… πόνεσα την αιώνια σταυρωνόμενη ράτσα μου που κιντύνευε και πάλι στο προμηθεϊκό βουνό του Καυκάσου. Δεν ήταν ο Προμηθέας, ήταν η Ελλάδα καρφωμένη πάλι από το Κράτος και τη Βία στον Καύκασο -αυτός είναι ο σταυρός ο δικός της- και φωνάζει. Φωνάζει τους ανθρώπους, τα παιδιά της να τη σώσουν
Νίκος Καζαντζάκης (“Καύκασος”, Αναφορά στον Γκρέκο)
Οι εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες (μισό εκατομμύριο πριν τη σοβιετική κατάρρευση) που κατοικούσαν στην πρώην Σοβιετική Ένωση υπήρξαν φυσικός μάρτυς όλων των αντινομιών του νεοελληνικού φαινομένου από τη μια και όλων των μεγάλων εξελίξεων του 20ου αιώνα που έθεσαν τη σύγχρονη γεωπολιτική σφραγίδα στην ευρύτερη περιοχή μας. Πληθυσμός μικρασιατικός κατά το κύριο μέρος, παρακολούθησε βήμα προς βήμα το ιδιότυπο σοβιετικό πείραμα από τη μια και τον τρόπο συγκρότησης του νεότερου ελληνισμού από την άλλη. Θύμα πρωτίστως της γενοκτονίας που πραγματοποίησε ο τουρκικός εθνικισμός στο γενέθλιο χώρο του μικρασιατικού Πόντου, καθώς και της αντιμειονοτικής πολιτικής του σταλινικού καθεστώτος στο σοβιετικό έδαφος στη συνέχεια. Και παρά πίσω η Ελλάδα, μια “μητέρα-πατρίδα” που τους αγνοούσε ολοκληρωτικά, παραδομένη στο μακάριο βαλκανικό και νατοϊκό της ύπνο.
Στις χώρες που προέκυψαν από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, στη Ρωσική Ομοσπονδία, στην Ουκρανία, στη Γεωργία, στην Αρμενία, στο Καζαχστάν, στο Ουζμπεκιστάν κ.ά. κατοικούν σήμερα περίπου 300.000 Έλληνες. ‘Αλλοι 170.000 περίπου έχουν ήδη εγκατασταθεί στην Ελλάδα ως “παλιννοστούντες” και 30.000 στην Κύπρο.
Ένας από τους βασικούς τόπους συγκέντρωσης των Ελλήνων είναι η Νότια Ρωσία και εδικώτερα οι περιοχές Σταυρούπολη (στο Βόρειο Καύκασο) και Κρασνοντάρ. Στις ρωσικές περιοχές του Βόρειου Καυκάσου ζούσαν οι περισότεροι από τους 90.000 Ελληνες (με βάση την τελευταία σοβιετική απογραφή του 1989) ενώ στη Γεωργία από τους 100.000 Έλληνες πρέπει να έχουν παραμένει οι 20.000. Πιθανότατα, ο πραγματικός αριθμός στη Νότια Ρωσία να υπερβαίνει τον επίσημο αριθμό. Τόσο γιατί πολλοί αναγκάστηκαν λόγω των σταλικών διώξεων να αλλάξουν την εθνοδήλωσή τους, όσο και γιατί πλήθος Ελλήνων προσφύγων από τις περιοχές του πολέμου του Καυκάσου καθώς και από την Κεντρική Ασία κατέφυγαν εκεί. Δεν υπάρχει πόλη που να μην συναντήσεις Ελληνες. Παντού έχουν δημιουργηθεί ελληνικοί σύλλογοι. Στην παραλιακή πόλη του Γελεντζίκ έγινε το Α’ Συνέδριο των Ελλήνων της ΕΣΣΔ ενώ η Σταυρούπολη, στο Κεντρικό Καύκασο αναδεικνύεται όλο και περισότερο σε σημαντικό πολιτιστικό κέντρο των Ελλήνων της περιοχής. Η Ομοσπονδία των Ελληνικών Συλλόγων της Ρωσίας εδρεύει στην πόλη του Κρασνοντάρ, στα περίχωρα της οποίας υπήρχε μέχρι το 1938 η Αυτόνομη Ελληνική Περιοχή.
Σήμερα υπάρχει μια αξιοσημείωτη οικονομική ανάπτυξη του ελληνικού πληθυσμού. Έχουν εμφανιστεί Έλληνες βιομήχανοι και έμποροι, οι οποίοι στηρίζουν σε μεγάλο βαθμό την ελληνική κίνηση στις περιοχές της νότιας Ρωσίας. Υπάρχουν όμως δύο περιοχές της Νότιας Ρωσίας, όπου οι Ελληνες βρέθηκαν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση εξαιτίας των ενόπλων συγκρούσεων που ξέσπασαν. Τέτοιες περιοχές είναι η Τσετσενία και η Βόρεια Οσσετία. Οι ελληνικές κοινότητες επίσης ενεπλάκησαν και στους δύο άλλους πολέμους της περιοχής, στον αρμενο-αζερικό του Ναγκόρνο Καραμπάχ και στον γεωργιανο-αμπχαζικό της Αμπχαζίας.
Mετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ
Στις 24 Δεκεμβρίου του 1991 διαλύθηκε και τυπικά η Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, παραχωρώντας τη θέση της σε ανεξάρτητα και κυρίαρχα κράτη. Την ημέρα αυτή έφτασε στο τέρμα μια ολόκληρη ιστορική περίοδος που ξεκίνησε στις 7 Νοεμβρίου του 1917, με την κατάληψη της εξουσίας από τους μπολσεβίκους. Η κατάρρευση αποτέλεσε τη νομοτελειακή κατάληξη, εφόσον ο κύριος προσανατολισμός ήταν η στρατιωτική ισχύς του κράτους, η οποία συνοδεύτηκε από την αυθαιρεσία της γραφειοκρατίας, την έλλειψη προστασίας του πολίτη, τη μεταφορά του ενδιαφέροντος από την παραγωγή, με εξαίρεση το στρατιωτικοβιομηχανικό συγκρότημα, στην κατανομή. Βασικό πρόβλημα δημιουργούσε το ανεπίλυτο εθνικό ζήτημα, η τάση των διαφόρων εθνών να δημιουργήσουν τα δικά τους έθνη-κράτη και το πολύπλοκο διοικητικό σύστημα που υπήρχε. Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη του ελληνικού κινήματος και στη διαμόρφωση των ελληνικών κοινοτήτων. Η ενιαία ομοσπονδία όλων των ελληνικών οργανώσεων, που είχε τον τίτλο Πανσοβιετική Ομοσπονδία Ελληνικών Οργανώσεων “Πόντος” και πρόεδρο τον τότε δήμαρχο της Μόσχας Γαβριήλ Ποπόφ, αποδυναμώθηκε εξαιτίας της αποχώρησης των οργανώσεων της Γεωργίας, Καζακστάν και Ουκρανίας. Η ευρύτερη αναταραχή που είχε ξεσπάσει στο μετασοβιετικό χώρο δημιούργησε μεγάλα προβλήματα και στην εκπαίδευση των Ελλήνων. Για παράδειγμα, στην Αμπχαζία, όπου έγιναν οι πρώτες απόπειρες ανοίγματος ελληνικών σχολείων και από το 1988 λειτουργούσε το μοναδικό ελληνικό δημοτικό σχολείο, η ελληνική εκπαιδευτική κίνηση έπαψε λόγω του πολέμου. Το κύριο πρόβλημα που αντιμετώπισαν, μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, οι ελληνικοί πληθυσμοί της Υπερκαυκασίας ήταν οι ένοπλες συγκρούσεις και το κλίμα γενικευμένης ανασφάλειας που επικρατούσε. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, στη Γεωργία, πολλά ελληνικά σπίτια καταστράφηκαν και έξι άτομα σκοτώθηκαν από οπαδούς του Γκαμσαχούρντια και από ένοπλες συμμορίες. Σε επερώτηση στην ελληνική Βουλή αναφέρθηκε: “Οι εθνικιστές της Γεωργίας έχουν στρέψει το ρατσιστικό τους μένος εναντίον όλων των ξένων που κατοικούν στη Γεωργία… Η περιοχή της Τσάλκας, όπου υπάρχουν 30 περίπου χωριά με αμιγή ποντιακό πληθυσμό, είναι αποκλεισμένη και βρίσκεται στο στόχαστρο οπλισμένων φανατικών”.
