(Βακχεύοντες ἀπηνῶς καὶ μαινόμενοι ἐν ἀκρασίᾳ ἔξωθεν τοῦ σπηλαίου,
ἐν ᾧ ἀνεκλίθη ὁ Ἀχώρητος)…
του Νεκτάριου Δαπέργολα
Διδάκτορος Ιστορίας
«Πόρνης ἐπεθύμει ὁ Θεός; Ναί, πόρνης· τῆς φύσεως τῆς ἡμετέρας λέγω…Ὑψηλὸς ἦν, καὶ αὕτη ταπεινή. Ἀκήρατος ἦν, ἀνώλεθρος ἡ οὐσία, ἄφθαρτος ἡ φύσις, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος, ἀεὶ ὤν, ὑπερβαίνων ἀγγέλους, ἀνώτερος τῶν ἄνω δυνάμεων, νικῶν λογισμόν, ὑπερβαίνων διάνοιαν, ὀφθῆναι μὴ δυνάμενος, πιστευθῆναι δὲ μόνον. Ἄγγελοι ἔβλεπον καὶ ἔτρεμον, τὰ Χερουβὶμ τὰς πτέρυγας ἐπέβαλλον, πάντα ἐν φόβῳ. Ἐπέβλεπεν ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ἐποίει αὐτὴν τρέμειν· ἠπείλει τῇ θαλάσσῃ, καὶ ἐξήραινεν αὐτήν… Πῶς εἴπω; Πῶς παραστήσω; Ἡ μεγαλωσύνη αὐτοῦ πέρας οὐκ ἔχει, ἡ σοφία αὐτοῦ ἀριθμὸν οὐκ ἔχει, τὰ κρίματα αὐτοῦ ἀνεξιχνίαστα, αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ ἀνεξερεύνητοι…
Ἀλλ’ ὁ τοσοῦτος καὶ τηλικοῦτος ἐπεθύμησε πόρνης. Καὶ ἄνθρωπος μέν, ἐὰν ἐπιθυμήσῃ πόρνης καταδικάζεται, Θεός δὲ πόρνης ἐπιθυμεῖ; Καὶ πάνυ. Πάλιν ἄνθρωπος ἐπιθυμεῖ πόρνης, ἵνα γένηται πόρνος· Θεὸς δὲ ἐπιθυμεῖ πόρνης, ἵνα τὴν πόρνην παρθένον ἐργάσηται… Ὁ τοσοῦτος καὶ τηλικοῦτος ἐπεθύμησε πόρνης; Καὶ τί; Ἵνα γένηται νυμφίος. Τί ποιεῖ; Οὐ πέμπει πρὸς αὐτὴν οὐδένα τῶν δούλων, οὐ πέμπει ἀρχάγγελον, οὐ πέμπει τὰ Χερουβίμ, οὐ πέμπει τὰ Σεραφίμ· ἀλλ᾿ αὐτὸς παραγίνεται ὁ ἐρῶν.
Ἐπεθύμησε πόρνης. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὴ οὐκ ἠδύνατο ἀναβῆναι ἄνω, αὐτὸς κατέβη κάτω. Πρὸς τὴν πόρνην ἔρχεται καὶ οὐκ αἰσχύνεται… Καὶ πῶς ἔρχεται; Οὐ γυμνῇ τῇ οὐσίᾳ, ἀλλὰ γίνεται, ὅπερ ἦν ἡ πόρνη, οὐ τῇ γνώμῃ, ἀλλὰ τῇ φύσει… ἵνα μὴ ἰδοῦσα αὐτὸν πτοηθῇ, ἵνα μὴ ἀποπηδήσῃ, ἵνα μὴ φύγῃ. Ἔρχεται πρὸς τὴν πόρνην καὶ γίνεται ἄνθρωπος… Εἰς μήτραν κυοφορεῖται καὶ μίγνυται ἀνθρώποις. Εὑρίσκει αὐτὴν ἐλκῶν γέμουσαν, ἐκτεθηριωμένην, ὑπὸ δαιμόνων πεφορτισμένην· καὶ προσέρχεται αὐτῇ… Κεῖται ἐν φάτνῃ ὁ τὴν οἰκουμένην βαστάζων, καὶ ἐσπαργάνωται ὁ πάντα περιέπων. Κεῖται ὁ ναός καὶ ἐνοικεῖ ὁ Θεός… Τοῦτο ἐρῶντος, τὸ μὴ ἀπαιτῆσαι εὐθύνας ἁμαρτημάτων, ἀλλὰ συγχωρῆσαι παρανομήματα πλημμελημάτων. Καὶ τί ποιεῖ; Λαμβάνει τὴν πόρνην, ἀρμόζεται αὐτήν. Καὶ τί αὐτῇ δίδωσι; Δακτύλιον. Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον αὐτῇ δίδωσιν. Εἶτα φησίν· οὐκ εἰς παράδεισόν σε ἐφύτευσα; Λέγει, ναί. Καὶ πῶς ἐξέπεσες ἐκεῖθεν; Ἦλθεν ὁ διάβολος καὶ ἔλαβέ με ἀπὸ τοῦ παραδείσου. Ἐφυτεύθης ἐν τῷ παραδείσῳ καὶ ἔβαλέ σε ἔξω· ἰδοὺ φυτεύω σε ἐν ἐμαυτῷ, ἐγὼ σε βαστάζω… Οὐδὲ εἰς τὸν οὐρανόν σε ἀνάγω· ἀλλὰ μεῖζον ἐνταῦθα τοῦ οὐρανοῦ… Ἀλλὰ ἁμαρτωλός εἰμι καὶ ἀκάθαρτος. Μὴ σοι μελέτω, ἰατρός εἰμι. Οἶδα τὸ σκεῦος τὸ ἐμὸν, οἶδα πῶς διεστράφη… Ἀναπλάττω νυν αὐτὸ διὰ λουτροῦ παλιγγενεσίας…
Πρόσχες μετὰ ἀκριβείας· βλέπε τὶ ποιεῖ, ἵνα μάθῃς τοῦ νυμφίου τὸν ἔρωτα Ἦλθε λαβεῖν τὴν πόρνην, ὡς ἦν ἀκάθαρτος… Καὶ γὰρ ὡς γυναῖκα ἡρμόσατο, καὶ ὡς θυγατέρα φιλεῖ, καὶ ὡς δούλης προνοεῖ, καὶ ὡς παρθένον τηρεῖ, καὶ ὡς παράδεισον τειχίζει, καὶ ὡς μέλος περιέπει, καὶ ὡς κεφαλὴ προνοεῖ, καὶ ὡς νυμφίος ἁρμόζεται, καὶ ὡς ἱλαστήριον συγχωρεῖ, καὶ ὡς πρόβατον θύεται, καὶ ὡς νυμφίος διατηρεῖ ἐν κάλλει, καὶ ὡς ἀνὴρ προνοεῖ τῆς κηδεμονίας.
Θυγάτηρ ἦν τῶν δαιμόνων αὐτὴ πρῶτον, θυγάτηρ τῆς γῆς, ἀνάξια τῆς γῆς, καὶ νῦν γέγονε θυγάτηρ τοῦ βασιλέως. Τοῦτο δὲ ἠθέλησεν ὁ ἐρῶν αὐτῆς. Ὁ γὰρ ἐρῶν οὐκ ἐξετάζει τρόπον· ὁ ἔρως οὐ βλέπει ἀμορφίαν· διὰ τοῦτο δὲ καλεῖται ἔρως, ὅτι πολλάκις καὶ ἄμορφον φιλεῖ. Οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς ἐποίησεν· ἄμορφον εἶδεν (οὐ γὰρ ἂν αὐτὴν εἴποιμι εὔμορφον), καὶ ἠράσθη, καὶ ποιεῖ αὐτὴν νέαν, μὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ ῥυτίδα. Ὣ νυμφίου καλλωπίζοντος ἀμορφίαν νύμφης»!
