Hμερομηνία δημοσίευσης: 02-05-10
The Guardian
Ο Πίτερ Χίτσενς είναι συντηρητικός αρθρογράφος στη βρετανική εφημερίδα Mail on Sunday. Ο Τέρι Ιγκλετον είναι καθηγητής Αγγλικής Λογοτεχνίας και ακραιφνής αριστερός. Τα τελευταία βιβλία και των δυο τους, όμως, καταφέρονται εναντίον ενός κοινού εχθρού: του μηδενισμού. Πρόκειται για το The Rage Against God (Η οργή εναντίον του Θεού) του Χίτσενς και το On Evil (Περί κακού) του Ιγκλετον.
Ο Χίτσενς βάλλει κυρίως εναντίον του αδερφού του, Κρίστοφερ, ο οποίος είναι ένας από τους πλέον στρατευμένους άθεους της εποχής μας. Μεγάλο μέρος του βιβλίου του όμως εξετάζει και τα αίτια της παρακμής της χριστιανικής πίστης στη σύγχρονη Βρετανία. Αποδίδει το φαινόμενο σε πολλούς παράγοντες: τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους, την πτώση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, την εθνικοποίηση της Εκκλησίας και την κρίση της βρετανικής ταυτότητας.
Επίσης, ο Χίτσενς κατηγορεί και τον άκρατο φιλελευθερισμό της εποχής του. Θυμάται τα νεανικά του χρόνια, τη δεκαετία του 1960, όταν αυτός και οι συνομήλικοι επαναστάτησαν εναντίον του κομφορμισμού των γονιών τους και του ονείρου της ειδυλλιακής ζωής στα προάστια. Η επανάσταση τούς οδήγησε στο να ζήσουν ένα βίο γεμάτο απολαύσεις και φιλοδοξίες, απορρίπτοντας κάθε ηθική αξία και αυθεντία. Αναπόφευκτη συνέπεια της στάσης τους και η παρακμή της θρησκευτικής πίστης.
Σε ό, τι αφορά την οργή του αδερφού του εναντίον του Θεού, κάνει μια σειρά από παρατηρήσεις. Στο ερώτημα αν υπάρχει «καλό και κακό ελλείψει Θεού», απαντά ότι οι επιταγές της ηθικής οφείλουν να είναι απόλυτες. Ακόμη και αν δεν μπορούμε να τις ακολουθούμε πάντοτε, δεν είναι δυνατόν να τις αγνοήσουμε, όπως κάνουν σήμερα, τόσο οι πολίτες όσο και οι πολιτικοί: οι συμπεριφορές και οι πολιτικές αποφάσεις της εποχής μας, από την αγένεια του κόσμου μέχρι την αναστολή του δικαιώματος του Habeas Corpus, αποδεικνύουν ότι, αν δεν υπάρχουν νόμοι με τους οποίους ακόμη και οι άρχοντες νιώθουν ότι πρέπει να συμμορφώνονται, τότε κανένας μας δεν είναι ασφαλής.
Επίσης, καταφέρεται εναντίον της απόφασης των Ρώσων κομμουνιστών να καταργήσουν τα θρησκευτικά στα σχολεία, μετά την επανάσταση του 1917. Πρόκειται για αιχμή εναντίον του αδελφού του, ο οποίος, νοσταλγώντας τον Τρότσκι, χαρακτήρισε το μάθημα των θρησκευτικών «παιδική κακοποίηση». Για τον Χίτσενς, τέτοιες θέσεις ισοδυναμούν με δογματική τυραννία.
Δυστυχώς, ο Χίτσενς δεν καταφέρνει να ελέγξει τους τόνους της ρητορικής του, ιδιαίτερα όταν καταφέρεται εναντίον των γκέι, τους οποίους αποκαλεί απαξιωτικά «ομοφυλόφιλους». Για τον Χίτσενς, οι γκέι δεν είναι άνθρωποι που αγαπούν, αλλά απλώς φιλήδονοι. Πρόκειται για ένα σοβαρό ατόπημα, που υπονομεύει όλο το εγχείρημα του βιβλίου του. Την ώρα που κατηγορεί τους άθεους ως υπονομευτές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, αρνείται να αναγνωρίσει την ανθρωπιά στους γκέι.
