Monday 21 October 2024
Αντίβαρο
Ιστορία Μάριος Νοβακόπουλος

Πολιτική Θεολογία: ο Ρωμαιοκαθολικός Μεσαίωνας

Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος*

Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα η δύναμη της Εκκλησίας της Ρώμης μεσουρανεί.  Διαμορφώνεται από τις πολιτικές αναγκαιότητες των σκοτεινών χρόνων και πλάθει με τη σειρά της τις βάσεις της σύγχρονης Δύσης, την οποία εκπολιτίζει αλλά ταυτοχρόνως κρατά όμηρο.

Παποσύνη και βάρβαροι

Στο πρώτο μέρος του αφιερώματος αφήσαμε τη δυτική χριστιανοσύνη να παρηγορείται από τον Άγιο Αυγουστίνο για το χάος και την καταστροφή που άφησε πίσω της η κατάλυση του ρωμαϊκού κόσμου.  Η κατάσταση για την Εκκλησία είναι δύσκολη.  Οι νέοι δυνάστες είναι παγανιστές ή αιρετικοί οπαδοί του Αρείου.  Σε σχέση με την Ανατολή και ήδη πριν την βαρβαρική κατάκτηση, το δυτικό τμήμα ήταν πτωχότερο, με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο, λιγότερη θεολογική δραστηριότητα και ασθενή μοναχισμό.  Στους ώμους του πάπα της Ρώμης, αναγνωρισμένου «προέδρου» της κοινωνίας των ορθοδόξων Εκκλησιών [1], πέφτει το τιτάνιο έργο να ανασυγκροτηθεί σχεδόν εκ του μηδενός μία νέα χριστιανοσύνη και μία νέα Ευρώπη.  Η πρόοδος είναι αργή.  Ιεραπόστολοι όπως ο Βονιφάτιος και ο Πατρίκιος αρχίζουν να εκτοπίζουν τα είδωλα και τους αρχαίους θεούς, ενώ ασκητές όπως ο Βενέδικτος δημιουργούν μοναστικές κοινότητες που θα γίνουν τα κέντρα της πνευματικής αναγέννησης της Δύσης.  Σταδιακά ο παγανισμός φθίνει και ο Αρειανισμός ανατρέπεται.  Οι Φράγκοι, οι Βησιγότθοι, οι Κέλτες και οι Αγγλοσάξωνες βαπτίζονται.  Επισκοπές και αβαεία ιδρύονται στη Γαλατία, τη Βρετανία και αλλού.  Η διοικητική δομή των νέων κρατών (περισσότερο προσωπικών ιδιοκτησιών ηγεμόνων, πολεμάρχων και τοπαρχών) είναι ανύπαρκτη και έτσι η Εκκλησία αναλαμβάνει το σύνολο της εκπαίδευσης, της κοινωνικής πρόνοιας, φιλανθρωπίας, ακόμη και υπηρεσιών όπως ο επισιτισμός και η ύδρευση.  Καθώς είναι οι μόνοι που γνωρίζουν γράμματα, κληρικοί διορίζονται σε καίριες θέσεις της βαρβαρικής υπαλληλίας και διακυβέρνησης.