Προβλήματα στον ελληνικό πληθυσμό, σε όλα τα νέα κράτη, προκάλεσε η στράτευσή τους στους ξεχωριστούς εθνικούς στρατούς. Χαρακτηριστική περίπτωση, που αναδεικνύει το μέγεθος του προβλήματος, είναι οι ελληνικές κοινότητες στη Μαριούπολη και το Τανγκανρόκ. Οι Έλληνες των δύο πόλεων, που απέχουν μεταξύ τους λίγο περισσότερο από 100 χλμ., έχουν την ίδια ακριβώς καταγωγή. Οι πόλεις όπου κατοικούν βρίσκονται στις δύο πλευρές των συνόρων. Η πρώτη στην Ουκρανία και η δεύτερη στη Ρωσία. Βρίσκονται πάνω στο δρόμο που οδηγεί στην Κριμαία και τα ελληνόπουλα είναι υποχρεωμένα, τα μεν πρώτα να καταταχθούν στον ουκρανικό στρατό ενώ τα δεύτερα στο ρωσικό, σε μια περιοχή όπου ο ρωσοουκρανικός ανταγωνισμός είναι εξαιρετικά οξύς. Η οικονομική κρίση επίσης επηρέασε αποφασιστικά τις ελληνικές κοινότητες. Την τραγική πολιτική και οικονομική κατάσταση που επικρατούσε στην περιοχή το 1992 περιγράφουν οι ελληνικές οργανώσεις: “Συνεχίζεται η μεγάλη οικονο¬μική και πολιτική κρίση. Κλείνουν τα εργοστάσια. Μεγαλώνει η ανεργία. Χειροτερεύει η υπάρχουσα άθλια κοινωνικοοικονομική κατάσταση των ανθρώπων… Όλα αυτά ενισχύουν τις μεταναστευτικές διαθέσεις των Ελλήνων. Οι άνθρωποι αφήνουν τα σπίτια τους, τις περιουσίες τους, τα αγαθά που απόκτησαν όλα αυτά τα χρόνια και κατευθύνονται προς την Ελλάδα. Η πορεία της παλιννόστησης αποκτά τερατώδη μορφή όντας άκρως ανοργάνωτη, χαοτική, αυθόρμητη…”
Από τις περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης που βρέθηκαν στην πιο άσχημη κατάσταση ήταν η Υπερκαυκασία. Ξανάρχισε η επώδυνη διαδικασία δημιουργίας εθνών-κρατών, που είχε σταματήσει με την επικράτηση των μπολσεβίκων εβδομήντα χρόνια πριν. Κύριες εστίες πολέμου ήταν το Ναγκόρνο Καραμπάχ, η Αμπχαζία, η Νότια Οσετία και η Τσετσενία.
Οι Έλληνες της Υπερκαυκασίας δεν μετανάστευαν ή προσφυγοποιούνταν μόνο στην Ελλάδα και μερικοί στην Κύπρο. Χιλιάδες μετακινήθηκαν στη νότια Ρωσία, σπρωγμένοι από τους πολέμους που άρχισαν. Χιλιάδες Έλληνες από την Τσάλκα της κεντρικής Γεωργίας, την Αμπχάζια, το Ναγκόρνο Καραμπάχ και την Κεντρική Ασία εγκαταστάθηκαν ως πρόσφυγες στη νότια Ρωσία, όπου υπήρχε ηρεμία και οι ελληνικές οργανώσεις μπορούσαν να τους παράσχουν άσυλο. Χιλιάδες επίσης εκτοπισμένοι στη Σιβηρία και την Κεντρική Ασία, παλιννόστησαν στις γενέθλιες περιοχές της Κριμαίας.
Στο Nαγκόρνο Καραμπάχ και στην Οσετία
Ένα από τα μεγάλα προβλήματα, που εμφανίστηκαν από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 στη Σοβιετική Ένωση, ήταν το πρόβλημα του Ναγκόρνο Καραμπάχ. Η περιοχή αυτή, κατοικούμενη από Αρμένιους είχε καθεστώς Αυτόνομης Δημοκρατίας, που υπαγόταν όμως στη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν. Στο χώρο αυτό υπήρχε ένα αμιγώς ελληνικό χωριό, το Μεχμανά και ένα μικτό, κατοικούμενο από Έλληνες και Αρμένιους, το Ματεκίς. Ιστορικά ο χώρος αυτός υπήρξε πεδίο του αρμενοτουρκικού ανταγωνισμού. Μετά την επικράτηση των μπολσεβίκων αποδόθηκε, με καθεστώς αυτονομίας, στο Αζερμπαϊτζάν. Οι ένοπλες συγκρούσεις ξεκίνησαν το 1986. Οι Αρμένιοι διεκδικούσαν την ανεξαρτησία του Ναγκόρνο Καραμπάχ, ενώ οι Αζέροι επεδίωκαν την πλήρη προσάρτησή του. Ως αποτέλεσμα των συγκρούσεων αυτών έγινε η σφαγή των Αρμενίων στο Σουμγκάιτ του Αζερμπαϊτζάν. Πολλοί Έλληνες του Αζερμπαϊτζάν, φοβούμενοι επιθέσεις εναντίον τους, πήραν το δρόμο της προσφυγιάς. Αρκετοί κατέφυγαν στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, όπου τους περιέθαλψε ο τοπικός ελληνικός σύλλογος που είχε δημιουργηθεί το 1988. Από το 1989 άρχισε η ένοπλη σύγκρουση, που οδήγησε στα πρόθυρα γενικευμένου πολέμου μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν. Δύο περιπτώσεις ένταξης στο στρατό του Ναγκόρνο Καραμπάχ εντόπισαν Έλληνες δημοσιογράφοι στην Αρμενία, είναι ο Πάρις Αιμοφρύδης και η Λήδα Θεοφυλαχτίδου, οι οποίοι είναι οργανωμένοι στον Αρμενικό Απελευθερωτικό Στρατό, το μεγαλύτερο στρατιωτικό ένοπλο σώμα στην Αρμενία και αγωνίζονται για την ανεξαρτησία της Αρμενίας και την υπεράσπιση του Ναγκόρνο Καραμπάχ. Και οι δυο κατάγονται από το Αλαβερντί. Για τους ελληνικούς πληθυσμούς της Αρμενίας είπαν: “Στο σύνολό του ο ελληνικός πληθυσμός της Αρμενίας υποστηρίζει τον αγώνα. Όμως ελάχιστοι συμμετέχουν, γιατί φοβούνται να μην δημιουργηθούν προβλήματα κατά τη μετάβασή τους στην Ελλάδα”. Αντίστοιχες περιπτώσεις Ελλήνων εμφανίζονται και στην Αρμενία. Στο στρατό του Ναγκόρνο Καραμπάχ εντάχθηκαν και Έλληνες. Υπήρχαν επίσης περιπτώσεις Ελλήνων από τη Γεωργία που κατατάχθηκαν εθελοντικά στο στρατό του Καραμπάχ για να βοηθήσουν με αυτό τον τρόπο τον ελληνικό πληθυσμό που κινδύνευε. Από αυτούς αναδείχτηκαν ακόμα και ήρωες πολέμου. Τον Αύγουστο του 1992, η κατάσταση οξύνθηκε και στην περιοχή του Ναγκόρνο Καραμπάχ. Σε επιθέσεις των Αζέρων καταστράφηκαν πολλά χωριά, μεταξύ των οποίων και το Μεχμανά. Για οκτώ μήνες, το ελληνικό χωριό μαζί με πολλά αρμενικά, ήταν στα χέρια των Αζέρων. Καταστράφηκαν συνολικά 33 ελληνικά σπίτια. Στο κέντρο του χωριού ήταν αναρτημένη η ελληνική σημαία. Ο πρόεδρος του χωριού ανέφερε για τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά τη διάρκεια του πολέμου: “Το χωριό μας σχεδόν καταστράφηκε. Δεν έχουμε ηλεκτρικό, συγκοινωνία, ένα τηλέφωνο να επικοινωνήσουμε. Περάσαμε δύσκολες ώρες από τις επιθέσεις των Αζέρων. Ζούσαμε μέσα σε ναρκοπέδια. Η εκκλησία έχει και αυτή καταστραφεί. Δεν έχουμε σχολεία και τα παιδιά πηγαίνουν στο σχολείο ενός άλλου χωριού σε απόσταση τεσσάρων ωρών. Θέλουμε να ξαναχτίσουμε το χωριό. Κρατάμε την ελληνική γλώσσα και τα έθιμα και όταν ακούω τη λέξη Ελλάδα, η καρδιά μου τρέμει.”
