Οι αναφορές σήμερα στη Μεγάλη Ιδέα συνεπάγονται κατά κανόνα μια αρνητική διάθεση, αφού η Μεγάλη Ιδέα είναι σήμερα αντιληπτή ως αλυτρωτική ιδεολογία, ενώ ως έννοια φέρει το βάρος της εθνικιστικής της μορφής κατά την τελευταία καταστρεπτική της φάση. Ωστόσο, η Μεγάλη Ιδέα του Νέου Ελληνισμού έχει διαστάσεις που επιμένουμε να αγνοούμε. Η μεγάλη συμφορά της Ελλάδας της Συνθήκης των Σεβρών και η συνακόλουθη καταστροφή του Μείζονος Ελληνισμού της Ανατολής, μας κάνουν να αισθανόμαστε αποτροπιασμό σε ό,τι αφορά στη δραματική επιχείρηση πραγματοποίησης της Μεγάλης Ιδέας. Επίσης, η ιδεοληπτική αντίθεση της ιδεολογικά κυρίαρχης ελληνικής αριστεράς, φέρει μέρος της ευθύνης για την άγνοια όλων των πλευρών της πραγματικότητας της Μεγάλης Ιδέας.
Σήμερα, η συγκέντρωση του Ελληνισμού στην ευρωπαϊκή κοιτίδα του εξαφάνισε την αλυτρωτική βάση της Μεγάλης Ιδέας. Η φαναριώτικη αντίληψη της Ελληνοτουρκικής Αυτοκρατορίας μας είναι σήμερα άγνωστη και ακατανόητη, ενώ δεν θέλουμε να παραδεχθούμε ότι η προσπάθεια λύσης του Ανατολικού Ζητήματος από τούς Βενιζέλο-Λόϋδ Τζωρτζ ήταν αναπόφευκτη, παρά το τεράστιο σφάλμα του Βενιζέλου να επιδιώξει τη Μικρασιατική εμπλοκή. Δεν θέλουμε να αναφερόμαστε στο ότι ο Ελληνισμός στηρίχθηκε κατά την Τουρκοκρατία στην πίστη μιας αναπόφευκτης ιστορικής δικαίωσης, ήγουν στη Μεγάλη Ιδέα. Ούτε θέλουμε να αναγνωρίσουμε ότι προϋπόθεση της δημιουργίας του Ελληνικού Κράτους και κεντρική ιδεολογία του είναι η Μεγάλη Ιδέα. Κατηγορούμε τη Μεγάλη Ιδέα, χωρίς να κατανοούμε ότι ο νεοελληνικός εθνικισμός είναι μία παθολογία της Μεγάλης Ιδέας, η οποία υπάρχει έξω από στενόκαρδους εθνικισμούς.
Πρόκειται για ένα πρόβλημα που πάντα βρίσκεται μαζί με την ιστορική κρίση ταυτότητας του Ελληνισμού, χαρακτηρίζει τούς στόχους του για αιώνες, και συνεχίζει να τούς χαρακτηρίζει ακόμη και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή : πρόκειται για τη θέση της Ελλάδας και, κυρίως, για τη θέση του ελληνικού πολιτισμού στα πράγματα της Ανατολής αλλά και της Δύσης.
Ο Αυτοκράτωρ Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγος, λίγο πριν τη μεγαλειώδη και συγκινητική είσοδό του στην απελευθερωμένη από τη λατινική κυριαρχία Κωνσταντινούπολη, (15 Αυγούστου 1261), διαγράφει σε λόγο του τα μελλοντικά πλαίσια της Μεγάλης Ιδέας, υπαινισσόμενος ένα αίτημα της ελληνικής πραγματικότητας ως πολιτικού και πνευματικού οδηγού ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή και αναζητώντας, για μία τελευταία φορά, την ηγετική μας θέση στη διεθνή σκηνή. Εδώ, στην αυγή του Νέου Ελληνισμού, συναντάται το όραμα του Μιχαήλ Παλαιολόγου με την ανάδειξη από τον Πλάτωνα, κατά την ελληνική αρχαιότητα, της μυθικής συμβολικής Αθήνας ως υπερασπίστριας της κοσμικής τάξης.
Σήμερα, κάτι ανάλογο φαίνεται να βρίσκεται έξω από τα όρια του Ελληνισμού. Για ένα τέτοιο κοσμοϊστορικό εγχείρημα απαιτούνται προϋποθέσεις, όπως η μάλλον αδύνατη διάλυση του τουρκικού εθνικιστικού μορφώματος, καθώς και η υπέρβαση της καθολικής κρίσης του Ελληνισμού. Επί πλέον, η σημερινή Ελλάδα είναι μία μικρή χώρα χωρίς ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα. Η ελληνική γλώσσα ομιλείται μόνο από λίγα εκατομμύρια ανθρώπους και τα όποια επιτεύγματά μας δεν γίνονται γνωστά. Πλην, ο Νέος Ελληνισμός διατηρεί παραδόξως τον ιδεολογικό πυρήνα της Μεγάλης Ιδέας. Αν και το όνειρο της Μεγάλης Ιδέας μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την πρόσφατη προσέγγιση της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, φαίνεται να στερείται τελεσίδικα ιστορικής δικαίωσης.
Παραδόξως όμως, η συνείδηση του έθνους που υπήρξε μεγάλο, είναι ζωντανή. Μόνιμη αναφορά μας είναι ο μέγιστος κλασικός πολιτισμός και το μεγαλείο της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας. Υπάρχει, πάντα και παντού, η αίσθηση της αναπόφευκτης αποκατάστασης στα βάθρα, στα οποία όχι μόνο για μία στιγμή, είχαμε ανυψωθεί. Γι’ αυτό οι κατηγορίες για εθνική μεγαλομανία είναι μάλλον άδικες, αν και μας κυνηγά πάντοτε η αντίληψη του “βασιλικού γένους”, που είναι, βέβαια, μία επικίνδυνη αντίληψη. Το ζήτημα του μέλλοντος του Ελληνισμού τίθεται έτσι ασυνειδήτως σε διαχρονική βάση : σε αυτή της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας, του μεγαλείου και της υποθήκης της παράδοσης..