του Νεκτάριου Δαπέργολα
Διδάκτορος Ιστορίας
Σε πρόσφατο κείμενο σχετικά με τη δημόσια εκπαίδευση,* πέρα από κάποιες βασικές διαπιστώσεις για την κατάντια στην οποία βουλιάζει αυτός ο πραγματικά μείζονος σημασίας χώρος ειδικά τα τελευταία χρόνια, έγινε και αναφορά σε κάποια πράγματα που πρέπει να γίνουν από την πλευρά εκπαιδευτικών και γονέων. Φυσικά ξεκινάμε και πάλι με το δεδομένο ότι το πρόβλημα είναι κολοσσιαίο και μια και μιλάμε για ένα χώρο που ελέγχεται και καθοδηγείται από την πολιτεία, λύση ουσιαστική και ολοκληρωμένη δεν μπορεί να επέλθει, όσο η πολιτεία θα έχει τα συγκεκριμένα άθλια χαρακτηριστικά, όσο δηλαδή θα κυριαρχείται από εσμούς ορκισμένων θεομάχων και ανθελλήνων με (αριστερές ή νεοφιλελεύθερες) ψευτοπροοδευτικές προβιές. Επειδή όμως δεν υπάρχει η πολυτέλεια της αδράνειας αναμένοντας την ανατροπή όλων αυτών και την έλευση πραγματικής ελληνικής κυβέρνησης, είναι ανάγκη έστω και υπό αυτές τις ουσιαστικά κατοχικές συνθήκες να γίνει το ανθρωπίνως δυνατό, ώστε να μετριαστεί έστω η τρομακτική ζημιά που υφίστανται τα παιδιά μας από ένα σχολείο βουτηγμένο στην απαξίωση και στην αμορφωσιά, ένα σχολείο διαβρωμένο από την πλέον αντιπαιδαγωγική ανοησία και εμποτισμένο πλήρως από τα τοξικά λύματα όλης της νεοταξίτικης και νεοεποχίτικης ατζέντας, ένα σχολείο που μετεξελίσσεται συνεχώς σε μαζικό παρασκευαστήριο απρόσωπων κοπαδιών για την κρεατομηχανή των παγκοσμιοποιητών της Νέας Τάξης. Και όταν τελείς υπό κατοχή, το ανθρωπίνως δυνατό είναι αντιστασιακή δράση. «Αντάρτικο», με όποιους τρόπους μπορείς.
Επαναλαμβάνω, χάριν συνδέσεως με τα προηγούμενα, ότι το εν λόγω «αντάρτικο» αφορά πρωτίστως στη δράση των λίγων καλών εκπαιδευτικών που υπάρχουν, οι οποίοι πρέπει να συνεχίσουν το δύσκολο έργο τους με ακόμη μεγαλύτερο θάρρος κι αποφασιστικότητα, βρίσκοντας (νόμιμους πάντοτε) τρόπους να παρακάμψουν ουσιαστικά μέσα στην τάξη και τα τραγικά παιδαγωγικά προγράμματα και κυρίως τα άθλια εκείνα όργανα αγραμματοσύνης, λοβοτομής, αποδόμησης και εκμαυλισμού, που κάποιοι έχουν ακόμη το θράσος να αποκαλούν σχολικά βιβλία. Αφορά όμως και στους Ελληνορθόδοξους γονείς, που οφείλουν να αντιδράσουν με επιμονή κι αποφασιστικότητα, οργανωμένα και συλλογικά, κινούμενοι επίσης με τα όπλα που ακόμη τους δίνει η κείμενη νομοθεσία, πράγμα που μπορεί και να περιορίσει την αθλιότητα και να ενθαρρύνει τους ευσυνείδητους δασκάλους για να ασκήσουν ακόμη πιο αποτελεσματικά το λειτούργημά τους.