Τελικά οι Αρμένιοι και οι Έλληνες, κατάφεραν να εκδιώξουν τους επιτιθέμενους. Οι Έλληνες κάτοικοι της περιοχής στην πλειονότητά τους προσφυγοποιήθηκαν. Εμπόδια συνάντησαν από τις τοπικές αρχές, οι οποίες δεν επιθυμούσαν την αναχώρησή τους, με το επιχείρημα ότι δεν έπρεπε να εξασθενίσει ο χριστιανικός χαρακτήρας της περιοχής. Μια ομάδα Ελλήνων, εικοσιπέντε ελληνικές οικογένειες του χωριού Μεχμανά της περιφέρειας Μαρτακέρτ του Ναγκόρνο Καραμπάχ, ζήτησε από την ελληνική κυβέρνηση να τους παραχωρήσει άσυλο πολέμου. Αντίστοιχη δήλωση κατέθεσαν και στην κυβέρνηση της Δημοκρατίας του Καραμπάχ, τονίζοντας ότι το αίτημα απόδοσης ασύλου πολέμου από την Ελλάδα έγινε ως ένδειξη διαμαρτυρίας, γιατί η παγκόσμια κοινότητα παρέβλεπε τα συμφέροντα των Αρμενίων και των Ελλήνων της Δημοκρατίας του Καραμπάχ. Τελικά οι περισσότεροι Έλληνες κάτοικοι του Ναγκόρνο Καραμπάχ κατέφυγαν ως πρόσφυγες στο Στεπανακέρτ, πρωτεύουσα του Ναγκόρνο Καραμπάχ, στην Ελλάδα, στην Αρμενία και στη νότια Ρωσία. Στην Ελλάδα υπήρξε πρόβλεψη για απλοποίηση των διαδικασιών μετακίνησης προς αυτήν και ένταξης, κατά προτεραιότητα, στα προγράμματα αποκατάστασης που υπήρχαν τότε. Οι πρόσφυγες μεταφέρθηκαν κυρίως στη Φλώρινα. Στο Μεχμανά παρέμειναν 30 άτομα. Το ελληνικό σχολείο του χωριού έκλεισε όταν πέθανε η δασκάλα. Η ελπίδα των κατοίκων ήταν η ανοικοδόμηση του χωριού και η επιστροφή των προσφύγων. Κίνηση αλληλεγγύης προς τους Έλληνες του χωριού οργάνωσε η εφημερίδα Γνώμη της Αλεξανδρούπολης και η οργάνωση “Γιατροί του κόσμου”. Κατάφεραν να ευαισθητοποιήσουν τους κατοίκους του νομού Έβρου, οι οποίοι προσέφεραν τρόφιμα και ρούχα, μια γεννήτρια για παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, μια τηλεόραση με δορυφορική κεραία για να παρακολουθούν την ελληνική τηλεόραση και ένα τρακτέρ για τις γεωργικές εργασίες τους. Η αποστολή κατάφερε να μεταβεί στο Ναγκόρνο Καραμπάχ με την παρέμβαση του ελληνικής καταγωγής υφυπουργού Απόδημου Αρμενικού Πληθυσμού της αρμενικής κυβέρνησης του Εριβάν, Έντουαρντ Πολάτοφ. Η είσοδος για του ξένους υπηκόους ήταν απαγορευμένη στην περιοχή, γιατί τυπικά βρισκόταν ακόμη σε εμπόλεμη κατάσταση.
Πρόβλημα από τους πολέμους που είχαν ξεσπάσει είχαν και οι Έλληνες της Βόρειας Οσετίας, η οποία συνόρευε με την Τσετσενο-ιγκουσέτια. Στο Βλαδικαυκάς, πρωτεύουσα της Βόρειας Οσετίας, κατοικούσαν 5.000 Έλληνες. Η πρώτη σύγκρουση στην ευρύτερη περιοχή ξεκίνησε μεταξύ Τσετσένων και Ινγκουσίων και αφορούσε στο διαχωρισμό των εθνικών τους περιοχών. Στη συνέχεια προστέθηκε η σύγκρουση στη Νότια Οσετία, που υπαγόταν στη Γεωργία, με τη σύγκρουση μεταξύ Γεωργιανών και Οσετίνων. Εκατοντάδες ήταν οι νεκροί των δύο αυτών συγκρούσεων και χιλιάδες οι πρόσφυγες. Ο φόβος φώλιασε βαθιά στις καρδιές των ανθρώπων. Οι Έλληνες, με νωπές ακόμα τις μνήμες των σταλινικών διώξεων, είχαν το αίσθημα ότι στην περιοχή αυτή δεν έχουν μέλλον.
Στην Αμπχαζία
Η μεγαλύτερη όμως εμπλοκή των Ελλήνων στις ένοπλες συγκρούσεις του Καυκάσου, υπήρξε στην Αμπχαζία. Στην Αμπχαζία κατοικούσαν 15.000 Έλληνες, οι οποίοι στην πλειονότητά τους είχαν επιστρέψει από την Κεντρική Ασία, όπου είχαν εκτοπιστεί το 1949. Η Αμπχαζία είχε καθεστώς Αυτόνομης Δημοκρατίας, ενταγμένης στη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γεωργίας. Οι Γεωργιανοί διεκδίκησαν την πλήρη ενσωμάτωση της Αμπχαζίας στο έθνος-κράτος τους, ενώ οι Αμπχάζιοι θέλησαν να δημιουργήσουν το δικό τους. Η σύγκρουση των Γεωργιανών με τους Αμπχάζιους χρονολογείται από το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα. Η νέα σύγκρουση ξεκίνησε με αφορμή την προσπάθεια των Γεωργιανών να ιδρύσουν στο Σοχούμι, όπου υπήρχε ήδη το πανεπιστήμιο της Αμπχαζίας, γεωργιανό πανεπιστήμιο. Η αντίθεση των Αμπχαζίων και η επιμονή των Γεωργιανών οδήγησε στις πρώτες συγκρούσεις με θύματα και από τις δύο πλευρές. H όξυνση των γεγονότων στην Αμπχαζία οδήγησε 1.400 Έλληνες της περιοχής να προβούν τον Μάιο του 1992 σε έκκληση προς την ελληνική κυβέρνηση, στην οποία δήλωναν ότι: “Ο ελληνικός πληθυσμός σ’ αυτή την περιοχή δεν μπορεί να πάρει μέρος στην σύγκρουση, ούτε να λάβη θέση υπέρ καμιάς πλευράς”. Ανέφεραν ότι συνέχεια οι ντόπιοι τους έδιναν να καταλάβουν ότι η πατρίδα τους είναι η Ελλάδα. Ζητούσαν να τεθούν υπό την προστασία της ελληνικής κυβέρνησης και να χαρακτηριστούν “πρόσφυγες”.
