Γράφει ο Βασίλειος Μπούτος*
Ι. Ο νόμος -και δη υπό την μάλλον στερουμένη μεταφυσικού άξονα αναφοράς μετανεωτερική εκδοχή προσέγγισής του- κατευθύνεται στην ρύθμιση της πραγματικότητας και δη του ρυθμιστέου και όχι του νομικώς αδιάφορου τμήματος αυτής, σύμφωνα με τις σχετικές γενικές νομικές αρχές. Ειδικότερα δε, αντικείμενο ρύθμισης αποτελεί η «εξωτερική συμπεριφορά» των κοινωνών προς τον σκοπό εξασφάλισης της ειρηνικής κοινωνική συμβίωσης ∙ το ψυχολογικό υπόβαθρο αυτής της συμπεριφοράς είναι κατά κανόνα αδιάφορο για το θετό δίκαιο, καθώς μόνον η τελευταία δύναται να επηρεάσει την κοινωνική συμβίωση. Κατ’ εξαίρεσιν μόνον ενδιαφέρει το ψυχολογικό στοιχείο, όπως λ.χ. στην περίπτωση της υπαιτιότητος ως στοιχείου και όρου ευθύνης (βλ. Απ. Γεωργιάδη, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας, β’ έκδοση σελ. 3επ.). Σε κάθε, πάντως, περίπτωση σκοπό της θέσπισης νόμων επ’ ουδενί δύναται να αποτελεί η κατασκευή μίας άλλης -δήθεν ή νόθου- πραγματικότητας, η οποία αντιστρατεύεται την όντως υπαρκτή, η επιβεβαίωση τυχόν ψευδαισθήσεων ή η στήριξη των ποικίλλων απλώς ψυχολογικών, εσωτερικών αναφορών και καταστάσεων του ατόμου. Το μείζον και απολύτως κρίσιμο ερώτημα, το οποίο αμέσως βεβαίως ακολούθως προκύπτει, είναι τί συνιστά το όντως υπαρκτό, ώστε να δύναται κατ’ αρχήν να αποτελέσει και αντικείμενο ρύθμισης.
Σχετικώς, έστω και εντελώς συνοπτικώς, αξίζει να σημειωθεί, ότι κατά την κρατήσασα ελληνική σχετική φιλοσοφική παράδοση, η οποία εκκινεί από τον Ηράκλειτο, ο οποίος επεσήμανε πως «διὸ καθ᾿ ὅ,τι ἂν αὐτοῦ [τοῦ ξυνοῦ λόγου] τῆς μνήμης κοινωνήσωμεν, ἀληθεύομεν, ἃ δ᾿ ἂν ἰδιάσωμεν, ψευδόμεθα», η γνωστική πρόσβαση στο υπαρκτικό γεγονός γίνεται δεκτή ως εμπειρία σχέσης, προσέγγιση που άγει στην κοινωνική – εμπειρική επαλήθευση της γνώσης των υπαρκτών. Δηλαδή γνώση είναι η εμπειρία της σχέσεως και ο κατά λόγον συντονισμός των κοινωνουμένων επιμέρους προσωπικών εμπειριών πιστοποιεί και επαληθεύει την γνώση. Ώστε κριτήριο λειτουργίας της κριτικής σκέψης, δηλ. κριτήριο διάκρισης της αλήθειας από το ψεύδος, αποτελεί η κοινωνική επαλήθευση της γνώσης ∙ ώστε την γνώση έρχεται να επαληθεύσει η κοινωνία της εμπειρίας και όχι η ορθότητα του (ατομικώς) διανοείσθαι, έστω και αν βεβαίως το ορθώς διανοείσθαι προβάλλει ως προϋπόθεση προκειμένου να λειτουργήσει το ορθώς κοινωνείν (βλ. τις εξαιρετικές σχετικές αναλύσεις του Χρήστου Γιανναρά, εις Έξι φιλοσοφικές ζωγραφιές, εκδ. Ίκαρος, 2011, σελ. 19 επ.).
Η κοινωνουμένη αυτή εμπειρία των υπαρκτών άγει στην γλωσσική – λεκτική διατύπωση των τελευταίων, ώστε να εξυπηρετηθεί η δυνατότητα συν-εννόησης, δηλ. η δυνατότητα των κοινωνών να επικοινωνούν εννοώντας τα αυτά πράγματα μέσω της χρήσεως των αυτών γλωσσικών – λεκτικών διατυπώσεων, οι οποίες και απηχούν τις κοινωνούμενες εμπειρίες τους. Ώστε ο τρόπος κοινωνίας της εμπειρίας είναι η γλώσσα, πρωτίστως η λεκτική (ως και αυτή των Τεχνών). Εξ ού και η γλώσσα ενός λαού αποτελεί ένα κατ’ εξοχήν κοινωνικό -και όχι ασφαλώς ατομικό- γεγονός. Η γλώσσα πάλι λειτουργεί κατά τρόπο συμβολικό, με βάση κάποιες ακουστικές εικόνες, οι οποίες λειτουργούν ως σύμβολα. Ο Αριστοτέλης σχετικώς αναφέρει, πως «φύσει τῶν ὀνομάτων οὐδέν ἐστιν, ἀλλ’ ὅταν γένηται σύμβολον». Δηλαδή από την φύση τους τα ονόματα (δηλ. οι λέξεις με τις οποίες ονομάζουμε το κάθε τι) δεν είναι τίποτα, αλλά, όταν λειτουργήσουν ως σύμβολα, αρχίζουν πλέον να λειτουργούν ως αφορμές κοινωνίας, δηλαδή επικοινωνίας και εν τέλει μοιράσματος της ζωής. Και είναι σύμβολα, γιατί συν-βάλλουν, δηλ. βάζουν μαζί, συντονίζουν, εναρμονίζουν τις επιμέρους προσωπικές εμπειρίες και καλούν σε «μετάβαση από το νοητικό σημαίνον στο εμπειρικό σημαινόμενο», προκειμένου να καθιδρύεται όσο και να διατηρείται η δυνατότητα συνεννόησης, δηλ. προκειμένου να δυνάμεθα να εννοούμε το αυτό πράγμα. Η χρησιμοποίηση μίας λέξης (λ.χ. της λέξης «πορτοκάλι») διαμορφώνει αυτομάτως μία ακουστική εικόνα, προκαλεί την ανάκληση των σχετικών προσωπικών εμπειριών ενός εκάστου περί του σημαινομένου (δηλ. του εν λόγω καρπού) και συντονίζει – συμβάλλει αυτές τις εμπειρίες, ώστε να μπορούμε να αναφερόμασθε στο αυτό αντικείμενο, εν όψει, εν προκειμένω, του σχήματος, του χρώματος, της ευωδίας, της γεύσεως κ.ο.