Γράφει ο Άγγελος Συρίγος.
Αναδημοσίευση από το slpress.gr
Πριν αλέκτορα φωνήσαι τρις έχει αρχίσει να διαμορφώνεται το σκηνικό της αυριανής ημέρας για το όνομα που θα χρησιμοποιούν τα Σκόπια στο μέλλον. Μετά την προσφώνηση “Έλληνες, Μακεδόνες και Ευρωπαίοι” του Ζάεφ κατά την υπογραφή της συμφωνίας των Πρεσπών, μετά τη ρητή αναγνώριση της υπάρξεως “μακεδονικήςγλώσσας”, ήλθε και ο “μακεδονικός στρατός”. Το επόμενο χρονικό διάστημα η ηγεσία της πΓΔΜ θα φροντίσει να χρησιμοποιεί τον επιθετικό προσδιορισμό “μακεδονικός” σε κάθε έκφανση του δημόσιου λόγου της. Η χώρα θα λέγεται “Βόρεια Μακεδονία” αλλά ό,τι θα προσδιορίζει τα στοιχεία της θα είναι “μακεδονικό”.
Αυτό συνιστά την πιο ριζική ανατροπή του στόχου να έχουμε μία ονομασία erga omnes (έναντι όλων). Ο ισχυρισμός ότι κατορθώσαμε να αλλάξουν τα Σκόπια το όνομά της χώρας τους και σε διεθνές και σε εσωτερικό επίπεδο είναι αληθής αλλά καταλήγει επιφανειακός. Καλύπτει μόνον το τυπικό φαίνεσθαι. Η ονομασία “Βόρεια Μακεδονία” παύει να είναι erga omnes αφ’ ής στιγμής , οι πολίτες του κράτους ονομάζονται “Μακεδόνες” και η γλώσσα “μακεδονική”. Είναι απλώς θέμα χρόνου πότε ο συγκεκριμένος επιθετικός προσδιορισμός θα καλύπτει τα πάντα πλην της ονομασίας του κράτους.
Το ενδιαφέρον είναι ότι η ίδια συμφωνία ανατρέπει το erga omnes στο άρθρο 7. Εκεί, με αρκετά δαιδαλώδη τρόπο, ορίζεται ότι και η Ελλάδα και τα Σκόπια θα συνεχίσουν να ερμηνεύουν τους όρους Μακεδονία και Μακεδόνες με όποιον τρόπο επιθυμεί η κάθε πλευρά. Το άρθρο αυτό θα είχε πραγματικό νόημα εάν δεν είχαμε αποδεχθεί επισήμως τη χρήση του όρου “Μακεδόνες” για τους πολίτες της πΓΔΜ.
Ως έχει σήμερα η συμφωνία, το άρθρο 7 δίνει στην Ελλάδα το δικαίωμα να συνεχίσει να αποκαλεί Μακεδόνες τους κατοίκους της βόρειας επικράτειας της χώρας μας. Κανονικά θα έπρεπε οι δύο χώρες να συμφωνούσαν για έναν κοινά αποδεκτό όρο για όλες τις χρήσεις. Αυτό συνιστά παραβίαση του ουσιαστικού erga omnes που ζητούσαμε από τη πΓΔΜ. Έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα με τη συμφωνία, το άρθρο 7 κατέληξε να παραβιάζει το erga omnes υπέρ της Ελλάδος…
Η ελληνική μετάφραση του όρου nationality
Κατά την πρόσφατη συζήτηση στη βουλή σε επίπεδο αρχηγών, αναφέρθηκε επανειλημένως ο όρος nationality και ετέθη ως ερώτημα εάν η αναγραφή του όρου στη συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί αποδοχή της υπάρξεως “μακεδονικού έθνους”. Στη συμφωνία αναγράφεται: “the nationality … shall be Macedonian/Citizen of the Republic of North Macedonia”.
