Γράφει ο Απόστολος Παπαδημητρίου.
Η παιδεία θεωρείται ακόμη και σήμερα, οπότε εξέλιπε κάθε ίχνος της, πολύτιμο εφόδιο παιδιών και εφήβων, που, κατά τον άκρως υποκριτικό ισχυρισμό μας, αποτελούν το ελπιδοφόρο μέλλον της κοινωνίας μας. Γι’ αυτό και κοπτόμαστε ότι κάνουμε τα πάντα, ώστε να τους την προσφέρομε πλουσιοπάροχα. Έτσι νομίζουμε, γιατί και εμείς, οι μεγάλοι, είμαστε άμοιροι παιδείας έχοντας επιφέρει φοβερή σύγχυση των εννοιών παιδεία και εκπαίδευση. Το θλιβερό είναι ότι το σχολείο, στο οποίο έχουμε παραδώσει τα παιδιά μας, μη έχοντας τη διάθεση να ασχοληθούμε μαζί τους, εν πολλοίς έπαυσε να προσφέρει ακόμη και εκπαίδευση, γι’ αυτό και ανθίζει η λεγόμενη, κακώς, παραπαιδεία αντί παρεκπαίδευση. Η δυτική κοινωνία ήδη κατά τον Μεσαίωνα είχε δομηθεί στη βάση της απόκτησης γνώσης, η οποία όμως ήταν προσιτή μόνο στους οικονομικά ισχυρούς. Ακόμη και η θεολογία στη Δύση έδινε προτεραιότητα στην απόκτηση γνώσης, ως μέσου για την κατανόηση του Θεού. Αλλά ο Θεός κατανοείται μόνο μέσω της κάθαρσης, την οποία ακολουθεί ο φωτισμός και η θέωση. Γι’ αυτό και ο λαός μας, ο οποίος υπέφερε φρικτή επί αιώνες δουλεία, λόγω των κριμάτων του, φρόντιζε να μαθαίνουν τα παιδιά του θεοτικά γράμματα. Η αντίληψη αυτή ανετράπη σταδιακά υπό την επίδραση των δυτικών, που μας απελευθέρωσαν, για να μας καταστήσουν δούλους τους. Σημαντική βοήθεια στην αποδόμηση της παράδοσής μας προσέφεραν οι «διαφωτισμένοι» στη Δύση ομογενείς, οι οποίοι στελέχωσαν τον κρατικό μηχανισμό με την εύνοια των «προστατών» μας, εκφράζοντας με το έργο τους την ευγνωμοσύνη τους για την εύνοια αυτή. Υπό τις συνθήκες αυτές ερμηνεύεται κατά τρόπο απλό η τραγική κρίση αξιών, που μαστίζει τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία.
Ο μέγας Βασίλειος, ένας από τους τρεις Ιεράρχες, προστάτες της παιδείας, δεινοπαθεί από τη χυδαία συμπεριφορά των ανερμάτιστων Νεοελλήνων, οι οποίοι τον έχουν ταυτίσει με έναν «καλοκάγαθο» γεράκο, πρότυπο του καταναλωτισμού, εφεύρημα πολυεθνικής εταιρείας, η οποία έχει επιβάλει το ποτό της σ’ όλη την έκταση του πλανήτη! Και στη ταύτιση αυτή ακέραια φέρουμε την ευθύνη εμείς και όχι οι ξένοι, στους οποίους επιρρίπτουμε την ευθύνη, όταν μας ζώσουν οι δυσκολίες. Βέβαια εξ αιτίας των ξένων κακοπαθεί άλλος μεγάλος άγιος της Εκκλησίας μας, ο Νικόλαος, καθώς η δική του γιορτή σηματοδοτεί γι’ αυτούς την έναρξη της χριστουγεννιάτικης περιόδου, η οποία νοείται ως καταιγισμός υλικών φώτων, μέσω των οποίων επιχειρείται η κάλυψη του τρομακτικού κενού εξ αιτίας έλλειψης πνευματικών φώτων. Αν και τα υλικά φώτα δεν συγκινούν παρά ελάχιστα και μόνο τα μικρά παιδιά, έχουμε επιβάλει ως έθιμο τον φωτισμό ακόμη και εξωτερικών χώρων, ενώ κάθε παραδοσιακό έθιμο των Χριστουγέννων έχει οριστικά εξοβελιστεί. Τα ελάχιστα παιδιά, που επιμένουν να μας αναγγέλλουν τη γέννηση του σωτήρα Χριστού, κακόφωνα και με άγνοια ακόμη και των πρώτων στίχων των καλάντων προσδοκούν την εξαργύρωση του κόπου τους, όχι βέβαια ξυπνώντας μας σε «βάρβαρη» ώρα, αλλά περί την μεσημβρία. Μάλιστα διακόπτουν το τραγούδι μόλις η θύρα ανοίξει, προκειμένου να κερδίσουν χρόνο!
