Λευκωσία 19/8/2008_________________________________________
Κύριε Πρόεδρε της Δημοκρατίας,
Κύριοι επίσημοι,
Αγαπητοί Απόδημοι,
Χαιρετίζω με ιδιαίτερη χαρά, εκ μέρους της Εκκλησίας, τα συνέδρια του Κεντρικού Συμβουλίου της ΠΟΜΑΚ και της ΠΣΕΚΑ καθώς και το Παγκόσμιο Συνέδριο της Νεολαίας της ΠΟΜΑΚ.
Είναι χιλιοειπωμένο και ίσως να καταντά κοινότυπο το να επαναλάβω, αγαπητοί απόδημοι, πως η Εκκλησία ποτέ δεν σας ξεχνά. Σε όποια γωνιά της γης κι αν βρίσκεστε, όσα πολλά κι αν είναι τα χρόνια της αποδημίας, η ανάμνησή σας μένει σε μας πάντα ζωντανή. Η καθημερινή προσευχή μας «υπέρ των εν θαλάσση μακράν» κατά το αρχαίο λεκτικό και την αρχαία ορολογία δείχνει πόσο σας σκεπτόμαστε και πόσο επενδύουμε σ’ εσάς.
Όσοι, είτε λόγω σπουδών είτε άλλων δραστηριοτήτων, ζήσαμε για κάποιο χρονικό διάστημα κοντά σας, ξέρουμε και τις έγνοιες και τις αγωνίες σας. Ξέρουμε πως συνισταμένη όλων των έγνοιων σας και όλων των αγωνιών σας είναι η πατρίδα μας και η σωτηρία της από τους κινδύνους που διατρέχει. Και πιστεύω ακράδαντα πως το να μιλήσει κάποιος σ’ εσάς, του Κυπρίους του εξωτερικού για την Κύπρο, συνιστά θράσος υπέρμετρο. Γιατί περισσότερο από οποιοδήποτε άλλον, εσείς έχετε κλείσει την Κύπρο στην καρδιά σας κι η θύμησή της αποτελεί για σας καθημερινή υπόμνηση χρέους.
Εμάς, εδώ στην Κύπρο, μας ξεγελά ο χρόνος κι η άνετη «προσωρινότητα» στην οποία μάθαμε να ζούμε και να κινούμαστε. Η συνείδησή μας ενώ στην αρχή διαμαρτυρόταν για πολλά πράγματα, σιγά – σιγά σίγησε επικίνδυνα. Ο χρόνος έχει δράσει καταλυτικά σε βάρος μας. Ακόμα και τα δίκαιά μας με δυσκολία τα θυμούμαστε πια. Βλέπουμε σκηνές στην τηλεόραση από το ’74 κι είναι σαν να μην αναφέρονται σ’ εμάς και τον τόπο μας. Κι ας κηδεύουμε ακόμα νεκρούς της εισβολής. Κι η αξιοπρέπειά μας απέκτησε κι αυτή ελαστικότητα, αφού μπορούμε άνετα και λόγους πατριωτικούς να εκφωνούμε και με δάφνινα στεφάνια να στέφουμε τους τάφους των ηρώων μας αλλά και σε κλεμμένα ξενοδοχεία μας να συνωστιζόμαστε για να δηλώσουμε την υποτέλειά μας στον εκπρόσωπο της κατοχής.
Η καθημερινή βίωση της κατοχής άμβλυνε, δυστυχώς, το εθνικό μας αισθητήριο και οδήγησε πολλούς στον ραγιαδισμό.
Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο μ’ εσάς. Για σας το ρολόι για την Κύπρο σταμάτησε την ώρα του ξενιτεμού, τη στιγμή της αναχώρησης. Το ξένο περιβάλλον στο οποίο κληθήκατε να ζήσετε ήταν εντελώς διάφορο από την πατρίδα. Εκεί ήταν ο χώρος του αγώνα για επιβίωση. Η Κύπρος ήταν τα άγια των αγίων σας που προστατευόταν από την τύρβη της καθημερινότητας με το βαρύ καταπέτασμα της συνείδησής σας.