Όλα όμως τα παραπάνω, όσο κι αν είναι απολύτως απαραίτητα, είναι φανερό πως ελάχιστα αποτελέσματα μπορούν να αποφέρουν. Μπορούν να δώσουν κάποιες λύσεις, μπορούν να συντελέσουν ώστε να γλιτώσουν για λίγο μερικές παιδικές ψυχές από τον εκφαυλισμό (και μερικοί παιδικοί εγκέφαλοι από τη λοβοτομή), μπορούν να μετριάσουν προβληματικές καταστάσεις, αλλά τα όποια αποτελέσματα μοιραία θα είναι μεμονωμένα και σποραδικά. Και άλλωστε, για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, ούτε οι εκπαιδευτικοί που θα δράσουν (πάντοτε νομότυπα) κόντρα στο καθεστωτικό «παιδαγωγικό» ρεύμα της προωθούμενης αθεΐας και της αποδομητικής εξηλιθίωσης είναι τόσο πολλοί και τόσο ατρόμητοι (γιατί ακόμη και αυτό θέλει θάρρος), αλλά ούτε και για τους γονείς μπορούμε να τρέφουμε ιδιαίτερες ελπίδες ότι τόσο γρήγορα, άμεσα, μεθοδικά κι αποφασισμένα θα εγερθούν από τις κλίνες της ύπνωσης και μαζικά θα προτάξουν στήθη και συνειδήσεις, ως φράγμα στον χείμαρρο της κατάρρευσης. Μακάρι να διαψευστούμε, αλλά μετά από τόσες δεκαετίες συστηματικού ξεχαρβαλώματος, εκφοβισμού, παθητικοποίησης και πνευματικού ευνουχισμού της ελληνικής κοινωνίας, η αλήθεια είναι δυστυχώς ότι κανείς δεν μπορεί να τρέφει ψευδαισθήσεις. Ας ξεκινήσουν μικρά ρυάκια έστω αντίστασης εδώ κι εκεί, μέχρι πάντως αυτά να δυναμώσουν και να ενωθούν σε κάτι μαζικότερο, υπάρχει πολύς δρόμος ακόμη. Άρα είναι προφανές ότι πρέπει, παράλληλα με όλα αυτά, να αναζητηθούν και άλλες λύσεις.
Και αφού το βασικό πρόβλημα είναι οι παθογένειες της δημόσιας εκπαίδευσης (και η ασφυκτική ποδηγέτησή της από το άθεο κι ελληνοφοβικό κράτος), οι λύσεις αυτές οφείλουν να αναζητηθούν έξω πλέον από αυτήν. Στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Και δεν εννοούμε φυσικά τα υπάρχοντα ιδιωτικά σχολεία, αρκετά εκ των οποίων είναι πράγματι σε μεγάλο βαθμό ποιοτικά, αλλά και αυτά ως επί το πλείστον υστερούν ως προς την πνευματική διαπαιδαγώγηση των νέων, πέραν του ότι η φοίτηση σε αυτά είναι εξαιρετικά δαπανηρή και συνεπώς ανέφικτη για τον περισσότερο κόσμο, ειδικά στους σημερινούς (τόσο δυσχερείς και οικονομικά) καιρούς. Εννοούμε ολότελα νέα σχολεία, που πρέπει να δημιουργηθούν από φορείς χωρίς κερδοσκοπικά χαρακτηριστικά και με εντελώς νέους παιδαγωγικούς όρους, με στόχο την προσφορά στους ελληνόπαιδες όλων εκείνων των βασικών χαρακτηριστικών που θα έπρεπε να έχει ένα πραγματικό «Κρυφό Σχολειό» εν μέσω της σημερινής λαίλαπας. Όσο για τους φορείς που θα ιδρύσουν τέτοια σχολεία, χωρίς να αποκλείονται φυσικά σύλλογοι και σωματεία με πατριωτικό και φιλορθόδοξο χαρακτήρα (ίσα-ίσα, μακάρι να μπορούσαν να υπάρξουν τέτοιες συλλογικότητες), είναι όμως φανερό πως κυρίως η Εκκλησία είναι εκείνη που πρέπει, αλλά και μπορεί να αναλάβει αυτόν τον ρόλο. Η Εκκλησία μας είναι πραγματικά η καθ’ ύλην αρμόδια για να αναλάβει για δεύτερη φορά – μετά τη μαύρη περίοδο της Τουρκοκρατίας – τον μείζονα μορφωτικό ρόλο που κάποτε έσωσε από τον αφανισμό το Γένος (τόσο σε μορφή φανερής, όσο και εν διώξει εκπαίδευσης), σε καιρό μάλιστα σήμερα ακόμη χειρότερου και ύπουλου διωγμού απέναντι στα ελληνικά γράμματα και την ορθόδοξη πίστη. Άλλωστε, έχει ήδη σε ένα βαθμό την υποδομή και τη γνώση, δεδομένου ότι λειτουργεί ήδη διαφόρων ειδών ιδρύματα, αλλά και κάποια ιδιωτικά σχολεία (τουλάχιστον στην Αθήνα και τον Πειραιά). Αυτό λοιπόν που επείγει άμεσα είναι η εν λόγω πρακτική να γενικευτεί και στην υπόλοιπη Ελλάδα, από όσο περισσότερες μητροπόλεις γίνεται.