Τα Χριστούγεννα, ως εορτή της Εκκλησίας, έχουν σαρωθεί στις χώρες της αφθονίας από το «πνεύμα» του άκρατου καταναλωτισμού. Η απληστία των ισχυρών, που κατέχουν τη φυσική γνώση, που απέκτησαν στις σχολικές αίθουσες, από τις οποίες έχει εξοβελιστεί η παιδεία, τους οδήγησε στο να διαστρέψουν το νόημα που διαχέει η γέννηση του Θεανθρώπου σε έναν ταπεινό στάβλο και η σπαργάνωση σε ένα παχνί (φάτνη). Αυτοί θεωρούν ότι κινητήρια δύναμη των ανθρωπίνων κοινωνικών υπήρξε διαχρονικά και ακόμη περισσότερο σήμερα η υλική δύναμη! Δεν έχουν ανάγκη από μηνύματα ταπείνωσης, αφού θεωρούν ότι η υπερηφάνεια είναι εκείνη που ωθεί τον άνθρωπο προς την πρόοδο. Είναι επακόλουθο αυτής της αντίληψης η διάχυση της περιφρόνησης σε κάθε πρόσωπο, που κατά τη διάρκεια του βίου του αγωνίστηκε να παραμείνει συνεπές προς τις εντολές του Χριστού και να ταυτίσει λόγο και έργο. Τους αγίους της άκρας συνέπειας οι «διαφωτισμένοι» υποκατέστησαν με τους δημαγωγούς της τρομακτικής διάστασης μεταξύ λόγων και έργων. Και αυτούς τους δημαγωγούς λατρεύουν σήμερα μικροί και μεγάλοι. Έτσι σε «χριστουγεννιάτικη» γιορτή νηπιαγωγείου κάποια αθώα νήπια, θύματα του νέου γενοκτόνου Ηρώδη, έμαθαν (εφετινό συμβάν) ότι ο άγιος Βασίλειος ήταν ένας ευτραφής γέρος, που στα νιάτα του δεν αγαπούσε διόλου τα γράμματα και ήταν ανεπιθύμητος στα παιχνίδια από τους συνομηλίκους του. Και οι αφασικοί γονείς καμαρώνουν τα σπλάχνα τους ανυποψίαστοι για τις συνέπειες εκ της διαστρέβλωσης των ιστορικών συμβάντων. Αλλά όταν ακόμη και ο πατριάρχης επισκέπτεται τον «μητροπολιτικό ναό» της κατανάλωσης στις ΗΠΑ και φωτογραφίζεται μπροστά σ’ ένα σύμβολο, ευτυχώς όχι τον «άγιο Βασίλη», τί να περιμένουμε από τον λαό, που και σήμερα, όπως και στην εποχή του Χριστού φαντάζει ως κοπάδι από πρόβατα δίχως ποιμένα;
Γιατί ο Μέγας Βασίλειος έχει τεθεί στο στόχαστρο; Επειδή προκαλεί, προκαλεί και ενοχλεί αφάνταστα την ελαφρότητά μας. Έλαβε ενδιαφέρουσα εγκύκλια παιδεία από παιδαγωγούς με επίγνωση του χρέους τους και συνέχισε με ανώτερες σπουδές στα πλέον σημαντικά της εποχής του εκπαιδευτικά κέντρα. Δεν παρείδε τη φυσική γνώση, όπως πιστεύουν για τους χριστιανούς κάποιοι ανερμάτιστοι άθεοι. Έφθασε στην κορυφή αυτής. Και το επέτυχε αυτό γνωρίζοντας στην Αθήνα μόνο δύο δρόμους, αυτούς που οδηγούσαν