Τον 6ο αιώνα το μεσογειακό κόσμο συνταράσσει η μεγαλεπήβολη αναστήλωση του Ιουστινιανού, που με μακροχρόνιες και επικές εκστρατείες αποκαθιστά τη ρωμαϊκή ηγεμονία στη βορειοδυτική Αφρική, τη νοτιοανατολική Ισπανία και (το κυριότερο) την Ιταλία.  Ο πάπας τίθεται υπό τη διοικητική δικαιοδοσία της Κωνσταντινουπόλεως και η εκλογή του εγκρίνεται από τον Έξαρχο της Ραβέννα.  Όμως η νέα ρωμαϊκή διοίκηση είναι σκληρή και αναποτελεσματική, ενώ μεγάλο μέρος της Ιταλίας πέφτει στα χέρια των Λογγοβάρδων.  Ο πάπας Άγιος Γρηγόριος ο Μέγας αναδιοργανώνει την εκκλησιαστική διοίκηση και λατρεία, αναπτύσσει δραστήρια ιεραποστολική δραστηριότητα και θέτει ουσιαστικά τα θεμέλια της μεσαιωνικής Παποσύνης.  Πλέον ο πάπας είναι η βασική πολιτική αρχή της Ρώμης και όχι ο Έξαρχος.  Τον 8ο αιώνα θα επέλθει ανοικτή ρήξη στις σχέσεις Ρώμης και ανατολικής αυτοκρατορίας.  Η δυναστεία των Ισαύρων όχι μόνο εγκαταλείπει την άμυνα της Ιταλίας πιεζόμενη από την ισλαμική πλημμυρίδα, αλλά απαγορεύοντας την λατρεία των εικόνων πυροδοτεί σοβαρή θρησκευτική κρίση.  Με την Αντιόχεια, Ιερουσαλήμ και Αλεξάνδρεια αιχμάλωτες απίστων και την Κωνσταντινούπολη αιρετικών, η Αγία Έδρα θα αναλάβει την υπεράσπιση της εκκλησιαστικής ορθοδοξίας.  Ο πάπας στηρίζει εξεγέρσεις εικονοφίλων και καταδικάζει με σφοδρότητα τον αυτοκράτορα, με αποτέλεσμα να στερηθεί τις ελλαδικές επαρχίες της δικαιοδοσίας του ως αντίποινα.  Η Επισκοπή Ρώμης πρέπει αλλού να βρει πολιτικό και στρατιωτικό προστάτη, καθώς οι Λογγοβάρδοι είναι πλέον ανεξέλεγκτοι.

Οι Φράγκοι και το νέο κοσμοσύστημα

Οι νέοι πάτρωνες του πάπα είναι οι Φράγκοι, το μόνο πιστό βασίλειο στη Δύσης.  Ο βασιλεύς Πεπίνος ο βραχύς εισακούει στις εκκλήσεις του πάπα Στεφάνου Β΄ και κατερχόμενος στην Ιταλία συντρίβει τους Λογγοβάρδους.  Τα εδάφη όμως που τους αποσπά στην κεντρική Ιταλία δεν τα επαναφέρει στη ανατολικορωμαϊκή διοίκηση αλλά τα αποδίδει στον πάπα για να έχει κράτος δικό του.  Ο επίσκοπος Ρώμης αναβαθμίζεται σε κοσμικό ηγεμόνα, με δική του χώρα, στρατό και εξωτερική πολιτική.  Η εξέλιξη αυτή εκτοξεύει την αυτοπεποίθηση και την αίγλη της Αγίας Έδρας, η οποία εντείνει τις περιπλοκές με τα ανατολικά πατριαρχεία σχετικά με το πόση εξουσία μπορεί να έχει ο πάπας επί των άλλων εκκλησιών.  Η Παποσύνη θα πλαστογραφήσει διάφορα κείμενα (Κωνσταντίνειος Δωρεά, Ψευδοϊσιδώρειες Διατάξεις) για να δικαιολογήσει την κοσμική εξουσία και την εκκλησιαστική της ανωτερότητα.  Η συνεργασία πάπα και Φράγκων θα συνεχιστεί.  Ο βασιλεύς των Φράγκων Καρλομάγνος θα χρισθεί το έτος 800 «αυτοκράτωρ των Ρωμαίων», με τη δικαιολογία την παρουσία μίας γυναίκας (Ειρήνη η Αθηναία) στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως.

