Δημήτρης Τζιόβας | Κυριακή 29 Αυγούστου 2010
Από τις 9 ως τις 12 Σεπτεμβρίου θα διεξαχθεί στη Γρανάδα της Ισπανίας το 4ο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών (ΕΕΝΣ) με τη συμμετοχή περίπου 330 συνέδρωνομιλητών (υποβλήθηκαν 461 αιτήσεις συμμετοχής) και θέμα «Ταυτότητες στον ελληνικό κόσμο από το 1204 έως σήμερα». Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα νεοελληνικά συνέδρια με οκτώ παράλληλες συνεδρίες και αυξημένη συμμετοχή σε σχέση με τα προηγούμενα, δεδομένου ότι το πρώτο συνέδριο στο Βερολίνο (1998) περιελάμβανε 151 ανακοινώσεις, το δεύτερο στο Ρέθυμνο (2002) 135 και το τρίτο στο Βουκουρέστι (2006) 194. Το πρόγραμμα του συνεδρίου έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα της Εταιρείας και εκεί θα δημοσιευθούν μετά τη λήξη του και οι ανακοινώσεις. Σε μια δύσκολη στιγμή για τη διεθνή εικόνα της Ελλάδας, η διεξαγωγή του συνεδρίου στέλνει ένα θετικό μήνυμα και φέρνει κοντά επιστήμονες από διαφορετικές ειδικότητες και χώρες.
Η σημασία του συνεδρίου έγκειται επίσης και στο γεγονός ότι στην Ελλάδα είναι λίγα τα συνέδρια στον χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών που γίνονται με ανοικτή ανακοίνωση-πρόσκληση στο Διαδίκτυο. Πολλοί νέοι επιστήμονες από την Ελλάδα και το εξωτερικό δεν έχουν αρκετές ευκαιρίες να παρουσιάσουν την έρευνά τους υποβάλλοντας περίληψη της ανακοίνωσής τους προς κρίση. Το συνέδριο της ΕΕΝΣ προσφέρει κάθε τέσσερα χρόνια αυτήν την ευκαιρία, όπως και τα αντίστοιχα της Αυστραλιανής Εταιρείας και αυτό της Αμερικανικής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών (ΜGSΑ), που διεξάγεται κάθε δύο χρόνια (το 21ο έγινε πέρυσι στο Βανκούβερ και το επόμενο έχει ήδη ανακοινωθεί για το 2011 στη Νέα Υόρκη). Με αυτά τα συνέδρια, τις ιστοσελίδες, τις ηλεκτρονικές λίστες και τα διεθνώς έγκυρα περιοδικά («Journal of Μodern Greek Studies», «Βyzantine and Μodern Greek Studies»), οι Εταιρείες και τα Τμήματα Νεοελληνικών Σπουδών του εξωτερικού επιτελούν σημαντικό έργο και δίνουν το καλύτερο παράδειγμα μιας ανοιχτής επιστημονικής κοινότητας, ιδιαίτερα αν σκεφτούμε ότι η Ελλάδα δεν διαθέτει ακόμη δική της Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών. Ως εκ τούτου, δεν συμμετέχει επίσημα στην ΕΕΝΣ, η οποία δεν έχει άτομα-μέλη, όπως η αντίστοιχη αμερικανική, αλλά αποτελεί ομοσπονδία εθνικών εταιρειών.
