Γράφει ο Δημήτρης Ζιαμπάρας.
Εν αρχή ην η αυτοκριτική. Μέχρι τα τριάντα μου από την θρησκεία είχα αντιληφθεί τρία πράγματα: ο Θεός μας αγαπάει, αλλά δεν θα διστάσει να μας κάψει στην κόλαση· ο έρωτας είναι κάτι βρόμικο και πρέπει να το φυλάμε για όποιον αγαπήσουμε αληθινά· και το γνωστό «πίστευε και μη ερεύνα». Έπρεπε να πιάσω τα σαράντα για να καταλάβω ότι η θρησκεία αντιμετωπίζεται όπως η τέχνη. Όπως ένας ζωγραφικός πίνακας δεν απεικονίζει την πραγματικότητα, αλλά αντικατοπτρίζει την «πραγματικότητα» που έχουμε στο μυαλό μας· έτσι και στην θρησκεία, δεν έχει τόσο νόημα να εξετάσεις ορθολογιστικά τους μύθους και τις ποιητικές αναφορές, όσο να νιώσεις το κάλλος τους. Και το κάλλος δεν οδηγεί ποτέ στην αμφισβήτηση του Θεού. Στην θρησκεία δεν βρίσκεις απαντήσεις για τον Θεό, αλλά ερωτήματα για τον άνθρωπο. Στα πενήντα μου συνεχίζω να πηγαίνω στην Εκκλησία μόνο σε γάμους και βαφτίσια· όμως δεν το θεωρώ κατόρθωμα.
Μετά, την αρχή, ην ο Λόγος. Βάση της θρησκείας, σε πρώτη ανάγνωση, είναι ο φόβος και σε δεύτερη ανάγνωση η πίστη: η παθιασμένη διαίσθηση. Η πίστη γεμίζει το κενό όταν η λογική δεν φτάνει· όπως συμβαίνει σε κάθε έκφανση της ζωής. Η πίστη είναι που βλέπει ένα κήπο σε κάποιους σπόρους και ένα δέντρο σε ένα κουκούτσι. Απλά στην θρησκεία το ακατάληπτο και το υπερβατικό απαιτούν την λογική και την πίστη στον μεγαλύτερο διαθέσιμο βαθμό. Πίστη και λογική είναι οι όχθες του ίδιου ποταμιού. Όταν δεν υπάρχει περιθώριο για αμφιβολία, δεν υπάρχει περιθώριο ούτε για πίστη. Μόνο όποιος ψάχνει τον Θεό, τον βρίσκει· όποιος έχει καταλήξει, τον έχει χάσει. Πίστη που δεν αμφιβάλλει, είναι νεκρή πίστη. Ο Τσαρούχης έλεγε, «το να μην μπορείς να πιστέψεις είναι μια μορφή αναπηρίας», γιατί όντως η μόνη γνήσια αθεΐα είναι η απελπισία. Η αθεΐα είναι σαν ένα λεπτό στρώμα πάγου, κάποιοι άνθρωποι μπορεί να περπατήσουν, αλλά ένας ολόκληρος λαός θα πνιγεί.
Και εγένετο φως. Αν και σήμερα η Δύση θεωρείται άθεη, είναι το αντίθετο της άθρησκης. Για τους περισσότερους ανθρώπους, η αποστροφή απέναντι στην δική τους θρησκεία έχει συνήθως τις ρίζες της στην τυφλή πίστη προς κάτι άλλο. Πίστη στην «αντικειμενικότητα» μιας επιστήμης, στο «αλάνθαστο» μιας ιδεολογίας, στην «προοδευτικότητα» κάποιου ανθρωπισμού, στον ηθικισμό του Veganism, στον ακτιβισμό της «ζωοφιλίας», στο αόρατο χέρι της «αγοράς», στην υπεράσπιση ανύπαρκτων «μειονοτήτων», στην «εξίσωση» των πολιτισμών κτλ. Μπορεί ο Νίτσε να «πέθανε» τον Θεό, αλλά ο ανθρωπισμός σήμερα «πέθανε» τον άνθρωπο. Όταν ο πιστός δεν έχει αίσθηση της πίστης του, αλλά θεωρεί εαυτόν ως «ορθολογιστή», τείνει να αγιοποιεί ό,τι πιστεύει σε μεγαλύτερο βαθμό από τους αυθεντικά θρησκευόμενους. Και —το χειρότερο— θέλει να επιβάλλει την άποψή του με την ηθική αύρα της μεγάλης αλήθειας την οποία οι άλλοι δεν μπορούν να κατανοήσουν, γι’ αυτό και αντιδρούν. Το πρόβλημα δεν είναι η πίστη· είναι οι βεβαιότητες.