Η αφορμή για την τελική σύγκρουση δόθηκε στην αρχή του καλοκαιριού του 1992, όταν στάλθηκε γεωργιανός στρατός στο Σοχούμι. Οι Έλληνες της περιοχής βρέθηκαν στο μέσο των μαχών. Διακήρυξαν την ουδετερότητά τους, παρότι συναισθηματικά υποστήριζαν τους Αμπχάζιους. Οι Αμπχάζιοι, παρότι ήταν μόνο το 17% του συνολικού πληθυσμού της Αμπχαζίας, κατάφεραν να πάρουν με το μέρος τους τις περισσότερες εθνικές ομάδες της περιοχής, συγκροτώντας έτσι ένα ευρύ αντιγεωργιανό μέτωπο. Υποστηρίχθηκαν επίσης από την Ομοσπονδία των Ορεινών Λαών του Καυκάσου, που είχε ως στόχο την επαναφορά του status quo που υπήρχε πριν την κατάληψη της περιοχής από τους Ρώσους το 19ο αιώνα. Αρχικά και οι δύο πλευρές, ειδικά οι Γεωργιανοί, σεβάστηκαν την ουδετερότητα των Ελλήνων. Υπήρξαν πολλές περιπτώσεις στρατολόγησης νέων Ελλήνων στις περιοχές που ήλεγχε ο καθένας από τους συγκρουόμενους. Η ουδετερότητα που έδειξαν οι Γεωργιανοί απέναντι στους Έλληνες αποδείχθηκε στην περιοχή της Γάγγρας, όπου κατά τη διάρκεια των σκληρών μαχών που έγιναν για την κατάληψή της, τα γεωργιανά στρατεύματα δε βιαιοπράγησαν κατά των Ελλήνων, ενώ φέρθηκαν πολύ άσχημα στους Αμπχάζιους και Αρμένιους της περιοχής. Οι Έλληνες της Γάγγρας εκτιμούν ότι πρέπει να υπήρχε διαταγή για καλή συμπεριφορά προς τους Έλληνες. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τους στρατιώτες να λεηλατήσουν ελληνικά σπίτια και να κατάσχουν περιουσιακά στοιχεία Ελλήνων. Με την έναρξη των συγκρούσεων οι ρωσικές εφημερίδες δημοσίευσαν την είδηση ότι η ελληνική κυβέρνηση θα μεριμνήσει για την μεταφορά των εγκλωβισμένων Ελλήνων και ειδικά των παιδιών. Ως αποτέλεσμα της είδησης αυτής, οι Έλληνες της πόλης κατέβαιναν κάθε μέρα στο λιμάνι περιμένοντας το πλοίο, το οποίο έφτασε μετά από 14 μήνες.
Οι Έλληνες της Αμπχαζίας κατέφυγαν σε μεγάλο βαθμό ως πρόσφυγες στην κεντρική Γεωργία, στη νότια Ρωσία και στο Καζακστάν. Η μεγάλη αποχώρηση του πληθυσμού της πόλης του Σοχούμι έγινε με την επίβλεψη του ρωσικού στρατού, ο οποίος με βάση τη συμφωνία διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης, είχε την αποκλειστική ευθύνη της φύλαξης των εξωτερικών συνόρων όλων των νέων κρατών. Έλεγχο έκαναν επίσης και οι στρατιώτες του εθνικού στρατού της Γεωργίας. Καθημερινά συγκεντρώνονταν 5-10.000 άτομα στο λιμάνι και αναχωρούσαν με κάθε είδους πλοιάριο για το Σότσι και το Νοβοροσίσκ της νότιας Ρωσίας, για το Πότι της Γεωργίας και για το Βατούμι της Ατζαρίας (Αυτόνομη Δημοκρατία ενταγμένη στη Γεωργία). Πρακτικά, ήταν αδύνατο με τις συνθήκες αυτές να αναχωρήσουν τα παιδιά και οι γέροντες. Η Ομοσπονδία Ελληνικών Κοινοτήτων Γεωργίας κατήγγειλε ότι τους κρίσιμους επτά μήνες καμιά επίσημη ελληνική αντιπροσωπεία δεν επισκέφτηκε τη Γεωργία, με αποτέλεσμα “… να αναγκαστούμε να ζητήσουμε βοήθεια από το Διεθνή Ερυθρό Σταυρό”.
Σύντομα στο Σοχούμι εμφανίστηκαν παρακρατικές ομάδες, οι οποίες λεηλατούσαν και έκλεβαν τον άμαχο πληθυσμό. Παρουσιάστηκαν περιπτώσεις απαγωγής Ελλήνων με σκοπό τα λύτρα, καθώς και επιθέσεις των οργανωμένων παραστρατιωτικών ομάδων στα ελληνικά χωριά. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι αυτό του χωριού Γεώργιεφκα, όπου, αφού η ομάδα των ληστών επισκέφτηκε την ελληνική εκκλησία και προσευχήθηκε, άρχισε τις ληστείες και τις βιαιοπραγίες κατά των Ελλήνων. Επίσης πολλά κρούσματα ληστειών και βιασμών σημειώθηκαν μέσα στην ίδια την πόλη του Σοχούμι. Οι Έλληνες αποτέλεσαν ιδιαίτερο στόχο αυτών των επιθέσεων, γιατί υπήρχε η εντύπωση ότι ήταν εύπορη ομάδα, η οποία ενισχυόταν οικονομικά από συγγενείς που ζούσαν στην Ελλάδα. Οι ληστές συνήθως βασάνιζαν τα θύματά τους, για να τους παραδώσουν τα χρήματα και τα διάφορα τιμαλφή.
Οι περιουσίες των Ελλήνων βρέθηκαν στο έλεος των φανατικών παραστρατιωτικών ομάδων. Σε μια περίπτωση στάλθηκε επιστολή διαμαρτυρίας προς στον Ε. Σεβαρνάτζε, στην οποία καταγγέλθηκε ότι: “Η επίθεση και η κατάκτηση και η ληστεία των περιουσιών των Ελλήνων πολιτών στην πόλη Σοχούμι γίνεται όλο και πιο συχνά. Το θέμα έφτασε μέχρι την κατευθείαν απαλλοτρίωση της ακίνητης περιουσίας”. Περιγράφηκε ο τρόπος κατάληψης: “… η σιδερένια πόρτα της εισόδου παραβιάστηκε με οξυγονοκόλληση υπό την προστασία της εθνοφρουράς. Μετά, σ’ αυτό το διαμέρισμα εγκαταστάθηκε οικογένεια Γεωργιανών, την οποία και μέχρι τώρα προστατεύουν οι στρατιώτες του γεωργιανού κράτους”. H συγκεκριμένη πράξη παραλληλίστηκε με τις απαλλοτριώσεις 20.000 ελληνικών σπιτιών, που έγιναν στην Αμπχαζία το 1949, όταν εκτοπίστηκαν οι Έλληνες στην Κεντρική Ασία. Η διαφορά των δύο ληστειών, σύμφωνα με τον καταγγέλλοντα, είναι ότι η πρώτη γινόταν “… κάτω από τη σημαία του μαρξισμού-λενινισμού”, ενώ η δεύτερη κάτω από τη σημαία του εθνικισμού. Σημαντική καταστροφή προκάλεσαν οι ομάδες αυτές με την πυρπόληση του Ιστορικού Αρχείου του Σοχούμι. Το Αρχείο καταστράφηκε ολοσχερώς, με αποτέλεσμα την απώλεια του μόνου, σχετικά πλήρους, σώματος της εφημερίδας Κόκκινος Καπνας που υπήρχε στον Καύκασο, καθώς και πολύτιμων ελληνικών βιβλίων του μεσοπολέμου. Μαζί τους καταστράφηκαν και όλες οι πηγές για την ιστορία της περιοχής.
