Ο Μπαράκ Ομπάμα προωθεί ανατροπή του Νετανιάχου, επιδιώκοντας συμμαχίες με τους Αραβες για την απομόνωση του Ιράν
Του Πετρου Παπακωνσταντινου
Η έλευση του Μπαράκ Χουσεΐν Ομπάμα στον Λευκό Οίκο υπήρξε πολιτιστικό σοκ για το Ισραήλ, οι ιθύνοντες του οποίου, στη συντριπτική τους πλειονότητα, θα προτιμούσαν οποιονδήποτε εκ των ανθυποψηφίων του. Ηδη, όμως, η ψυχρότητα δίνει τη θέση της στην ανοιχτή σύγκρουση, όπως καταδεικνύουν δύο σημαντικές εξελίξεις του τελευταίου μήνα: Το φιάσκο με το οποίο στέφθηκε η επίσημη επίσκεψη του Μπέντζαμιν Νετανιάχου στην Ουάσιγκτον και η συνακόλουθη απουσία του από την πρόσφατη σύνοδο κορυφής για τον πυρηνικό αφοπλισμό. Ποιος να το φανταζόταν ότι ένας Ισραηλινός πρωθυπουργός θα απέφευγε να ταξιδέψει στην αμερικανική πρωτεύουσα, φοβούμενος ότι θα βρεθεί σε κλοιό πιέσεων για το πυρηνικό του οπλοστάσιο!
Αφορμή για την απότομη επιδείνωση στις σχέσεις των δύο συμμάχων υπήρξε η απρέπεια του Ισραήλ να ανακοινώσει προκλητικά την επέκταση εβραϊκού εποικισμού στην κατεχόμενη, ανατολική Ιερουσαλήμ τη στιγμή που βρισκόταν εκεί, για επίσημη επίσκεψη, ο Αμερικανός αντιπρόεδρος Τζο Μπάιντεν. Ωστόσο, η πραγματική αιτία είναι βαθύτερη και εντοπίζεται στη θεαματική αλλαγή οπτικής γωνίας του Λευκού Οίκου: Ενώ για τους νεοσυντηρητικούς του Μπους το Μεσανατολικό ήταν κατά βάση ζήτημα αραβικής τρομοκρατίας έναντι της οποίας το Ισραήλ νομιμοποιούνταν να αντιδρά με κάθε μέσο, για τον πραγματιστή Ομπάμα η καρδιά του προβλήματος βρίσκεται στην ισραηλινή κατοχή αραβικής γης, κάτι το οποίο δεν μπορεί να βρει παρά μόνον πολιτική λύση, με τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους.
Αλλαγή οπτικής γωνίας
Η στροφή επισημοποιήθηκε από τον ίδιο τον Ομπάμα στις 13 Απριλίου, όταν διακήρυξε, στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, ότι η διαιώνιση του παλαιστινιακού προβλήματος «μας κοστίζει ακριβά, σε αίμα και χρήματα» και ότι η επίλυσή του «άπτεται των ζωτικών συμφερόντων εθνικής ασφαλείας» των ΗΠΑ. Ουσιαστικά, ο Αμερικανός πρόεδρος αναγνωρίζει με καθυστέρηση αυτό που κάθε ρεαλιστής δεν έπαυε να υπογραμμίζει μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001: Οτι το Ισραήλ, από προπύργιο των αμερικανικών συμφερόντων στην καρδιά του αραβικού κόσμου, τείνει να μετατραπεί στην κυριότερη εστία διάχυσης του αντιαμερικανισμού στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.
Βεβαίως, η αλλαγή οπτικής γωνίας, όσο θεαματική κι αν είναι, δεν μεταφράζεται σε ανατροπή πολιτικής στρατηγικής. Αλλη μια φορά, η εξωτερική πολιτική του Ομπάμα εμφανίζεται ως συνέχεια της πολιτικής Μπους με άλλα μέσα. Βασική προτεραιότητα του Αμερικανού προέδρου, όπως και του προκατόχου του, παραμένει η απομόνωση του σιιτικού Ιράν, χωρίς την οποία δεν νοείται σταθεροποίηση του αμερικανικού ελέγχου πάνω στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Ωστόσο, η προσπάθεια αυτή προϋποθέτει τη συνεργασία των σουνιτικών, αραβικών κρατών – όχι μόνο των «δεδομένων», όπως η Αίγυπτος και η Ιορδανία, αλλά και της μαχητικά αντισιωνιστικής Συρίας, η οποία είναι πάρα πολύ σημαντικό να αποσπασθεί από τον «άξονα της αδιαλλαξίας» με το Ιράν. Υπό αυτό το πρίσμα, το παλαιστινιακό ξαναγίνεται ζήτημα άμεσης προτεραιότητας.