Φυσικά εννοείται ότι ακόμη και η ίδρυση αρκετών τέτοιων σχολείων και πάλι δεν θα έλυνε συνολικά το πρόβλημα, αναμφίβολα όμως θα ήταν μια καλή αρχή (μακάρι να λύνονταν ως δια μαγείας όλα, αλλά επειδή φυσικά αυτό δεν θα γίνει, πρέπει επιτέλους από κάπου να ξεκινήσουμε). Θα δημιουργούσε αυθεντικά μορφωτικά σημεία αναφοράς σε διάφορες περιοχές της κατεχόμενης πατρίδας μας, μικρές εστίες όπου θα άρχιζαν και πάλι να διδάσκονται τα ελληνορθόδοξα γράμματα, νησίδες παιδαγωγικής αντίστασης και αναγέννησης, μία καλή μαγιά εντέλει, ικανή και πρόσφορη προς περαιτέρω αξιοποίηση και πολλαπλασιασμό. Και ασφαλώς εννοείται επίσης πως η λειτουργία τέτοιων σχολείων θα ήταν πολύ αποδοτικότερη από το έργο μεμονωμένων εκπαιδευτικών που εργάζονται στα δημόσια σχολεία, έργο αξιόλογο, όπως προαναφέραμε, αλλά δεδομένα σποραδικό και ουσιαστικά ακάλυπτο από την εργοδοσία (ακόμη όμως και όταν υπάρχουν ευσυνείδητοι διευθυντές, είναι φανερό πως στο δημόσιο δεν υπάρχει δυνατότητα να εφαρμοστούν ενιαίες καθοδηγητικές γραμμές). Αντίθετα, σε ένα ιδιωτικό σχολείο ειδικού σκοπού όλο το πλάνο της παιδαγωγικής διαδικασίας θα ήταν απολύτως συγκεκριμένο και άπαντες οι εργαζόμενοι – που θα ήταν φυσικά ούτως ή άλλως επιλεγμένοι με πολύ συγκεκριμένα επίσης κριτήρια – περαιτέρω θα ήταν και υποχρεωμένοι να δουλέψουν πάνω σ’ αυτό το πλάνο, χωρίς παρεκκλίσεις και παραφωνίες. Και με ένα τέτοιο πλάνο θα ήταν όχι μόνο εφικτή, αλλά και εκ των ων ουκ άνευ η ουσιαστική παράκαμψη μέσα στα εκπαιδευτήρια αυτά και των άθλιων σχολικών βιβλίων (στην πράξη βεβαίως αυτό, αφού τυπικά και πάλι θα έπρεπε λόγω της νομοθεσίας να υφίστανται) και η ουσιαστική αντικατάστασή τους από τη διδασκαλία ενός βαθύτατα εμπλουτισμένου και ολότελα διαφορετικού εκπαιδευτικού υλικού.