Πολλοί κατά καιρούς εκδηλώνουν ειλικρινές ενδιαφέρον για το πώς η Ελλάδα μπορεί να στηρίξει τις νεοελληνικές σπουδές (ΝΣ) στο εξωτερικό, ενίοτε όμως αγνοούν ή παραβλέπουν την προσφορά των τμημάτων ΝΣ του εξωτερικού στην ίδια την Ελλάδα, αν λάβουμε υπόψη ότι τροφοδότησαν ελληνικά πανεπιστήμια, ερευνητικά ιδρύματα και τη μέση εκπαίδευση με πολλούς νέους επιστήμονες, οι οποίοι είτε εκπόνησαν τη διδακτορική τους διατριβή είτε ολοκλήρωσαν τις μεταπτυ χιακές σπουδές τους σε επίπεδο «μάστερ» σε αυτά. Ολες οι φιλοσοφικές σχολές στην Ελλάδα διαθέτουν μέλη ΔΕΠ που έχουν εκπονήσει τις διατριβές τους σε τμήμα ΝΣ της Αγγλίας, ενώ επί χρόνια τα τμήματα ΝΣ της Ευρώπης και της Αμερικής εμπλούτιζαν τον ακαδημαϊκό χώρο με νέες προσεγγίσεις, μελέτες, εκδόσεις ή μεταφράσεις και έδιναν την ευκαιρία σε αρκετούς έλληνες πανεπιστημιακούς να περάσουν σε αυτά την εκπαιδευτική τους άδεια. Ας μη μας διαφεύγει εξάλλου ότι σχεδόν οι μισές από τις πιο έγκυρες Ιστορίες και Εισαγωγές στη Νεοελληνική Λογοτεχνία έχουν γραφτεί από νεοελληνιστές του εξωτερικού.
Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε την «ελληνοποίηση» των νεοελληνικών σπουδών στο εξωτερικό με την εξαγωγή αποσπασμένων εκπαιδευτικών ή πανεπιστημιακών από την Ελλάδα και την ελλιπή στήριξη νέων και πολλά υποσχόμενων ξένων νεοελληνιστών. Ενώ παλαιότερα υπήρχαν αρκετοί αξιόλογοι νεοελληνιστές μη ελληνικής καταγωγής, ο αριθμός αυτός μειώνεται ραγδαία, καθώς δεν υπήρξε καμιά συστηματική προσπάθεια στήριξής τους με διδακτορικές και μεταδιδακτορικές υποτροφίες ή fellowships.
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι οι νεοελληνικές σπουδές στην Ευρώπη τα επόμενα χρόνια θα συρρικνωθούν. Ας μην έχουμε ψευδαισθήσεις περί αυτού, καθώς την επόμενη χρονιά θα κλείσει το Νεοελληνικό Τμήμα στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης και σε τρία χρόνια, εκτός απροόπτου, αυτό του Κέιμπριτζ. Αλλά και η τύχη των γερμανικών τμημάτων στην Αγγλία δεν προδιαγράφεται καλύτερη. Κάποιοι απαισιόδοξοι θεωρούν ότι σε όλη τη Βρετανία σε μερικά χρόνια μπορεί να μείνουν μόνο τρία ή τέσσερα τμήματα γερμανικών σπουδών. Και να σκεφτεί κανείς ότι πρόκειται για την πολυπληθέστερη χώρα της ΕΕ και την ισχυρότερη οικονομία της. Οπότε τη σταδιακή εξαφάνιση των νεοελληνικών σπουδών πρέπει να τη δούμε στο ευρύτερο πλαίσιο της παρακμής της διδασκαλίας των ευρωπαϊκών γλωσσών (με εξαίρεση τα ισπανικά και τα πορτογαλικά, λόγω Λατινικής Αμερικής) και την ανάδειξη των γλωσσών και των πολιτισμών των αναδυόμενων αγορών της Ασίας. Με την υποχώρηση των νεοελληνικών σπουδών εκτός Ελλάδας δεν θα πληγεί τόσο η προώθηση της ελληνικής γλώσσας και του πολιτισμού (ίσως αναπληρωθεί εν μέρει από τη ραγδαία πρόοδο του Διαδικτύου και της ηλεκτρονικής επικοινωνίας) όσο θα λείψει αυτή η διαφορετική και «ανοικειωτική» ματιά που προσέφεραν. Και αυτήν τη ματιά έχουν περισσότερο ανάγκη οι μικρές χώρες και τα εκπαιδευτικά τους συστήματα, καθώς είναι δύσκολο να αναπληρωθεί εκ των ένδον.
Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ της Αγγλίας.
http://www.tovima.gr/default.asp?pid=46&ct=122&artId=314053&dt=29/08/2010