κ. αυτού, τα οποία συνιστούν και τα σχετικώς κρίσιμα για τον προσδιορισμό της ταυτότητάς του στοιχεία και τα οποία γνωρίζουμε κατά τρόπο άμεσο, από την προσωπική μας εμπειρία. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση κατά την οποία κάποιος, αναφερόμενος στο αυτό σημαινόμενο, χρησιμοποιήσει, προκειμένου να το προσδιορίσει, άλλη λέξη (λ.χ. «τομάτα»), δηλ. κατ’ αποτέλεσμα εκφράσει την γνώμη ότι στο εν λόγω αναφερόμενο αντικείμενο συντρέχουν τα κρίσιμα εκείνα προσδιοριστικά στοιχεία και ιδιότητες που κάνουν κάθε λ.χ. τομάτα να είναι τομάτα, τότε, εν όψει των εμπειριών των αισθήσεων και ιδίως των οπτικών εμπειριών των λοιπών κοινωνών, προκύπτει, ότι η συγκεκριμένη γνώμη δεν αληθεύει, δεν επιτρέπει να κοινωνείται η σχετική εμπειρία ώστε να επαληθεύεται, δεν συντονίζεται – εναρμονίζεται με τις επιμέρους προσωπικές εμπειρίες όλων όσοι έχουν δεί και γευθεί πορτοκάλι, κατά την ανωτέρω ηρακλείτειο ρήση («καθ᾿ ὅ,τι ἂν … κοινωνήσωμεν, ἀληθεύομεν, ἃ δ᾿ ἂν ἰδιάσωμεν, ψευδόμεθα»). Στην συγκεκριμένη, λοιπόν, περίπτωση, ο άνθρωπος ιδιάζει, έχει ιδίαν (αποκλειστικώς ατομική) γνώμη, η σχετική μαρτυρία του κείται εκτός του κοινού λόγου της εμπειρίας των λοιπών κοινωνών και, ως εκ τούτου, ψεύδεται. Και τούτο, όχι επειδή αντιτίθεται προς κάποια «αρχή», η οποία, περιβεβλημένη το κύρος αυθεντίας, καθορίζει εξουσιαστικά τί είναι λ.χ. πορτοκάλι και τί τομάτα, αλλά επειδή η σχετική υποκειμενική του γνώμη δεν κοινωνείται, δεν παραπέμπει σε εμπειρία μεθεκτή από όλους. Ψεύδος λοιπόν είναι η μη κοινωνουμένη εμπειρικώς γνώμη, το αποκλειστικά και στεγανά ατομικό (ίδιον) φρόνημα ∙ αληθές, αντιθέτως, είναι εκείνο, για το οποίο πάντες ὁμοδοξοῦσιν καὶ ἕκαστος (από την προσωπική του εμπειρία) ἐπιμαρτυρεῖ (βλ. αναλυτικά Χρ. Γιανναρά, ο.π., σελ. 22επ. και 19επ.).
Ομοίως, η λέξη «άνδρας» και η λέξη «γυναίκα» και η μεταξύ τους διάκριση δεν αποτελεί ένα ατομικό, αυθαίρετο όσο και απλώς νοητικό γέννημα, αλλά εκφράζει – αντανακλά – απηχεί κοινωνουμένη εμπειρία χιλιετηρίδων, η οποία βασίζεται στις εμπειρίες των αισθήσεων των κοινωνών, διά των οποίων εντοπίζονται διαφορές (πρωτίστως ανατομικές – μορφολογικές) μεταξύ του σημαινομένου, το οποίο σημαίνεται συμφώνως προς το κοινό γλωσσικό αισθητήριο με την λέξη «άνδρας», και του σημαινομένου, το οποίο σημαίνεται αντιστοίχως με την λέξη «γυναίκα» ∙ οι εν λόγω διαφορές λειτουργούν ως κρίσιμα προσδιοριστικά στοιχεία και ιδιότητες για την αντίστοιχη κατάταξή του εκάστοτε σημαινομένου (δηλ. του εκάστοτε ανθρωπίνου προσώπου) στο οικείο διαφορετικό «είδος», δηλ. ως κρίσιμα προσδιοριστικά στοιχεία και ιδιότητες που κάνουν κάθε άνδρα να είναι άνδρας και κάθε γυναίκα να είναι γυναίκα, δηλ. ως κρίσιμα γνωρίσματα που κάνουν το συγκεκριμένο υπαρκτό να είναι αυτό που είναι, που ορίζουν την ουσία του, δηλ. τον τρόπο μετοχής του στο είναι, στην ύπαρξη. Τα συλλεγόμενα (συν-λεγόμενα) κρίσιμα αυτά γνωρίσματα συνιστούν τον λόγο του (κάθε) υπαρκτού («ἓν μὲν τὴν οὐσίαν, ἓν δὲ τῆς οὐσίας τὸν λόγον, ἓν δὲ ὄνομα», Πλάτων, Νόμοι Ι 895d, 4-5) ∙ στα εν λόγω δε γνωρίσματα δεν περιλαμβάνονται -κατόπιν σχετικής αφαιρετικής, κριτικής διεργασίας του νού επί του εμπειρικού υλικού των σχετικών εικόνων- τα σχετικά περιπτωτικά, περιστασιακά γνωρίσματα του εκάστοτε συγκεκριμένου υπαρκτού. Λογική δε ικανότητα, είναι η δυνατότητα του ανθρωπίνου υποκειμένου να αναγνωρίζει – διακρίνει την ουσία κάθε φαινομένου υπαρκτού, την υπαρκτική του ταυτότητα, δηλ. τον λόγο του (βλ. σχετικώς Χρ. Γιανναρά, Η Ευρώπη γεννήθηκε από το «Σχίσμα», εκδ. Ίκαρος, 2015, σελ. 22επ.). Στο σημείο δε αυτό, αξίζει να επισημανθεί, ότι η κοινωνία που εξασφαλίζει την αλήθεια, κατά την άνω μνημονευομένη ρήση του Ηρακλείτου, δεν έχει το νόημα της συμμόρφωσης ή υποταγής του ενός στον λόγο της όποιας πλειοψηφίας, αλλά το νόημα της μετοχής που συνιστά την λογικότητα: Γινόμαστε λογικοί κατά μετοχήν, λέει ο Ηράκλειτος, δηλαδή κατά το ποσοστό που μετέχουμε στον «τρόπο της του παντός διοικήσεως», στον τρόπο του κοινού (ξυνού) λόγου, στην λογική (κατά λόγον) αρμονία της ύπαρξης και της συνύπαρξης των υπαρκτών που συγκροτεί το σύμπαν σε κόσμο – κόσμημα («Τοῦτον δὴ τὸν κοινὸν λόγον καὶ θεῖον καὶ οὗ κατὰ μετοχὴν γινόμεθα λογικοί, κριτήριον ἀληθείας φησὶν ὁ ῾Ηράκλειτος ∙», βλ. Χρ. Γιανναρά, Έξι φιλοσοφικές ζωγραφιές, εκδ. Ίκαρος, 2011, σελ. 18επ.).