Επρόκειτο για ρήξη πρώτου μεγέθους και ασυγχώρητο σκάνδαλο για τους Ανατολικούς Ρωμαίους.  Θεώρησαν ότι ένας βάρβαρος φύλαρχος και ένας επίσκοπος έκλεψαν το όνομα και τον τίτλο της ρωμαϊκής κοσμοκρατορίας που τους ανήκε δικαιωματικά.  Η ραγδαία κλιμάκωση των παπικών εξουσιών και η κατάφωρη εμπλοκή του στην κοσμική διακυβέρνηση της οικουμένης (διότι η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν ήταν απλά ένα κράτος, αλλά η κορυφή της εξουσιαστικής ιεραρχίας, έννοια ταυτόσημη της παγκοσμιότητος και της αιωνιότητος) ήταν ανήκουστη καινοτομία για την εκκλησιαστική τάξη.  Από την άλλη, με βάση την παπική ευλογία ο Καρλομάγνος προσπάθησε να δημιουργήσει ένα νέο κοσμοσύστημα, φραγκορωμαϊκό αντί ελληνορωμαϊκού, με την προοπτική εκείνο και όχι αυτό την Κωνσταντινουπόλεως να είναι η θεοφρούρητη πολιτεία που θα εξαπλώσει (ειρηνικά ή βίαια) την πίστη και θα προστατεύσει την Εκκλησία.  Ο πολιτικός αυγουστινισμός θα αξιοποιηθεί δεόντως για την οικοδόμηση αυτής της νέας ordo rerum, ενώ το θεολογικό έργο του Αγίου θα αναδειχθεί όχι μόνο χάριν του πνευματικού του πλούτου, αλλά για να τονιστούν οι διαφορές με τα δόγματα της Ανατολής.  Το πολιτικό χάσμα και ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός Φράγκων και Ρωμαίων («Γραικών» πλέον, καθώς η αυτοκρατορική τους κληρονομιά αμφισβητείται) εντείνει η αύξηση των θρησκευτικών διαφορών.  Όσο Φράγκοι και Γερμανοί επίσκοποι και κληρικοί εκτοπίζουν τους παλαιούς Έλληνες και Ιταλούς στην ιεραρχία και τον παπικό θρόνο, τόσο διευρύνεται το χάσμα στη θεολογική σκέψη και το δόγμα.  Η αυξανόμενη δημοφιλία του filioque (εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος όχι μόνο εκ του Πατρός αλλά και εκ του Υιού) στη Δύση ερεθίζει τους Ρωμαίους και μαζί με έριδες για την εκκλησιαστική δικαιοδοσία νεοφωτίστων χωρών προκαλεί προσωρινό σχίσμα στα τέλη του 9ου αιώνος.  Οι Ανατολικές Εκκλησίες και ιδίως ο δυναμικός πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Άγιος Φώτιος ο Μέγας δεν ανέχονται τις παπικές αναμίξεις, τις οποίες θεωρούν πολύ πέραν των ως τότε αναγνωρισμένων δικαιωμάτων του επισκόπου Ρώμης [2].

Η εποχή της παπικής κοσμοκρατορίας

Μετά το θάνατο του Καρλομάγνου η αυτοκρατορία του διασπάται, αλλά σύντομα το δυτικό κοσμοσυστημικό εγχείρημα αναλαμβάνουν οι Γερμανοί και ο Όθων ο Μέγας.  Το 962 ο πάπας τον στέφει αυτοκράτορα και γεννιέται η Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, πάλι προς οργή των Ανατολικών.  Καθώς η δυτική Ευρώπη προοδευτικά αναπτύσσεται και ο εκχριστιανισμός της σχεδόν ολοκληρώνεται (Μαγυάροι, Βίκινγκς), δημιουργείται ένα πλέγμα διεθνούς ιεραρχίας, με την Εκκλησία ως βασικό ενοποιητικό στοιχείο της ηπείρου και τον πάπα να προΐσταται αυτού που αργότερα θα ονομαστεί «Χριστιανική Πολιτεία» ή «Χριστιανική Κοινωνία» (respublica/societas christiana).  Δημιουργείται μία εύθραυστη δυαρχία:  ο πάπας στέφει τον αυτοκράτορα αλλά την ίδια στιγμή είναι όμηρος της στρατιωτικής ισχύος του.  Ακόμη, λύνει διαφορές μεταξύ ηγεμόνων, εισπράττει φόρους από όλες τις χώρες, διατηρεί εκκλησιαστικά δικαστήρια.  Οι ημέρες της φτώχειας έχουν παρέλθει:  τα μοναστήρια συγκεντρώνουν τεράστια ακίνητη περιουσία, οικοδομούνται κολοσσιαίοι και πολυτελείς καθεδρικοί ναοί.  Το εκπαιδευτικό δίκτυο θα αναβαθμιστεί και θα ιδρυθούν τα πρώτα πανεπιστήμια.  Προσπαθώντας να περιορίσει την αέναη αλληλοσφαγή μεταξύ των φεουδαρχών που ερημώνει την ύπαιθρο και βασανίζει τους φτωχούς, η Εκκλησία πρωτοστατεί στο κίνημα της «Είρήνης του Θεού» (pax dei) κινητοποιώντας λαϊκές μάζες και, έστω πρόσκαιρα και κατά τόπους, επιβάλλει την ομόνοια και την ανακωχή.  Η Αγία Έδρα βγάζει τη δυτική Ευρώπη από τη βαρβαρότητα και θέτε τις βάσεις της διοίκησης, τέχνης, παιδείας και φιλοσοφίας της.  Το ρήγμα με την Ανατολή έχει γίνει πλέον πολύ μεγάλο και το 1054 επέρχεται το τελικό σχίσμα των δύο εκκλησιών.

Ως αντίδραση στο ανατολικό σχίσμα αλλά και στον ανταγωνισμό με το Γερμανό αυτοκράτορα (όπως θα φανεί παρακάτω) ο πάπας Γρηγόριος Ζ’ εισηγείται τη «γρηγοριανή μεταρρύθμιση», η οποία αυξάνει τον συγκεντρωτισμό της Εκκλησίας και αποκρυσταλλώνει την πολιτική θεολογία της Αγίας Έδρας:  πρέπει να υπάρχει αγαθή συνεργασία και σύμπλευση ιεροσύνης (sacredotium) και βασιλείας (imperium), όμως η πρώτη επιβάλλεται της δεύτερης, διότι η μεν Εκκλησία είναι θεοΐδρυτη, το δε κράτος υπάρχει μόνο χάριν θείας οικονομίας.  Το 1075 κηρύσσει τις Παπικές Υπαγορεύσεις, που είναι παραπάνω από σαφείς:

««Η Ρωμαϊκή Εκκλησία ιδρύθηκε από τον ίδιο τον Θεό. Ο πάπας είναι ο απόλυτος κύριος της παγκόσμιας Εκκλησίας. Διορίζει και καθαιρεί επισκόπους. Μόνο αυτός μπορεί να συγκαλέσει Οικουμενική Σύνοδο. Οι αντιπρόσωποί του είναι ανώτεροι από τους επισκόπους. Μόνο αυτός χρησιμοποιεί τα αυτοκρατορικά διάσημα. Οι πρίγκιπες οφείλουν να του φιλούν τα πόδια. Έχει το δικαίωμα να καθαιρεί τους αυτοκράτορες. Χωρίς τη δική του έγκριση κανένα βιβλίο δεν είναι έγκυρο. Οι αποφάσεις του δεν ακυρώνονται από κανέναν αυτός μόνος μπορεί να ακυρώνει τις αποφάσεις όλων των άλλων. Ο πάπας δεν μπορεί να κριθεί από κανέναν. Η αγιότητά του είναι εξασφαλισμένη χάρη στις αρετές του αγίου Πέτρου. Η Ρωμαϊκή Εκκλησία δεν σφάλλει ποτέ, ούτε και πρόκειται ποτέ να σφάλει».

Η απόλυτη και οικουμενική παπική εξουσία βρίσκει έναν χαρακτηριστικό συμβολισμό στο επισκοπικό στέμμα, την περίφημη τριπλή τιάρα.  Ο συμβολισμός των τριών στεμμάτων δεν έχει οριστεί επισήμως, όμως η φράση που συνοδεύει τη στέψη στην επίσημη τελετή λέει πολλά:  «Δέξου την τιάρα στολισμένη με τρία στέμματα και γνώριζε ότι είσαι πατέρας πριγκήπων και βασιλέων, κυβερνήτης του κόσμου, τοποτηρητής στη Γη του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, στον οποίο πρέπει τιμή και δόξα πάντα και για πάντα».  Ανατρέχοντας σε βιβλικές περικοπές και ερμηνεύοντας τις ανάλογα, οι πάπες αναγνωρίζουν στην Εκκλησία δύο εξουσίες ως «ξίφη»:  το πνευματικό και το εγκόσμιο.  Και τα δύο ανήκουν στη δύναμη της Εκκλησίας, με το πρώτο απευθείας (μέσω του κλήρου που τελεί μυστήρια κ.α.) και το δεύτερο εμμέσως, από τους βασιλείς αλλά σύμφωνα με τη θέληση της Αγίας Έδρας [3].

