Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος*.
Σε μια εποχή πλανητικού μετασχηματισμού, ο ορθόδοξος κόσμος στέκεται διαιρεμένος και αποπροσανατολισμένος ανάμεσα στην παρακμάζουσα αλλά ακόμη κυρίαρχη Δύση και τις ανερχόμενες δυνάμεις του Νότου και της Άπω Ανατολής. Η κρίση του 20ου αιώνα ανήκει πια στο παρελθόν, όμως οι ξένες εξαρτήσεις, η έλλειψη οράματος, η δημογραφική καχεξία και η αμφιλεγόμενη στάση της Ρωσίας δημιουργεί προβληματισμούς για το μέλλον.
Κατά τη μακρά του ιστορία ο ορθόδοξος χριστιανισμός, γεννημένος στην ελληνίζουσα λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου και ανεπτυγμένος στο διανοητικό περιβάλλον της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, εξαπλώθηκε σε μια μεγάλη χωρική έκταση από τις νότιες ελλαδικές άκρες ως τις παγωμένες ακτές του βορειοδυτικού Ειρηνικού ωκεανού. Τα μεταβυζαντινά έθνη της βαλκανικής χερσονήσου και του Καυκάσου, μαζί με την ευαγγελισμένη Ρωσία, αποτέλεσαν τον πολιτικό και πολιτισμικό πυρήνα του χώρου αυτού. Η Ορθοδοξία λειτουργούσε ως η πνευματική πτυχή της βυζαντινής ηγεμονίας (εκληφθείσης ως πανορθοδόξου οικουμένης), η οποία όμως κατακερματίστηκε και καταλύθηκε, πρώτα με την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως στους Σταυροφόρους το 1204 και ύστερα με την οριστική άλωση του 1453 από τους Οθωμανούς Τούρκους. Με την ξένη κατάκτηση και τον εξισλαμισμό, οι ορθόδοξες χερσόνησοι του Αίμου και της Μικρασίας είδαν τη δημογραφία τους να αλλοιώνεται και τους πολιτισμούς τους να τίθενται εκτός της παγκοσμίου ιστορίας. Η ανάδυση, από την άλλη, της Ρωσίας ως μεγάλης δύναμης και η θεαματική γεωγραφική της επέκταση την κατέστησε μακράν το μεγαλύτερο, ισχυρότερο και πολυπληθέστερο ορθόδοξο κράτος.
Ο εικοστός αιώνες υπήρξε εποχή μεγάλης κρίσης για την Ορθοδοξία. Η αυγή του αιώνα είδε τα βαλκανικά ορθόδοξα κράτη να εκπαραθυρώνουν σχεδόν την Οθωμανική αυτοκρατορία από την Ευρώπη, αφού τον προηγούμενο αιώνα είχαν κερδίσει την ανεξαρτησία τους. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος όμως έφερε δύο μεγάλες ανατροπές: πρώτον τις νεοτουρκικές και κεμαλικές γενοκτονίες κατά των χριστιανών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η σφαγή και ο εκτοπισμός εκατομμυρίων Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυρίων εξανέμισε τις τελευταίες ρωμαλέες (υπολογίσιμες οικονομικά, πολιτισμικά και δημογραφικά) χριστιανικές παρουσίες στη Μέση Ανατολή. Δεύτερον, η κομμουνιστική Οκτωβριανή Επανάσταση οδήγησε στην κατάλυση της Ρωσικής αυτοκρατορίας και τη δολοφονία της δυναστείας των Ρωμανόφ. Στη θέση της μόνης ορθόδοξης μεγάλης δυνάμεως εγκαθιδρύθηκε η διακηρυγμένα άθεη Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών. Η θρησκεία τέθηκε υπό διωγμό, ο οποίος ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια υπήρξε πολύ αιματηρός. Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η συμμαχική αντεπίθεση έφερε τα σοβιετικά στρατεύματα στη Ρουμανία, τη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία. Η εγκαθίδρυση κομμουνιστικών κυβερνήσεων έφερε και εκεί τη δίωξη της Ορθοδοξία, λιγότερο ή περισσότερο έντονη. Συν τω χρόνω στις περισσότερες από αυτές χώρες βρέθηκε κάποιου είδους ισορροπία του τρόμου μεταξύ της Εκκλησίας και των κυβερνήσεων, με κοινό όμως στοιχείο τη δημόσια εκκοσμίκευση και τη δραστική περιστολή των θρησκευτικών ελευθεριών.