Σε απόφαση έκτακτης σύσκεψης προέδρων έξι συλλόγων προσφύγων απ’ όλη την Ελλάδα, που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη την 1η Νοεμβρίου 1992, καταγγέλθηκε ότι: “Στην Αμπχαζία και άλλα μέρη της Γεωργίας υπάρχουν θύματα, κλοπές, λεηλασίες, καταλήψεις οικιών… Υπάρχει πείνα. Δυσχέρειες στην επικοινωνία. Δεν υπάρχουν καύσιμα. Έρχεται ο χειμώνας. Τι θα γίνει;” Η σύσκεψη ζητούσε από το ελληνικό κράτος ” … να τεθούν υπό καθεστώς προσφύγων όσοι Έλληνες κατορθώσουν να έρθουν από την Αμπχαζία. Άμεση συμπαράσταση με εξασφάλιση στέγης και επιδομάτων. Αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας και ιατροφαρμακευτική στους εγκλωβισμένους Έλληνες της Αμπχαζίας (εάν είναι δυνατόν να σταλεί οργανωμένη ανθρωπιστική βοήθεια σε όλη τη Γεωργία)”. Παρόμοια έκκληση έφτασε στην Ελλάδα από το Βατούμι. Ο ελληνικός σύλλογος της πόλης διεκτραγωδούσε την κατάσταση των 1.000 Ελλήνων προσφύγων από το Σοχούμι που είχαν καταφύγει εκεί, έχοντας χάσει τα πάντα στον πόλεμο και περιμένοντας την ελληνική βοήθεια. Χαρακτήριζε την πολιτική που υπέστησαν στο Σοχούμι “γενοκτονία” και καλούσε όλους τους Έλληνες, απ’ όλο τον κόσμο, να συνδράμουν την προσπάθεια περίθαλψης των προσφύγων. Μεταξύ άλλων στην έκκληση γράφεται: “Σήμερα στη Γεωργία μαίνεται φοβερός πόλεμος, χύνεται το αίμα των Ελλήνων ομοεθνών μας, χάνονται γέροι, γυναίκες και παιδιά. 1.000 Έλληνες -πρόσφυγες από την Αμπχαζία- εγκαταλείπουν το βιός πολλών γενεών, τα νοικοκυριά και τα σπίτια τους χωρίς μέσα διαβίωσης για να σώσουν τη ζωή τους. Κατευθύνθηκαν στο Βατούμι για να μεταβούν αργότερα στην Ελλάδα μέσω της γειτονικής Τουρκίας. Είναι δύσκολο να περιγραφούν τα πάθη των. Σε μια στιγμή έχασαν τα πάντα, πολλούς συγγενείς και μόλις πρόλαβαν να φύγουν από τα σπίτια τους και να σώσουν τη ζωή τους. Αλλά το πιο δύσκολο ακόμα είναι να βλέπεις να κλαίνε οι μητέρες, παππούδες, γιαγιάδες. Η γενοκτονία των Ποντίων Ελλήνων συνεχίζεται, τους σκοτώνουν, τους κλέβουν, τους βιάζουν….”
Σε έκκληση, που έστειλε στην Ελλάδα η Πανσοβιετική Ομοσπονδία Ελληνικών Οργανώσεων “Ο Πόντος”, με την υπογραφή του Γαβριήλ Ποπόφ, αναφερόταν ότι στην Αμπχαζία υπήρχε κατάσταση έκτακτης ανάγκης για τον ελληνικό πληθυσμό. Ότι δεν υπήρχαν πλέον πόροι επιβίωσης και ότι διακόσιες ελληνικές οικογένειες βρίσκονταν σε απελπιστική κατάσταση. Η Ομοσπονδία ζητούσε από την ελληνική κυβέρνηση “… να σταλεί καράβι από την Ελλάδα για να πάρει 600-700 άτομα”.
Κορυφαία διαμαρτυρία των Ποντίων της Ελλάδας υπήρξε η συγκέντρωση και η πορεία 5.000 ατόμων στο κέντρο της Αθήνας, τον Απρίλιο του 1993 με βασικό σύνθημα “Απομάκρυνση των Ελλήνων από την Αμπχαζία. Τώρα!”. Παράλληλα εμφανίστηκαν δημοσιεύματα που καλούσαν σε άμεση δράση. Η πολιτική ηγεσία, με πρωτοβουλία της τότε υφυπουργού Εξωτερικών Βιργινίας Τσουδερού, αποφάσισε τελικά την απομάκρυνση των Ελλήνων, που είχαν εγκλωβιστεί στην περιοχή του Σοχούμι. Κατ’ αρχάς, μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες που είχαν καταφύγει στο Σότσι της νότιας Ρωσίας. Στη συνέχεια οργανώθηκε η βασική επιχείρηση απομάκρυνσης των εγκλωβισμένων Ελλήνων από το Σοχούμι, το οποίο βρισκόταν υπό γεωργιανή κυριαρχία και ήταν περικυκλωμένο από τις δυνάμεις των Αμπχαζίων.
Για την επιχείρηση απομάκρυνσης των προσφύγων χρησιμοποιήθηκε το πλοίο Viscountess της εταιρείας Marlines. Το πρωί της 15ης Αυγούστου το πλοίο έφτασε στο λιμάνι του Σοχούμι. Οι πρόσφυγες περίμεναν ήδη στην προβλήτα και επιβιβάστηκαν 1.013 άτομα. Πίσω, στην περιφέρεια του Σοχούμι, έμεινε πλήθος Ελλήνων. Πολλοί δεν αναχώρησαν γιατί δεν άντεχαν την κοινωνική υποβάθμιση που συνεπαγόταν η προσφυγοποίηση. Άλλοι γιατί περίμεναν ότι ο πόλεμος θα τελειώσει σύντομα και δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν το νοικοκυριό τους στο έλεος των συμμοριών. Μερικοί γιατί δεν μπορούσαν να πάρουν μαζί τους γέροντες γονείς τους. Ήταν η τέταρτη κατά σειρά προσφυγιά που βίωνε ο πληθυσμός αυτός μέσα σε εβδομήντα χρόνια. Υπολογίζεται ότι οι Έλληνες νεκροί σε όλη την Αμπχαζία ξεπερνούσαν τους 200. Σε μια πρόχειρη συγκέντρωση στοιχείων, που έγινε από το συγγραφέα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού επιστροφής του πλοίου από την Αμπχαζία, καταγράφηκαν 52 νεκροί από το Σοχούμι. Απ’ αυτούς οι 30 δολοφονήθηκαν από τις παρακρατικές ομάδες και οι υπόλοιποι σκοτώθηκαν από τους βομβαρδισμούς. Υπήρχαν επίσης και σκοτωμένοι στις μάχες. Πρόχειρα καταμετρήθηκαν τρεις από την αμπχαζιανή πλευρά και πέντε από τη γεωργιανή. Όσοι Έλληνες σκοτώθηκαν πολεμώντας στις τάξεις του αμπχαζιανού στρατού κατάγονταν από την Αμπχαζία, ενώ οι σκοτωμένοι στις τάξεις του γεωργιανού στρατού προέρχονταν από την κεντρική Γεωργία. Από έρευνα που έγινε πάνω στο πλοίο, κατά τη διάρκεια της επιστροφής, εξήχθησαν ενδιαφέροντα συμπεράσματα: Το 83% είχε εξοριστεί στην Κεντρική Ασία από τους σταλινικούς και επανεγκαταστάθηκε στην Αμπχαζία μετά την αποσταλινοποίηση, ξεκινώντας πάλι από το μηδέν. Το 46% των οικογενειών έπεσε θύμα ληστείας, ενώ οι κατοικίες του 45% υπέστησαν ολικές ή μερικές καταστροφές. Η πλειοψηφία των αρχηγών των προσφυγικών αυτών οικογενειών είχε γεννηθεί στο Σοχούμι και στα γύρω χωριά. Ένα 13% είχε γεννηθεί στο Καζακστάν, όπου είχαν εξοριστεί. Από το δείγμα που μελετήθηκε, το 60% των οικογενειών είχαν εκτοπιστεί το 1949 στην Κεντρική Ασία. Ένα 23% δεν απάντησε, μάλλον φοβούμενο. Το υπόλοιπο αποτελούταν κυρίως από νέα άτομα, τα οποία είχαν γεννηθεί στο Σοχούμι. Οι εξορισμένοι είχαν μεταφερθεί σε ποσοστό 70% στο Καζακστάν. Κατά τη διάρκεια του πολέμου της Αμπχαζίας, υπέστησαν ζημιές τα σπίτια του 48% του συνόλου. Απ’ αυτά καταστράφηκε πλήρως το 53%, ενώ το 47% υπέστη μερικές ζημιές (δηλαδή έσπασαν όλα τα τζάμια ή καταστράφηκε μόνο το ένα δωμάτιο κ.λπ.). Στις οικογένειες που μελετήθηκαν έγιναν 290 πράξεις βίας. Οι πράξεις βίας κατανέμονται ως εξής: 46% κλοπή οικοσκευής, 39% κλοπή χρημάτων και κοσμημάτων και 15% κλοπή αυτοκινήτου. Μεταξύ των προσφύγων που ταξίδεψαν με το πλοίο υπήρχαν πάρα πολλά μεμονωμένα άτομα ή ζευγάρια. Αυτό οφείλεται στο ότι τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας είχαν φύγει από την Αμπχαζία. Υπήρχαν περιπτώσεις όπου οι γονείς αγνοούσαν αν τα παιδιά τους είχαν καταφύγει στην Ελλάδα, τη Ρωσία και σε πιο ακριβώς μέρος. Πολυπληθέστερες ήταν οι τριμελείς οικογένειες, οι οποίες κατελάμβαναν την τρίτη θέση, ως προς τον απόλυτο αριθμό οικογενειών.