Το 1095 η Παποσύνη παίρνει τα «ξίφη» της και εξαπολύει τις Σταυροφορίες προς τη Μέση Ανατολή, κινητοποιώντας τεράστια ανθρώπινα και υλικά αποθέματα.  Ο μοναχισμός αναπτύσσεται και δημιουργούνται εξειδικευμένες θρησκευτικές αδελφότητες, όπως και τάγματα μοναχών-πολεμιστών.  Οι Ναΐτες, οι Ιωαννίτες και οι Τεύτονες είναι πλέον ο παγκόσμιος στρατός της Εκκλησίας.  Το 13ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη πέφτει κάτω από το σταυροφορικό ξίφος ενώ η Ρωσία μόλις και μετά βίας αποφεύγει την ίδια τύχη.  Η παπική εξουσία είναι στο ζενίθ της, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία κοσμοκράτειρα.  Με τον παποκαισαρισμό κυρίαρχο, φαίνεται σαν η Αρχαία Ρώμη να μην έπεσε ποτέ-απλώς να άλλαξε «καριέρα».

Η «παρεμβολή των αγίων» σε διαρκή πολιορκία

Η δυτική χριστιανοσύνη έχει γίνει μία δύναμη σαφώς κοσμική.  Η ποιμαντική και η θεολογική καθοδήγηση διολισθαίνουν σε ιδεολογική και καθεστωτική προπαγάνδα.  Το πνεύμα της απολυτότητας και του διαρκούς εμπολέμου συναγερμού που είδαμε με τον Αυγουστίνο φθάνει στο απόγειο του.  Γράφει ο Georges Duby:

«Στο υποπόδιο του θρόνου του Θεού ο αρχάγγελος Μιχαήλ και ο δαίμονας αντιπαλεύουν, όπως οι μπροστάρηδες σε διαμάχη ιπποτών… Ο χριστιανισμός του 11ου αιώνα, ολόκληρος, είναι αυτονόητα μανιχαϊκός.  Αυτοί που καταδιώκουν τους αιρετικούς και τους οδηγούν στο δήμιο για να αφανίσει η φωτιά τα φύτρα της διαφθοράς που μεταδίδουν, αυτοί οι ίδιοι εικονογραφούν τη Βασιλεία του Θεού σαν πολιορκημένη ακρόπολη, όπου οι στρατιές των αγγέλων αποκρούουν ακατάπαυστα τις εφόδους των δυνάμεων του κακού…  Όλοι οπλισμένοι, θωρακισμένοι, η Δύση του 11ου αιώνα μέσα στο φόβο…  Κάποιες ρωμανικές νωπογραφίες παριστάνουν τον Χριστό θηριώδη, έφιππο, να κρατάει ανάμεσα στα σφιγμένα του δόντια το μαχαίρι της δικαιοσύνης και της νίκης».

Ο Robert Moore κάνει λόγο για μία «διώκουσα κοινωνία».  Οι Εβραίοι, οι αιρετικοί και λοιποί κοινωνικά απόβλητοι (λεπροί, σοδομίτες κ.α.) συχνά βρίσκονται στο στόχαστρο της δικαιοσύνης, των αρχών ή απλά του μαινομένου όχλου.  Η ένταση της στάσης της Εκκλησίας κυμαίνεται από απλές διακρίσεις μέχρι εκστρατείες εξόντωσης.  Η αυθαιρεσία και η διαφθορά δημιουργούν κινήματα αντίδρασης από κληρικούς και λαϊκούς, που εξελίσσονται σε αιρέσεις.  Εκείνες με τη σειρά του θα καταδιωχθούν από τη νεοσύστατη Ιερά Εξέταση [4] ή θα εξολοθρευτούν από σταυροφορικά στρατεύματα.  Η έννοια της Στρατευμένης Εκκλησίας (ecclesia militans), δηλαδή του τμήματος του Σώματος Χριστού που ζει και αγωνίζεται στο άθλημα της θεώσεως και της αυτοϋπερβάσεως στη Γη, παίρνει κυριολεκτική σημασία, μίας Εκκλησίας που πολεμάει και συντρίβει υπαρκτούς εχθρούς.  Ο athleta Christi γίνεται miles (στρατιώτης) και το χριστεπώνυμο πλήρωμα, militia.  Στη θεωρία δικαίου πολέμου του Αυγουστίνου ήρθε η «θεολογία των σταυροφοριών» του Βερνάρδου του Κλαιρβώ να ευλογήσει τον πόλεμο κατά των απίστων και να κηρύξει τους πεσόντες σε αυτόν μάρτυρες.