Όσο για τις δυσκολίες που θα είχε το εγχείρημα της ίδρυσης και λειτουργίας ιδιωτικών σχολείων ειδικού σκοπού από την Εκκλησία (αλλά γιατί όχι, επαναλαμβάνω, και από άλλες ίσως συλλογικότητες με ελληνορθόδοξο πνεύμα), αυτές είναι δεδομένες, αλλά πιθανώς όχι τόσο τεράστιες όσο ενδεχομένως φαντάζουν. Εν πρώτοις, σε όποιον θα έλεγε ότι η Εκκλησία ήδη επιτελεί σημαντικό φιλανθρωπικό έργο, γεγονός που περιορίζει αισθητά τις οικονομικές της δυνατότητες για κάτι περισσότερο, η απάντηση είναι πως όλα μπορούν να συνδυαστούν με σωστή οργάνωση και διαχείριση (αν και θα τολμήσω να καταθέσω εδώ την άποψη πως στο σημείο που βρισκόμαστε ως λαός, το να φτιάξεις αυθεντικά ελληνικά σχολεία, κατά πώς θά ’λεγε κι ο πατρο-Κοσμάς, είναι πιο σημαντικό κι από τα συσσίτια και τα ευαγή ιδρύματα – για τα οποία εξάλλου μεριμνούν και άλλοι φορείς εσχάτως). Να ξεκαθαρίσουμε άλλωστε ότι δεν μιλάμε για υπερπαραγωγές και για υπερφιλόδοξα σχέδια σε υποδομές και προσωπικό: το project θα αρχίσει στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση (εκεί παίζεται άλλωστε σχεδόν όλο το παιχνίδι για τα παιδιά μας) και θα προχωρήσει με λελογισμένα βήματα (π.χ. ακόμη και με μικρά κατ’ αρχάς δημοτικά σχολεία, ενδεχομένως διθέσια ή τριθέσια) και με χρηματοδότηση, που θα επέλθει και εκ των ενόντων εσόδων των μητροπόλεων, αλλά και μέσω αναζήτησης χορηγών (είναι σίγουρα αρκετοί αυτοί που θα συνεισέφεραν για ένα τέτοιο σκοπό), σε ένα βαθμό ωστόσο και με την καταβολή διδάκτρων (το ύψος των οποίων θα εξαρτάται βέβαια από την ευρύτερη οικονομική δυνατότητα και ευρωστία – ή αδυναμία – της εκασταχού ιδρυτικής αρχής – πάντως είναι απολύτως βέβαιο ότι παρά την ευρύτερη οικονομική κρίση, πολλοί γονείς θα έδιναν με ευχαρίστηση κάποιο λογικό πάντα ποσό ως δίδακτρα, προκειμένου να γλιτώσουν τα παιδιά τους από τη λαίλαπα του αφελληνισμού και της μαζικής λοβοτομής). Από εκεί και μετά, οι όποιες οργανωτικές δυσκολίες θα αντιμετωπιστούν από τους ανθρώπους που θα επιφορτιστούν με το όλο έργο και οι οποίοι θα είναι και σχετικοί με τον χώρο της εκπαίδευσης, θα εμφορούνται πλήρως από το πνεύμα του προσδοκώμενου παιδαγωγικού αποτελέσματος, αλλά και θα έχουν δεδομένες οργανωτικές ικανότητες και τεχνοκρατική εμπειρία. Μπορούμε να επεκταθούμε και πολύ περισσότερο επί του θέματος, εφόσον χρειαστεί, προφανώς όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει αυτή τη στιγμή, μέσα σε ένα εξ ορισμού σύντομο άρθρο.
Όλα τα παραπάνω συνιστούν μία πρόταση που θεωρώ ότι αξίζει να ληφθεί σοβαρά υπόψη από όποιους έχουν τη θεωρητική δυνατότητα να την εφαρμόσουν και να γίνει αντικείμενο περαιτέρω επεξεργασίας και ανάλυσης (χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει πως δεν μπορούν να υπάρξουν και άλλες προτάσεις – τουναντίον, αυτό θα ήταν και το ευκταίο). Το βέβαιο πάντως είναι πως η εκπαίδευση των παιδιών μας (για να παραφράσω μια γνωστή φράση του Ζωρζ Κλεμανσώ για τον πόλεμο) είναι πολύ σοβαρή υπόθεση, ώστε να την εμπιστευόμαστε πλέον στα χέρια του κράτους (και εννοώντας βέβαια πάντοτε το συγκεκριμένο ανθελληνικό και θεομαχικό κράτος). Όσοι μπορούν στοιχειωδώς να συλλάβουν κάτι από το μέγεθος της γενοκτονίας που βρίσκεται αυτή τη στιγμή εν εξελίξει σε βάρος των νέων της πατρίδας μας, όσοι λένε ότι πρέπει επιτέλους να γίνει κάτι, όσοι έχουν σκεφτεί έστω και μια στιγμή ότι μπαίνουμε σε φάση διωγμών και ανάγκης για «κρυφά σχολειά», καιρός να πάψουν να μένουν μόνο στα λόγια και τις διαπιστώσεις. Τα «κρυφά σχολειά» μπορούν να γίνουν και να είναι μάλιστα και φανερά και νόμιμα. Ιδού η Ρόδος…
*http://www.antibaro.gr/article/19359