Μετά την αναχώρηση του πλοίου παρουσιάστηκαν κρούσματα επιθέσεων από Γεωργιανούς παρακρατικούς. Οι προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης συνεχίστηκαν. Έτσι λίγο αργότερα μετέβη στο Σοχούμι αεροπλάνο, το οποίο παρέλαβε και άλλους πρόσφυγες, ενώ αναχωρήσεις προσφύγων οργανώθηκαν από το Σότσι με λεωφορεία και από την Τιφλίδα αεροπορικώς.
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1993, το Σοχούμι καταλήφθηκε, μέσα σε λουτρό αίματος. Ο πρόεδρος της Γεωργίας Έντβαρντ Σεβαρνάτζε, μόλις γλύτωσε τη σύλληψη από τους Αμπχάζιους αυτονομιστές. Χιλιάδες Γεωργιανοί από το Σοχούμι κατάφεραν να εγκαταλείψουν την πόλη, με την κάλυψη του ρώσικου στρατού, για να προστεθούν στο συνολικό όγκο των Γεωργιανών προσφύγων απ’ όλη την Αμπχαζία που ανέρχονταν σε 200.000 άτομα.
Τις πρώτες μέρες μετά την κατάληψη, όταν στην πόλη κυριαρχούσαν οι άτακτες ομάδες του αμπχαζιανού μετώπου, αρκετοί Έλληνες έχασαν τη ζωή τους. Ο Γιώργος Ξεμύτοφ, ο οποίος έμεινε στο Σοχούμι καθόλη τη διάρκεια του πολέμου περιγράφει ως εξής την κατάσταση: “Ήταν οι μέρες του Σεπτεμβρίου, οπότε καταστράφηκε το Σοχούμι και γέμισε η πόλη μας νεκρούς. Τα πτώματα ήταν στοιβαγμένα στους δρόμους για μέρες. Ξεχασμένα από θεούς και ανθρώπους. Και μόνο τα σκυλιά νοιάστηκαν, που μετά τις μάχες αναθάρρησαν και βγήκαν από τις κρυψώνες τους να φάνε.” Οι εκτιμήσεις των Ελλήνων της περιοχής ανεβάζουν τον αριθμό σε 50. Η Αμπχαζία ανακηρύχτηκε ανεξάρτητο κράτος, προστιθέμενη με τον τρόπο αυτό στην κατηγορία που ήταν ήδη ενταγμένο το Ναγκόρνο Καραμπάχ. Δηλαδή κράτος που προέκυψε με πόλεμο, αμφισβητώντας τα εσωτερικά σύνορα της Σοβιετικής Ένωσης. Στη νέα κυβέρνηση των Αμπχαζίων δόθηκαν δύο υπουργεία στους Έλληνες. Οι ποντιακές οργανώσεις στην Ελλάδα, με παρέμβασή τους στην κυβέρνηση στις 11 Οκτωβρίου ζήτησαν, την άμεση αποστολή διπλωματικής αντιπροσωπείας, τόσο στη Γεωργία όσο και στην Αμπχαζία, για να ζητήσει την προστασία των χιλιάδων Ποντίων προσφύγων που ζούσαν εκεί. Το πιο σοβαρό επεισόδιο από τη δράση των ανεξέλεγκτων αμπχαζιανών ομάδων συνέβη στις 4 Νοεμβρίου 1993, όταν επιτέθηκαν στο ελληνικό χωριό Όντισι (πρώην Άκαπα και μετά Κωνσταντίνοφκα) και δολοφόνησαν δεκαοκτώ Έλληνες. Μαζί τους δολοφόνησαν δύο Αρμένιους και έναν Αμπχάζιο. Οι πρώτες δολοφονίες έγιναν στα χωράφια και συνεχίστηκαν στο χωριό. Στη συνέχεια οι δολοφόνοι συγκέντρωσαν τα πτώματα σε ένα σπίτι και τα έκαψαν. Oι πληροφορίες που έφτασαν στην Ελλάδα ανέφεραν, κατ’ αρχάς, ότι το έγκλημα διαπράχτηκε από ομάδα Τσερκέζων, η οποία πολέμησε στο πλευρό του αμπχαζιανού μετώπου, όπως και άλλες ομάδες από τα μουσουλμανικά έθνη του Βόρειου Καυκάσου. Τελικά όμως αποδείχτηκε ότι οι εκτελεστές ήταν μια πολυεθνική ομάδα κακοπ¬οιών, μισθοφόρων στον αμπχαζιανό στρατό. Η ομάδα αποτελούταν από ένα Ρώσο, έναν Τσετσένο (μουσουλμάνος του Βόρειου Καυκάσου), έναν Καρατσάι (μουσουλ¬μάνος και τουρκόφωνος του Βόρειου Καυκάσου), έναν Έλληνα και ένα Γερμανό του Βόλγα. Η σφαγή ήταν προμελετημένη και αφορούσε στην αίσθηση περί λαφύρων που είχαν οι φιλοαμπχαζιανές άτακτες ομάδες. Οι δολοφόνοι εκτέλεσαν το φρικιαστικό έργο για να εκκαθαρίσουν την περιοχή από τους Έλληνες και να εγκατασταθούν οι ίδιοι. Όντως, οι δολοφόνοι εγκαταστάθηκαν στη συνέχεια στο χωριό, για να συλληφθούν αρκετές μέρες αργότερα από τον στρατό των Αμπχαζίων. Οι μαζικές δολοφονίες συνεχίστηκαν στο χωριό Τσεμπελτά, όπου βρήκαν το θάνατο άλλοι πέντε Έλληνες. Οι δολοφόνοι αυτή τη φορά ήταν Σβάνοι ληστές.
……………………..
Οι πράξεις αυτές και η αδράνεια που παρατηρήθηκε από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης, προκάλεσαν την οργισμένη αντίδραση των ποντιακών οργανώσεων, οι οποίες κατήγγειλαν την έλλειψη ενδιαφέροντος και απαίτησαν την άμεση κρατική παρέμβαση στους διεθνείς οργανισμούς, για προστασία των 2.000 Ελλήνων που είχαν παραμείνει στην Αμπχαζία, την αποστολή στρατιωτικών παρατηρητών με την κάλυψη του ΟΗΕ και τη διοργάνωση νέας επιχείρησης απομάκρυνσης των Ελλήνων από την επικίνδυνη περιοχή. Στη συνέχεια το υπουργείο Εξωτερικών προέβη σε διαμαρτυρία, μέσω της συνάντησης του προξένου στη Μόσχα με αντιπροσωπεία των Αμπχαζίων, ο Τύπος κάλυψε ουσιαστικά το θέμα και κατατέθηκε επερώτηση στο Συμβούλιο υπουργών Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Toν Ιανουάριο του 1994, επισκέφτηκε την περιοχή της Αμπχαζίας ο γενικός γραμματέας της οργάνωσης Διεθνής Ομοσπονδία για την Προάσπιση των Εθνικών, Θρησκευτικών, Γλωσσικών και άλλων Μειονοτήτων, ο οποίος έτυχε να είναι Έλληνας. Σε έγγραφό του προς την ελληνική κυβέρνηση, περιέγραψε την απελπιστική κατάσταση των Ελλήνων που συνάντησε και ζήτησε, ματαίως, τη συνδρομή της Ελλάδας. Η επιστολή του γ.γ. Μενέλαου Γ. Τζέλιου τέλειωνε με τα εξής λόγια: “Κύριε Υπουργέ, τα αδέλφια μας στην Αμπχαζία χρειάζονται την υλική και ηθική συμπαράσταση της Μητέρας Ελλάδος στις δύσκολες στιγμές που περνάνε. Ελπίζω να δώσετε τη δέουσα προσοχή και να συνδράμετε κατά το δυνατόν στην βοήθεια των Ελλήνων της Αμπχαζίας”.