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι στο δίκαιο ο όρος nationality σημαίνει ιθαγένεια/υπηκοότητα δηλαδή τον νομικό δεσμό ενός ατόμου με το κράτος του οποίου είναι πολίτης. Παρ’ όλα αυτά δημιουργείται συχνά σύγχυση με την εθνικότητα δηλαδή την εθνική συνείδηση ενός ατόμου, το δέσιμό του προς ένα συγκεκριμένο έθνος ασχέτως της ιθαγενείας του. Αυτή η σύγχυση οφείλεται στο ότι στην αγγλική και γαλλική γλώσσα δεν υπάρχει η διάκριση των όρων ιθαγένεια και εθνικότητα. Και οι δύο όροι αποδίδονται με τον όρο nationality/nationalité.
Επειδή ακριβώς ό όρος nationality/nationalité είναι στενά συνδεδεμένος με την έννοια του έθνους-κράτους που βασίζεται σε μία εθνοτική ομάδα, θα ήταν καλύτερο να είχε χρησιμοποιηθεί στη Συμφωνία των Πρεσπών ο σύγχρονος όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη σχέση του πολίτη με το κράτος του που είναι citizenship/citoyenneté και αποδίδεται στα ελληνικά ως «ιδιότητα του πολίτη».
Ιθαγένεια και αυτοπροσδιορισμός
Στο non paper που κυκλοφόρησε από την κυβέρνηση για να μας ενημερώσει για τα θετικά της συμφωνίας αναφέρθηκε επί λέξει: «Σημειώνεται ότι είναι διαφορετικός ο όρος «ιθαγένεια/υπηκοότητα» (nationality) από τον όρο εθνότητα (ethnicity). Συνεπώς, η συμφωνία δεν αναγνωρίζει εθνότητα/έθνος, αλλά το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού των πολιτών της γείτονος».
Εδώ θα πρέπει να διευκρινισθούν τα ακόλουθα:
- Ιθαγένεια/υπηκοότητα: Οι όροι ιθαγένεια/υπηκοότητα πρακτικώς έχουν ταυτόσημο περιεχόμενο. Με τους όρους αυτούς νοείται ο νομικός δεσμός μεταξύ ενός προσώπου και του κράτους. Δεν υποδηλώνεται η εθνοτική καταγωγή του προσώπου. Ο νομικός δεσμός δεν αποτελεί θέμα προσωπικής επιλογής. Εάν έχω την ιθαγένεια/υπηκότητα του Βελγίου είμαι Βέλγος, ενώ είναι πολύ πιθανόν ιδεολογικά να μη με εκφράζει αυτός ο όρος και να προτιμούσα να πω ότι είμαι Φλαμανδός. Δεν έχω δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού στην ιθαγένεια/υπηκοότητα. Το κράτος του οποίου είμαι πολίτης προσδιορίζει αυτόν τον όρο.
- Εθνότητα και εθνικότητα: Στο κυβερνητικό κείμενο χρησιμοποιείται ο όρος ethnicity που μεταφράζεται ως εθνότητα. Στο δίκαιο της ιθαγενείας προτιμάται ο όρος εθνικότητα (που μεταφράζεται ως nationality). Η ιθαγένεια/υπηκοότητα δεν συμπίπτει με την εθνότητα ή την εθνικότητα.
Ο όρος εθνικότητα ανάγεται στην εθνική συνείδηση που έχει ένα άτομο και αποτελεί συνδυασμό αντικειμενικών στοιχείων (π.χ. καταγωγή, γλώσσα, θρησκεία, ιστορία, παραδόσεις, προσδοκίες για το μέλλον) και του υποκειμενικού στοιχείου του ανήκειν σε κάποιο έθνος. Ένα άτομο μπορεί να έχει την ελληνική εθνικότητα αλλά να μην είναι απαραιτήτως Έλληνας υπήκοος. Μπορεί να είναι π.χ. Βορειοηπειρώτης και να έχει την αλβανική ιθαγένεια/υπηκοότητα.
Αντιστοίχως ανάμεσά στους Τούρκους πολίτες υπάρχουν άτομα που αυτοπροσδιορίζονται ατομικά ως Έλληνες, Κούρδοι, Άραβες, Αρμένιοι κ.λ.π. Στην Ισπανία η ιθαγένεια/υπηκοότητα είναι η ισπανική ενώ στη χώρα κατοικούν πολλές εθνοτικές ομάδες όπως Ισπανοί, Καταλανοί, Βάσκοι και άλλοι. Οι πολίτες της χώρας δεν ασκούν κάποιο δικαίωμα ατομικού αυτοπροσδιορισμού όταν παίρνουν την ιθαγένεια/υπηκοότητα του κράτους τους. Αυτοπροσδιορίζονται μόνον όταν λένε ότι είναι εθνοτικά Ισπανοί, Καταλανοί κ.λ.π.. καθότι το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού αφορά στην εθνικότητα.
Βάσει των ανωτέρω το όνομα των πολιτών του κράτους της πΓΔΜ μπορούσε κάλλιστα να προσδιορισθεί μέσω της συμφωνίας με την Ελλάδα, όπως προσδιορίσθηκε και το όνομα της χώρας (και μάλιστα σε απόλυτη συνέπεια με αυτό). Δεν σχετίζεται με κάποιο δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού. Το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού αφορά στην εθνοτική ταυτότητα όσων είναι πολίτες της πΓΔΜ. Αυτοί μπορεί να αυτοπροσδιορισθούν ως «Μακεδόνες», Αλβανοί, Βούλγαροι, Βλάχοι, Τούρκοι, Τσιγγάνοι, Έλληνες ή ό,τι επιθυμούν.
Η έμμεση αποδοχή των εθνοτικά «Μακεδόνων»
Το ενδιαφέρον είναι ότι τελικώς αναγνωρίσαμε ρητώς την ιθαγένεια/υπηκοότητα ως μακεδονική και εμμέσως αποδεχθήκαμε και την ύπαρξη εθνοτικής μακεδονικής ταυτότητας. Πιο συγκεκριμένα, το σημερινό Σύνταγμα της πΓΔΜ περιέχει συγκεκριμένα σημεία που αναφέρονται ρητώς σε «Μακεδόνες» υπό την έννοια της εθνοτικής καταγωγής.
• Στο προοίμιο του Συντάγματος αναφέρεται ότι το κράτος της πΓΔΜ είναι αποτέλεσμα των αγώνων του «μακεδονικού λαού» επί αιώνες.
• Το άρθρο 36 αναφέρεται στα ειδικά δικαιώματα που παρέχονται σε όλους εκείνους που έχουν αγωνισθεί για «τις ιδέες της ξεχωριστής ταυτότητας του μακεδονικού λαού».
• Το άρθρο 49 αναφέρεται «στα δικαιώματα των ατόμων που ανήκουν στον Μακεδονικό λαό σε γειτονικές χώρες».
• Το άρθρο 56 μιλά για την προστασία «της ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς του μακεδονικού λαού».
• Τέλος, το άρθρο 78 αναφέρεται στο Συμβούλιο διεθνοτικών σχέσεων της χώρας. Εκεί ορίζεται ότι στο συμβούλιο συμμετέχουν μέλη από “Μακεδόνες”, Αλβανούς, Τούρκους, Βλάχους κ.λ.π.
Σύμφωνα με το άρθρο 1 (παρ. 12) της συμφωνίας των Πρεσπών, οι Σκοπιανοί ανέλαβαν να τροποποιήσουν συγκεκριμένα το προοίμιο και τα άρθρα 3 και 49 του Συντάγματος. Στη συμφωνία δεν αναφέρεται οτιδήποτε για τροποποίηση των άρθρων 36, 56 και 78 που αναφέρονται στον «μακεδονικό λαό», δηλαδή στους εθνοτικά «Μακεδόνες». Αφ’ ης στιγμής συμφωνούμε για την αλλαγή μερικών άρθρων του Συντάγματος θεωρώντας ότι είναι προβληματικά ενώ δεν εκφράζουμε αντίρρηση για κάποια άλλα άρθρα, σημαίνει ότι εμμέσως αποδεχόμαστε ότι δεν υπάρχει πρόβλημα με αυτά. Εμμέσως δηλαδή αποδεχόμαστε και τον εθνοτικό προσδιορισμό του όρου Μακεδόνες που αφορά αποκλειστικώς στους Σλάβους κατοίκους των Σκοπίων.
Μπορούσαμε να το ζητήσουμε κατά τις διαπραγματεύσεις; Επειδή αφορά σε εθνοτικό προσδιορισμό δεν μπορούσαμε να παρέμβουμε ορίζοντας τον τρόπο με τον οποίο θα ονομάζονται οι εθνοτικοί πληθυσμοί που κατοικούν στην πΓΔΜ. Θα είχε νόημα να ζητούσαμε την απαλειφή των ρητώς κατονομαζόμενων εθνοτικών ομάδων στο Σύνταγμα και την υιοθέτηση ουδέτερων όρων.
Η διεθνής πρακτική αλλαγής ονόματος
Το 1991 τα Σκόπια μέσω της χρήσεως του όρου «Δημοκρατία της Μακεδονίας» συνέχισαν το ιδεολόγημα του Μακεδονισμού, διεκδικώντας για τον εαυτό τους το όνομα του συνόλου της γεωγραφικής περιοχής. Η συμφωνία των Πρεσπών πέτυχε να αλλάξει το όνομα του κράτους. Αντικειμενικά αυτό ήταν άθλος. Στη διεθνή πρακτική έχουμε μόνον δύο ανάλογες περιπτώσεις. Συμπτωματικώς η πρώτη περίπτωση σχετίζεται με την Ελλάδα. Πιο συγκεκριμένα ο Όθων έφερε τον τίτλο «Βασιλεύς της Ελλάδος». Ο Γεώργιος ο Α’ ήθελε να ονομασθεί «Βασιλεύς των Ελλήνων-roi de Grecs».
Η Πύλη δήλωσε ότι δεν θα μπορούσε να δεχθεί τη νέα ονομασία, διότι θεωρούσε ότι στον όρο Ελληνες-Grecs περιλαμβάνονταν και οι ελληνικής εθνικότητας Οθωμανοί υπήκοοι. Τελικώς, ο Γεώργιος ο Α΄ υποχρεώθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις να χρησιμοποιεί στα γαλλικά τον όρο «roi des Hellènes». Στην ελληνική του μετάφραση δεν υπήρχε βεβαίως διαφορά εν σχέσει προς την αρχικώς επιλεγείσα ονομασία. Ο όρος όμως Hellènes θεωρήθηκε ότι περιόριζε την εξουσία του Γεωργίου στους υπηκόους του ελληνικού βασιλείου, ούτως ώστε να ικανοποιηθεί η Πύλη.
Η δεύτερη περίπτωση αφορά στην Αυστρία. Τον Νοέμβριο του 1918 και εν μέσω της διαλύσεως της Αυστροουγγαρίας οι βουλευτές των γερμανόφωνων περιοχών της αυτοκρατορίας κήρυξαν τη δημιουργία της «Γερμανικής-Αυστρίας» [Deutsch-Österreich]. Ακολούθως, το άρθρο 61 του γερμανικού Συντάγματος της Βαϊμάρης του Ιουλίου του 1919 ονόμαζε το κράτος ως «Γερμανική-Αυστρία» και αναφερόταν στη δυνατότητα ένωσής του με τη γερμανική κοινοπολιτεία.
Οι συμμαχικές δυνάμεις αντέδρασαν έντονα. Επέβαλαν στη Γερμανία να ανακοινώσει το Σεπτέμβριο του ιδίου έτους ότι το άρθρο 61 του συντάγματος είναι τελείως άκυρο. Παράλληλα με τη συνθήκη του Αγίου Γερμανού (Σεπτέμβριος 1919), ορίσθηκε ρητώς ότι το όνομα του νέου κράτους είναι «Αυστρία». Το άρθρο 88 της συνθήκης απαγόρευε οποιαδήποτε αλλαγή του καθεστώτος ανεξαρτησίας του νέου κράτους χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών.
Υπάρχουν και άλλες παρόμοιες διαφορές γύρω από ονόματα κρατών. Επί παραδείγματι το Ηνωμένο Βασίλειο αναφερόταν μετά το 1938 στο κράτος της Ιρλανδίας ως «Eire» που ήταν και το ένα από τα δύο επίσημα ονόματά του. Ακολούθως, μετά το 1949 η Βρετανία χρησιμοποιούσε αποκλειστικώς τον όρο «Δημοκρατία της Ιρλανδίας». Για πρώτη φορά χρησιμοποίησε τον όρο «Ιρλανδία» μετά τη συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής του 1998. Σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας η Ιρλανδία υποχρεώθηκε να προβεί σε συνταγματική αναθεώρηση για να πάψει τις διεκδικήσεις της εις βάρος της βρετανικής Βορείου Ιρλανδίας.
Η ζωντανή ρίζα του ιδεολογήματος του μακεδονισμού
Είναι όμως τόσο σημαντικό το θέμα της ιθαγένειας/υπηκοότητας που να ακυρώνει ολόκληρη τη συμφωνία; Η συμφωνία προσπαθεί φαινομενικώς να διευθετήσει ένα πρόβλημα που εμφανίσθηκε το 1991 με την ίδρυση της πΓΔΜ. Στην πραγματικότητα, όμως, αναμετράται με ένα θέμα που ανατρέχει στον 19ο αιώνα και αφορά στην εθνική ταυτότητα των σλαβόφωνων χριστιανικών πληθυσμών που κατοικούν στη Μακεδονία. Ένα τμήμα τους επέλεξαν να είναι Έλληνες.
Ένα άλλο τμήμα τους αποφάσισαν ότι είναι Βούλγαροι. Μετά το 1913 έκανε τη σταδιακή επίσημη εμφάνιση ο όρος «Μακεδόνες». Έτσι επιχείρησαν να προσδιορισθούν οι σλαβόφωνοι που κατοικούσαν κυρίως στο τμήμα της περιοχής που περιήλθε στη Γιουγκοσλαβία. Τότε δημιουργήθηκε το ιδεολόγημα ενός «μακεδονικού έθνους» που έχει διαμελισθεί μεταξύ των τριών κρατών των Βαλκανίων που «κατέχουν» τμήματα της Μακεδονίας.
Αντί, όμως, το νέο όνομα να συνοδεύει αυτονόητα το κράτος σε όλες τις δημόσιες εκφάνσεις του, η συμφωνία διασπά αυτή η ενότητα. Αυτό που πήραμε με την ονομασία του κράτους, το παραδώσαμε με την αποδοχή της χρήσεως του όρου «Μακεδόνες». Έτσι, ένας από τους λαούς της γεωγραφικής Μακεδονίας κρατά για τον εαυτό του την ονομασία που αφοράστο σύνολο των κατοίκων της περιοχής.
Το γεγονός ότι αποτύχαμε στο θέμα του ονόματος των πολιτών του κράτους δείχνει μία κακή διαπραγματευτική τακτική. Δεν δείχνει προδοσία. Δυστυχώς με ταχύτητα προχωράμε από τους Γερμανοτσολιάδες του 2015 στους μειοδότες του 2018. Αυτό επιτείνεται από την αλαζονεία και την έπαρση που δείχνει η κυβέρνηση εν σχέσει προς τη συμφωνία των Πρεσπών. Όσοι αντιτίθενται προς αυτήν, έγιναν αντιστοίχως ακροδεξιοί. Όλα αυτά, όμως, αφήνουν σημάδια τους στην κοινωνία.