Παραλλήλως μια σειρά άλλων εξελίξεων είχε διασπάσει και αποδυναμώσει τον ορθόδοξο κόσμο, οδηγώντας τον σε πλήρη αδυναμία λειτουργίας ως συνειδητού πολιτισμού. Η αφύπνιση των Βαλκανίων μέσα από την οθωμανική κυριαρχία έγινε μέσα από τον εθνικισμό, δίνοντας έμφαση στην ιστορία του κάθε λαού ξεχωριστά. Αυτό γέννησε αντίπαλα αφηγήματα όσον αφορά την ιστορική μνήμη, την ταυτότητα και τα διεκδικούμενα εδάφη. Η ελληνική κυριαρχία στον κλήρο και την παιδεία επί Οθωμανικής αυτοκρατορίας θεωρήθηκε καταπιεστική από τους άλλους λαούς (κυρίως τους Βουλγάρους), που ήθελαν να αναπτύξουν αυτόνομα τις γλώσσες τους και την πολιτιστική τους συνείδηση. Από όλους τονίστηκε η ορθοδοξία ως βασικό στοιχείο της ιδιοπροσωπίας τους και κιβωτός σωτηρίας μέσα στην τουρκοκρατία, αλλά εξ ίσου αν όχι περισσότερο καλλιεργήθηκε η μοναδικότητα του έθνους σε αντίθεση και με τους Οθωμανούς και τους άλλους Βαλκανίους. Η έλλειψη ορθοδόξου ενότητος δεν είναι πρωτοφανές φαινόμενο, όπως μαρτυρεί και η ύστερη βυζαντινή ιστορία. Εκλιπόντος του συγκεντρωτικού αυτοκρατορικού πυρήνος μετά την άλωση του 1204, αναπτύχθηκαν πολυάριθμες τοπαρχίες, ορισμένες με σημαντικές ηγεμονικές φιλοδοξίες (Βούλγαροι, Σέρβοι). Σε αυτά τα αυτόνομα σχήματα, διαμορφωμένα σε αντιπαράθεση με το βυζαντινό κέντρο, έκαναν αναγωγή οι νεώτεροι Βαλκάνιοι λόγιοι για να οικοδομήσουν τις εθνικές ιστοριογραφίες. Οι Έλληνες από την άλλη, οι πλέον άμεσοι (ένεκα γλώσσης, ιστορίας και πολιτισμικής μνήμης) κληρονόμοι της βυζαντινής οικουμένης, είτε απαξίωσαν τη βυζαντινή εμπειρία χάριν της αρχαιοελληνικής, είτε συνέλαβαν το Βυζάντιο ως αποκλειστικά ελληνική εθνική υπόθεση, ακυρώνοντας συνεπώς κάθε πανορθόδοξη προοπτική.
Η διαμόρφωση του χαρακτήρος των ορθοδόξων εθνών συνέπεσε με τη μετεωρική άνοδο της Δύσεως, την πολιτική και οικονομική κυριαρχία της και την οικουμενική ακτινοβολία της σκέψεως και των αξιών της.