Ο πόλεμος με το Διάβολο μαίνεται με πρωτοφανή αγριότητα.  Ιδίως η γνωστική αίρεση των Καθαρών (Γαλλία) θα κατασταλεί στο βαθμό που ορισμένοι συγγραφείς ομιλούν για γενοκτονία.  Όταν το 1209 οι σταυροφορικές δυνάμεις αλώνουν την αιρετική πολιτεία της Μπεζιέ, οι βαρώνοι ρωτούν τον παπικό λεγάτο (απεσταλμένο) πως θα ξεχωρίσουν τους Καθαρούς από τους Καθολικούς.  Η φημολογούμενη απάντηση μένει στην ιστορία:  «Σφάξτε τους όλους γιατί ο Κύριος ξέρει ποιοι είναι δικοί του» (Caedite eos. Novit enim Dominus qui sunt eius) [5].

Η αντίδραση της κοσμικής εξουσίας

Η εκκλησιαστική όμως υπερεξουσία έχει αρχίσει να ενοχλεί τους βασιλείς και ιδίως το Γερμανό αυτοκράτορα.  Ο τεράστιος εκκλησιαστικός πλούτος (κυρίως με τη μορφή μεγάλης ιδιοκτησίας γης) μένει αφορολόγητος και η παπική ανάμειξη στα εσωτερικά των κρατών τους είναι διαρκής ενόχληση.  Μεταξύ 11ου και 12ου αιώνος η Έριδα της Περιβολής, δηλαδή η διαμάχη για το εάν οι επίσκοποι και ηγούμενοι διορίζονται (περιβάλλονται τα αρχιερατικά άμφια) από τον αυτοκράτορα ή τον πάπα, κλιμακώνεται σε πόλεμο.  Οι αυτοκράτορες διορίζουν δικούς τους αντίπαπες και προσπαθούν να επιβάλλουν την πρωτοκαθεδρία της δικής τους εξουσίας επί της Εκκλησίας.  Η αντίδραση αυτή λήγει σε αποτυχία.  Και ο πιο ισχυρός ηγεμόνας είναι ανίσχυρος μπροστά στον παπικό αναθεματισμό, που όχι απλά ελευθερώνει τους φεουδάρχες από τον όρκο πίστης στον αυτοκράτορα, αλλά καθιστά θανάσιμο αμάρτημα την οποιαδήποτε συνεργασία μαζί του. Το 1077 στο κάστρο της Κανόσσα, ο αυτοκράτορας Ερρίκος Δ’ εξευτελίζεται και υποτάσσεται μπροστά στον πάπα Γρηγόριο Ζ’.  Η έριδα λήγει με αμοιβαίες παραχωρήσεις, όμως το εκκλησιαστικό πρωτείο και ο αποκλεισμός των κοσμικών αρχών από το διορισμό κληρικών παραμένει (Κογκορδάτο της Βορμς, Α’ Σύνοδος του Λατερανού).  Στα τέλη του 12ου αιώνος ο ισχυρός αυτοκράτορας Φρειδερίκος Βαρβαρόσσα προσπάθησε και εκείνος να κυριαρχήσει πάνω στην Εκκλησία και τα ιταλικά κράτη, η αποτυχία του όμως οδήγησε και εκείνον σε ταπείνωση (1177).

Τον 14ο και 15ο αιώνα η Εκκλησία πέφτει σε σοβαρή κρίση.  Είναι σύνηθες ο πάπας να μην εδρεύει πλέον καν στη Ρώμη, αφού οι ταραχές και οι ξένες εισβολές είναι συνεχείς.  Η αντίδραση του Βασιλιά της Γαλλίας στις παπικές εξουσίες οδηγεί την Αγία Έδρα στην «Βαβυλώνια Εξορία» της:  από το 1309 ως το 1377 οι πάπες-υποχείρια του Γαλλικού στέμματος κατοικούν στην Αβινιόν, όχι στη Ρώμη.  Όταν τελικώς επιστρέφουν στην Αιωνία Πόλη, οι πολιτικές έριδες συνεχίζονται αμείωτα.  Ως το 1417 θα υπάρχουν δύο πάπες, ένας στη Ρώμη και ένας στην Αβινιόν, με τα μισά ευρωπαϊκά βασίλεια να αναγνωρίζουν τον έναν και τα άλλα μισά τον άλλον-για κάποιο διάστημα μάλιστα εμφανίζεται και ένας τρίτος στην Πίζα.  Με τη Σύνοδο της Κωνσταντίας το «Δυτικό Σχίσμα» αίρεται, όμως η Εκκλησία είναι εξουθενωμένη, έχει χάσει την αίγλη της.  Ταυτόχρονα οι πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις ενισχύουν τους βασιλείς έναντι των φεουδαρχών, μπαίνουν τα θεμέλια του εθνικού κράτους.  Τα περιθώρια παπικής επιρροής στα κοσμικά θέματα αρχίζουν να στενεύουν.

