Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα ήρθε σε συμφωνία με την κυβέρνηση Ζάεφ για επίλυση του ονοματολογικού ζητήματος της πΓΔΜ. Το Ινστιτούτο Συντηρητικής Πολιτικής θεωρεί ότι αυτή η συμφωνία δεν εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα και είναι εξόχως προβληματική ως προς τη διαδικασία εφαρμογής της. Η δε πρόβλεψη μη-επικύρωσής της από την ελληνική Βουλή αποτελεί προσβολή προς τον ελληνικό λαό ως συλλογικό υποκείμενο και την Ελλάδα ως ανεξάρτητη δημοκρατική χώρα. Πιο συγκεκριμένα:
α) Αναλύουμε την συμφωνία με καλή θέληση, αναγνωρίζοντας ότι πρέπει κάποια στιγμή να βρεθεί κοινά αποδεκτή λύση μεταξύ των δυο πλευρών. Ακόμα κι έτσι όμως, αυτή δεν είναι μια καλή συμφωνία. Σε ό,τι αφορά το όνομα της πΓΔΜ, η Ελλάδα συμφωνεί σε ένα γεωγραφικό προσδιορισμό ο οποίος θα μεταφράζεται διεθνώς, δηλ. δεν θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά στα σλαβικά, κάτι που θα κατεδείκνυε την απόσταση του κράτους αυτού από την ιστορική Μακεδονία. Ο όρος «Σεβέρνα Μακεντόνια», που χρησιμοποίησε στο διάγγελμά του ο πρωθυπουργός, δεν εμφανίζεται στη συμφωνία.
Ακόμα πιο προβληματικό είναι ότι η Ελλάδα αναγνωρίζει επίσημα «μακεδονική» υπηκοότητα, ταυτότητα και γλώσσα σε συνδυασμό με το όνομα «Βόρεια Μακεδονία». Ο κίνδυνος του γεωγραφικού προσδιορισμού ήταν πάντα ότι αυτός θα δημιουργούσε την εντύπωση ότι τα Σκόπια είναι το επίκεντρο μιας ευρύτερης Μακεδονίας της οποίας ένα μόνο μέρος (το Βόρειο, το Άνω κοκ) έχει κρατική υπόσταση. Ο μόνος τρόπος αποφυγής της μονοπώλησης της ιδέας της Μακεδονίας από τα Σκόπια ήταν ακριβώς ο σαφής χαρακτηρισμός της ταυτότητας ή/και υπηκοότητάς τους ώστε αυτή να συμπίπτει με την κρατική τους υπόσταση (π.χ. «βορειομακεδονική»).
Η συμφωνία κάνει το ακριβώς αντίθετο. Ονοματίζοντας την πΓΔΜ «Βόρεια Μακεδονία», δημιουργεί την ιδέα ότι υπάρχει και κάποια «νότια» ή «όλη» Μακεδονία για λογαριασμό της οποίας τα Σκόπια μπορούν να ομιλούν εφόσον η ταυτότητα και γλώσσα τους είναι «μακεδονικά». Το κράτος των Σκοπίων γίνεται επίσημα φορέας και λίκνο της ταυτότητας της όλης Μακεδονίας. Πρόκειται για την τέλεια συνταγή αλυτρωτισμού! Και αν οι σχετικές (σωστές) διατάξεις της συμφωνίας αποκλείουν ενδεχόμενο εδαφικού αλυτρωτισμού και την ανακίνηση μειονοτικών ζητημάτων, το πνεύμα της ανοίγει το δρόμο για διεμβόλιση και υφαρπαγή ελληνικού πολιτιστικού κεφαλαίου, καθώς και για μια τεράστια κρίση αυτοσυνειδησίας στην ελληνική Μακεδονία.
Η μνεία για την πολιτική εξαρχαϊσμού προηγούμενων κυβερνήσεων και την αποκοπή της σκοπιανής ταυτότητας από την ελληνική αρχαιότητα είναι θετική. Παράλληλα όμως, η εμμονή περί αρχαίας καταγωγής συνιστούσε την πλέον φαιδρή όψη της σκοπιανής αναθεωρητικής πολιτικής, η οποία συν το χρόνω αποτελούσε βαρίδι για την εξωτερική εικόνα της πΓΔΜ. Δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται, μονοσήμαντα, ως κέρδος της ελλαδικής πλευράς αλλά ως μια προσπάθεια των Σκοπίων να ενισχύσουν τα ερείσματα τους στην ιστορία του εικοστού αιώνα, πηγή άλλωστε του σκοπιανού αναθεωρητισμού. Τονίζεται δε πως στην τελευταία παράγραφο του άρθρου 7 επισημαίνεται πως οι πολίτες των συμβαλλομένων μερών θα συνεχίσουν να κάνουν χρήση των όρων «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» αποδίδοντας το περιεχόμενο που υιοθετούν μέχρι τώρα.