Στην Τσετσενία
Η νεότερη εστία πολέμου στον Καύκασο εμφανίστηκε στην Τσετσενία, η οποία ήταν Αυτόνομη Δημοκρατία, ενταγμένη όμως στη Ρωσία. Το 1992 ανακήρυξε την ανεξαρτησία της, σε αντίθεση με τη θέληση της Ρωσίας. . Η Τουρκία, η οποία είχε παραδοσιακούς δεσμούς με τις μουσουλμανικές εθνότητες του Καυκάσου και φιλοξενούσε στο έδαφός της δεκάδες χιλιάδες άτομα τσετσενικής καταγωγής, απογόνους των προσφύγων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μετά την κατάληψη της πατρίδας τους από τους Ρώσους στις αρχές του 19ου αιώνα, βοήθησε το τσετσενικό κίνημα. Ένα από τα μέτρα που πήρε, ήταν η φιλοξενία προσφύγων στην κατεχόμενη Κύπρο. Η πληροφορία αυτή μεταδόθηκε από το Radio Liberty του Μονάχου και ακούστηκε στη Μόσχα. Με βάση τη ραδιοφωνική αυτή ενημέρωση, τρεις Τσετσένοι πρόσφυγες πήγαν στην Κυπριακή πρεσβεία της Μόσχας και ρώτησαν σχετικά: “Επειδή όπως είπαν άκουσαν στο ραδιόφωνο, ότι η Κύπρος θα φιλοξενήσει πρόσφυγες.”
Στην Τσετσενία, στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ζούσαν 1.000-1.500 Έλληνες. Υπήρχε και Ελληνικός Σύλλογος στην πρωτεύουσα Γκρόζνι. Οι σχέσεις των Ελλήνων με τους Τσετσένους ήταν πολύ καλές, εφόσον τα δύο έθνη συνδέονταν με τις κοινές μνήμες των μαζικών σταλινικών διωγμών της δεκαετίας του ’40. Οι Τσετσένοι αποκαλούσαν “αδελφούς” τους Έλληνες, λόγω της κοινής ιστορικής εμπειρίας της εκτόπισης. Η πλειοψηφία των Ελλήνων της Τσετσενίας, φοβούμενη τις εξελίξεις άρχισε να φεύγει μετά το 1992 στη νότια Ρωσία και στην Ελλάδα. Την περίοδο που εμφανίστηκε ο ρωσικός στρατός και άρχισαν οι συγκρούσεις, έμεναν περίπου 200-250 Έλληνες στην περιοχή. Ο ακριβής αριθμός τους ήταν αδύνατον να προσδιοριστεί. Όσοι μπόρεσαν έφυγαν από την επικίνδυνη ζώνη. Ένδεκα άτομα που κατέφυγαν στην ελληνική πρεσβεία στη Μόσχα πήραν αμέσως άδεια παλιννόστησης. Άλλοι κατέφυγαν στο Βλαδικαυκάς της Βόρειας Οσετίας, όπου κατοικούσαν 5.000 Έλληνες και ήταν οργανωμένοι στον “Ελληνικό Σύλλογο Φοίνιξ”, άλλοι κατέφυγαν στην Μαχατσκαλά, πρωτεύουσα του Νταγεστάν που βρίσκεται στην Κασπία Θάλασσα φιλοξενούμενοι από τους συγγενείς τους ή άλλους ομογενείς. Έλληνες επίσης διέφυγαν μαζί με τους Τσετσένους στα βουνά, ενώ άρχισαν οι βομβαρδισμοί της πόλης από το ρωσικό στρατό. Εκατόν πενήντα είχαν καταφύγει σε κοντινές προς το Γκρόζνι περιοχές. Οι εκτιμήσεις από τη Μόσχα ανέβαζαν τους εγκλωβισμέ¬νους Έλληνες του Γκρόζνι σε 110. Τις πρώτες πληροφορίες για την ύπαρξη εγκλωβισμένων Ελλήνων, τις έδωσαν τρεις Ελληνίδες πρόσφυγες από το Γκρόζνι που κατέφυγαν στη Μόσχα μέσω Ναζράν, πρωτεύουσας της Ινγκουσέτιας, με τη βοήθεια ενός “μεταναστευτικού λεωφορείου”, που μάζευε τους Ινγκούσιους του Γκρόζνι. Μια απ’ αυτές, η Κατερίνα Ιωαννίδη, ήταν η Ελληνίδα δασκάλα στο Γκρόζνι. Αυτές έδωσαν κατάλογο 35 Ελλήνων που παρέμεναν στην πολιορκούμενη πόλη, ενώ δεν απέκλειαν την παραμονή και άλλων εκεί. Οι πρόσφυγες φοβούνταν για την τύχη των εναπομεινάντων Ελλήνων, λόγω της επέκτασης των μαχών σ’ όλη την πόλη. Εντοπίστηκαν δεκαπέντε εγκλωβισμένες ελληνικές οικογένειες. Οι τρεις Ελληνίδες του Γκρόζνι, που είχαν ενημερώσει την ελληνική πρεσβεία, έφυγαν τελικά για το Βλαδικαυκάς της Βόρειας Οσετίας, ώστε να μπορέσουν να επιστρέψουν στο σπίτι τους, μόλις παύσουν οι εχθροπραξίες.
Η ελληνική πολιτεία αντέδρασε άμεσα στην κρίση. Συγκροτήθηκε συντονιστικό όργανο με επικεφαλής τον πρέσβη στη Μόσχα. Την επιχείρηση ανέλαβε να διεκπεραιώσει το Εθνικό Ίδρυμα Υποδοχής και Αποκατάστασης Προσφύγων Ομογενών Ελλήνων, ο πρόεδρος του οποίου (ο σημερινός υπουργός Εξωτερικών της Κύπρου Γιώργος Ιακώβου) μετέβη επιτόπου. Στόχος των προσπαθειών ήταν ο εντοπισμός των Ελλήνων μεταξύ των δεκάδων χιλιάδων προσφύγων από την Τσετσενία, η οικονομική κάλυψη των προσφύγων, η προετοιμασία για αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας και η μεταφορά των Ελλήνων προσφύγων σε ασφαλέστερες περιοχές. Έτσι, ο Έλληνας πρέσβης συναντήθηκε με το Ρώσο υπουργό Έκτακτων Αναγκών, ο οποίος προερχόταν από τη βόρειο Οσετία και είχε βοηθήσει την οργάνωση των εκεί Ελλήνων. Παρότι στην περιοχή είχε απαγορευτεί η πρόσβαση οιουδήποτε εκπροσώπου των ξένων διπλωματικών αποστολών, ο Ρώσος υπουργός εξαίρεσε το ελληνικό κλιμάκιο από την γενική απαγόρευση. Με βάση την αποστολή στο Βλαδικαυκάς, καταβλήθηκε προσπάθεια αντιμετώπισης του προβλήματος. Οι ρωσικές δυνάμεις ανταποκρίθηκαν θετικά στο αίτημα των ελληνικών εκπροσώπων, να εντοπιστούν τα άτομα που ανήκαν στην ελληνική εθνικότητα και ήταν εγκλωβισμένα στο Γκρόζνι. Οι έρευνες έγιναν υπό την προσωπική εποπτεία του υπουργού Έκτακτων Αναγκών. Έγιναν συσκέψεις της ελληνικής αποστολής και των Ρώσων για να διευθετηθούν οι οργανωτικές λεπτομέρειες εξόδου, υποδοχής και εγκατάστασης των Ελλήνων. Ενεργοποιήθηκαν επίσης οι ελληνικές οργανώσεις της ευρύτερης περιοχής, οι οποίες συνεργάστηκαν με την ελληνική αποστολή. Οι ελληνικές οργανώσεις των πόλεων Εσεντουκί, Μινεράλνι Βόντι και Βλαδικαυκάς, συγκρότησαν Επιτροπές Προσφύγων. Στις 15 Ιανουαρίου έλαβε χώρα σύσκεψη δέκα ελληνικών οργανώσεων του βόρειου Καυκάσου, με τη συμμετοχή των απεσταλμένων από την Ελλάδα και με κύριο θέμα την παροχή βοήθειας προς τους πρόσφυγες. Συντάχθηκε ένας κατάλογος με τα ονόματα των εγκλωβισμένων Ελλήνων. Οι Έλληνες που παρέμειναν στο Γκρόζνι, όπως και οι υπόλοιποι κάτοικοί του, πέρασαν εφιαλτικές ώρες την εποχή των βομβαρδισμών. Ζούσαν μέσα σε καταφύγια με ελάχιστα τρόφιμα. Τελικά, μετά την κατάληψη της πόλης από το ρωσικό στρατό, απεγκλωβίστηκαν 75 Έλληνες, οι οποίοι μεταφέρθηκαν στο Εσεντουκί, Βλαδικαυκάς και Μινεράλνι Βόντι. Υπήρχαν μόνο δύο Ελληνίδες τραυματίες και δύο νεκροί Ρώσοι, που ανήκαν σε μικτές ελληνορωσικές οικογένειες. Μέσα στο Γκρόζνι συνέχισαν να παραμένουν 25 Έλληνες. Οι πρόσφυγες φιλοξενήθηκαν σε ξενοδοχείο στο Μινεράλνι Βόντι, ενώ τους δόθηκε και ένα μικρό ποσό για να αντιμετωπίσουν τις άμεσες ανάγκες τους. Όσοι είχαν καταφύγει στη Ρωσία φιλοξενήθηκαν σε σπίτια ντόπιων Ελλήνων και σε ξενοδοχείο, νοικιασμένο από την ελλαδική αποστολή, ενώ αγοράστηκαν με τη μεσολάβηση της Ομοσπονδίας Ελληνικών Συλλόγων Ρωσίας τέσσερις κατοικίες για αντίστοιχες οικογένειες προσφύγων.