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, εξυπηρετείται η δυνατότητα συν-εννόησης των κοινωνών, δεδομένου ότι η χρήση της λέξεως λ.χ. γυναίκα συνεπάγεται την ανάκληση των σχετικών προσωπικών εμπειριών ενός εκάστου των συγκεκριμένων ακροατών, αναγνωστών κ.ο.κ. περί του σημαινομένου και συντονίζει – συμβάλλει αυτές τις εμπειρίες, ώστε να μπορούν να αναφέρονται στο αυτό ανθρώπινο φύλο (δίχως να λαμβάνονται κατά τα ανωτέρω σχετικώς υπ’ όψιν τα εκάστοτε σχετικά μη κρίσιμα περιστασιακά, επικαιρικά γνωρίσματα). Η γλώσσα λοιπόν δεν αποτελεί μία ατομική σύλληψη, ένα ατομικό επινόημα, ένα ατομικό κατασκεύασμα, μία ατομική ιδιορρυθμία, την οποία δύναται ο καθένας να ασκεί κατά το δοκούν, αυθαίρετα και εξουσιαστικά επί της κοινωνίας, αξιώνοντας από την τελευταία να την ανεχθεί, αποδεχθεί και κατοχυρώσει θεσμικώς. Και τούτο, διότι μία τέτοιου είδους αντιμετώπιση – χρήση – προσέγγιση της γλώσσας είναι, όπως εκ των ανωτέρω προκύπτει, μία κατ’ εξοχήν αντικοινωνική εκδήλωση, καθ’ όσον αντανακλά και πιστοποιεί έλλειψη σεβασμού προς το κοινωνικό γεγονός της γλώσσας, το οποίο αποτελεί κορυφαίο όρο του όλου κοινωνικού γεγονότος.
ΙΙ. Στο πλαίσιο αυτό, ο νόμος περί της «νομικής αναγνώρισης της ταυτότητας φύλλου» (Ν. 4491/2017) (βλ. https://www.e-nomothesia.gr/kat-nomothesia-genikou-endiapherontos/nomos-4491-2017-fek-152a-13-10-2017.html) αποτελεί ακριβώς μία τέτοια θεσμική θωράκιση μίας ακραία εγωκεντρικής εκδήλωσης, που θέλει την γλώσσα όχι τρόπο κοινωνίας της εμπειρίας των υπαρκτών, δηλ. της πραγματικότητας, κατά τα ανωτέρω, αλλά δεκανίκι στήριξης ατομικών ψευδαισθήσεων, μέσο ενίσχυσης μίας αυταπάτης, μίας αναληθούς κατά τα ανωτέρω αίσθησης της πραγματικότητας, εν τέλει δε όχημα υποταγής της οντολογίας στην ψυχολογία (πρβλ. τον Μητροπολίτη Περγάμου και Ακαδημαϊκό, Ιωάννη Ζηζιούλα, κατά τον οποίο το πολιτισμικό μας παράδειγμα υποκαθιστά την οντολογία με την ψυχολογία). Χαρακτηριστικά, σύμφωνα με τον ως άνω νόμο, «το πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αναγνώριση της ταυτότητας φύλου του ως στοιχείου της προσωπικότητάς του» (άρθρο 1§1), για δε τον προσδιορισμό αυτής (ήτοι της ταυτότητας φύλου), ως μοναδικό και απολύτως κρίσιμο σχετικώς γεγονός παρίσταται αποκλειστικώς το πώς «νοιώθει» και «βούλεται» σχετικώς το εν λόγω άτομο, ήτοι η στεγανά ατομική, κοινωνικά πλήρως αυτονομημένη και ανέλεγκτη σχετική «αίσθηση» του ατόμου, δεδομένου, ότι, κατ’ άρθρον 2§2 του ως άνω νόμου, «ως ταυτότητα φύλου νοείται ο εσωτερικός και προσωπικός τρόπος με τον οποίο το ίδιο το πρόσωπο βιώνει το φύλο του, ανεξάρτητα από το φύλο που καταχωρίστηκε κατά τη γέννησή του με βάση τα βιολογικά του χαρακτηριστικά. Η ταυτότητα φύλου περιλαμβάνει την προσωπική αίσθηση του σώματος, καθώς και την κοινωνική και εξωτερική έκφραση του φύλου, τα οποία αντιστοιχούν στη βούληση του προσώπου.» Καθ’ ό μέτρο δε η ως άνω ατομική «αίσθηση» δεν εναρμονίζεται προς το βιολογικό του φύλο, το άτομο δύναται να ακολουθήσει την δικαστική οδό, προκειμένου, δι’ απλής μόνον αιτήσεως και άνευ κατ’ ουσίαν απαιτήσεως τηρήσεως της παραμικρής πρόσθετης σχετικής προϋπόθεσης (τουλάχιστον για τους ενηλίκους), να αιτηθεί και επιδιώξει την «διόρθωση» του καταχωρημένου στα σχετικά δημόσια βιβλία φύλου του, το οποίο προφανώς και αντιστοιχεί στο βιολογικό του φύλο, ώστε πλέον το σχετικώς νεοκαταχωρούμενο φύλο «να αντιστοιχεί στη βούληση, στην προσωπική αίσθηση του σώματος και στην εξωτερική του εικόνα» (άρθρο 3§1). Ώστε για την συντέλεση της εν λόγω «διόρθωσης», αρκεί τελικώς μόνη η περίληψη στο σχετικό δικόγραφο δηλώσεως του σχετικώς ενδιαφερομένου ατόμου περί του εκ μέρους του «επιθυμητού φύλου» (άρθρο 4§1), διά της οποίας και εξωτερικεύεται νομικώς μία ατομική αίσθηση της πραγματικότητας καταφανώς «ιδιάζουσα». Σημειωτέον δε, ότι η εν λόγω νομοθέτηση κατ’ ουσίαν -αν και σιωπηρώς- εισάγει στο δικαϊκό μας σύστημα τον θέσμο του πολιτικού γάμου ομοφύλων προσώπων, δεδομένου ότι της εν λόγω «διόρθωσης» δύναται ακωλύτως πλέον να ακολουθήσει η σύναψη πολιτικού γάμου μεταξύ προσώπων του αυτού μεν βιολογικού, διαφόρου δε «νομικού» φύλου.
Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί σοβαρά το γεγονός, ότι η οποιαδήποτε σεξουαλική ή άλλου είδους ιδιαιτερότητα, απόκλιση ή και διαστροφή δεν είναι δυνατόν να θεμελιώνει, εξηγεί και δικαιώνει την τυχόν επιχειρουμένη -και δη «εκ των άνω» και κατά τρόπο τόσο βίαιο- διαστρέβλωση του νοηματικού περιεχομένου λέξεων με βιωματικό φορτίο και εμπειρικό υπόβαθρο χιλιετηρίδων. Η εν λόγω νομοθέτηση εισάγει -και αυτόν καθ’ εαυτόν- το νομικό μας πολιτισμό σε ένα πολύ επικίνδυνο μονοπάτι, δεδομένου ότι αναγνωρίζει πανηγυρικώς την πλήρη αυτονόμηση του γλωσσικού από το κοινωνούμενο γεγονός, από τις κατά λόγον σχέσεις, κόντρα σε κάθε γλωσσικό αισθητήριο ανταποκρινόμενο στην κοινωνουμένη εμπειρία, μέσω της διολίσθησης σε έναν ακραίο εννοιολογικό σχετικισμό, ο οποίος τροφοδοτείται από την ψυχολογική ανάγκη του σχετικώς ενδιαφερομένου ατόμου να αποπειραθεί να αλλοιώσει την πραγματικότητα προς το συμφέρον του, να την προσαρμόσει στα μέτρα της ιδιοτελούς βούλησης του, μη αντέχοντας την αληθινή της όψη και την διαπίστωση της όποιας αναντιστοιχίας μεταξύ της πραγματικότητας, ως κοινώς παραδεδεγμένου λογικού μεγέθους, και του τρόπου, κατά τον οποίο ατομικώς αυτό την βιώνει. Αποκρούοντας, λοιπόν, την αυτονόητης κρισιμότητας ανάγκη να αντικρίσει και αντιμετωπίσει την πραγματικότητα, δηλ. ότι η σεξουαλική του συμπεριφορά δεν εναρμονίζεται προς το βιολογικό του φύλο, αναζητώντας εν συνεχεία και κατά λογική ακολουθία τις αιτίες και τις συνέπειες που επάγεται η εν λόγω διάσταση, επιδιώκει -αναγνωρίζοντας, ωστόσο, ως εκ τούτου, απολύτως αυτήν την τελευταία- να κατασκευάσει μία απολύτως τεχνητή νομική κατάσταση, με θεσμικό κύρος εξαναγκαστό κατά πάντων (erga omnes) (βλ. και άρθρο 5§1 εδ. α’ Ν. 4491/2017). Αξιοσημείωτο δε είναι, ότι μολονότι αυτός ο ίδιος αρνείται πλήρως και αποκρούει με απόλυτη βεβαιότητα το ενδεχόμενο ύπαρξης μίας και μόνης αληθείας, στην αναζήτηση της οποίας και αξίζει ο άνθρωπος να στρέφει την πορεία της ύπαρξης του ως εκ του λόγου ότι συγκροτεί αυτή έναν άξονα αναφοράς της ύπαρξης, ο οποίος αφ’ ενός μεν υπερβαίνει αυτήν την τελευταία αφ’ ετέρου δε δίδει το μέτρο της υπαρκτικής γνησιότητάς της, διατρανώνοντας την «τυφλή» προσήλωσή του στην ιδέα περί της απόλυτης σχετικότητας (!) των πάντων, εν τούτοις απαιτεί την διά του νόμου αντικειμενική κατοχύρωση της εξ ορισμού για τον ίδιο υποκειμενικής σχετικής τοποθέτησής του, προκειμένου να καταστήσει την τελευταία εξαναγκαστή κατά πάντων, εκφράζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο απεγνωσμένα όσο και προδήλως αντιφατικά την ανάγκη του για απολυτοποίηση του ομολογουμένως σχετικού. Ως είναι προφανές, ως μόνη και αποκλειστική έγνοια προβάλλει η θωράκιση ενός διαρκώς αμυνομένου «εγώ», το οποίο, ως εκ τούτου, και θα πρέπει να εξοπλίζεται συνεχώς με όσον το δυνατόν περισσότερα ατομικά δικαιώματα, προς τον σκοπό, όχι απλώς διαρκούς διεύρυνσης και ενίσχυσης του, κατά την κλασσική θεωρία του Georg Jellinek, status negativus στο πλαίσιο της σχέσεώς του με το Κράτος και δη έναντι αυτού, αλλά, πρωτίστως, της προϊούσης πλήρους αυτονόμησης του ατόμου από την κοινωνία, τον μεγάλο και επικίνδυνο αυτό «αντίπαλο», δηλ. εν τέλει της πλήρους «απελευθέρωσής» του από τα «δεσμά» του «κοινωνείν» και της απολύτως προθύμου αιχμαλωσίας του στις αλυσίδες του «ιδιάζειν». Ως εκ τούτου, καθίσταται σαφές, ότι η έννοια της λεγομένης τριτενέργειας των ατομικών δικαιωμάτων -ρητώς κατοχυρωνόμενης πλέον στο ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 25§1 Σ) στο πλαίσιο της ενιαίας θεώρησης της έννομης τάξης, που επιβάλλει πλέον την αρχή της βασικής ισχύος των συνταγματικών δικαιωμάτων (βλ. Α. Δημητρόπουλο, Συνταγματικά Δικαιώματα, Γενικό Μέρος, εκδ. Σάκκουλα, 2005, σελ. 71)- ευρίσκεται, κατά το ουσιαστικό της περιεχόμενο, στην αιχμή του ενδιαφέροντος στο πλαίσιο της σχετικής προβληματικής, προβάλλουσα απολύτως κυρίαρχη, στην πρώτη γραμμή, κατ’ απόλυτη πρόταξη και προτεραιότητα. Ωστόσο, παρά ταύτα και πιθανότατα καθόλου τυχαία, το ίδιο αυτό άτομο εξακολουθεί σταθερά να στέκει παγερά αδιάφορο έναντι οποιουδήποτε προβληματισμού άπτεται στοιχειωδώς της θέσεως κριτηρίων γνησιότητας και ακεραιότητας (ήτοι οντολογικής πληρότητας) αυτής της τόσο επιμελώς προστατευομένης, κατά τ’ άλλα, ύπαρξής του.
Η επί της ουσίας θεσμοθέτηση «νομικού» φύλου αποβλέπει εν τέλει στην προκλητική -και μέχρι τούδε απλώς αδιανόητη- υποβάθμιση της σημασίας του βιολογικού φύλου, αφού άγει στην εμπέδωση μιας αντίληψης (και δη κοσμοαντίληψης), κατά την οποία τελικώς κρίσιμο για την Πολιτεία και το θεσμικό της πλαίσιο δεν θα προβάλλει τούτο αλλά αίφνης το σχετικώς κατά το δοκούν επιλεγόμενο –αλλά και επανεπιλέξιμο (βλ. άρθρο 4§4 Ν. 4491/2017)!– «νομικό» φύλο, με απώτερη -και προφανώς σκοπουμένη- κατάληξη την σύγχυση της έννοιας του σχετικού σημαινομένου, η οποία, ως εκ τούτου, και προώρισται πλέον να αποτελεί ένα απολύτως ρευστό πεδίο «πολλαπλών επιλογών», ουδεμία εκ των οποίων, ωστόσο, και θα προβάλλει ως «ορθή», πόσω δε μάλλον ως «α-ληθής». Και τούτο, διότι η τυχόν μεν κατάφαση της «ορθότητας» θα αντιστρατευόταν ολοφάνερα την διάχυτη αίσθηση του απολύτως προσωρινού και παντελώς σχετικού, την οποία δίχως άλλο αποπνέει η λογική άσκησης του εν λόγω δικαιώματος επιλογής «νομικού» φύλου στο πλαίσιο του οπωσδήποτε καινοτόμου θεσμικού αυτού εγχειρήματος και την οποία αποτυπώνει ανάγλυφα -μεταξύ άλλων και, πάντως, εξαιρετικά σαφώς- η κατά τα ανωτέρω δυνατότητα επανεπιλογής «νομικού» φύλου, η τυχόν δε κατάφαση της «α-ληθείας» και δη στο πεδίο της ύπαρξης θα έθετε αυτομάτως και κατά λογική αναγκαιότητα ζήτημα ανεύρεσης -ανακάλυψης ενός άξονος αναφοράς, ο οποίος κατά τα ανωτέρω να υπερβαίνει αυτήν (την ύπαρξη) και να συνιστά μέτρο της γνησιότητάς της · αλλά, ως γνωστόν, ο εγκλωβισμένος στον ατομικό νοησιαρχικό εαυτό του μετανεωτερικός άνθρωπος αποκρούει μετά τρόμου ακόμη και την ιδέα εξέτασης ενός τέτοιου ενδεχομένου, που θα επέσειε την εκθρόνισή του από τον «θρόνο» αυτού του κόσμου.