Ἰωάννου Χρυσοστόμου, «Ὅτε τῆς ἐκκλησίας ἔξω εὑρεθεὶς
Εὐτρόπιος ἀπεσπάσθη» (αποσπάσματα)
Χριστούγεννα. Και πώς άραγε – μετά από ένα τέτοιο εκπληκτικό μαργαριτάρι – να μιλήσει κανείς πάλι σήμερα για πράγματα χοϊκά; Σήμερα ένας χαροποιός λυγμός, λυτήριος της οδύνης, καταυγάζει πυρεμφορούμενος τα σύμπαντα. Γένους γαρ βροτείου δερχθείς ποτνιωμένου, βροτός εδείχθη ο Παντεπόπτης Λόγος. Σήμερον τα επίγεια επληρώθησαν χαράς μετά δέους και τα υποχθόνια τω τρόμω εδονήθησαν. Ο Άδης νυν επικράνθη και ενεπαίχθη. Γιατί πίστευε βέβαια πως είναι κραταιός και πανσθενής. Μα πλέον η εξουσία του αποδείχτηκε φενάκη.
Χριστούγεννα. Πώς να ασχοληθείς πάλι σήμερα με τα σκύβαλα του καθημερινού μας μικρόκοσμου; Φαέθοντες δρόμοι σήμερον ανεφάνησαν άφνω εκ του σκότους. Ότι εν τη σκοτία το φως ετέχθη . και το φως αρρήτως φαίνον το σκότος μετήλλαξεν. Πυρ καινουργέον γαρ ην και τα πάντα καινά εποίησεν. Ποιος να φοβηθεί πια τη Νύχτα; Τα ερέβη είναι πλέον τηλαυγή. Φάος φαίνον φαεινώς εις τον αιώνα.
Χριστούγεννα. Σήμερον γίγνεται ο Ων! Πόρνης επεθύμησε – και αυτός παραγίνεται ο ερών. Δεν στέλνει αγγέλους, αλλά καταφτάνει αυτός ο ίδιος. Ο ίδιος ο ερωτευμένος. Καταφτάνει για μια πόρνη δύσμορφη, κατειλημμένη από τα δαιμόνια, γεμάτη μώλωπες και πληγές, σε κατάσταση ζωώδη. Και για χάρη της μίγνυται τη βροτησία μορφή, αυτός γεγώς αγχίβροτος, ίνα την πόρνην αγχίθεον αναδείξη. Τι άλλο να πει άραγε κανείς; Δεν είναι δηλαδή όλα τα υπόλοιπα παντελώς ασήμαντα και ανούσια;
Έδυσε όμως και πάλι ο λογισμός εν Άδη κατωτάτω. Μα και πού να βρει ανάπαυση άλλωστε; Όπου και να κοιτάξεις ολόγυρα, τα πάντα άδεια από νόημα, στερημένα από ουσία. Παντού εξωστρέφεια και διασκόρπιση. Φώτα και ήχοι. Γέλια και τραγούδια. Δώρα και ευχές. Γιατί ωστόσο να δίνουμε δώρα και ευχές μια τέτοια μέρα, αυτή τη λεγόμενη «Ημέρα της Αγάπης»; Εν ονόματι ποιας κρύας και άχρωμης αγάπης τελικά; Μήπως επειδή αναζητάμε απεγνωσμένα ένα αντίδοτο για τη μοναξιά μας; Αφού είμαστε πλέον μόνοι, πιο μόνοι από ποτέ. Άοικοι οικήτορες μιας υπόγειας πόλης, που αλαλάζουν περιφερόμενοι στους βύθιους δρόμους της και ανακυκλώνουν τα αδιέξοδα της ύπαρξής τους εις τον αιώνα. Περιφέρουμε μηχανικά τις ζωές μας εις το διηνεκές, απρόσωποι και διασπασμένοι, ανέστιοι οδίτες σ’ έναν φαύλο κύκλο ατελεύτητο, αδρανείς ρέκτες που γλεντούν τον θρήνο του κατακερματισμού τους.
Και παραμένουμε βουβοί παρά τη φλυαρία, νηστικοί και διψασμένοι παρά τον κορεσμό. Οι ζωές μας αναλίσκονται απαύστως μες στην πιο αποτρόπαιη ζοφαλγία. Γιατί να μας αγγίξει δηλαδή αυτή ειδικά η Ημέρα; Τι να αισθανθούμε από αυτήν; Και γιατί να κλάψουμε, αναλογιζόμενοι τον έρωτα του Προ των Αιώνων για κείνη τη χθόνια, την καταπληγιασμένη κι αποκτηνωμένη πόρνη; Το μόνο που την κάνει πια να διαφέρει από τις άλλες μέρες, είναι οι φωταγωγημένοι δρόμοι και τα απαστράπτοντα μπαλκόνια. Μα τι να σκέφτονται άραγε όλα αυτά τα λαμπιόνια; Όμορφα είναι χωρίς αμφιβολία, όμως τι νόημα μπορεί να έχουν, αν μείνεις μόνο σ’ αυτά; Ποιαν ανάπαυση μπορούν να σου προσφέρουν; Όσο κι αν γλεντήσεις, η κατήφεια εξακολουθεί πάντοτε να ορίζει τους λογισμούς σου. Και ο βαθύτερος πόνος σου είναι πάντα εκεί. Αδυσώπητος και πανσθενουργός. Αγχιβαθώς αγάφθεγκτος.