Ο ευτελισμός της ανθρώπινης υπόστασης είναι βασικό στοιχείο αυτού που ο Ιγκλετον ονομάζει «κακό» – έννοια που ξεπερνά τα όρια της απλής πονηρίας. Οπως οι μάγισσες στον Μάκβεθ, οι πραγματικοί κακοί αρνούνται ότι η ύπαρξη των άλλων έχει νόημα. Μάλιστα, το κακό αρνείται να αναγνωρίσει την ίδια την αξία της ύπαρξης, ως έννοιας. Γι’ αυτό και το Ολοκαύτωμα θεωρείται πραγματική έκφανση του κακού, όπως άλλωστε και τα τραγούδια των Sex Pistols που υμνούν την ανούσια καταστροφή: «Δεν ξέρω τι θέλω, αλλά ξέρω πώς να το πάρω». Με άλλα λόγια, η αδιαφορία είναι ο παράγοντας που διαχωρίζει το κακό από την πονηριά.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Σατανά, ο οποίος είναι ταυτόχρονα άγγελος και δαίμονας. Η αγγελική του πλευρά αναζητά το άπειρο και η δαιμονική του την ανυπαρξία. Αν προσθέσουμε τις δύο αντίρροπες τάσεις, το αποτέλεσμα είναι η άρνηση κάθε απόλυτης αξίας. Με άλλα λόγια, έχουμε να κάνουμε με τον μηδενισμό. Οσα έχουν σημασία δηλαδή, στερούνται αξίας. Γι’ αυτό και το κακό συνήθως παρομοιάζεται με τον πολτό. Ο πολτός είναι μια υλικά άμορφη μάζα. Και το κακό είναι μια ηθικά άμορφη έννοια.
Εν ολίγοις, τόσο ο Χίτσενς, όσο και ο Ιγκλετον, πιστεύουν ότι η κατάρα των σημερινών κοινωνιών είναι ο μηδενισμός. Ο Χίτσενς τον βλέπει στον σχετικισμό των ηθικών μας αξιών. Ο Ιγκλετον στην επιμονή των σύγχρονων ανθρώπων να θεωρούν ότι το «κακό» είναι απλώς μια δεισιδαιμονία. Τίποτα πια δεν απαγορεύεται. Τίποτα δεν προκαλεί σοκ, τα πάντα είναι παιχνίδι. Η πλαδαρή αρχή του φιλελευθερισμού –μη βλάπτεις τους άλλους– μπορεί να είναι επαρκής για την εφαρμογή κοινωνικών πολιτικών, αλλά είναι επικίνδυνα κενή όταν μετατρέπεται σε φιλοσοφία ζωής, καθώς αρνείται να θέσει το ερώτημα «προς τι η ανθρώπινη ελευθερία». Ετσι, η εξίσωση μέσων και σκοπών αδειάζει τον κόσμο μας από νόημα.
Ενας αριστερός και ένας δεξιός διανοούμενος μάς απευθύνουν την ίδια προειδοποίηση: όταν η πολιτική εκπίπτει σε μια τεχνοκρατική διαδικασία με αποκλειστικό σκοπό να κρατήσει τους ανθρώπους «χαρούμενους», τότε ο κίνδυνος να γεννηθούν δαίμονες πολλαπλασιάζεται. Προσοχή, όπως θα έλεγε και ο Πέτρος, «νήψατε, γρηγορήσατε, ο αντίδικος υμών διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών καταπιείν»…
«Στα ελληνικά κυκλοφορούν, μεταξύ άλλων, τα βιβλία του Τέρι Ιγκλετον «Μαρξ» (Ενάλιος), «Ο Μαρξισμός και η Λογοτεχνική Κριτική» (Υψιλον) και «Εισαγωγή στη Θεωρία της Λογοτεχνίας» (Οδυσσέας). Το βιβλίο του Κρίστοφερ Χίτσενς, εναντίον του οποίου κυρίως καταφέρεται ο αδερφός του, κυκλοφορεί στα ελληνικά υπό τον τίτλο «Ο Θεός δεν είναι μεγάλος» (Scripta).
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_02/05/2010_399535