Πάντως, αν οι διατηρούντες τα ηνία της νομοθετικής πρωτοβουλίας εμπνέονται και οιστρηλατούνται από την εν γένει λογική του ερμηνευτικού νομικού επιχειρήματος a majore ad minus (από το μείζον προς το έλασσον), τότε δεν θα πρέπει να αποκλείεται της «νομικής αναγνώρισης της ταυτότητας φύλου» (μείζον) να ακολουθήσουν νέες σχετικές νομοθετικές παρεμβάσεις ανάλογης κατεύθυνσης, με τις οποίες θα αναγνωρίζονται νομικώς δικαιώματα σε βιολογικές λειτουργίες συνδεόμενες με την φυσιολογία αποκλειστικώς του ενός ή του άλλου φύλου (έλασσον)… Αν, βεβαίως, η πραγματικότητα εξακολουθεί να αντιτίθεται στον τρόπο, κατά τον οποίο «επιθυμεί να την βιώνει» κάποιος σχετικώς, τόσο το χειρότερο προφανώς γι’ αυτήν… Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, καλό θα ήταν να διευκρινισθεί με απόλυτη σαφήνεια, ότι τα δικαιώματα ως και εν γένει το θετό δίκαιο δύνανται εξ αντικειμένου να αναφέρονται αποκλειστικώς στο πεδίο της συμπεριφοράς και όχι της ύπαρξης καθ’ εαυτήν, και δη κατά διόρθωσιν (!) των βιολογικών, ήτοι των φυσικών, όρων αυτής. Άλλως θα μπορούσε να θεμελιωθεί δικαίωμα, δυνάμει του οποίου το άτομο θα δύναται να αξιώνει να αναγνωρίζεται και αντιμετωπίζεται –εν όψει της τυχόν εκ μέρους του δηλουμένης και προφανώς κοινωνικά ανέλεγκτης σχετικής ατομικής του αίσθησης και βούλησης, η οποία και φαίνεται πως έχει πλέον αναχθεί σε ύπατο κριτήριο για την κατάφαση της ανάγκης σύστασης δικαιωμάτων,– ως λ.χ. έχων διάφορη της πραγματικής και καταχωρημένης στα σχετικά δημόσια βιβλία ηλικία (ώστε μάλιστα, για παράδειγμα, να δύναται να θεμελιώσει ταχύτερα συνταξιοδοτικό δικαίωμα ή και να αναβάλει την συνταξιοδότησή του) ή ύψος (ώστε μάλιστα, για παράδειγμα, να δύναται να διορισθεί σε ορισμένες δημόσιες υπηρεσίες, η πρόσβαση στις οποίες εξαρτάται και από την πλήρωση σχετικής τυπικής προϋποθέσεως) κ.ο.κ..
Πόσο λογικό εν τέλει είναι το κατά φύσιν απολύτως ανέφικτο να πρέπει πάση θυσία να καταστεί κατά νόμον εφικτό; Αν η -καθ’ όλα, βεβαίως, σεβαστή- δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού προβάλλει απολύτως απεριόριστη και δεν συναντά στοιχειωδώς τα όρια της στην κοινή λογική, τις κατά λόγον σχέσεις, τον κατά τα ανωτέρω λόγο του κάθε υπαρκτού, δεν παρίσταται αυτονόητο ότι ελλοχεύει σοβαρός κίνδυνος παρά-λογων εν γένει προσεγγίσεων; Όπως έχει εξάλλου δε παρατηρηθεί «Τα όρια διαγράφουν την μορφή. Χωρίς μορφή δεν υπάρχει ζωή. Η ζωή γεννιέται από την στιγμή που ένα μέσα ξεχωρίζει από ένα έξω. Η αντίληψη των ορίων, των συνόρων συνοδεύει την πορεία των πολιτισμών.» (βλ. Τάκη Θεοδωρόπουλο, «Εγκώμιο των συνόρων», Η Καθημερινή, 11-6-2017). Όπως δε ευλόγως συνάγεται, ελλείψει μορφής, προσδιοριζομένης και ψηλαφουμένης υποχρεωτικώς μέσω της θέσεως ορίων, είναι εξ αντικειμένου αδύνατον να τεθεί και ζήτημα δυσ-μορφίας όσον δε και ευ-μορφίας ∙ με προφανή συνεπαγωγή την σταδιακή όσο και πιθανόν ανεπίγνωστη παραίτηση από την ανάγκη και επιθυμία διάκρισης του κάλλους από την ασχήμια. Το λένε και μηδενισμό.
Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, είναι σαφές, ότι μία τέτοιου είδους προσέγγιση της νομοθετικής πρωτοβουλίας εκ μέρους μίας Πολιτείας έρχεται να σημάνει, ότι η τελευταία δεν αναγνωρίζει στοιχειώδεις όρους του κοινωνικού γεγονότος και υπονομεύει καταλυτικά την κοινωνική συνοχή, αρνούμενη να αποδεχθεί αυτήν την ύπαρξη της κοινωνίας, δεδομένου ότι στο πρόσωπο της τελευταίας δεν βλέπει παρά ένα άθροισμα πλήρως αυτονομημένων, ατομικών, παραλλήλων συμπάντων. Αποκλειστικό αντικείμενο ζέοντος ενδιαφέροντος φαίνεται να αποτελεί η εμμονική, αγωνιώδης και μετά σπουδής προσήλωση στην «ιερή» ιδέα προασπίσεως, κατοχυρώσεως ου μην αλλά και εφευρέσεως του όποιου απίθανου ατομικού δικαιώματος, που καταλήγει να καρποφορεί, μεταξύ άλλων, έναν αιώνιο, ανεύθυνο και αντικοινωνικό παιδισμό. Αξίζει δε συναφώς να υπογραμμισθεί και παραβληθεί η θέση, την οποία έχει διατυπώσει ο κορυφαίος νομικός και Ακαδημαϊκός, Απόστολος Γεωργιάδης, ο οποίος αναφέρει ότι «Η θεσμοθετημένη με το δίκαιο των ατομικών δικαιωμάτων λογική είναι λογική αντιπαράθεσης απρόσωπων μονάδων αριθμητικού συνόλου. Το δικαίωμα στη διαφορετικότητα εξοστρακίζεται υποχρεωτικά από τη λογική της απρόσωπης ρύθμισης. Έτσι, το δίκαιο των ατομικών δικαιωμάτων καταλήγει εν τέλει να διαμορφώνει κοινωνίες ακοινώνητων ατόμων · κοινωνίες όπου ο βασικός τύπος ανθρώπινου χαρακτήρα που παράγεται πάσχει από θεμελιώδεις αναπηρίες επικοινωνιακής δυνατότητας και λογικής συγκρότησης.» (Απ. Γεωργιάδη, «Ο Απόστολος Παύλος και το Δίκαιο», εις Τιμητικό Τόμο Αρχιεπισκόπου Δημητρίου, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας – Ευνομία Verlag, 2002, = http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=3&mid=1096&mnu=1&id=23144).