Άδεια ήταν κι αυτά τα Χριστούγεννα λοιπόν. Εορτή ανέορτος. Άλογη δίχως τον Λόγο. Απάνθρωπη χωρίς τον Ενανθρωπήσαντα. Κενή χωρίς τον Κενωθέντα. Άλογη και κενή, για ένα λαό που εμμένει νευρωτικά στην αποστασία του, που έχει συνειδητά επιλέξει να περιπλανιέται ατελεύτητα στη μακάβρια γη της αυτοεξορίας του από την αγάπη του Αχωρήτου, χαμένος μέσα στις αυταπάτες του και αρνούμενος πεισματικά να αποτινάξει από μέσα του το πηχτό σκοτάδι της έσχατης παρακμής του. Άλογη και κενή. Το Φάος ελήλυθεν, μα οι οφθαλμοί μας – μόνιμα σκοτισμένοι – τον Άδη πάντα ατενίζουνε ως ελευθερωτή. Τα όνειρά μας, βεβυσμένα εν σκότει και εν σκιά θανάτου, ένα γίνανε με την αχλύ της αποδυσπέτησης. Κι οι εσώτατοι πόθοι μας εν νεκροίς λογισθέντες και αυτοί . σαν τη μοναξιά του συνωστισμού μέσα στα μπαρ . σαν την πανσθενή κατήφεια στον πανικό των ξενυχτάδικων . σαν την κρύα κι άψυχη λάμψη στους πολύβουους δρόμους και στ’ απαστράπτοντα μπαλκόνια . σαν τη φρικώδη ανοησία των ολονύχτιων ρεβεγιόν . σαν τις απεγνωσμένες φωνές μας που πνίγηκαν μέσα στον ζόφο. Και να λοιπόν που, ακόμη και σήμερα, πάλι για σκύβαλα καταλήξαμε τελικά να μιλάμε. Πάλι για σκουπίδια.
Νεκρός υπήρξε λοιπόν τελικά κι αυτός ο Δεκέμβρης. Το φως του το άψυχο δεν κατόρθωσε να φωτίσει τα αισθητά, ούτε καμμιά απόκριση αντήχησε μέσα στην άμορφη πολυσχιδία των ήχων του. Σάπιες οι σάρκες του και πάλι θα ριχτούν – άξιον και δίκαιον – στην πυρά της λησμονιάς. Πέρασε κι έφυγε ατελέσφορος. Σαν να μην ήρθε καν. Εκείνος όμως ήρθε. Ήρθε για την πόρνη. Επειδή ηράσθη την πόρνη μανικώς. Κι ας το ήξερε βέβαια πως δύσκολο πολύ η πόρνη μέσα μας να ξαναγίνει παρθένα. Ίσως και να το ζήτησε, μα δεν μπόρεσε να προχωρήσει πέρα από τα λόγια. Ίσως και να ονείδισε τον εαυτό της, μα έμεινε στον ονειδισμό. Κι αν ακόμη νιώσαμε τελικά κάτι, η κατάνυξη ήταν μόνο για μια στιγμή. Γιατί ήρθε πάλι ο μανιασμένος εκείνος άνεμος και στέγνωσε το δάκρυ μας, έλκοντάς μας ξανά πίσω στις ζοφερές Σκιές. Η Νύχτα κατάπιε πάλι την ανάσα μας και σκόρπισε τα λόγια μας. Και αν κάτι φαεινότροπο πάσχισε δειλά να ξεπηδήσει από μέσα μας, εκείνη το τράβηξε κι αυτό κοντά της ανελέητα. Όπως ακριβώς τραβά το μέταλλο ο μαγνήτης…