Ο ίδιος ο σύγχρονος εθνικισμός άλλωστε αποτελεί φαινόμενο της δυτικής νεωτερικότητος, απότοκο της εξελίξεως του συγκεντρωτικού μοναρχικού κράτους και του εκδημοκρατισμού του (Γαλλικός διαφωτισμός) ή της θέλησης μιας κατακερματισμένης εθνοπολιτισμικής κοινότητος να αποκτήσει ενιαία κρατική εστία (Γερμανικός ρομαντισμός). Τα υπόδουλα βαλκανικά έθνη αλλά και η ανεξάρτητη μεν αλλά οικονομικά και θεσμικά υποδεέστερη δε Ρωσία κοίταξαν προς την πλήρη δυναμισμού Δύση για καθοδήγηση, εύρεση προτύπων ή και βοήθεια. Όπως και οι Κινέζοι, οι Ινδοί, οι Τούρκοι και οι Ιάπωνες, έτσι και οι ορθόδοξοι λαοί έπρεπε να αντιμετωπίσουν το μεγάλο ερώτημα: Πως θα ερμηνεύσουμε και θα προσλάβουμε την ισχύ της Δύσεως; Είναι ο εκδυτικισμός απαραίτητος για τον εκσυγχρονισμό, και εάν ναι, κατά πόσο; Δεδομένων των σημαντικά διαφορετικών ιστορικών εμπειριών, κοινωνικών δομών και πολιτισμικών αξιών που χώριζαν τον ανατολικό από το δυτικό χριστιανικό κόσμο, η διαδικασία αυτή οδήγησε σε έντονες διαφωνίες και μεγάλους εθνικούς διχασμούς. Για τη μία πτέρυγα, σε μεγάλο βαθμό αστική, η ορθόδοξη πνευματική κληρονομιά και το βυζαντινό παρελθόν αποτελούσαν βάρη ή έστω στοιχεία αδιάφορα τα οποία θα έπρεπε να παραμεριστούν χάριν της ψυχή τε και σώματι ενσωματώσεως στον όμιλο των πολιτισμένων, ανεπτυγμένων δυτικών εθνών. Η άλλη, στηριζόμενη στην Εκκλησία, τα λαϊκά στρώματα και (στη ρωσική περίπτωση) τη μοναρχία, επιφυλασσόταν ή αντεπιτίθετο σφοδρά στον εκδυτικισμό και την εκτόπιση της εθνικής παραδόσεως.
Αυτός ο διχασμός είναι πολύ γνωστός στην ελληνική ιστορία. Η Ελλάδα είχε ανέκαθεν τη στενότερη επαφή με το δυτικό κόσμο από όλες τις ορθόδοξες χώρες και, ένεκα μεταξύ άλλων της γεωγραφία της αλλά και της ειδικής σημασίας του πολιτισμού της για τη δυτική ταυτότητα, η μέθεξη της με τα «εξ Εσπερίας φώτα» υπήρξε πρώιμη και βαθιά. Η φυσική θέση της Ελλάδος μέσα στο δυτικό πολιτισμό και η ανάγκη επιμελούς μίμησης των Ευρωπαίων όχι μόνον κατά τις πρακτικές εφαρμογές αλλά και το πνεύμα υποστηρίχθηκε ως αυτονόητη από διανοητές και πολιτικούς όπως ο Αδαμάντιος Κοραής και ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Τη υπεράσπιση της (εκείνη την εποχή σε πλήρη ανυποληψία διεθνώς) βυζαντινής-ορθοδόξου παρακαταθήκης και της πολιτιστικής ιδιοπροσωπίας ανέλαβαν κυρίως εκτός πολιτικής μορφές όπως ο Παπαδιαμάντης και οι λογοτέχνες της γενιάς του ’30, με αξιοσημείωτη εξαίρεση τον Ίωνα Δραγούμη και τον πρώτο κυβερνήτη, Ιωάννη Καποδίστρια. Ο ελληνικός εκδυτικισμός υπήρξε τόσο μακροχρόνιος