Τα επόμενα χρόνια προμηνύουν σοβαρή κρίση.  Η Παποσύνη εμπλέκεται στους πολέμους της Ιταλίας, η διαφθορά γιγαντώνεται, οι ασωτίες της αυλής του Βατικανού απογοητεύουν τους πιστούς.  Τα αιρετικά κινήματα πολλαπλασιάζονται.  Σύντομα, κοινωνικές και θεολογικές διεργασίες θα γεννήσουν δυνάμεις ριζοσπαστικές, που θα θέσουν τέλος στον Ρωμαιοκαθολικό Μεσαίωνα.

Σημειώσεις

[1] Θέση εγγυημένη από συνόδους όπως της Σερδικής (343).

[2] Ετίθετο ζήτημα εάν ο πάπας ήταν πρώτος κατά τον τύπο του primus inter pares, με τιμητική κυρίως πρωτοκαθεδρία που συνοδευόταν από περιορισμένες αρμοδιότητες (όπως η κατάρτιση του «τόμου» των κειμένων κάθε Οικουμενικής Συνόδου και η λειτουργία ως ανωτάτου επιπέδου επίλυσης εκκλησιαστικών διαφορών), ή κατά τον τύπου του primatus, δηλαδή του κυριάρχου της Εκκλησίας, ορατής κεφαλής της, της θέσεως ως θείου τοποτηρητού (vicarious filii dei) με άμεσες εξουσίες επί της εκκλησιαστικής διοίκησης ή του καθορισμού του δόγματος.

[3] Βούλα «Unam Sanctam» του πάπα Βονιφατίου Η’, 18 Νοεμβρίου 1302.

[4] Η Μεσαιωνική Ιερά Εξέταση, πρώτα ως αποκεντρωμένα επισκοπικά δικαστήρια (1184-1230) και ύστερα υπό παπικό έλεγχο (1230 και εξής), λειτούργησε ως ο κατασταλτικός βραχίονας της Καθολικής Εκκλησίας για αιώνες, με αποστολή την έρευνα και πάταξη των αιρέσεων και τη διαφύλαξη της θεολογικής ορθοδοξίας και της κοινωνικής τάξης και ομοδοξίας.  Μεταγενέστεροι θεσμοί όπως η Ρωμαϊκή, η Ισπανική και η Πορτογαλική Ιερά Εξέταση είχαν διαφορετική δομή και δράση.  Παρ’ ότι η Ιερά Εξέταση δαιμονοποιήθηκε όσο λίγοι οργανισμοί στην παγκόσμια ιστορία από τους συγγραφείς της Μεταρρύθμισης και του Διαφωτισμού, τα σύγχρονα ευρήματα δείχνουν πως έκανε πολύ σπανιότερα χρήση βίας από ότι επί αιώνες διαδιδόταν.  Παρά τα νέα δεδομένα όμως δικαιολογείται η τραυματική εμπειρία πολλών κοινωνιών από την λογοκρισία και το κλίμα ασφυκτικού ελέγχου που επέβαλε.

[5] Υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες για το εάν αυτή η φράση πράγματι ειπώθηκε, καθώς η πηγή είναι πολύ μεταγενέστερη των γεγονότων.  Οι αναφορές της εποχής κάνουν λόγο για πτώση της πόλης από έφοδο που οδήγησε στη σφαγή όλων των κατοίκων, Καθαρών και Καθολικών, χωρίς να μπορεί η στρατιωτική και η εκκλησιαστική ηγεσία να ελέγξει τους σταυροφόρους.

* φοιτητής διεθνών, ευρωπαϊκών και περιφερειακών σπουδών (mnovakopoulos.blogspot.com)

ΠΗΓΗ:  Η Νέα Πολιτική

1 comment

Απόστολος Σαραντίδης 13 January 2017 at 23:54

Αξιόλογα ενδιαφέρον.

Reply

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.