Να! γιατί αποτελεί τόλμημα να μιλήσει κάποιος σ’ εσάς για την Κύπρο. Κι επειδή την ίδια έγνοια για την ιδιαίτερη πατρίδα μας, έχει μαζί μ’ εσάς κι η Εκκλησία, θα επικαλεστώ την επιείκειά σας για ελάχιστα ακόμα λεπτά προκειμένου να εκθέσω την αγωνία μας για μερικά πράγματα για το εθνικό μας θέμα που νιώθουμε να γίνονται γύρω μας, με σκοπό να πάρουμε απαντήσεις και, ίσως, να προβληματίσουμε. Είμαστε σίγουροι πως σε όλα τα άλλα προβλήματα που αντιμετωπίζετε, είτε είναι κοινά για όλους είτε ιδιαίτερα για κάθε χώρα στην οποία ζείτε, η Κυβέρνηση και οι αρμόδιες υπηρεσίες του Κράτους θα βρουν λύσεις και στο μέτρο του δυνατού θα σας ικανοποιήσουν.
Ως Εκκλησία ξέρουμε πολύ καλά, και δεν δυσκολευόμαστε να το πούμε, και ποιοι υπονόμευσαν για χρόνια τον Μακάριο και ποιοι πρόδωσαν τον τόπο κι οδήγησαν στην καταστροφή του ’74. Κι ασφαλώς σ’ αυτούς δεν συγκαταλέγουμε ούτε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ούτε το κόμμα του. Αν είμαστε κάπως ενοχλητικοί με τις κρίσεις και τον αντίλογό μας, δεν είναι γιατί του επιρρίπτουμε ευθύνες για το παρελθόν, ούτε γιατί αμφιβάλλουμε για την ειλικρίνεια των προθέσεών του. Ούτε κι αμφισβητούμε το δικαίωμά του το οποίο αρύεται από τη νόμιμη και δημοκρατική εκλογή του στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, να διαπραγματεύεται το εθνικό μας θέμα. Ούτε και θα ’ταν ποτέ δυνατόν η Εκκλησία να μην σταθεί στο πλευρό του Προέδρου της Δημοκρατίας, όταν αυτός θα συνομιλεί με την αντίθετη πλευρά για τα δίκαιά μας. Αναδύονται όμως μέσα μας ερωτηματικά.
Θέλετε η απλή – κοινή και όχι πολιτική λογική μας, η διαφορετική οπτική γωνία υπό την οποία βλέπουμε τα πράγματα, η ευθύνη του δισχιλιόχρονου θεσμού που εκπροσωπούμε, μάς κάνουν να ανησυχούμε. Επιζητούμε πειστική πληροφόρηση, αφού προέκταση των γεγονότων στη δική μας λογική συναντά στεγανά και αδιέξοδα.