από την οικία, όπου διέμενε για διάστημα με τον άγιο Γρηγόριο τον θεολόγο, στη σχολή και στον ναό. Σήμερα οι έφηβοί μας, εξαντλημένοι από το άθλιο σύστημα συσσώρευσης γνώσεων, ως προϋπόθεση επιτυχίας στις εξετάσεις εισαγωγής στα ΑΕΙ, εκτονώνονται στη συνέχεια κατά τη διάρκεια των σπουδών τους σε μια προσπάθεια ανάκτησης του χαμένου χρόνου της τελευταίας περιόδου ανέμελου βίου. Γνωρίζουν πολύ καλά ότι το σύστημα δεν χρειάζεται παρά μικρό αριθμό από αυτούς που θα λάβουν πτυχίο. Τα αδιέξοδα που ορθώνονται εμπρός τους είναι άκρως απωθητικά της προσπάθειας συσσώρευσης γνώσεων.
Ο μέγας Βασίλειος είχε όλα τα εφόδια για λαμπρή σταδιοδρομία ως δημόσιος ρήτωρ (νομικός). Και ο πειρασμός υπήρξε έντονος για μικρό διάστημα μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του. Όμως τα μέλη της οικογενείας του, που αγρυπνούσαν για την πνευματική του πορεία, τον ανεκάλεσαν σύντομα στην πνευματική τάξη. Δεν έγινε ένας λαμπρός και αδρά αμειβόμενος δικηγόρος, αλλά προσέφερε τον εαυτό του στην Εκκλησία. Έλαβε την απόφαση να ιερωθεί. Χαμένοι οι κόποι των σπουδών του, ψιθυρίζει μέσα μας το «πνεύμα» της εποχής. Πώς να αξιολογήσουμε ορθά την απόφασή του να διανείμει το μερίδιο της πατρικής του περιουσίας και να απομείνει με λίγα ράσα και αρκετά βιβλία, εμείς που παθιαζόμαστε για τιμές, αξιώματα και πλούτη; Πώς να αποδεχθούμε τον άγιο Βασίλειο ως προστάτη της παιδείας, αφού εμείς έχουμε υιοθετήσει την στο έπακρο χρησιμοθηρική εκπαίδευση; Πώς να προβάλουμε το πολυποίκιλο κοινωνικό του έργο με επίκεντρο τη «Βασιλειάδα», στην οποία προσέφερε και υπηρεσίες ιατρού αφιλοκεδώς, εμείς που παθιαζόμαστε για το κέρδος, έχοντας αποδεχθεί ως μοναδική αξία το χρήμα; Πώς, τέλος, να προβάλουμε τη σθεναρή του στάση έναντι των ισχυρών της ημέρας και την ακραία περιφρόνηση απειλών δήμευσης, εξορίας, βασανιστηρίων και θανάτου; Εμείς τρέμουμε και την ελαφρότερη συνέπεια εκ της αρνήσεως υποταγής στους ισχυρούς, γι’ αυτό και ψελλίζουμε διαρκώς «ναι» στις εντολές τους. Εμείς είμαστε ανθρωπάκια κι εκείνος υπήρξε γίγαντας πνευματικός. Δεν του αξίζει ως τιμωρία να τον ταυτίσουμε με τον καλοθρεμμένο γεράκο, το σύμβολο της κατανάλωσης, την οποία λατρεύουμε, αν και ισχυριζόμαστε ότι καταπολεμούμε;
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»