Σύσκεψη στον Λευκό Οίκο
Υπάρχουν ενδείξεις ότι ο Ομπάμα δεν εννοεί να περιοριστεί στο επίπεδο των διακηρύξεων, αλλά φιλοδοξεί να πετύχει εκεί όπου απέτυχε ο Μπιλ Κλίντον: Να οργανώσει, δηλαδή, ένα νέο Καμπ Ντέιβιντ -όπως έκανε ο Μπιλ Κλίντον με τη συνάντηση κορυφής μεταξύ του Γιάσερ Αραφάτ και του Εργατικού πρωθυπουργού του Ισραήλ Εχούντ Μπάρακ, τον Ιούλιο του 2000- με τη φιλοδοξία να περάσει στην ιστορία ως ο πρόεδρος που έλυσε το Παλαιστινιακό. Ο γνωστός αναλυτής της WashingtoPost Ντέιβιντ Ιγκνέισιους έγραψε ότι ο Ομπάμα σκέφτεται να ανακοινώσει ο ίδιος συγκεκριμένο σχέδιο επίλυσης του Παλαιστινιακού και ότι για τον σκοπό αυτό συνεκάλεσε, στις 24 Μαρτίου, σύσκεψη στον Λευκό Οίκο με τη συμμετοχή έξι πρώην συμβούλων εθνικής ασφαλείας (Σκόουκροφτ, Μπρεζίνσκι, Πάουελ, Μπέργκερ, Καρλούτσι και Μακφάρλεϊν).
Προφανώς, η σκληροπυρηνική Δεξιά του Μπέντζαμιν Νετανιάχου και οι κυβερνητικοί της σύμμαχοι ακροδεξιοί ρατσιστές τύπου Λίμπερμαν και θρησκόληπτοι φονταμενταλιστές- δεν πρόκειται να δεχθούν το σχέδιο Ομπάμα, το οποίο πιθανότατα θα κινηθεί στη γραμμή που είχε προτείνει ο Κλίντον στο Καμπ Ντέιβιντ. Τούτου δοθέντος, ο Ομπάμα δεν έχει άλλη επιλογή από το να προχωρήσει σε αλλαγή καθεστώτος στο… Ισραήλ! Και όλα δείχνουν ότι αυτό ακριβώς κάνει, αξιοποιώντας τον πρόεδρο του Ισραήλ, Σιμόν Πέρες, τους Εργατικούς του Εχούντ Μπάρακ και το κόμμα Καντίμα της πρώην υπουργού Εξωτερικών, Τζίπι Λίβνι. Υπουργός Αμυνας σήμερα, ο Μπάρακ έριξε το γάντι, την περασμένη Δευτέρα, στον Νετανιάχου, δηλώνοντας ότι «ο κόσμος δεν είναι πρόθυμος να αποδεχθεί ότι το Ισραήλ θα συνεχίσει για δεκαετίες να εξουσιάζει ένα άλλο έθνος» και ότι «δεν πρέπει να έχουμε την αυταπάτη ότι η διευρυνόμενη αποξένωσή μας από τις ΗΠΑ μας κάνει καλό».