και συνεπής που όταν το 1996 στη «Σύγκρουση των Πολιτισμών» ο Huntington κατέταξε τη χώρα στον ανατολικό ορθόδοξο κόσμο και όχι στο δυτικό, το μεγαλύτερο μέρος της διανοούμενης τάξης όχι μόνο δυσαρεστήθηκε αλλά και εξεπλάγη. Αντιστοίχως, όπως αναφέρει ο Spengler στην «Παρακμή της Δύσεως», η ψυχή της Ρωσίας εξεγέρθηκε στις δυτικότροπες τομές του τσάρου Πέτρου του Μεγάλου, γνωρίζοντας μια συνειδησιακή ρήξη σχηματοποιημένη στο δίπολο της παραδοσιοκρατικής (ιερής, βυζαντινής) Μόσχας και της νεωτερίζουσας Αγίας Πετρουπόλεως. Στην πολιτική σκηνή του 19ου αιώνος κυριάρχησε η διαμάχη δυτικιστών και σλαβοφίλων, ενώ στον κόσμο του πνεύματος η γραφίδα του Ντοστογιέφσκυ καυτηρίασε σκληρά το δυτικό τρόπο σκέψης. Η Ρωσία πέρασε τον εκσυγχρονισμό-εκδυτικισμό της με τον πλέον απότομο και ριζοσπαστικό τρόπο, αυτόν του κομμουνιστικού μετασχηματισμού.
Στην αυγή του 21ου αιώνος, με τη λάμψη της Δύσεως (ως ευρωατλαντικού και αγγλοσαξωνικού κόσμου) να θαμπώνει και την πρωτοκαθεδρία της να υποχωρεί πολύπλευρα, οι υπόλοιποι πολιτισμοί επιδεικνύουν αυξημένο δυναμισμό και μια διάθεση να αποτινάξουν τα δεσμά της μίμησης και της εξάρτησης χάριν μιας αναγεννημένης ανεξαρτησίας. Στο ρεύμα αυτό ξεχωρίζει η ανάπτυξη της ανατολικής Ασίας (ιδίως της Κίνας) και ο θρησκευτική και δημογραφική κινητικότητα του Ισλάμ. Σε πιο πρώιμο στάδιο ακόμα, η Ινδία και χώρες της Αφρικής φιλοδοξούν να αναβαθμίσουν ριζικά τη θέση τους στη διεθνή σκηνή, κομίζοντας μαζί και την πηγαία ταυτότητα τους. Στα καθ’ ημάς η ανάκαμψη της Ρωσίας από τη μετασοβιετική αθλιότητα υπήρξε εντυπωσιακή, το ίδιο και η επάνοδος της Ορθοδοξίας ύστερα από δεκαετίες κομμουνιστικής καταστολής. Όμως δε φαίνεται να υπάρχει ένα πανορθόδοξο πνεύμα αυτοσυνειδησίας ούτε κάποια συσπείρωση των ορθοδόξων χωρών προς διεκδίκηση ανεξαρτησίας ως πολιτισμός. Και σε εθνικό αλλά και σε εκκλησιαστικό επίπεδο οι διχασμοί είναι μεγάλοι και δυσεπίλυτοι. Ακόμη, τα ορθόδοξα έθνη δεν δείχνουν κάποια σημαντική κινητικότητα, πληθυσμιακή, οικονομική ή έστω πνευματική, εξαιρουμένης της ρωσικής ανορθώσεως η οποία όμως έχει απολέσει σε μεγάλο βαθμό την ορμή της.
Η εξέταση αυτού του αποπροσανατολισμού, η διάγνωση των αιτίων του και οι προοπτικές για το μέλλον θα είναι το αντικείμενο αυτής της σειράς κειμένων. Η μελέτη όμως αυτής της καταστάσεως απαιτεί πρώτα να καθοριστεί η ουσία, η υπόσταση και τα χαρακτηριστικά του ορθοδόξου πολιτισμού.
[συνεχίζεται]
* φοιτητής διεθνών, ευρωπαϊκών και περιφερειακών σπουδών (mnovakopoulos.blogspot.gr)