Λόγω Σκοπιανού, Κυπριακού και παραλόγων τουρκικών απαιτήσεων το θέμα της Βορείου Ηπείρου έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα όσον αφορά την επίσημη ελληνική πολιτική και το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης. Όμως θα έπρεπε να ασχολούμαστε περισσότερο με την τύχη και τα προβλήματα των ομοεθνών μας που κατοικούν στο Νότο της Αλβανίας, αλλά και γενικότερα σε ολόκληρη την αλβανική επικράτεια. Πρώτον, διότι αφήνουμε τους αλβανικούς εθνικιστικούς κύκλους να πιστεύουν ότι είμαστε υποχωρητικοί και έτσι εκείνοι αποθρασύνονται. Δεύτερο, διότι δεν έχουμε ως έθνος άλλα περιθώρια συρρικνώσεως και η Βόρειος Ήπειρος είναι από τις λίγες εναπομείνασες ζωντανές και πανάρχαιες εστίες Ελληνισμού εκτός συνόρων. Τρίτον, διότι δεν είναι σωστό να αδιαφορούμε για τα παραβιαζόμενα Ανθρώπινα Δικαιώματα μιας υπαρκτής μειονότητος, την ώρα που κάποιοι γείτονες μάς εγκαλούν για δήθεν καταπίεση ανυπάρκτων μειονοτήτων.
Το ενδιαφέρον μας για τον Ελληνισμό της Βορείου Ηπείρου έρχονται να τονωθεί από αξιοσημείωτα περιστατικά των τελευταίων μηνών. Καταγράφουμε ορισμένα από αυτά:
Με δηλώσεις του στα μέσα Απριλίου 2008 ο Δήμαρχος Χειμάρρας και προσωρινός Πρόεδρος της ΟΜΟΝΟΙΑΣ Βασίλης Μπολάνος έκανε ενδιαφέρουσες συγκρίσεις μεταξύ Βορείου Ηπείρου και Κοσσυφοπεδίου και έθεσε, εμμέσως πλην σαφώς, θέμα Αυτονομίας της Β. Ηπείρου εντός Αλβανικού εδάφους. Προφανώς ο Μπολάνος δεν έχει λησμονήσει το Πρωτόκολλο της Κερκύρας της 17-5-1914, το οποίο υπέγραψαν και η Αλβανία και οι τότε Μεγάλες Δυνάμεις, και το οποίο προέβλεπε μία μορφή Αυτονομίας για τον Ελληνισμό χωρίς να αμφισβητούνται τα σύνορα της Αλβανίας. Επρόκειτο για το αποτέλεσμα του Αυτονομιακού Αγώνος των Βορειοηπειρωτών και αναφερόταν σε αυτονομία διοικητική, αστυνομική, εκκλησιαστική και εκπαιδευτική.
Στις 25-27 Ιουλίου τ.έ συνήλθε στα Ιωάννινα το Α΄ Συνέδριο των Απανταχού Ηπειρωτών με συμμετοχή Αποδήμων Ηπειρωτών από όλη την Υφήλιο. Στις εργασίες του Συνεδρίου παρέστησαν εκπρόσωποι των πολιτικών κομμάτων της Ελλάδος, όπως ο κ. Κωνσταντίνος. Μητσοτάκης και ο κ. Γρηγόρης Νιώτης, καθώς και εκπρόσωποι των οργανώσεων του Ελληνισμού της Β. Ηπείρου. Στο Ψήφισμα, το οποίο εξεδόθη, υπάρχουν αρκετές αναφορές στα προβλήματα των Βορειοηπειρωτών, με σημαντικότερες τις εξής:
«… Καταδικάζουμε το κλίμα ανασφάλειας και εκφοβισμού που επικρατεί κατά καιρούς εναντίον των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου και ολόκληρης της Αλβανίας.
Καλούμε την Αλβανία να σεβαστεί και να αποκαταστήσει στους Έλληνες της Β. Ηπείρου και ολόκληρης της Αλβανίας όλα τα εκπαιδευτικά, θρησκευτικά, πολιτικά και πολιτιστικά δικαιώματα, τα οποία απορρέουν από τις διμερείς και διεθνείς συμφωνίες υπογεγραμμένες από τους αντιπροσώπους της από την ημέρα σύστασης του κράτους το 1913, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος του εθνικού αυτοπροσδιορισμού»
Η τελευταία παράγραφος προφανώς περιλαμβάνει και το Πρωτόκολλο της Κερκύρας του 1914, το οποίο προαναφέραμε.