Κράτος-παρίας
Σε κάθε περίπτωση, το Ισραήλ του Νετανιάχου εμφανίζεται ολοένα και περισσότερο ως κράτος-παρίας στα μάτια της διεθνούς κοινότητας. Τον περασμένο μήνα, η υπεύθυνη εξωτερικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ενωσης Κάθριν Αστον και ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Μπαν Κι Μουν έσπασαν τη διπλωματική καραντίνα της λωρίδας της Γάζας, την οποία επιθεώρησαν, για να διεκτραγωδήσουν τα δεινά που συσσωρεύει το ισραηλινό εμπάργκο. Την ίδια περίοδο, το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών πήρε την εντελώς ασυνήθιστη απόφαση να απελάσει Ισραηλινό διπλωμάτη, πράκτορα της Μοσάντ, εκφράζοντας την οργή ολόκληρης της Ευρώπης για τη δολοφονία στελέχους της παλαιστινιακής Χαμάς στο Ντουμπάι με χρήση πλαστών, ευρωπαϊκών διαβατηρίων. Από την πλευρά του, ο Χένρι Σίγκμαν, επικεφαλής ενός εκ των εγκυρότερων αμερικανικών επιτελείων για θέματα εξωτερικής πολιτικής έγραψε, στους Financial Times, ότι «το Ισραήλ μετατρέπεται από δημοκρατία, σε καθεστώς απαρτχάιντ». Κάτι που μάλλον δύσκολα θα ανεχθεί ο πρώτος Αφροαμερικανός πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών…
Εμφύλιος στο εβραϊκό λόμπι
Η ρήξη Ομπάμα – Νετανιάχου έχει ήδη προκαλέσει διάσπαση του ισραηλινού λόμπι στις Ηνωμένες Πολιτείες, ηγεμονική έκφραση του οποίου ήταν, μέχρι πρόσφατα, η AIPAC: Μια ένωση με 100.000 μέλη, ετήσιο προϋπολογισμό 75 εκατ. δολαρίων, 165 μονίμους υπαλλήλους και ισχυρή επιρροή στο Κογκρέσο. Η AIPAC συνδέεται στενά με την εκάστοτε κυβέρνηση του Ισραήλ, γενικά όμως γέρνει προς την πιο σκληροπυρηνική πτέρυγα της Δεξιάς και στηρίζει ανεπιφύλακτα τον Νετανιάχου.
Ωστόσο, η «σιωπηλή πλειοψηφία» των Αμερικανοεβραίων στηρίζει τους Δημοκρατικούς. Στις τελευταίες προεδρικές εκλογές ψήφισαν σε ποσοστό 78% τον Μπαράκ Ομπάμα, ενώ οι δημοσκοπήσεις τους εμφανίζουν να τάσσονται σε ποσοστό 66% υπέρ των διαπραγματεύσεων με τη Χαμάς και τη Συρία. Σ’ αυτή τη σιωπηλή, ειρηνόφιλη πλειοψηφία φιλοδοξεί να δώσει φωνή η νέα οργάνωση του ισραηλινού λόμπι, που ακούει στο όνομα J Street και δημιουργήθηκε τον Αύγουστο του 2008.
Αν και από την άποψη των οικονομικών μεγεθών και της οργανωτικής δύναμης η νεοπαγής οργάνωση δεν συγκρίνεται με την AIPAC, στο πολιτικό επίπεδο έχει καταφέρει να κάνει αισθητή την παρουσία της. Στις εκλογές του Νοεμβρίου του 2008 για το Κογκρέσο, η J Street μάζεψε 600.000 δολάρια για να υποστηρίξει 44 υποψηφίους, εκ των οποίων οι 33 τελικά εξελέγησαν. Οι δεσμοί της οργάνωσης με το επιτελείο του Ομπάμα επισημοποιήθηκαν όταν ο Αμερικανός πρόεδρος επέλεξε ένα μέλος της, την Χάνα Ρόζενταλ, ως επικεφαλής του γραφείου καταπολέμησης του αντισημιτισμού. Σημαντική λεπτομέρεια: το κεφάλαιο εκκίνησης της J Street προσέφερε ο πολύς Τζορτζ Σόρος.
Ιnfo
– Mark Landler&Helene Cooper, «Obama Speech Signals a U.S. Shift oMiddle East», The New York Times, 14/4/2010.
– Jim Jarrasse, «Israel: Les choix d’ Obama divisent les lobbys americains», Le Figaro, 13/4/2010.
– Uri Avnery, «The Big Gamble», CounterPunch, 12/4/2010.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_world_1_25/04/2010_398840