλίζοντας για την αναγκαιότητα ή όχι του ενός ή του άλλου μέτρου, για την ιδεολογική τους κατεύθυνση, την αποδοχή τους ή μη απο το κοινωνικό σύνολο κ.λπ. Γι’ αυτό και παραμένει αναπάντητο το ερώτημα, ακόμη κι αν εξασφαλίζαμε επιτόκια δανεισμού αντίστοιχα των γερμανικών, για πόσο ακόμη η χώρα θα δανειζόταν για να εξυπηρετεί εισαγωγές που είναι 4 φορές περισσότερες των εισαγωγών; Για πόσο ακόμη θα μπορούμε να υπάρχουμε χωρίς να παράγουμε;
Όμως συχνά -ή μάλλον σχεδόν πάντα- οι κοινωνίες κινούνται ερήμην των κοινωνικών και οικονομικών αναλύσεων και η βουβή έκρηξη που συντελείται ήδη στο ασυνείδητο των πολιτών αυτό θα επιβεβαιώσει σύντομα. Οι ριγματώσεις στο κοινωνικό υπέδαφος είναι ήδη εμφανείς τουλάχιστον στους υποψιασμένους. Μικροεπαγγελματίες καταγγέλονται από την δημοσιουπαλληλία ως υπεύθυνοι της φοροδιαφυγής και της απώλειας εσόδων του κράτους. Δημόσιοι υπάλληλοι, αντίθετα, εξωβελίζονται στο πυρ το εξώτερον ως υπεύθυνοι της κρατικής αναποτελεσματικότητας. Επιπρόσθετα, μετανάστες χρεώνονται την αυξανόμενη ανεργία, την πενία των ασφαλιστικών ταμείων, την εγκληματικότητα, τη διάλυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας κ.ο.κ. Διάφορες τάξεις, αδιαφορώντας προκλητικά για τις κοινωνικές δυσλειτουργίες που προκαλούν, δεν διστάζουν να στρέφονται κατά άλλων διεκδικώντας την προνομιακή τους εξαίρεση από τα λαμβανόμενα μέτρα. Ακόμη και σε επίπεδο οικογένειας, τα μέλη αλληλοκατηγορούνται ως αίτιοι του περιορισμού της καταναλωτικής ευχέρειας αυξάνοντας δραματικά το “κατά κεφαλήν επίπεδο” κατάθλιψης, με την ψυχαναλυτική έννοια του όρου. Μια ολόκληρη κοινωνία τσακώνεται -ακόμη στα μουλωχτά- για την άδικη “μοιρασιά μιας υλικής χυδαιότητας” -κατά τον Ζαν Πιέρ Βουαγιέ- που όμως δεν της ανήκε, δεν την κατέκτησε πραγματικά, ποτέ. Ήταν πάντα -εδώ και 30 τουλάχιστον χρόνια- μια δανεική ευημερία. Μια επίπλαστη καταναλωτική ευωχία, ξεκομμένη από τις πραγματικές ανάγκες του λαού και του τόπου.
Η αλήθεια είναι, ότι αυτός ο εριστικός εσώτερος ταραγμός που διενεργείται σε μη αισθητό κοινωνικό βάθος, συμβαίνει ήδη χωρίς επί της ουσίας τα πρόσφατα ληφθέντα περιοριστικά δημοσιοοικονομικά μέτρα να προλάβουν να εκδηλώσουν τις συνέπειες τους. Και είναι αυτό δείγμα της νηπιώδους αντίδρασης ενός μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας, που αρνείται πεισματικά να ενηλικιωθεί και να αναλάβει την αυτοδιαχείρηση της, ενώ έμαθε να κλαψουρίζει -σχεδόν προληπτικά- στον κίνδυνο αφαίρεσης της αποχαυνωτικής της καταναλωτικής “πιπίλας”.
Ζούμε ημέρες προ του Πολυτεχνείου, ημέρες του 1973, χωρίς έναν εμφανή υπεύθυνο για το χάλι μας (χούντα και εξάρτηση της χώρας) και το χειρότερο χωρίς ένα συγκροτημένο όραμα που να μας οδηγεί έξω από την κρίση. Γι’ αυτό και οι εκρήξεις που θα ακολουθήσουν θα είναι άναρχες, διαλυτικές, δίχως πολιτικό προσανατολισμό, συχνά άστοχες και πάντως φορτισμένες με όλη την κυνική χυδαιότητα που συνοδεύει τους ανθρώπους και τις κοινωνίες με τα οριστικά ματαιωμένα όνειρα. Έχω τη βεβαιότητα ότι η καθημερινή εμπειρία όλων μας, απο δώ και στο εξής, δυστυχώς, αυτό θα πιστοποιεί.