β) Η διαδικασία εφαρμογής και επικύρωσης που προκρίθηκε σε συνδυασμό με τη διαδικασία ένταξης της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ δημιουργεί ερωτήματα. Σύμφωνα με το έγγραφο Τσίπρα-Ζάεφ, η Ελλάδα θα υποστηρίξει να απευθύνει το ΝΑΤΟ πρόσκληση ένταξης στα Σκόπια αμέσως αφότου η βουλή της πΓΔΜ υπερψηφίσει τη συμφωνία. Η Ελλάδα διατηρεί το δικαίωμα να υπερψηφίσει την ένταξη της «Βόρειας Μακεδονίας» στο ΝΑΤΟ μόνο όταν ολοκληρωθούν εκεί όλες οι διαδικασίες συνταγματικής αλλαγής. Αυτή είναι όμως μια διαδικασία που θα διαρκέσει μήνες με δεδομένη την πολιτική πόλωση στην πΓΔΜ. Σε όλο αυτό το διάστημα η πΓΔΜ θα προετοιμάζεται για την ένταξή της, με την Ελλάδα να έχει συμφωνήσει ότι θα επικυρώσει τη συμφωνία ταυτόχρονα με την επίσημη είσοδο της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ.
Η ολοκλήρωση της διαδικασίας με την επικύρωση από την ελληνική Βουλή θεωρητικά καθιστά την Ελλάδα τον τελικό επιδιαιτητή. Αυτό όμως θα είχε νόημα αν τα Σκόπια δεν είχαν κερδίσει την πρόσκληση ένταξης στο ΝΑΤΟ (που είχε αποφευχθεί στο Βουκουρέστι). Με αυτό το καθεστώς και την υποστήριξη από άλλα κράτη της Συμμαχίας, η πΓΔΜ θα έχει περιθώρια άσκησης πίεσης στην Ελλάδα – διεκδικήσης επιπλέον παραχωρήσεων ή «δημιουργικής» εφαρμογής των συμφωνημένων – για να επιτύχει την επικύρωση και τις συνταγματικές αλλαγές που απαιτούνται. Στο τέλος, ποια ελληνική κυβέρνηση και Βουλή θα μπορεί να φέρει αντιρρήσεις λίγο πριν την επίσημη ένταξη της «Βόρειας Μακεδονίας» στο ΝΑΤΟ για τυχόν πλημελλή εφαρμογή της συμφωνίας όταν θα τελεί υπό ασφυκτικές πιέσεις «να μην χαλάσει η δουλειά»;
Σε όλο αυτό το διάστημα η συμφωνία θα είναι έρμαιο των εξελίξεων στα Σκόπια. Αν η Ελλάδα είχε επικυρώσει τη συμφωνία και διατηρούσε το δικαίωμα της τελικής εκτίμησης κατά πόσο τα Σκόπια συμμορφώθηκαν, όλη η πίεση θα ήταν στο Ζάεφ να εφαρμόσει τα συμφωνημένα πλήρως και το ταχύτερο δυνατόν. Τώρα, ακόμα και σε περίπτωση που η διαδικασία επικύρωσης ή συνταγματικής αλλαγής αποτύχει στην πΓΔΜ, αυτή δεν θα ενταχτεί μεν στο ΝΑΤΟ θα διατηρήσει όμως και θα διαφημίσει ως κεκτημένα τα περιεχόμενα της συμφωνίας σχετικά με ταυτότητα, υποκοότητα και γλώσσα. Ταυτόχρονα, θα διατηρεί το στάτους της χώρας υπό επίσημη πρόσκληση για ένταξη στο ΝΑΤΟ. Η θέση της Ελλάδας σε μελλοντικές διαπραγματεύσεις δυσχεραίνεται εξαιρετικά.
γ) Ο ανωτέρω διακανονισμός αποτελεί προφανή μεθόδευση των Τσίπρα-Κότζια να αναβάλουν την ψήφιση της συμφωνίας στην Βουλή. Εγείρεται εδώ ένα μείζον ηθικό και πολιτικό ζήτημα. Με βάση την συμφωνία, η πΓΔΜ θα συζητήσει και ψηφίσει πάνω σε αυτήν διαδοχικά και με διαφόρους τρόπους. Η βουλή της θα την επικυρώσει. Οι πολίτες της θα εκφραστούν σε δημοψήφισμα. Το σύνταγμά της θα αλλάξει με βάση τις νόμιμες διαδικασίες. Ο Ζάεφ έχει επίσης δηλώσει ότι αν η διαδικασία κολλήσει θα κάνει πρόωρες εκλογές.
Προφανώς οι πολίτες μιας χώρας πρέπει να μπορούν να εκφραστούν για ένα ζήτημα όπως το όνομα και η ταυτότητά τους. Το ίδιο όμως αυτό δικαίωμα στερείται πλήρως από τους Έλληνες πολίτες! Ενώ η συμφωνία θα περνάει από απανωτά στάδια συζητήσεων και ψηφοφοριών στην πΓΔΜ, στην Ελλάδα το πολιτικό σύστημα και οι ψηφοφόροι δεν θα έχουν καμιά δυνατότητα έκφρασης! Δικαιώνονται έτσι τα συλλαλητήρια του χειμώνα και το ένστικτο του ελληνικού λαού ότι η όποια λύση θα προωθηθεί με τρόπο αντιδημοκρατικό και ενάντια στην θέληση της πλειοψηφίας.
Υπό τις σημερινές συνθήκες ποιον άλλον τρόπο έχουν οι ΄Ελληνες για να εκφράσουν την αντίθεσή τους παρά νέα συλλαλητήρια και κινητοποιήσεις; Κυβερνητικοί αξιωματούχοι είναι σίγουρο ότι θα αναφερθούν υπεροπτικά και απαξιωτικά στην αντίδραση του ελληνικού λαού. Η σωστή, ορθολογική προσέγγιση φαίνεται να αποτελεί αποκλειστικό κτήμα της κυβερνητικής πολιτικής, ενώ η διαφωνία με τις θέσεις αυτές, ανεξάρτητα από τα επιχειρήματα της άλλης πλευράς, απορρίπτεται ως ένδειξη άγνοιας και φανατισμού. Παράλληλα, ο λαός – στο όνομα του οποίου η κυβέρνηση αυτή ανέλαβε την αρχή – που συμμετέχει σε θεμιτές, ανοικτές και δημοκρατικές δράσεις υβρίζεται.
Θα μπορούσε κάποιος να μιλήσει για «μνημόνιο εξωτερικής πολιτικής», ακόμα όμως και τα μνημόνια συζητώνται και ψηφίζονται στην Βουλή. Εδώ έχουμε μια μεθόδευση πρωτοφανούς αυταρχικότητας και αντιδημοκρατικότητας, όπου μια κυβέρνηση με συζητήσιμη (αν όχι ανύπαρκτη) κοινοβουλευτική πλειοψηφία σε αυτό το ζήτημα δεσμεύει την χώρα. Ανεξάρτητα από το τι πιστεύει κάποιος για το περιεχόμενο της συμφωνίας, ο τρόπος εφαρμογής της συνιστά ηθικό και πολιτικό εξανδραποδισμό ενός λαού και καταλύει κάθε έννοια δημοκρατικότητας και πολιτικής ηθικής.
Συμπερασματικά, το ΙΝΣΠΟΛ θεωρεί ότι η συμφωνία δεν εξασφαλίζει τα εθνικά συμφέροντα, απειλεί να ξανακαταστήσει την Ελλάδα αντικείμενο πιέσεων και να την εκθέσει στους Συμμάχους της, ενώ τα Σκόπια αποκτούν περιθώριο νέων ελιγμών, και συμβάλλει στην περαιτέρω διάβρωση των δημοκρατικών θεσμών και του αισθήματος εμπιστοσύνης των Ελλήνων προς το κράτος τους και το πολιτικό σύστημα. Είναι μια άδικη, επιζήμια και αντιδημοκρατική συμφωνία και ως τέτοια πρέπει να απορριφθεί από τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις.