Του Χρόνη Βάρσου
Φιλολόγου-Ιστορικού ερευνητή
Πρόλογος
Τελειώνοντας το 1823 η οθωμανική αυτοκρατορία, μετά και την απόλυτη αποτυχία των θερινών εκστρατειών της στη Στερεά (Μουσταής της Σκόδρας και Ομέρ Βρυώνης στη δυτική Στερεά και οι Γιουσούφ Περκόφτσαλης και Σαλιχ Αδριανούπολης στην ανατολική), έδειχνε τελείως αδύναμη να καταστείλει ένοπλα την ελληνική επανάσταση που φαινόταν να έχει σταθεροποιηθεί και επιβληθεί στρατιωτικά, ενώ σε διπλωματικό επίπεδο έθετε έντονα πια την ανάγκη για ευρωπαϊκή παρέμβαση.
To 1824 η επανάσταση του ελληνικού έθνους, έμπαινε πλέον στον τέταρτο χρόνο, και ήδη παρουσίαζε σοβαρά σημάδια κόπωσης. Από την άνοιξη, η συμμαχία του σουλτάνου Μαχμούτ Β’ (1808-1839) με τον φιλόδοξο ηγεμόνα της Αιγύπτου, Μεχμέτ Αλή (1805-1848), έφερε την ένοπλη σύγκρουση στα όρια της. Ο σουλτάνος τον κάλεσε (με αντάλλαγμα την παραχώρηση της Κρήτης και του Μοριά στον γιό του Ιμπραήμ πασά) να επέμβει στο πλευρό του, εναντίον των απείθαρχων ραγιάδων και να δώσει ένα τέλος στην ελληνική υπόθεση. Έτσι ο ικανότατος Ιμπραήμ πασάς διορίστηκε στις 20 Μαρτίου 1824, βαλής του Μοριά με αποστολή να καταστείλει την επανάσταση των απείθαρχων ραγιάδων.
Το σουλτανικό σχέδιο δράσης εστιαζόταν στον από κοινού συντονισμό των χερσαίων και ναυτικών επιχειρήσεων. Σε πρώτο στάδιο ο ενωμένος τουρκο-αιγυπτιακός στόλος θα κατέστρεφε τις προκεχωρημένες ναυτικές βάσεις των Ελλήνων στο Αιγαίο (Κάσο, Ψαρά και Σάμο). Σε δεύτερο επίπεδο ο τουρκικός στρατός θα κατέστειλε την επανάσταση στη Ρούμελη και ο αιγυπτιακός στο Μοριά. Η τελευταία φάση προέβλεπε την καταστροφή της Ύδρας και των Σπετσών, γεγονός που θα σηματοδοτούσε την οριστική καταστολή του ένοπλου αγώνα των Ελλήνων.
Η αιγυπτιακή επέμβαση, με τον όγκο των ανεξάντλητων δυνάμεων και πόρων που διέθετε, ενίσχυσε σοβαρά την οθωμανική αυτοκρατορία, που πέτυχε την υποταγή της Κρήτης και της Εύβοιας τον Μάιο, την καταστροφή της Κάσου τον ίδιο μήνα και των Ψαρών τον Ιούνιο. Παράλληλα η αναμενόμενη έλευση τον Ιούλιο στο Αιγαίο μιας τεράστιας αιγυπτιακής αρμάδας και η επικείμενη ένωσή της με την οθωμανική, επρόκειτο να δώσει το τελειωτικό χτύπημα στον ελληνικό στόλο και στα εναπομείναντα ναυτικά οχυρά (Ύδρα, Σπέτσες, Σάμος).
Στον αντίποδα, ο ελληνικός α’ εμφύλιος πόλεμος (25 Νοεμβρίου 1823-12 Ιουνίου 1824) είχε διαταράξει συθέμελα το εσωτερικό μέτωπο και εξαντλήσει σοβαρά τη δυναμική της επανάστασης. Ικανότατοι οπλαρχηγοί, όπως ο Θ. Κολοκοτρώνης, ο Νικηταράς, ο Οδ. Ανδρούτσος, ο Γ. Καραϊσκάκης είχαν στοχοποιηθεί ως «εχθροί» του έθνους, έπεσαν σε δυσμένεια, αντιμετωπίζονταν με καχυποψία και εχθρότητα και επί της ουσίας είχαν αδρανοποιηθεί από την κυβέρνηση Κουντουριώτη-Μαυροκορδάτου-Κωλέττη. Στο διχασμό συνέβαλε και το 1ο δάνειο 800.000 λιρών που συνήφθη στις 9 Φεβρουαρίου 1824 με αγγλικό τραπεζικό οίκο (μίζες και σπατάλες δεν άφησαν παρά μόνο ένα μικρό μέρος 298.000 λιρών να φτάσει στα δημόσια ταμεία).
Η εισβολή του Δερβίς πασά στην ανατολική Ρούμελη
Στο χερσαίο πεδίο, υλοποιώντας το τουρκο-αιγυπτιακό σχέδιο, ο νέος Ρούμελη-βαλεσή, Ιμπραήμ Δερβίς πασάς (1770-1826), πρώην πασάς του Βιδινίου, που αντικατέστησε τον αποτυχόντα Μεχμέτ Εμίν Εμπού Λουμπούτ της Θεσσαλονίκης στις αρχές του 1824, έχοντας υπό τις διαταγές του τους Γιουσούφ πασά Περκόφτσαλη της Βράϊλας (πρώην Μόρα-βαλεσή) και Αμπάζ Ντίπρα, ξεκινώντας από τη Λάρισα στα μέσα Ιουνίου 1824, έφτασε με 15.000 στρατό στη Λαμία (10.000 σύμφωνα με τον Δ. Κόκκινο ή 12.000 κατά τον Σπηλιάδη).
Το σχέδιο προέβλεπε ταυτόχρονη εισβολή του Ομέρ Βρυώνη, πασά των Ιωαννίνων, με 5.000 στρατό, από την Άρτα μέσω Ακαρνανίας προς τη Ναύπακτο και του Ομέρ πασά της Καρύστου με 3.000 στρατό στην Αττική. Οι ενωμένες πλέον σουλτανικές δυνάμεις, συμποσούμενες σε 23.000, αφού θα διέλυαν την επανάσταση στη Στερεά, θα περνούσαν μέσω Ναυπάκτου στην Πελοπόννησο.
Στις 23 Ιουνίου η στρατιά του Δερβίς πασά από τη Λαμία στρατοπέδευσε στην περιοχή Αμουρίου-Λιανοκλαδίου-Κομποτάδων. Παρά την καταστροφή (από κεραυνό ή δολιοφθορά) 300 κιβωτίων πυρομαχικών στις 25 Ιουνίου στο οθωμανικό στρατόπεδο στο Λιανοκλάδι, με 30 νεκρούς και 400 κατεστραμμένες άμαξες, που καθυστέρησε την όλη επιχείρηση λόγω της αναμονής νέων εφοδίων από τη Λάρισα, η πορεία προς τη Φωκίδα δρομολογήθηκε κανονικά. Ο οθωμανικός στρατός χωρίστηκε σε 3 τμήματα: Το πρώτο από 1.500 άνδρες θα επιχειρούσε μέσω Υπάτης-Οίτης-Βαρδουσίων να προσεγγίσει το Λιδωρίκι. Το δεύτερο και ισχυρότερο, από 9-10.000 πεζούς, 2 κανόνια και 1.000 ιππείς, υπό τους Γιουσούφ πασά και Αμπάζ Ντίπρα, θα προήλαυνε μέσω Χαλκωμάτας-Μπράλλου-Γραβιάς προς την Άμφισσα. Το τρίτο τμήμα υπό τον Δερβίς πασά, με 2.000 πεζούς και 500 ιππείς, θα προστάτευε τις συγκοινωνίες μέσω του στενού των Θερμοπυλών και θα λειτουργούσε ως εφεδρεία του κυρίως στρατού εισβολής.
Από τη Ναύπακτο, τέλη Ιουνίου, άλλοι 1.500 Τούρκοι κινήθηκαν προς Λιδωρίκι και Μαλανδρίνο αλλά αναχαιτίστηκαν από ελληνικά σώματα υπό τον Δ. Σκαλτσά στη θέση «Ομέρ Εφέντη» (Καστράκι Δωρίδας).
Η τουρκική στρατιά στρατοπέδευσε στη Γραβιά και επιχείρησε στις 6 Ιουλίου με ένα σώμα 6.000 Αλβανών πεζών και 1.000 ιππέων υπό τους Αμπάζ Ντίπρα, Βελή αγά και Πράχο Πρεβίστα να κινηθεί προς Λιδωρίκι μέσω της βόρειας Φωκίδας. Δυο μέρες μετά όμως, στη Μπινίτσα Λιδωρικίου, αναχαιτίστηκε μετά από 6ωρη μάχη, από 350 Έλληνες υπό τους Δήμο Σκαλτσά και Σαφάκα και επέστρεψε ηττημένη στο στρατόπεδο της Γραβιάς.
Παράλληλα και ενώ στην Ήπειρο ο Ομέρ Βρυώνης αδρανούσε, στο μέτωπο της Αττικής, ο Ομέρ της Καρύστου με 3.000 στρατό, αποβιβάστηκε στις αρχές Ιουλίου στον Ωρωπό και ετοιμαζόταν να επιτεθεί στην Αθήνα. Στις 5 Ιουλίου, σε μια σύγχρονη εκδοχή της μάχης του Μαραθώνα, η Αθήνα σώθηκε, όταν ο τουρκικός στρατός εισβολής, νικήθηκε στο ομώνυμο πεδίο μάχης από τους 550 άνδρες του Γ. Γκούρα (φρούραρχος της Αθήνας από τα μέσα Ιουνίου), αφήνοντας 260 νεκρούς και υποχώρησε στο Καπανδρίτι.
Οι ελληνικές προσπάθειες για αναχαίτιση του σουλτανικού στρατού
Μπροστά στον τεράστιο κίνδυνο που διαγραφόταν για την επανάσταση, λόγω της ισχύος του οθωμανικού στρατού εισβολής, η ελληνική κυβέρνηση, μόλις ένα μήνα μετά το τέλος του πρώτου εμφυλίου, και υπό το βάρος των καταστροφών σε Κάσο και Ψαρά, φάνηκε απολύτως αιφνιδιασμένη και ελάχιστα προετοιμασμένη.
Με διάταγμα της 9ης Ιουλίου, παράλληλα με την επανέναρξη της πολιορκίας της Πάτρας, θα δημιουργούνταν 3 στρατόπεδα στην Πελοπόννησο σε Αχαΐα, Ηλεία Μεσσηνία και Κορινθία από 13.500 ενόπλους λόγω του αυξημένου φόβου για πιθανές Αιγυπτιακές αποβάσεις. Για τη Στερεά επρόκειτο να διατεθούν περίπου 11.000 μαχητές σε 7 στρατόπεδα: Σε Άγραφα (3.000) και Μακρυνόρος (500) για αντιμετώπιση μιας πιθανής εισβολής του Ομέρ Βρυώνη, στη Ναύπακτο (400), στο Λιδωρίκι (2.500), στα Σάλωνα (2.500), στο Ζεμενό (1.000) και στην Αττική (1.000) για την προστασία της Αθήνας από τον Ομέρ της Καρύστου.
Στο μέτωπο της Φωκίδας, όμως οι μόνες πραγματικά ετοιμοπόλεμες δυνάμεις που θα μπορούσαν να αναχαιτίσουν τον τουρκικό στρατό, αποτελούνταν από μόλις 600 άνδρες υπό τον 23χρονο οπλαρχηγό Νάκο Πανουργιά (γιό του γερο-Πανουργιά) και 250 εμπειροπόλεμους Σουλιώτες υπό τους Γεώργιο Δράκο, Γιώτη Δαγκλή, Διαμαντή Ζέρβα, Τούσια Ζέρβα και Χριστόφορο Περραιβό. Από την Πελοπόννησο ήλθε στις 13 Ιουλίου μόνο μια μικρή βοήθεια από 200 άνδρες με τον 21χρονο Παναγιώτη Νοταρά και 130 επιπλέον Σουλιώτες υπό τον 23χρονο Κίτσο Τζαβέλλα (γιό του ένδοξου πολέμαρχου Φώτου) και τον Γεώργιο Καραϊσκάκη. Συνολικά 1.200 μαχητές (σύμφωνα με τους Χρ. Περραιβό, Σπ. Τρικούπη, Απ. Βακαλόπουλο) απέναντι σε 10-11.000 εισβολείς!!. Άλλες πηγές αναφέρουν μεγαλύτερους αριθμούς για την ελληνική παράταξη: ο Λ. Κουτσονίκας μιλάει για 2.000 ενώ οι Σπηλιάδης και Δ. Κόκκινος για 3.000 που μάλλον αφορούν σώματα στην ευρύτερη περιοχή.
Η αμυντική οργάνωση της Άμπλιανης
Το σχέδιο του γερο-Πανουργιά ήταν να οργανωθεί μια αμυντική τοποθεσία στην θέση Άμπλιανη (***) Φωκίδας, 3 ώρες από τα Σάλωνα (Άμφισσα) και 1 ώρα από τη Γραβιά, κοντά στο χωριό Βάργιανη, όπου ήταν εφικτό να αναχαιτιστεί ο ισχυρότατος αντίπαλος καθώς θα εξισορροπούνταν στο σημείο εκείνο η αριθμητική του υπεροχή. Η περιοχή ήταν καλυμμένη πλήρως από δάσος και ήταν γεμάτη βράχια και γκρεμούς. Οι Έλληνες διαμορφώνοντάς τη κατάλληλα, σχημάτισαν μια αμυντική γραμμή από 10 ταμπούρια: Στα αριστερά της τοποθετήθηκαν 600 άνδρες υπό τον Ν. Πανουργιά, στο κέντρο οι 250 Σουλιώτες και δεξιά οι 330 άνδρες του Κ. Τζαβέλλα και του Π. Νοταρά. Ως εφεδρεία κρατήθηκε μεταξύ Γκιώνας-Παρνασσού ένα σώμα από 200 άνδρες του Πανουργιά υπό το Γεώργιο Καλμούκη. Οι υπερασπιστές από την προηγούμενη μέρα, για να κάνουν την πρόσβαση απροσπέλαστη, έριξαν άφθονα έλατα στο δρόμο ώστε να εμποδίσουν την επέλαση του επίφοβου τουρκικού ιππικού.
Η διεξαγωγή της μάχης
Ήδη είχε περάσει ένας μήνας από τότε που ο Δερβίς πασάς έφτασε στη Λαμία και ως εκ τούτου η επιχείρηση για το άνοιγμα του δρόμου προς Σάλωνα-Ιτέα ήταν χρονικά επιβεβλημένη για να αποφευχθεί κάθε άλλη καθυστέρηση καθόδου στο Μοριά. Ο τουρκικός στρατός από 10-11.000 (οι 1.000 ιππείς), ή 16.000 σύμφωνα με τον αυτόπτη μάρτυρα Χρ. Περραιβό, διανυκτέρευσε στη Γραβιά και το πρωί της 14ης Ιουλίου ξεκίνησε την πορεία του προς τα Σάλωνα. Όταν έφτασε μπροστά στην οχυρωμένη τοποθεσία χωρίστηκε σε 3 τμήματα: Το δεξιό της σουλτανικής παράταξης από 3.000 Τουρκαλβανούς υπό τους Αμπάζ Ντίπρα και Πράχο Πρεβίστα χτύπησε τους 600 άνδρες του Ν. Πανουργιά. Στο κέντρο απέναντι στους 250 Σουλιώτες επιτέθηκαν με τα 2 κανόνια, 3.500 υπό τον αρχηγό Γιουσούφ Περκόφτσαλη, ενώ αριστερά 4.000 Τούρκοι (άτακτοι ένοπλοι μουσουλμάνοι από τη Θράκη και τη Μακεδονία) υπό τον Σουλεϋμάν μπέη της Ζίχνης, όρμησαν εναντίον των 330 ανδρών του Κ. Τζαβέλλα και του Π. Νοταρά. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι οι βασικοί αρχηγοί της ελληνικής παράταξης, Κ. Τζαβέλας (1801-1855), Ν. Πανουργιάς (1801-1863), και Π. Νοταράς (1803-1873), ήταν όλοι μεταξύ 21-23 ετών (!!!)
Η μάχη ήταν σφοδρή. Για τουλάχιστον 10 ώρες (από τις 8-9 το πρωί έως 6-7 το απόγευμα) γίνονταν αλλεπάλληλες, λυσσαλέες επιθέσεις στα ελληνικά ταμπούρια. Η αμυντική γραμμή φαινόταν να αντέχει, καθώς οι εχθρικές έφοδοι εξασθενούσαν ολοένα και περισσότερο, παρόλο που η μάχη δεν είχε ακόμη κριθεί. Εκείνη την ώρα, καθώς έπεφτε το σούρουπο, εμφανίστηκαν στο αριστερό της τουρκικής παράταξης οι 200 άνδρες του Γ. Καλμούκη από Γκιώνα-Παρνασσό, προκαλώντας πανικό στις τάξεις της. Οι πολεμιστές του Τζαβέλλα και του Νοταρά εκμεταλλεύτηκαν τη σύγχυση και πέρασαν στην αντεπίθεση. Το τουρκικό αριστερό σταδιακά διαλυόταν και υποχωρούσε προς το κέντρο. Άμεσα και το ελληνικό κέντρο όρμησε μπροστά, συμπαρασύροντας το αντίστοιχο τουρκικό σε υποχώρηση. Ο Γιουσούφ πασάς εγκατέλειψε τη μάχη και υποχώρησε προς τη Γραβιά, γεγονός που οριστικοποίησε την ήττα του οθωμανικού στρατού. Σύντομα και το δεξιό της τουρκικής στρατιάς υπό τους Αμπάζ Ντίπρα και Πράχο Πρεβίστα πήρε το δρόμο της υποχώρησης πιεζόμενο από το ελληνικό κέντρο, θεωρώντας την παραμονή του στο πεδίο της μάχης μάταιη όσο και απολύτως επικίνδυνη. Σε πολλές περιπτώσεις η άτακτη οπισθοχώρηση εξελίχθηκε σε μαζικό πανικό που ενίσχυε το φυσικό περιβάλλον. Πολλοί χάθηκαν πέφτοντας σε γκρεμούς και χαράδρες ποδοπατημένοι από τα υποχωρούντα τμήματα και ιδίως τους ιππείς.
Μετά από 11 ώρες (κατ’ άλλους 9) άνισων αλλά ηρωικών συγκρούσεων η μάχη έληξε. Η εμφάνιση της εφεδρείας του Καλμούκη την κατάλληλη στιγμή και η θυελλώδης αντεπίθεση των 400 Σουλιωτών του Τζαβέλλα έκριναν το αποτέλεσμα. Η νίκη των Ελλήνων ήταν συντριπτική απέναντι σε 8πλάσιους αντιπάλους. Οι τουρκικές απώλειες ξεπέρασαν τις 2.000 νεκρούς και τραυματίες (πάνω από 500 ήταν οι νεκροί, μεταξύ αυτών και ο Σουλεϋμάν μπέης), ενώ οι Έλληνες έχασαν 9 άνδρες και είχαν 12 τραυματίες ή σύμφωνα με άλλες πηγές 37 νεκρούς και τραυματίες. Στα χέρια των επαναστατών έπεσαν 23 σημαίες, τα 2 πυροβόλα, καθώς και η σκηνή και το άλογο του Γιουσούφ Περκόφτσαλη!
Η τελική κατάληξη της εκστρατείας
Στο μεταξύ το αποδυναμωμένο τουρκικό στρατόπεδο της Γραβιάς, αν και ενισχύθηκε στις 21 Ιουλίου με 1.000 επιπλέον άντρες υπό τον Τσέλιο Πίτσαρη, παρουσίαζε σημάδια σαφούς κόπωσης. Στις 12 Αυγούστου, μάλιστα, 200 Σουλιώτες υπό τον Λ. Βέϊκο, από το χωριό Οίτη (Γαρδικάκι), διενήργησαν νυχτερινή καταδρομική επίθεση στο τουρκικό νοσοκομείο στα Καλύβια, έξω από τη Λαμία, διαλύοντας τη φρουρά των 100 Τούρκων ιππέων, σκοτώνοντας τον Ευρωπαίο αρχίατρο του Δερβίς πασά και αρπάζοντας 200 βόδια και 15 άλογα!
