Toῦ Βασίλειου Εὐσταθίου
Δρ. Φυσικοῦ, πτ. Θεολογίας (Τμ.Κοιν.Θ.ΕΚΠΑ)
Ὅταν ἡ Εὔα περιεργάστηκε τὸν ἀπαγορευμένο ἐλκυστικὸ καρπὸ καὶ ὑπάκουσε στὴν ἐπιθυμία της, τότε παρήκουσε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ παρέσυρε καὶ τὸν σύντροφό της νὰ τὴν μιμηθεῖ. Ἦταν βέβαια …δικαίωμά της. Ὅπως βέβαια ἦταν καὶ δικαίωμα τοῦ Θεοῦ στὴν συνέχεια νὰ τοὺς ἀφαιρέσει τὴν ἀνέκφραστη καὶ ἀτελεύτητη τρυφὴ τοῦ Παραδείσου. Δικά του δὲν ἦταν καὶ χαρισματικὰ δὲν τοὺς τὰ εἶχε δώσει; (“καὶ νῦν μή ποτε ἐκτείνῃ τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ λάβῃ ἀπὸ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς καὶ φάγῃ καὶ ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ἐξαπέστειλεν αὐτὸν Κύριος ὁ Θεὸς ἐκ τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐργάζεσθαι τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθη.”, Γεν. 3,22-23). Τότε βέβαια ἀμέσως μετὰ τὸ λάθος τὸ κατάλαβαν καὶ μετὰ ἀπὸ χιλιάδων χρόνων δάκρυα μετανοίας ἀποκαταστάθηκαν μέσα στὸ ἄπειρο θεῖο ἔλεος.
Ὅταν ἠ Παρθένος Μαρία μὲ δέος καὶ ἀπορία δέχθηκε τὸν ὑπέρλαμπρο οὐράνιο ἐπισκέπτη καὶ ἄκουσε τὸ θεῖο μήνυμά ποὺ εἶχε ἀποσταλλεῖ νὰ τῆς μεταφέρει, ἀντιλαμβανόμενη τὴν θεία προέλευσή του, δέχθηκε τότε νὰ ὑπηρετήσει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ποὺ σήμαινε πλήρη αὐταπάρνηση καὶ ἀφιέρωση σὲ Ἐκεῖνον. Ἦταν δικαίωμά της νὰ ἀρνηθεῖ…, ὅμως ἀμέσως χωρὶς δειλία, οὔτε δίλημμα, μετὰ τὶς ἐξηγήσεις τοῦ ἀπεσταλμένου (“Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι·”, Λκ. 1,35), παραιτήθηκε παντελῶς ἀπὸ ὁποιοδήποτε δικαίωμά της (“εἶπε δὲ Μαριάμ· ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου.”, Λκ. 1,38). Καὶ ἡ θεάρεστη ὑπακοή της ἔσωσε τὸν κόσμο ἀπὸ τὴν ἄβυσσο στὴν ὁποία τὸν ὁδήγησε ἡ φίλαυτη χρήση τῶν πρωτοπλάστων τοῦ δικαιώματός τους νὰ παρακούσουν.