Καταγράφηκαν 29 οικογένειες και 10 μεμονωμένα άτομα. Απ’ αυτούς οι 14 οικογένειες και τα 8 άτομα επιθυμούσαν να παραμείνουν στη νότια Ρωσία, ενώ οι υπόλοιποι δεν είχαν αποφασίσει ακόμη. Μια από τις προτάσεις που τους έγιναν ήταν η ένταξή τους στο πρόγραμμα. Οι παραινέσεις όμως των συγγενών από την Ελλάδα, λειτουργούσαν αποτρεπτικά στο να υιοθετήσουν την επιλογή αυτή. Η βασική όμως επιλογή της ελληνικής πλευράς, στην περίπτωση της Τσετσενίας, ήταν η παραμονή τους στη νότιο Ρωσία, σε σπίτια αγορασμένα από το ελληνικό δημόσιο και ειδικά η εγκατάστασή τους, με πρόγραμμα αγοράς σπιτιών στο ελληνικό χωριό Γκρετσέσκογιε της περιφέρειας της Σταυρούπολης Οι ελληνικοί σύλλογοι της περιοχής ζήτησαν να επεκταθεί το πρόγραμμα αποκατάστασης και σε άλλες περιοχές της νότιας Ρωσίας. Η πρόθεση όμως της ελληνικής πλευράς ήταν να ενισχυθεί ο ήδη υπάρχων ελληνικός οικισμός στο Γκρετσέσκογιε. Διερευνήθηκαν, από κοινού με τις ρωσικές αρχές, οι τρόποι πενταετούς δέσμευσης των σπιτιών αυτών. Η πολιτική των Ρώσων για το ζήτημα αυτό ήταν να απομακρύνουν τους πληθυσμούς της Τσετσενίας, ανεξαρτήτως εθνικότητας, από την περιοχή. Δέχτηκαν όμως να εξαιρέσουν τους Έλληνες, με την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα αναλάμβανε την αποκατάστασή τους. Μια από τις άμεσα θετικές επιπτώσεις της ελληνικής επιχείρησης διάσωσης και προστασίας των Ελλήνων της Τσετσενίας, ήταν η κατάκτηση αναγνώρισης του κύρους της Ελλάδας από όλους τους παράγοντες και τις εθνότητες της περιοχής.
Το τσετσενικό πρόβλημα εξελίχθηκε στο μεγαλύτερο αγκάθι της εσωτερικής πολιτικής ζωής. Η πολιτική της ακραίας καταστολής που ακολούθησαν οι ρωσικές αρχές ενίσχυσε την εμφάνιση μιας τυφλή και αιματηρή τρομοκρατία των Τσετσένων. Η πλέον πρόσφατη εκδήλωση αυτού του φαινομένου υπήρξαν τα τρομερά γεγονότα του Μπεσλάν της Βόρειας Οσετίας με την ομηρία και τον θάνατο -τελικά- εκατοντάδων αθώων και ανυπεράσπιστων μαθητών. Τα τραγικά γεγονότα στη Βόρεια Οσετία ανέδειξαν για άλλη μια φορά -εκτός από τα σύγχρονα ρωσικά αδιέξοδα του Καυκάσου- το γεγονός της παρουσίας ελληνικών κοινοτήτων στη θερμή αυτή ζώνη του πλανήτη μας. Για άλλη μια φορά κατά τη μετασοβιετική εποχή, το ηφαίστειο του Καυκάσου στέλνει ανησυχητικά σήματα. Η αντιπαράθεση στην Τσετσενία τείνει να λάβει ευρύτερες διαστάσεις. Η συνάντηση των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων με τον ακραίο ισλαμικό φανατισμό και την τρομοκρατία από τη μια και η σκληρή ρωσική στάση από την άλλη, οδηγούν τις εξελίξεις στα άκρα. Παράλληλα, οι τάσεις μετατροπής των υπαρκτών εθνικών αντιθέσεων σε θρησκευτικές αντιπαραθέσεις βρίσκουν ολόενα και μεγαλύτερη αποδοχή και στους υπόλοιπους μουσουλμανικούς λαούς του Καυκάσου. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Τσετσένοι τρομοκράτες προκάλεσαν το λουτρό αίματος στη Βόρεια Οσετία, σε μια από τις λίγες χριστιανικές περιοχές του Βόρειου Καυκάσου. Το μίσος για τους “απίστους”, η περιφρόνηση της ζωής των “γκιαούρηδων” και η αίσθηση ότι επιχειρείται Τζιχάντ δηλαδή “ιερός πόλεμος”, οδηγεί την αντιπαράθεση στα άκρα.
Εκτός όμως από τα τεκταινόμενα στο Βόρειο Καύκασο, ανησυχητικά σήματα έρχονται και από το Νότο, από την Υπερκαυκασία. Η επανεμφάνιση του γεωργιανικού εθνικισμού- που τυγχάνει της προστασίας των Ηνωμένων Πολιτειών- στο πρόσωπο του Σαακασβίλι και τα ανοιχτά μέτωπα στη Νότια Οσετία και, κυρίως, στην Αμπχαζία προοιωνίζουν δύσκολες μέρες. Η περιοχή τείνει να μετατραπεί σε πυριτιδαποθήκη. Η εξέλιξη αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι η αξιοποίηση των εθνοτικών διαφορών της περιοχής αποτελούσαν πάντα μέσο εμπέδωσης της πολιτικής κυριαρχίας της Μόσχας. Μόνο που στο παιχνίδι της χρήσης των διαφορών αυτών σήμερα έχουν μπει και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Επιπλέον, η περιοχή αποτελεί σταυροδρόμι για τους πετρελαιαγωγούς που μεταφέρουν στη Δύση το πετρελαιο της Κασπίας -και της Κεντρικής Ασίας αργότερα- καθώς και η μεγάλη διαφορά αντίληψης των συμφερόντων των αμερικανικών πετρελαϊκών εταιρειών από τις ρωσικές.
ΠΗΓΗ: «Παρευξείνιος Διασπορά. Οι ελληνικές εγκαταστάσεις στις βορειοανατολικές περιοχές του Εύξεινου Πόντου», Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών, εκδ. Κυριακίδη, 1995.
—————————
Ο Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ σύγχρονης ιστορίας. Βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για τη συγγραφή της ιστορίας των Ελλήνων στη Μαύρη Θάλασσα
.