ΚΡ 53 – 20.07.2007
Στριμμένο κάγκελο
Οι πληρώσαντες το κοινόν χρέος
Γράφει ο Κρίτων Σαλπιγκτής
Γραφέας
Όσο σιμώνει η Παρασκευή, o ορυμαγδός των σκέψεων που κροτούν στο μυαλό μου αναζητά λύσεις. Τι θα γράψω; Μονίμως η ίδια αγωνία, μα κι η ίδια κατάληξη. Γράφοντας το ένα, χάνω το άλλο. Όσα να τιθασεύσω σε 350 λέξεις, όλα δεν θα χωρέσουν. Αυτός κόσμος δεν χωράει σε εφημερίδες. Ούτε σε εγκυκλοπαίδειες. Όσο κι αν υποδύεται εσχάτως ότι θα χωρέσει στο διαδίκτυο. Όσα κι αν γράψω λοιπόν, τα όσα δεν γράφτηκαν μένουν με το παράπονο. «Η αλήθεια λέγεται πληθυντικός» γράφει ο ποιητής Νίκος Καρούζος. Ως φυγάς της ζωής πέθανε στην ψάθα, μα, στα χρόνια της μεγάλης κατρακύλας στην ανέχεια, άφησε κληρονομιά στίχους ακριβούς: «γεννιόμαστε μες στο μυστήριο κι όταν πεθαίνουμε το αφήνουμε ανέγγιχτο».
Όπως ανέγγιχτο το άφησε ο ευπρεπής της λογοτεχνίας Τηλέμαχος Αλαβέρας, όταν «επλήρωσεν το κοινόν χρέος» κατά την μεστή περιεχομένου, του 19ου αιώνα, ελληνική έκφραση περί του αγγέλματος της τελευτής (την εντόπισα στην Ύδρα, στα κιτάπια του Αγώνα). Η συγκυρία άφησε τότε ανεκπλήρωτο το χρέος να τιμήσω με λίγο χώμα το ξόδι του. Τουλάχιστον τη μνεία του απ’ τη στήλη, που καθυστέρησα, την κράτησα ως άγραφη οφειλή. Το τελευταίο τεύχος της Νέας Πορείας δεν μου κάνει καρδιά εδώ και μέρες να το αποθέσω στη βιβλιοθήκη, τώρα που εξέλειπε ο εκδότης και διευθυντής της. Στην μακρόβια λογοτεχνική πορεία της (από το 1955), από τις 15.000 σελίδες της, δίπλα στο δικό του, πέρασαν ονόματα βαριά. Προς έναν απ’ τους παλιούς συνεργάτες του, ας επιδείξω, όχι τυχαία, εύνοια.
Ο Παύλος Παπασιώπης βιοποριζόταν ως καθηγητής της γαλλικής στην Σχολή Κωνσταντινίδου. Εκεί τον γνώρισα ως μαθητής γυμνασίου. Ήταν ένα τέρας -όσο δεν to χωράει το μυαλό- αξιοπρέπειας, μα και μοναχικότητας. Αγνοούσα τη συγγραφική φλέβα και τα παινεμένα διηγήματά του (1962, Αίθουσα – 1972, Εκτροπή). Το 2000, χάρις στον Τηλέμαχο Αλαβέρα, κυκλοφόρησαν οι «Μεταφράσεις» του. Κι είναι άξιο λόγου τ’ ότι ο Παύλος Παπασιώπης μετέφραζε μόνον ό,τι στοχαζόταν ο ίδιος, όχι ό,τι θα γέμιζε την τσέπη του. Χάθηκε στα 72 του, το 1978. Ελπίζω κάποτε, όπως αξίζει σ’ όσα ασήμαντα ο χρόνος καταπίνει, να περιγράψω λεπτομερέστερα με πόση χορευτική ακρίβεια κινούσε πέρα-δώθε στην Εθνικής Αμύνης την κλεισμένη ομπρέλα του, προτού να συνδράμει με κάθε καταγής άγγιγμά της το μετρημένο βάδισμά του.