Ὅταν ὁ Θεὸς καταδέχθηκε νὰ γίνει ἄνθρωπος, τὸ ἔκανε γιὰ ἕνα σκοπό, ποὺ δὲν εἶχε νὰ κάνει μὲ κάποιο δικαίωμά Του, ἀλλὰ ἀφοροῦσε τὴν κατάντια καὶ τὸν πόνο τοῦ πλάσματός του, ποὺ ἔχασε τὸν δρόμο του καὶ τὸν προορισμό του. Γιὰ νὰ σώσει ὁλόκληρο τὸν πάσχοντα καὶ θλιβόμενο κόσμο, ποὺ ζεῖ μέσα στὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία εἰσήλθε στὴ ζωή του μὲ τὸ προπατορικό ἁμάρτημα. Τόσο πολὺ ἀγάπησε λοιπὸν τὸν κόσμο ὁ Θεὸς Πατέρας καὶ ἔστειλε τὸν Υἱό Του γιὰ νὰ τὸν σώσει. Καὶ ὁ Υἱὸς δὲν ἀναζήτησε καὶ δὲν βρήκε οὔτε προφάσεις, οὔτε δικαιώματα, ἀλλὰ ὑπάκουσε ὡς τέλος στὸν Πατέρα Του, καὶ ὄχι μόνο εἰσήλθε στὴν κοιλιὰ μιὰς γυναικός, ἀλλὰ προχώρησε καὶ στὴν ἀποκορύφωση τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς Του, γιὰ νὰ ἐκπληρώσει τὴν ἀποστολὴ τῆς σωτηρίας τῶν πάντων, μὲ τὴν θυσία αὐτῆς πάνω στὸν Σταυρό. Ἔτσι ὅπως εἰσήλθε στὴν κοιλιὰ τῆς Παρθένου ἄνευ σποράς (“ὁ ἀχώρητος παντὶ πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί, ὁ ἐν κόλποις τοῦ Πατρὸς, πῶς ἐν ἀγκάλαις τῆς μητρός;”, κάθισμα Χριστουγ.), εἰσήλθε στὴν συνέχεια καὶ στὴν κοιλιὰ τοῦ Ἅδου ἄνευ ἁμαρτίας (“Καὶ ἐν τάφω ἔδυς καὶ τῶν κόλπων, Χριστέ, τῶν πατρώων οὐδαμῶς ἀπεφοίτησας”, ἐγκώμια, Α΄ στάση) . Καὶ ὅπως ἐξήλθε ἀπὸ τὴν ἄσπιλο μήτρα διαφυλάττοντας την παρθενία της, ἔτσι ἐξήλθε καὶ ἀπὸ τὸν Ἅδη διατηρώντας ἄθικτη τὴν ζωή, μαζί μὲ ὅλους ὅσους βρίσκονταν ἐκεῖ (“οἱ ταῖς τοῦ Ἅδου σειραῖς συνεχόμενοι δεδορκότες, πρὸς τὸ φῶς ἠπείγοντο, Χριστέ, ἀγαλλομένω ποδί”, κανόνας ἀναστάσεως). Ὅποιους βέβαια Τὸν δέχθηκαν, ἀφοῦ δικαίωμα ἦταν τοῦ καθενὸς νὰ ἐπιλέξει νὰ μείνει καὶ ἐκεῖ ποὺ ἤταν! Οἱ Πρωτόπλαστοι πάντως δὲν ἔχασαν τὴν εὐκαιρία τῆς ἐπιστροφῆς μετὰ τόσες χιλιάδες χρόνια ποὺ Τὸν περίμεναν, διαγράφοντας καὶ ξεχνῶντας ὁριστικὰ τὴν λέξη ‘δικαίωμά μου’. Ἡ ἀνυπακοὴ τῆς Εὔας γιὰ τὴν ἰκανοποίηση τῆς ἐπίθυμίας της διορθώθηκε μὲ τὴν ὑπακοή τῆς Παρθένου γιὰ τὴν εὐαρέστηση τοῦ Θεοῦ, καὶ ἡ ἀνυπακοὴ τοῦ Ἀδάμ γιὰ χάρη τῆς γυναικός του διορθώθηκε μὲ τὴν ὑπακοὴ τοῦ Χριστοῦ γιὰ χάρη τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. Τὸ δικαίωμα ποὺ διεκδίκησαν οἱ ἄνθρωποι γιὰ νὰ ζήσουν ὅπως θέλουν τοὺς ἄνοιξε τὶς πύλες τοῦ Ἅδου, ἐνῶ ἡ ὑπακοὴ μέχρι θανάτου στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τοὺς ἐπέστρεψε στὴν μακάρια ζωὴ τοῦ Παραδείσου, ὄχι τοῦ ἴδιου, τοῦ ἐπιγείου, ποὺ εἶχαν ἀρχικά, ἀλλὰ τώρα πιὰ ἀσύγκριτα ἀνώτερου τοῦ πρώτου, ἀνακαινισμένου, οὐράνιου καὶ πνευματικοῦ.
Ὅταν ὁ Ἡρώδης ἔμαθε τὴν μεγάλη εἴδηση ἔδειξε τάχα τὸ καλὸ ἐνδιαφέρον του (“ἐπὰν δὲ εὕρητε, ἀπαγγείλατέ μοι, ὅπως κἀγὼ ἐλθὼν προσκυνήσω αὐτῷ.”, Μτ. 2,8), ἐνῶ στὴν πραγματικότητα μέσα του ἦταν καμίνι ποὺ ἔβραζε ἀπὸ θυμό (“Ἀκούσας δὲ Ἡρῴδης ὁ βασιλεὺς ἐταράχθη”, Μτ. 2,3). Κατὰ αὐτὸν δὲν μποροῦσε νὰ ἔχει ἄλλος τὸ δικαίωμα νὰ βασιλεύει στὸ ἴδιο τόπο μὲ αὐτόν. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστός ἔπρεπε νὰ διωχθεῖ (“ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ᾿ ὄναρ τῷ Ἰωσὴφ λέγων· ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἴσθι ἐκεῖ ἕως ἂν εἴπω σοι· μέλλει γὰρ Ἡρῴδης ζητεῖν τὸ παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό.”, Μτ. 2,13), καὶ ἀφοῦ ὁ διώκτης δὲν ἔμαθε ποὺ βρίσκεται γιὰ νὰ Τὸν φονεύσει (“καὶ χρηματισθέντες κατ᾿ ὄναρ μὴ ἀνακάμψαι πρὸς Ἡρῴδην, δι᾿ ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τὴν χώραν αὐτῶν.”, Μτ. 2,12), φόνευσε στὴ θέση Του ὅσες χιλιάδες νήπια ἦταν ἡλικίας παρόμοιας τοῦ Χριστοῦ σὲ ὅλη τὴν περιοχή (“Τότε Ἡρῴδης ἰδὼν ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν μάγων, ἐθυμώθη λίαν, καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλε πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλεὲμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσε παρὰ τῶν μάγων.”, Μτ. 2,16). Δὲν εἶχε δικαίωμα κανένα βρέφος αὐτῆς τῆς ἡλικίας νὰ ζεῖ ἐκεῖ, γιατὶ αὐτὴ ἦταν ἡ ἡλικία τοῦ ἐρχόμενου νέου Βασιλιὰ, γιὰ τὸν ὁποῖο δὲν ὑπήρχε χῶρος στὸ Βασίλειο, ποὺ χώραγε μόνο τὸν ἤδη βασιλεύοντα, ποὺ μόνο δικό του δικαίωμα ἦταν νὰ βασιλεύει στὸν τόπο. Δὲν θὰ ἄφηνε κανένα νὰ τοῦ ἀφαιρέσει αὐτὸ τὸ δικαίωμα. Δὲν θὰ ἄφηνε νὰ τοῦ τὸ ἀφαιρέσει αὐτὸ τὸ βρέφος ποὺ ἐμφανίστηκε τώρα. Αὐτὸ τὸ βρέφος ἦταν ἕνας ἐπικίνδυνος ἀντίζηλος. Χωρὶς νὰ ἔχει σημασία ποιὸς τὸν ἔστειλε, καὶ ἄς τὸν ἔστειλε ὁ Θεός. Σημασία ἔχει μόνο τὸ δικαίωμα, καὶ γιὰ νὰ μὴν τοῦ τὸ ἀφαιρέσει ὁ ἐρχόμενος, θὰ τοῦ ἀφαιρέσει ὁ αἱμοδιψῆς τὴν ζωή. Δικαίωμά του γιὰ νὰ μπορέσει νὰ βασιλεύσει χωρὶς κίνδυνο. Γιὰ νὰ γίνει αὐτὸ, θὰ πρέπει νὰ ἀφαιρέσει τὴ ζωὴ καὶ σὲ ὅλα τὰ παιδιὰ παρόμοιας ἡλικίας, ἀλλὰ ἐν ἀνάγκη γιὰ χάρη τοῦ δικαιώματος, ἄς γίνει καὶ αὐτό.