Εξάλλου στα μέσα Αυγούστου, ο Ομέρ πασάς της Καρύστου αποχώρησε οριστικά από την Αττική για την Εύβοια ηττημένος, έχοντας αποτύχει να καταλάβει την Αθήνα, ενώ στο ναυτικό πεδίο, ο ενωμένος τουρκο-αιγυπτιακός στόλος υπέστη βαριές ήττες σε όλες τις ναυμαχίες της περιόδου 30 Ιουλίου–29 Αυγούστου 1824 (Σάμου, Κω-Αλικαρνασσού, Γέροντα). Παράλληλα, στη δυτική Στερεά (Βάλτος, Ξηρόμερο, Ακαρνανία) απέναντι στο στρατό εισβολής του Ομέρ Βρυώνη, που είχε δημιουργήσει από τις 20 Ιουλίου στρατόπεδο 5.000 Αλβανών στην Αμφιλοχία και απειλούσε τον Βάλτο, είχαν συσταθεί αντίστοιχα ελληνικά στρατόπεδα από 2.000 ενόπλους υπό τους Γ. Ράγκο, Α. Ίσκο, Γ. Τσόγκα, Ν. Στορνάρη και Γρ. Λιακατά που διενεργούσαν επιδρομές στην Αμφιλοχία, την Άρτα, το Ραδοβίζι και τα Τζουμέρκα. Σε μια από αυτές μάλιστα, τέλη Αυγούστου, ο Γρ. Λιακατάς κατέλαβε και τη Γότιστα Ιωαννίνων, 30 χιλιόμετρα ανατολικά από την έδρα του Ομέρ Βρυώνη!
Με δεδομένο ότι το φθινόπωρο πλησίαζε, ήταν φανερό ότι έπρεπε να αναληφθούν πρωτοβουλίες για άμεση δράση από την πλευρά του Δερβίς πασά στο χώρο της Φωκίδας, καθώς οι προειδοποιήσεις του σουλτάνου ήταν σαφείς. Παράλληλα αρχές Σεπτεμβρίου άλλες 4.000 Αλβανοί υπό τον Τσέλιο Πίτσαρη ενίσχυσαν το στρατόπεδο της Γραβιάς, σε μια αγωνιώδη, τελική προσπάθεια να διασπάσουν την ελληνική άμυνα στη Φωκίδα.
Η ελληνική αντίδραση όμως ήταν αστραπιαία. Στις 14 Σεπτεμβρίου, αποφασίστηκε να διενεργηθεί επίθεση στο στρατόπεδο της Γραβιάς από ελληνικά σώματα (300 άνδρες) υπό τους Γ. Δαγκλή, Γ. Δράκο, Ν. Πανουργιά, Χρ. Περραιβό και Γ. Καραϊσκάκη, τα οποία στρατοπέδευσαν κοντά στο χωριό Βάργιανη. Την άλλη μέρα όμως 1.000 Αλβανοί υπό τον Τσέλιο Πίτσαρη από το στρατόπεδο της Γραβιάς, επιτέθηκαν εναντίον των ελληνικών σωμάτων. Σε μια 4ωρη μάχη μέσα και γύρω από το χωριό, οι Τούρκοι νικήθηκαν (νεκροί Τούρκοι 20, τραυματίες 60 ενώ οι νεκροί Έλληνες ανήλθαν σε 5-11) και υποχώρησαν.
Στις 16 του μήνα άλλο οθωμανικό σώμα από 4.000 άνδρες από τη Γραβιά κινήθηκε προς το Πολύδροσο (Σουβάλα) για να προωθηθεί από εκεί προς τα Σάλωνα αλλά αναχαιτίστηκε από 300 Έλληνες υπό τους Γιώργο Δυοβουνιώτη, Κομνά Τράκα και Γ. Καλμούκη και υποχώρησε με βαριές απώλειες (300 νεκροί).
Μετά τις δυο απανωτές ήττες σε Βάργιανη και Σουβάλα, , οι Γιουσούφ πασάς και Αμπάζ Ντίπρα διέλυσαν το στρατόπεδο της Γραβιάς στις 20 Σεπτεμβρίου και επέστρεψαν στο Λιανοκλάδι όπου βρίσκονταν ο αρχηγός της εκστρατείας, Δερβίς πασάς. Μετά από 17 μέρες αποσύρθηκαν όλοι μαζί στη Λαμία και στις 12 Οκτωβρίου τα υπολείμματα της τουρκικής στρατιάς αναχώρησαν ταπεινωμένα για τη Λάρισα. Ο Ρούμελη-βαλεσή, Δερβίς πασάς, παρόλα τα φιλόδοξα σχέδια που εκπόνησε για την καταστολή της ελληνικής επανάστασης, στα τέλη του 1824 αντικαταστάθηκε από τον πολύπειρο Ρεσίτ πασά Κιουταχή, εξορίστηκε στην Καλλίπολη και αποκεφαλίστηκε από το σουλτάνο τον Ιούνιο του 1826 ως υποστηρικτής των εξεγερθέντων γενιτσάρων. Παράλληλα, αρχές Σεπτεμβρίου, διοριζόταν ένας ακόμα Μεγάλος Βεζύρης (ο 7ος κατά σειράν από την έναρξη της επανάστασης!), ο Μπεντερλί Μεχμέτ Σελήμ Σιρί πασάς στη θέση του αποτυχόντος Μεχμέτ Σαϊντ Γκαλήπ πασά, με την προσδοκία να πετύχει την καταστολή της επανάστασης, αντίθετα με τους 6 προκατόχους του!
Για πάνω από 4 μήνες, υποδεέστερες ελληνικές δυνάμεις απασχόλησαν τουλάχιστον 25.000 σουλτανικό στρατό στο μέτωπο Ακαρνανίας-Φωκίδας-Αττικής, εμποδίζοντας την κάθοδό του στην Πελοπόννησο και σε συνδυασμό με τις ναυτικές νίκες του Φθινοπώρου (ναυμαχίες Μυτιλήνης και Ηρακλείου) έσωσαν προσωρινά την επανάσταση. Στις 6 Νοεμβρίου και ο Ομέρ Βρυώνης διαλύοντας το στρατόπεδο της Αμφιλοχίας αναχώρησε για τα Γιάννενα, ενώ ο Ιμπραήμ κατέφυγε στην Κρήτη για να διαχειμάσει και να ανασυγκροτηθεί. Η επανάσταση για άλλη μια φορά είχε σωθεί.
Η πικρή πείρα της διχόνοιας δεν δίδαξε όμως τους Έλληνες. Στις 22 Οκτωβρίου 1824 (10 μέρες μετά την αποχώρηση του Δερβίς πασά για τη Λάρισα!) ξεσπούσε ο καταστροφικός δεύτερος εμφύλιος πόλεμος στην Πελοπόννησο, που θα δίχαζε και θα αποδυνάμωνε ανεπανόρθωτα τις επαναστατικές δυνάμεις, ανοίγοντας το δρόμο στις αρχές του 1825 στην αιγυπτιακή απόβαση και την καταστροφική μανία του Ιμπραήμ και φέρνοντας την επανάσταση στα όρια της καταστροφής.
***σημειωτέον η τοποθεσία δεν έχει καμιά σχέση με την Άμπλιανη Λαμίας ή Ευρυτανίας και κακώς συγχέονται οι 2 ονομασίες.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
(1) ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, Τόμος ΙΒ, εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1979
(2) Απ. Βακαλόπουλου, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, τόμοι Ε-Η, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1980-88
(3) Διον. Κόκκινου, Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ, εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα, 1957
(4) Σπ. Τρικούπη, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ, εκδόσεις Λιβάνης, Αθήνα, 1993
(5) Λ. Κουτσονίκα, ΓΕΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ, Αθήνα, 1863
(6) Νικ. Σπηλιάδη, ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ, εκδόσεις Χ. Ν. Φιλαδέλφεως, Αθήνα, 1851
(7) Χρ. Περραιβού, ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΠΟΛΕΜΙΚΑ 1820-1829, Αθήνα, 1836
ΠΗΓΗ: COGNOSCO TEAM