Ζητούμε διευκρινίσεις ακόμα και για εκείνο που όλη, σχεδόν, η πολιτική ηγεσία θεωρεί ως κατόρθωμα: Ότι συμφωνήθηκε η λύση να προέλθει από τους Κυπρίους για τους Κυπρίους. Δεν παραβλέπουμε, βέβαια, τις προσπάθειες επιβολής έξωθεν λύσης που να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ξένων. Μα, με τα τετελεσμένα της εισβολής, τόσο Τουρκικό στρατό άρτια εξοπλισμένο, τόσους εποίκους, πώς μπορεί να προκύψει λύση από τους Κυπρίους; Ποια διαπραγματευτικά περιθώρια έχει ο Ταλάτ, όταν πριν λίγες, ακόμα, μέρες ήρθε εδώ παράνομα ο Ερντογάν με το μισό υπουργικό του συμβούλιο και με Τούρκους στρατηγούς για να τονίσει τα δυο «ισότιμα», γι’ αυτούς, «κράτη»και τους «δυο λαούς» και τον συνεταιρισμό που θα προκύψει με «παρθενογένεση»;
Δεν υποβιβάζουμε το πρόβλημά μας από πρόβλημα εισβολής και κατοχής σε πρόβλημα διακοινοτικής διαφοράς; Κι η Τουρκία δεν θα έχει άλλοθι, αφού δεν θα συμμετέχει στη διαδικασία;
Δεν ξέρω πόσο εφικτή ή πόσο συμφέρουσα είναι η αλλαγή πλεύσης αν οι συνομιλίες με τον Ταλάτ δεν ευοδωθούν. Κι εννοώ αλλαγή σύμφωνα με τα νέα δεδομένα (είμαστε μέλος ισότιμο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με όλα τα εδάφη μας, η Τουρκία είναι υποψήφιο μέλος κι οι εξελίξεις του διεθνούς δικαίου μας ευνοούν). Ζητούμε μια πειστική απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα.
Ξέρουμε πως δεν είμαστε υπερδύναμη, ούτε και μπορούμε να μιλούμε με τον αέρα του νικητή. Κι αντιλαμβανόμαστε τα μειονεκτήματα ενός μη προεδρικού συστήματος διακυβέρνησης. Ζητούμε όμως χειραγωγία για να καταλάβουμε πως η αποδοχή της εκ περιτροπής προεδρίας ευοδούται με τις αρχές της Ευρώπης, τη δημοκρατική αρχή της μιας ψήφου για κάθε πολίτη.
Και για ένα τελευταίο πρόσφατο γεγονός διερωτώμαι. Αν δεν μπορούσαμε να αποτρέψουμε το πέρασμα του Αττίλα από την Τηλλυρία για να πανηγυρίσει στα Κόκκινα την επέτειο των βομβαρδισμών και τη δολοφονία τόσων αμάχων το 1964, ήταν ανάγκη να εξευτελιστούμε παρατασσόμενοι εν σιωπή ή και καλωσορίζοντας τους κατακτητές; Διότι εκείνοι που πήγαν να πανηγυρίσουν τέτοια γεγονότα δεν ήταν οι Τουρκοκύπριοι συμπατριώτες μας που επιθυμούν την ειρηνική συμβίωση μαζί μας. Η επιβολή της σιωπής, της αβουλίας και της εθνικής απονεύρωσης δεν νομίζουμε ότι βοηθά το κλίμα των συνομιλιών. Η υποχώρηση σε κάθε αξίωση των Τούρκων δεν οδηγεί κατά τη γνώμη μας, σε λύση ούτε και σε συμβιβασμό. Απόδειξη το ότι ενώ η πλευρά μας άγγιξε βαθμηδόν τις Τουρκικές θέσεις που μένουν αμετακίνητες από το ’74, δεν επετεύχθη λύση.
Είμαστε σίγουροι πως αυτά κι άλλα παρόμοια ερωτήματα απασχολούν κι εσάς, αγαπητοί απόδημοι, κι όλο τον Κυπριακό λαό. Πιστεύω πως σ’ αυτά θα αναφερθείτε και στα συνέδριά σας. Ευχόμαστε κάθε επιτυχία στα συνέδριά σας καθώς και καλή παραμονή στην πατρίδα. Το ότι θα είστε ή μάλλον θα συνεχίσετε να είστε οι καλύτεροι πρεσβευτές των δικαίων μας στις χώρες διαμονής σας, δεν το αμφιβάλλουμε.
Ως Εκκλησία είμαστε στη διάθεσή σας για κάθε πρόβλημα και ανάγκη σας. Σας μεταφέρω προς τούτο τη διαβεβαίωση αλλά και τις ευχές του Μακαριωτάτου που απουσιάζει, όπως ξέρετε, στο εξωτερικό.
Και πάλι καλή επιτυχία.
.