Εδώ ακριβώς έγκειται και το κεφαλαιώδες πολιτικό ζητούμενο της χώρας σήμερα. Γιατί, αυτό είναι θεμελιώδες ζήτημα πολιτικής. Η διαμόρφωση, η
συγκρότηση και ο ενστερνισμός από πλατιά κοινωνικά στρώματα, ενός νέου προτάγματος για την κοινωνία και την πατρίδα. Απαιτείται προς τούτο η
εσπευσμένη ενηλικίωση του κοινωνικού μας υποκειμένου. Και αυτό επίσης είναι ζήτημα πολιτικής με π κεφαλαίο. Απαιτείται, δηλαδή, ο δημιουργικός συγκερασμός των δύο παλαιότερων υποδειγμάτων. Ναι, ζητούμενο μπορεί να είναι ακόμη το “ψωμί, παιδεία, ελευθερία” δίχως όμως να θυσιάζουμε τα συστατικά στοιχεία της ταυτότητας μας. Την “πατρίδα, τη θρησκεία και την οικογένεια”. Ναι, είναι αναγκαίο να “πλύνουμε ξανά το μωρό>> αλλά αυτή τη φορά “να μην πετάξουμε το παιδί μαζί με την μπουγάδα”.
Τώρα, θα χρειαστεί να στηριχτούμε στο τοπικό για να διεκδικήσουμε χαρακτηριστικά οικουμενικότητας. Θα χρειαστεί να γίνουμε διεθνιστές απο αγάπη στην πατρίδα μας. Θα χρειαστεί να γίνουμε Χριστιανοί από αντίθεση στις κυρίαρχες θρησκείες. Να γίνουμε αποτελεσματικοί με κίνητρο τη δημιουργικότητα μας. Να δεχθούμε τον ξένο από έρωτα προς την οικογένεια μας. Να ελευθερωθούμε από τις “στημένες” ανάγκες μας, αντί να σκλαβωθούμε στον αδυσώπητο αγώνα εκπλήρωσης τους.
Έτσι, αχνοφαίνεται το νέο πρόταγμα της κοινωνίας μας. Η νέα Μεγάλη Ιδέα. “Αλληλεγγύη, Δημιουργικότητα, Συμμετοχή”.
Αλληλεγγύη, για να μπορέσουμε να υπάρξουμε ως λειτουργική κοινωνία σε μεταβατικές συνθήκες. Δημιουργικότητα, ως αγωγή στον χρόνιο παρασιτισμό μας και συμμετοχή, ως αντίδοτο στην εμπεδωμένη κοινωνική μηχανική της πελατειακής διαμεσολάβησης.
Αυτή η “τριαδικότητα” οφείλει να είναι η αιχμή για την επαν-ιεροποίηση της πολιτικής στη χώρα. Αυτήν την “τριαδικότητα” οφείλει να υπηρετεί μια νέα ελληνική πολιτική, απαλλαγμένη απο δουλείες του πρόσφατου αλλά και του απώτερου παρελθόντος.
Με τον ορατό κίνδυνο να φανώ γελοίος, τολμώ να πώ ότι, σε επίπεδο πολιτικής πράξης, η υιοθέτηση αυτού του νέου προτάγματος, θα σήμαινε την άμεση ίδρυση ενός -ας πούμε- “Υπουργείου” Καινοτομίας και Δημιουργικότητας, ανεξάρτητου από τον υφιστάμενο κρατικό μηχανισμό, που θα είχε ως μέγιστη προτεραιότητα την ευθύνη εκπόνησης ενός Ολοκληρωμένου Παραγωγικού Οδικού Χάρτη. Με ένα εκτεταμμένο δίκτυο απλωμένο σε όλη τη χώρα, θα ζητούσε σε πρώτη φάση, την αφύπνιση και την κινητοποίηση όλων των δημιουργικών δυνάμεων σε τοπικό ή και σε κλαδικό επίπεδο και την άμεση συμμετοχή τους στην εκπόνηση ολοκληρωμένων τοπικών ή και κλαδικών προτάσεων ανάπτυξης, μέσα απο ξεκάθαρες αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες. Ταυτόχρονα, θα έχει εξαρχής θέσει και τους κάθε είδους οικονομικούς, οικολογικούς κλ.π. αναπτυξιακούς περιορισμούς, καθορίζοντας το εθνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα εκδηλωθούν οι προτεινόμενες δράσεις. Αν ταυτόχρονα η διαδικασία τολμούσε να θέτει -μεταξύ των προϋποθέσεων της- ως αναγκαία συνθήκη και την οικουμενική εμβέλεια των δημιουργικών προτάσεων, θα είχαν τεθεί οι βάσεις για μιαν αυτόκεντρη και αξιόπιστη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Να συμπληρώσω μονάχα, πως “Υπουργείο”, δεν σημαίνει αυτόματα και κυβερνητική πολιτική. “Υπουργεία” ιδρύουν εαν χρειαστεί και οι συλλογικότητες των πολιτών.
Φαντάζομαι πως πολλοί θα έχουν να συμπληρώσουν πολλά στην ταπεινότητα της ιδέας αυτής, όμως επιτρέψτε μου να θεωρώ ότι από μόνη της η διαδικασία αυτή, θα ήταν επαρκής για να πυροδοτήσει μια δημιουργική κοινωνική έκρηξη, αλλά και να αποσβέσει εν τη γεννέσει της μια ακόμη εθνική καταστροφή. Αν μη τι άλλο, θα άνοιγε στην κοινωνία η μεγάλη συζήτηση -που τώρα όλοι επιμελώς αποφεύγουμε- για το τί θέλουμε πραγματικά να είμαστε, εκτός απο μια παρασιτική απόφυση του παραπαίοντος δυτικού κόσμου.
16.03.10
.