Το εξόφθαλμα προβληματικό του εν λόγω νόμου αναδεικνύει, μεταξύ άλλων, και η θεώρηση, πέραν των ευρύτερων κοινωνικών, των αυστηρώς νομικών συνεπειών της εισαγωγής του στο δικαιϊκό μας σύστημα, όπως λ.χ. στο πεδίο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Ειδικότερα, εγείρεται σχετικώς ο εξής προβληματισμός: Μέχρι τώρα -και υπό την εν γένει επιφύλαξη της ειδικής σχετικής μεταχείρισης των μουσουλμάνων της Θράκης (βλ. Ν. 4511/2018)- σε περίπτωση, κατά την οποία, για την ρύθμιση ιδιωτικής εννόμου σχέσεως εμφανίζουσας στοιχεία αλλοδαπότητος, ο οικείος κανόνας σύγκρουσης τυχόν υπεδείκνυε ως εν προκειμένω εφαρμοστέο λ.χ. το ισλαμικό δίκαιο (σαρία) και δη κανόνες αυτού αναγνωρίζοντες το επιτρεπτό λ.χ. της πολυγαμίας ή του γάμου ενηλίκου με ανήλικη εκτός των αυστηρών ορίων του Αστικού μας Κώδικα (ΑΚ 1350 επ.), η εφαρμογή του σχετικού αλλοδαπού κανόνα δικαίου θα αποκλειόταν εν όψει της in concreto προσκρούσεώς της στην ΑΚ 33, αυτής της «ασπίδας» του νομικού μας πολιτισμού, η οποία προβλέπει ότι «Διάταξη αλλοδαπού δικαίου δεν εφαρμόζεται, αν η εφαρμογή της προσκρούει στα χρηστά ήθη ή γενικά στη δημόσια τάξη». Πλέον, όμως, κατόπιν της εισαγωγής του ως άνω νόμου, ο οποίος κατά τα ανωτέρω προωθεί έναν ακραίο «κοινωνικό» φιλελευθερισμό, καταξιώνει έναν πρωτόγονο -ως απολύτως αντικοινωνικό- ατομοκεντρισμό και κατοχυρώνει θεσμικώς ένα κατ’ ουσίαν απεριόριστο δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού, το οποίο κείται μακράν και εκτός οποιουδήποτε ορίου κοινωνουμένης εμπειρίας της πραγματικότητας, των κατά λόγον σχέσεων, η εκ μέρους του δικάζοντος δικαστή ad hoc εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας των χρηστών ηθών και της δημοσίας τάξεως έρχεται να επιχειρηθεί σε ένα δραματικά πλέον μεταβεβλημένο νομικό περιβάλλον: Η κατά τα ανωτέρω θεσμοθέτηση πλέον της λογικής του «ό,τι δηλώσεις είσαι», η νομική κατοχύρωση ενός καθολικού σχετικισμού, δηλ. της απολυτοποίησης του «εγώ», η «υπερήφανη» υποκατάσταση της οντολογίας από την ψυχολογία εν ονόματι ενός αυτοπροσδιορισμού, ο οποίος αρνείται και περιφρονεί προκλητικά τόσο το κοινωνικό γεγονός της γλώσσας όσο και κάθε κοινωνούμενη αναφορά και μαρτυρία περί της διάκρισης «αρετής και κακίας», «αλήθειας και ψεύδους», είναι βέβαιον ότι αναγνωρίζουν και εν τέλει διαμορφώνουν ένα ριζικώς διάφορο -κατ’ ακρίβειαν απολύτως αντεστραμμένο- πλαίσιο όρων του κοινωνικού γεγονότος, το οποίο κατά λογική ακολουθία αντανακλά, τροφοδοτεί και προσδιορίζει το σημαντικό βεληνεκές της έννοιας των χρηστών ηθών και της δημοσίας τάξεως κατά τρόπο ώστε όχι απλώς να βαίνει αυτό μειούμενο αλλά κατ’ ουσίαν να εκμηδενίζεται. Πώς άλλως, όταν τέτοιου είδους νομοθετικές και εν γένει πολιτικές πρωτοβουλίες άγουν και ευνοούν την διαμόρφωση απειραρίθμων, παραλλήλων και ακοινώνητων συμπάντων, ξένων και αδιάφορων προς ό,τι καταθέτει, μαρτυρεί και παραδίδει η κοινωνουμένη εμπειρία και σοφία χιλιετηρίδων, ο πλούτος της οποίας τρέφει και γυμνάζει την αρετή της διακρίσεως. Γιατί τί άλλο άραγε, από μία τέτοια μαρτυρία, μοιάζει να συγκροτεί το νοηματικό φορτίο της έννοιας των χρηστών ηθών και της δημοσίας τάξεως; Σε ένα τέτοιο, λοιπόν, πολιτισμικό παράδειγμα, πόσο πειστική και νομικώς βάσιμη θα προέβαλε η απόρριψη του ουσιαστικού δικαίου λ.χ. της σαρίας και η συνακόλουθη απαγόρευση του σχετικού δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού ενός εκάστου των εκουσίως υποβαλλομένων στις επιταγές του ατόμων, μέσω μίας επίκλησης των χρηστών ηθών και της δημοσίας τάξεως, που, εν όψει των ανωτέρω και ιδίως αυτού ακριβώς του κατ’ ουσίαν απεριορίστου δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού, θα είχαν πλέον καταστεί έννοιες απολύτως κούφιες και των οποίων η απόπειρα εξειδίκευσης θα παρίστατο πια κενή νοήματος και, ως εκ τούτου, απολύτως άσκοπη, ως εκ προοιμίου δρομολογημένη να καταλήγει στο τίποτα, στο απόλυτο μηδέν; Εν ολίγοις, το εν λόγω νομοθετικό έργο –«λαμπρό» παράδειγμα ασφυκτικού εγκλωβισμού σε νομικά σχήματα, τον οποίο, ωστόσο, οπωσδήποτε εγγυώντο χαρακτηριστικά της (μετα)νεωτερικότητας, όπως η ενθουσιώδης υποταγή στη νοησιαρχία, ο εμμονικός ατομοκεντρικός ψυχολογικός και αισθητηριακός εμπειρισμός και η εκδοχή της ελευθερίας ως ανεμπόδιστης απλώς δυνατότητας επιλογών– φαίνεται έτοιμο να προωθήσει και προετοιμάσει την κονιορτοποίηση του νομικού μας πολιτισμού, ώστε η όποια συζήτηση περί της συνταγματικότητας του εν λόγω νόμου να μοιάζει απολύτως περιττή όσο και εξόχως γι’ αυτόν τιμητική.