Αυτά τα ελάχιστα για το φαινόμενο της θρησκείας για να μπορέσουμε να συνεννοηθούμε, γιατί οι θεολόγοι έχουν προκαλέσει τόσο χάος στο θέμα της θρησκείας, όσο οι δικηγόροι στην δικαιοσύνη. Σκοπός της εκπαίδευσης δεν είναι τόσο να γεμίσει τα μυαλά των νέων με πληροφορίες επί παντός επιστητού, όσο κυρίως να τους μάθει, αφενός, να μαθαίνουν και, αφετέρου, να πιστεύουν. Είναι εξίσου σημαντικά και τα δύο. Το πρώτο για να συνειδητοποιήσουν ότι η μάθηση είναι διά βίου και ουσιαστικά αρχίζει όταν τελειώνει η εκπαίδευση. Το δεύτερο για να μπορέσει αυτή η μάθηση να λάβει θετικές μορφές, όχι μόνο για το άτομο, αλλά και για το σύνολο: υπηρετώντας ιδανικά που υπερβαίνουν το άτομο. Η μάθηση υπηρετεί το μυαλό, η πίστη την καρδιά. Έτσι εντρυφώντας στην πίστη, μαθαίνεις και την επιχειρηματικότητα —που αφορά την καρδιά και δεν διδάσκεται στα ΜΒΑs!— η οποία απαιτεί κυρίως υγιή πίστη σε κάτι που ξεφεύγει του άμεσου ελέγχου σου και σε οπλίζει με δύναμη να αψηφάς τα ρίσκα και τους κινδύνους.
Να σκεφτόμαστε απλά. Όπως ο μαθητευόμενος ξυλουργός πάει δίπλα σε έναν ξυλουργό και ο μαθητευόμενος σιδεράς σε ένα σιδερά, έτσι και ο μαθητευόμενος μαθητής πρέπει να πάει δίπλα σε έναν μαθητή. Αυτός ο τελευταίος είναι ο εκπαιδευτικός: ο άνθρωπος που τον χαρακτηρίζει η συνεχής μάθηση, αλλιώς είναι άχρηστος — ίνα μη είπω επικίνδυνος. Η συνεχής μάθηση είναι το μόνο χαρακτηριστικό το οποίο με συνεχείς εξαμηνιαίες ψυχολογικές αξιολογήσεις θα έπρεπε να εξασφαλίζεται ότι υφίσταται στον εκπαιδευτικό. Γιατί ο άνθρωπος (ως εκπαιδευτικός, γονέας, διευθυντής, πολιτικός κτλ.) ποτέ δεν διδάσκει με τον λόγο του, αλλά με το παράδειγμά του, το οποίο είναι κυρίως εξωλεκτικό. Διδάσκει αυτό που είναι — όχι αυτό που θέλει.
Κάποτε η πίστη διδασκόταν στο πλαίσιο της πυρηνικής οικογένειας κυρίως από τον παππού, την γιαγιά. Σήμερα το βάρος αναπόφευκτα πρέπει να το επωμισθεί το σχολείο και συγκεκριμένα —δεν βλέπω άλλη λύση— ο θεολόγος. Ο θεολόγος διαφοροποιείται από τους άλλους εκπαιδευτικούς γιατί πρέπει να εκπαιδεύσει την καρδιά· να μάθει τον νέο να πιστεύει, άρα πρέπει να εξασφαλιστεί —με κάποιο τρόπο— ότι πιστεύει ο ίδιος. Η εξοικείωση του μαθητή με τις δύσκολες θεολογικές έννοιες της ορθοδοξίας είναι το μέσο· δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός του μαθήματος των θρησκευτικών. Μπορεί ο νέος όταν ωριμάσει να εγκαταλείψει την συγκεκριμένη πίστη και να γίνει άθεος — δεν έχει καμιά σημασία. Ο εστί μεθερμηνευόμενον: έχει μάθει τι εστί πίστη, τι εστί εμπιστοσύνη· με άλλα λόγια, έχει μάθει να σχετίζεται — δεν είναι ανέραστος, ένας τυχαίος «Sex and the City» τύπος.
Τα περί πολυπολιτισμικής κοινωνίας και εκπαίδευσης μπορεί να αφορούν τις ΗΠΑ —γιατί δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά— δεν αφορούν όμως εμάς. Εμείς αντιμετωπίζουμε διαφορετικούς κινδύνους από τους Αμερικάνους. Είμαι ένας American lover, αλλά δεν είμαι τόσο ανιστόρητος και τόσο αφελής για να καταπίνω αμάσητα όσα πολυπολιτισμικά σημαντικά πράγματα κατορθώνουν αυτοί για τους ίδιους. Όπως κάνουν οι ευρωπαϊκές ελίτ που έχουν φτάσει την ΕΕ στα όρια της διάλυσης.
Από τα παραπάνω προκύπτει και το περιεχόμενο του μαθήματος των θρησκευτικών. Δεν έχει νόημα να είναι γενικού θρησκειολογικού περιεχομένου: τι λέει το ισλάμ ή οι βουδιστές. Αυτά μπορούν να διδαχθούν στο πλαίσιο ενός μαθήματος της παγκόσμιας ιστορίας των πολιτισμών. Αλλού πρέπει να είναι το διακύβευμα για το μάθημα των θρησκευτικών: στην γνωριμία με την πίστη που γίνεται μόνο με μέθεξη — όχι με κατήχηση.