Το κλίμα ανασφάλειας, το οποίο ορθώς αναφέρεται στο Ψήφισμα επιβαρύνεται από ορισμένα πρόσφατα γεγονότα, τα οποία έρχονται να προστεθούν στην συνεχή αλβανική κακοπιστία, η οποία εκδηλώνεται με το ζήτημα των Τσάμηδων. Στις 10 Αυγούστου μεγάλος αριθμός Ελλήνων της Χειμάρρας διαδήλωσε κατά του Νόμου 7501, με τον οποίο το αλβανικό κράτος κυριολεκτικά αρπάζει περιουσίες πολιτών του που ανήκουν στην ελληνική εθνική κοινότητα. Απέναντί τους βρήκαν την ένοπλη αστυνομία, αλλά και την αντιδιαδήλωση δύο βουλευτών του μικρού κόμματος LSI, δηλαδή της Λίγκας για την Σοσιαλιστική Ολοκλήρωση, το οποίο ανήκει στην αντιπολίτευση. Εξ άλλου στην εφημερίδα ΑΞΙΑ της 9-8-2008 διαβάζουμε το ακόλουθο ρεπορτάζ της Κατερίνας Καρατζά:
«… Θύμα αυτή τη φορά είναι ο ναός της Γέννησης της Θεοτόκου στην Πρεμετή. Το αλβανικό κράτος διεκδικεί τον Ορθόδοξο Ναό για να τον μετατρέψει σε Μέγαρο Πολιτισμού, όπως δηλαδή λειτουργούσε και στην εποχή του Χότζα. Η κυβέρνηση Μπερίσα βαδίζει στα χνάρια του κομμουνιστή δικτάτορα, ο οποίος επέβαλε στη χώρα το καθεστώς αθεϊας».
Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι όλες οι μετά τον Κομμουνισμό αλβανικές κυβερνήσεις διατηρούν τον θεσμό των «μειονοτικών ζωνών» που καθιέρωσαν οι Εμβέρ Χότζα και Ραμίζ Αλία. Μόνο ορισμένα χωριά θεωρούνται μειονοτικά και εκεί επιτρέπεται η λειτουργία τετραταξίου ελληνογλώσσου Δημοτικού για τα παιδιά των Βορειοηπειρωτών. Σε μεγαλύτερες πόλεις, όπως το Αργυρόκαστρο, η Χειμάρρα, η Κορυτσά κλπ. δεν επιτρέπεται η λειτουργία ελληνογλώσσου δημοσίου σχολείου και το κενό καλύπτεται από ιδιωτικά σχολεία ή από Φροντιστήρια, τα οποία στηρίζουν επιχειρηματίες και εκκλησιαστικοί παράγοντες από την Ελλάδα.
Μέσα σε αυτό το κλίμα οι προσεκτικοί χειρισμοί της ελληνικής διπλωματίας πρέπει να αξιοποιήσουν όλα τα υπάρχοντα νομικά και πολιτικά επιχειρήματα. Πρωτίστως πρέπει να δώσουμε κίνητρα στους Βορειοηπειρώτες να μην εγκαταλείψουν οριστικά την πατρογονική γη, αλλά να επιστρέψουν εκεί με τα χρήματα, τα οποία απέκτησαν στην Ελλάδα. Είναι ανάγκη να πιέσουμε την Αλβανία, μέσω και της Ε.Ε. να παύσει κάθε μέτρο, το οποίο δημιουργεί ανασφάλεια. Να ζητήσουμε τα χρήματα που δίνει η χώρα μας ως οικονομική βοήθεια να επενδύονται κατά 70% στη Νότιο Αλβανία, εκεί όπου ζει ο Ελληνισμός. Να θυμίσουμε στην κυβέρνηση των Τιράνων την υποχρέωση που ανέλαβε έναντι της Ευρ. Ενώσεως να πραγματοποιήσει μία αντικειμενική απογραφή των εθνικών μειονοτήτων. Και φυσικά δεν είναι κακό να θυμίζουμε και το Πρωτόκολλο της Κερκύρας, πάντοτε με σεβασμό των υφισταμένων συνόρων και με διάθεση καλής γειτονίας.
Ας γίνει σαφές ότι οι σχέσεις Ελλάδος –Αλβανίας και Ευρώπης-Αλβανίας εξαρτώνται από τα δικαιώματα των Ελλήνων Βορειοηπειρωτών.
Πολιτικός Επιστήμων
Άμυνα και Διπλωματία Σεπτεμβρίου 2008
.