ΙΙΙ. Εξάλλου, κάποιοι ζητούν από την Εκκλησία «επιτέλους, να εκσυγχρονισθεί». Κατ’ αρχάς, ως βάση συζήτησης, ας διευκρινισθεί, ότι σε ανάλογες αναφορές -παραινέσεις – συμβουλές θα μπορούσαν κατ’ αρχήν θεωρητικώς να προβαίνουν μόνον όσοι ενδιαφέρονται πραγματικά να μετέχουν στο πλήρωμα της Εκκλησίας και θεωρούν εαυτούς αγωνιζόμενα -και, συνεπώς, διόλου σπάνια αποτυγχάνοντα- μέλη της. Οι αρνητές της ασφαλώς και κάθε άλλο παρά δύνανται να εκφράζουν επί της ουσίας λόγο παραινετικό και συμβουλευτικό, ως τον ανωτέρω, όχι βεβαίως διότι στερούνται του σχετικού ατομικού δικαιώματος (αλίμονο…), αλλά διότι η σχετική άποψή τους δεν παρίσταται ως κρίσιμης σημασίας, καθώς εκκινεί όχι από ανιδιοτελές ενδιαφέρον, έγνοια και αγάπη για την «ορθοτόμηση του λόγου της αληθείας» αλλά από ιδιοτελή κίνητρα, τα οποία εμπνέουν τα αισθήματα αντιπαλότητας, αν όχι εχθρότητας, ή, έστω, η ανάγκη αυτοεπιβεβαίωσης περί του καλώς έχειν και πορεύεσθαι -και, πάντως, σίγουρα όχι από απόλυτη αδιαφορία, όπως ασφαλώς βεβαιώνει η κοινή λογική και πείρα. Καλόν θα ήταν, λοιπόν, οι ταλαντευόμενοι σχετικώς πιστοί να συνειδητοποιήσουν, ότι η Χριστιανική Διδασκαλία δεν δύναται να υπακούει σε «εκσυγχρονισμούς» και «επικαιροποιήσεις», διότι αναπόδραστα θα σχετικοποιείτο η Αλήθεια. Και η Αλήθεια, για όσους εξ ημών πιστεύουμε, είναι ο Χριστός [«ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ιωάν., ιδ’, 6)], ο οποίος και καλεί όλους εμάς σε μετάνοια [«οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ὑγιαίνοντες ἰατροῦ, ἀλλ᾿ οἱ κακῶς ἔχοντες· οὐκ ἐλήλυθα καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν» (Λουκ. ε’, 31-32)] ∙ στην οποία και κάθε άλλο παρά φαίνεται να οδηγεί η θεσμική κατοχύρωση προσεγγίσεων, που απομειώνουν το ανθρώπινο πρόσωπο. Όποιος αναγνωρίζει στον Χριστό και τον λόγο Του την Αλήθεια -διότι για τους άλλους, απλώς δεν τίθεται ζήτημα, όχι «αναθεώρησης» αλλά ούτε καν «θεώρησης»-, αντιλαμβάνεται ότι η Αλήθεια δεν επιδέχεται «αναθεωρήσεις» και «εκσυγχρονισμούς» και, ως εκ τούτου, ελέγχει τον εαυτό του για την απόσταση που τον χωρίζει από αυτήν. Δεν επιδιώκει να φέρει την Αλήθεια στα μέτρα του. Ούτε ένα γράμμα δεν θα αλλάξει από την διδασκαλία Του [«ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου ἕως ἂν πάντα γένηται.» (Ματθ, ε’ 18)]. Ας θυμόμασθε λοιπόν συναφώς τις τελευταίες υπενθυμίσεις του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στην Αποκάλυψη: «ἔξω οἱ κύνες καὶ οἱ φαρμακοί καὶ οἱ πόρνοι καὶ οἱ φονεῖς καὶ οἱ εἰδωλολάτραι καὶ πᾶς ὁ φιλῶν καὶ ποιῶν ψεῦδος.» (Αποκάλυψις Ιωάννου, κβ’, 15). Το μείζον δε πρόβλημα εν προκειμένω δεν είναι η αμαρτία (η ατομική «αστοχία»), αλλά η κατ’ ουσίαν θεσμική κατοχύρωσή της, διότι συρρικνώνει, αν δεν αποκλείει, την δυνατότητα μετανοίας. Ας υπογραμμισθεί δε, ότι το όλο ζήτημα δεν είναι απλώς ηθικιστικής τάξεως, αλλά οντολογικής φύσεως, συνδεόμενο με τους όρους υπαρκτικής γνησιότητας και, συνεπώς, πληρότητας και χαράς της ζωής [«οὐ γὰρ ἦλθον ἵνα κρίνω τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σώσω τὸν κόσμον» (Ιωάν. ιβ’ 47)]. Ας μην διαφεύγει της προσοχής μας η ρήση του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου: «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι θεραπευτήριο καί ὄχι δικαστήριο τῶν ψυχῶν. Δέν καταδικάζει γιά τά ἁμαρτήματα ἀλλά παρέχει συγχώρηση τῶν ἁμαρτημάτων.». Άλλωστε, το χριστιανικό ποίμνιο αποτελεί «όχι ένα σώμα καθαρών, αλλά μεταποιουμένων αμαρτωλών». Αλλά όλα τούτα προϋποθέτουν επίγνωση της αμαρτωλότητας και της αδυναμίας ενός εκάστου εξ ημών, επίγνωση του βάρους που αυτή θέτει στους ώμους μας. Η μη επίγνωση οδηγεί σε πλάνη και δη σε πεπλανημένη αίσθηση δήθεν αυτάρκειας και επιβεβαίωσης του «εγώ», που μάς απομακρύνει από την ταπείνωση και την μετάνοια και, συνεπώς, από την αγάπη και την αγκαλιά του Χριστού, ο οποίος μας καλεί κοντά του [«Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς.» (Ματθ. ια’ 28)]. Βεβαίως, ας σημειωθεί, ότι και επιτεύγματα ατομικής αρετής δύνανται να οδηγήσουν σε ανάλογες ατραπούς, εφ’ όσον απουσιάζει η ταπείνωση και η αναζήτηση του ελέους και της Χάριτος του Χριστού και παρίσταται ηχηρώς η αίσθηση αυτάρκειας, ατομικής αξιομισθίας, αυτοδικαίωσης και, συνεπώς, έπαρσης (όπως στην περίπτωση του Φαρισαίου της παραβολής). Αντιθέτως, η επίγνωση, η ταπείνωση, η μετάνοια και η αναζήτηση του ελέους και της Χάριτος του Χριστού ανοίγει τον δρόμο για την Βασιλεία των Ουρανών, ακόμη και για τους πλέον αμαρτωλούς εξ ημών: «ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.» (Ματθ. κα’, 31).
IV. Βεβαίως, σε καθαρά εσωτερικό, προσωπικό επίπεδο, ο κάθε ένας είναι «ελεύθερος» να επιλέξει τον δρόμο του, αυτόν που πιστεύει ότι θα κομίσει χαρά και ομορφιά στην ζωή του και σωτηρία στην ψυχή του [«Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθήτω μοι» (Μάρκ. η’, 34)]. Αλλά, οπωσδήποτε, οι θεσμοί μίας Πολιτείας εξ αντικειμένου προβάλλουν πρότυπα ζωής, στερεώνουν οδοδείκτες υποτιθέμενης ποιότητας, προσδιορίζουν μέτρα τιμής, κατευθύνοντας και προσκαλώντας εν τέλει ολόκληρη την κοινωνία σε μία πορεία ανόδου ή καθόδου. Βεβαιώνεται δε κατά την κοινή πείρα, πώς ό,τι επί της ουσίας τιμάται στο πλαίσιο μίας κοινωνίας, αναπόδραστα παράγει κίνητρα υιοθέτησης αντίστοιχης συμπεριφοράς, δηλ. μιμήσεως (πρβλ. «ἆθλα γὰρ οἷς κεῖται ἀρετῆς μέγιστα, τοῖς δὲ καὶ ἄνδρες ἄριστοι πολιτεύουσιν»,Θουκυδίδης, Ιστορίαι, Β’.46.1) ∙ παρά δε τις καλλιεργούμενες «φιλελεύθερες» αυταπάτες, «αξιακά ουδέτερο» κράτος είναι απολύτως αδύνατον να υπάρξει, καθώς η ζωή δεν βιώνεται σε προεπιλεγμένες συνθήκες εργαστηρίου, ενώ, εξ άλλου, η υιοθέτηση συγκεκριμένων «αξιών» δύναται κάλλιστα να αναδύει την οσμή ενός αφόρητου μηδενισμού (άλλωστε, μόνον το μηδέν είναι «ουδέτερος» αριθμός…). Λαμβανομένου τούτων υπ’ όψιν, προβάλλει αυτονόητο, ότι, σε επίπεδο πολιτικής συγκρότησης της ελληνικής κοινωνίας, το είδος και η ποιότητα των θεσμικών εκφράσεων αυτής – οι οποίες, εφ’ όσον, τουλάχιστον, εξακολουθεί και μας θέλγει το μέτρο, το κάλλος και η αρμονία ως δείκτες χαράς και νοήματος της ζωής, ασφαλώς και οφείλουν να αντανακλούν στοιχειωδώς το πολιτισμικό κεκτημένο που σαρκώνεται στην ιστορική διαχρονία του Ελληνισμού, ήτοι τις σχετικές κοινώς ομολογημένες ιεραρχήσεις αναγκών και, ως εκ τούτου, προτεραιοτήτων καθώς και τα σχετικά κοινώς αναχθέντα μέτρα ποιότητος και αληθινού πλούτου αυτής της ζωής– δεν δύνανται ασφαλώς να καταλείπονται έρμαια στις περιστατικές όσο και προδήλως αυτονομημένες από το κοινωνικό σώμα διαθέσεις της όποιας κυβερνήσεως και της όποιας βολικής «αντιπολιτεύσεως» ∙ δεν δύναται να καταλείπεται στην αυθαίρετη διακριτική τους ευχέρεια η μεταβολή και των πλέον στοιχειωδών όρων του κοινωνικού γεγονότος. Η όποια σχετική μεταβολή –καθ’ ό μέτρο γίνεται βεβαίως δεκτό, ότι αποκρούεται το ενδεχόμενο ενός «πολιτισμικού πραξικοπήματος» (ή «Πολιτιστικής Επανάστασης» αλά Μάο Τσε Τούνγκ…)-, οψέποτε και αν τυχόν επισυμβεί, δεν δύναται παρά να προέλθει όχι από τα πάνω αλλά από τα κάτω: ως παρεπομένη συνέπεια της απελπιστικής απομειώσεως – αλλοιώσεως, κατά την κοινή εμπειρία, του ανθρωπίνου προσώπου, κατ’ αντίθεσιν προς τις κατά λόγον σχέσεις. Οι έχοντες τα ηνία της -πολιτικής, οικονομικής, πολιτιστικής- διακυβέρνησης αυτού του τόπου οφείλουν να συνειδητοποιήσουν, ότι αξιώνονται την ιλιγγιώδους ιστορικού βάρους ευθύνη να καλούνται να διαχειρισθούν από ηγετική θέση (και) ένα πολιτισμικό δυναμικό χιλιετηρίδων, το οποίο, ωστόσο, δεν έχουν το παραμικρό ηθικό δικαίωμα να μεταχειρίζονται ως αντικείμενο ατομικής ιδιοκτησίας, διαθέτοντάς το κατά το δοκούν, στο πλαίσιο μίας απολύτως αυθαίρετης όσο και αξιοθρήνητης άσκησης της εντελώς προσωρινής εξουσίας τους. Αν ποτέ φθάσει ο ελληνικός πολιτισμός, στο έσχατο σημείο παρακμής και κατάντιας να αρθρώνει την λέξη «άνθρωπος» και να εννοεί «κιμάς», δηλ. το εν λόγω σημαίνον «πρόσωπο» να αντιστοιχεί στο απόλυτο τίποτα, τότε πράγματι θα είναι δυνατή, εύλογη και απολύτως δικαιολογημένη η «νομική αναγνώριση» του παντός. Σημειωτέον βεβαίως, ότι σε μία τέτοια περίπτωση η όποια σχετική νομική κατοχύρωση ουδέν θα δύναται να προσφέρει πλέον, καθώς ο τότε μέλλων να ισχύει νόμος της ζούγκλας θα κατισχύει συντριπτικώς πάσης άλλης νομικής έκφρασης. Ωστόσο, ακόμη μάλλον απέχουμε από αυτό το σημείο, παρά τον μεθοδικότατα σχετικώς προωθούμενο οντολογικό μετασχηματισμό της κοινωνίας μέσω της ιδεολογίας του απόλυτου μηδενισμού. Ας έχουμε δε κατά νού τα λόγια του λησμονημένου Κωστή Παλαμά, ο οποίος με την μεγαλειώδη πένα του σπεύδει να μας θυμίσει: «…Γνώμες, καρδιές, όσοι Έλληνες, / ό,τι είστε, μην ξεχνάτε, / δεν είστε από τα χέρια σας / μονάχα, όχι. Χρωστάτε / και σε όσους ήρθαν, πέρασαν, / θα ‘ρθούνε, θα περάσουν. / Κριτές, θα μας δικάσουν / οι αγέννητοι, οι νεκροί. / Κόκαλα πάτρια μέσα μας / θαφτά, ιερά, μαζί μας / και όπου σεισμοί μας τίναξαν / οι εφέστιοι πάντα θεοί μας…».
* Ο Βασίλειος Χρ. Μπούτος είναι Συμβολαιογράφος Πειραιώς, Μ.Δ. Εμπορικού Δικαίου.