Τελικά, καὶ ὅλα τὰ παιδιὰ τῆς ζητούμενης ἡλικίας στὴν περιοχὴ πεθάναν, καὶ τὸ παιδίον γιὰ τὸ ὁποῖο ἔγινε ἡ σφαγὴ δὲν φονεύθει, τουλάχιστον ὄχι τότε, δηλαδὴ πρὶν φέρει εἰς πέρας τὴν ἀποστολή του, καὶ ἡ ἀποστολή του δὲν ἦταν αὐτὴ ποὺ νόμιζε ὁ σφαγέας, δηλαδὴ τῆς ἐπίγειας βασιλείας,
ὃπως καὶ αὐτὸς παρόλη τὴν ἀποτρόπαια σφαγὴ ὑπὲρ τῶν δικαιωμάτων του γιὰ τὴν βασιλεία, δὲν κατάφερε νὰ τὴν ἔχει γιὰ πολὺ, καθῶς σύντομα πέθανε ἀπὸ φρικτὴ καὶ ὀδυνηρὴ ἀσθένεια (“τεθνήκασι γὰρ οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου.”, Μτ. 2,20). Ὁπότε τότε μποροῦσε νὰ διεκδικεῖ μόνο τὰ δικαιώματα τῶν νεκρῶν, τὴν ἐλευθερία αὐτῶν: “Προσελογίσθην μετὰ τῶν καταβαινόντων εἰς λάκκον˙ ἐγενήθην ὡσεὶ ἄνθρωπος ἀβοήθητος, ἐν νεκροῖς ἐλεύθερος” (ψ. 87, 4). Καὶ ὅλα αὐτὰ χάρη τοῦ δικαιώματός του νὰ βασιλεύει.
Ὁ Χριστὸς λοιπὸν διώχθηκε, καὶ γιὰ νὰ σωθεῖ ἀναγκάσθηκε νὰ φύγει πρόσφυγας στὴν Αἴγυπτο. Δὲν τοῦ δώθηκε τὸ δικαίωμα, ὅταν γεννήθηκε νὰ μείνει στὴν πατρίδα του, νὰ εἶναι κοντὰ στὸν Ναό Του, ἀλλὰ χρειάστηκε νὰ ζήσει γιὰ λίγο ἀνάμεσα στοὺς εἰδωλολάτρες. Ἦταν ἀπὸ βρέφος κυνηγημένος, δὲν εἶχε τὸ δικαίωμα μέσα στὴν ἴδια του τὴν κτίση νὰ ἔχει μιὰ ἀσφαλὴ καὶ ζεστὴ γωνιὰ δικιά του (“αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ.”, Μτ. 8,20). Τελικὰ, ὅταν ἦρθε ὁ προκαθορισμένος καιρὸς ἔχασε καὶ τὸ δικαίωμα νὰ ὑπερασπίσει τὴν ζωή του καὶ παραδόθηκε σὲ χέρια ἀνόμων ἐν μέσω νυκτὸς, ἀφοῦ προδόθηκε (“ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξεληλύθατε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων; καθ᾿ ἡμέραν ὄντος μου μεθ᾿ ὑμῶν ἐν τῷ ἱερῷ οὐκ ἐξετείνατε τὰς χεῖρας ἐπ᾿ ἐμέ. ἀλλ᾿ αὕτη ἐστὶν ὑμῶν ἡ ὥρα καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ σκότους.”, Λκ. 22,52-53). Εἴχε φυσικὰ τὴν δύναμη νὰ τὸ ἀποτρέψει εὔκολα, ἀφοῦ καὶ τὸν προδότη γνώριζε (“πλὴν ἰδοὺ ἡ χεὶρ τοῦ παραδιδόντος με μετ᾿ ἐμοῦ ἐπὶ τῆς τραπέζης.”, Λκ. 22,21), ὅπως καὶ τὸν τόπο καὶ τὴν ὥρα τῆς προδοσίας. Ὅμως τὸ πιὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι μποροῦσε νὰ γαληνεύει τὰ ἄγρια κύματα τῆς φουρτουνιασμένης θάλασσας μὲ ἕνα νεύμα (“ἐγερθεὶς ἐπετίμησε τοῖς ἀνέμοις καὶ τῇ θαλάσσῃ, καὶ ἐγένετο γαλήνη μεγάλη.”, Μτ. 8 ,26) καὶ δὲν μποροῦσε νὰ διαλύσει μερικὲς δεκάδες ἀνθρώπους (“ἢ δοκεῖς ὅτι οὐ δύναμαι ἄρτι παρακαλέσαι τὸν πατέρα μου, καὶ παραστήσει μοι πλείους ἢ δώδεκα λεγεῶνας ἀγγέλων;”, Μτ. 26,53); Ἤ δὲν μποροῦσε νὰ ξεφύγει ἀπὸ ἀνάμεσά τους ὅπως ἄλλοτε (“ἤγαγον αὐτὸν ἕως ὀφρύος τοῦ ὄρους, ἐφ᾿ οὗ ἡ πόλις αὐτῶν ᾠκοδόμητο, εἰς τὸ κατακρημνίσαι αὐτόν. αὐτὸς δὲ διελθὼν διὰ μέσου αὐτῶν ἐπορεύετο.”, Λκ. 4,30); Μποροῦσε φυσικά, ὅμως…δὲν εἶχε τὸ δικαίωμα! Δὲν τὸ εἶχε ἀπὸ ὑπακοὴ στὸν Θεὸ Πατέρα νὰ προσφέρει τὴν ζωὴ του θυσία γιὰ τὴν σωτηρία μας (“πάλιν ἐκ δευτέρου ἀπελθὼν προσηύξατο λέγων· πάτερ μου, εἰ οὐ δύναται τοῦτο τὸ ποτήριον παρελθεῖν ἀπ᾿ ἐμοῦ ἐὰν μὴ αὐτὸ πίω, γενηθήτω τὸ θέλημά σου.” Μτ. 26,42).
Εἴμαστε λοιπὸν ἐλεύθεροι νὰ ὑπερασπιζόμαστε τὰ δικαιώματά μας, ὅπως ἡ Εὔα πρὶν ἀπωλέσει τὸν πρώτο παράδεισο, καὶ ὅπως ὁ Ἡρώδης ὅταν δίωξε τὸν Χριστὸ καὶ φόνευσε ὅλα τὰ νήπια τῆς ἡλικίας του, μέχρι δύο ἐτῶν, ἤ μποροῦμε νὰ παραιτηθοῦμε ἀπὸ αὐτὰ καὶ νὰ ἀκολουθήσουμε τὸ παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸ “πάτερ μου, γενηθήτω τὸ θέλημά σου” καὶ τῆς Μητέρας Τοῦ κατὰ τὸ “ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμα σου.”. Ὁ δρόμος τῶν δικαιωμάτων εἶναι ὁ δρόμος τῶν ἐμβρυοκτονιῶν (ἐκτρώσεων)*, τῶν διαζυγίων καὶ ἐγκατάλειψης τέκνων, τῶν ἔμφυλων ταυτοτήτων καὶ τῆς υἱοθεσίας τέκνων ἀπὸ ὁμοφυλόφιλους**, τῆς χυδαιότητας καὶ τῆς βλασφημίας, τῆς ἀσεβείας καὶ τῆς ἀδικίας, τῆς ἀναισθησίας καὶ τοῦ ἀτομικισμοῦ, τοῦ ἐθνομηδενισμοῦ καὶ τῆς ἀθεΐας, τοῦ ἐθνικισμοῦ καὶ τοῦ θρησκευτικοῦ φονταμελισμοῦ. Ὁ δρόμος τῆς ὑπακοῆς τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ δρόμος τῆς οἰκογένειας καὶ τῆς πατρίδας, τῆς ἀνιδιοτελῆς προσφορᾶς καὶ ἀληθινῆς ἀγάπης, τῆς συμπόνιας καὶ τῆς ἀλληλεγγύης, τοῦ σεβασμοῦ καὶ τῆς τιμιότητας, , τῆς ὑπευθυνότητας καὶ τῆς συνέπειας, τῆς καταλαγῆς καὶ τοῦ ἡρωισμοῦ. Ὁ πρῶτος δρόμος φέρνει καρποὺς τοῦ ἐγῶ, ὅπως ταραχή καὶ ὀδύνη καὶ ὁδηγεῖ μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ, στὸ θάνατο. Ὁ δεύτερος δρόμος φέρνει τοὺς καρποὺς τῆς ἀγάπης, ὅπως ἡ εἰρήνη καὶ ἡ χαρά, καὶ ὁδηγεῖ κοντὰ στὸ Θεό, στὴ ζωή. Καὶ ἄν ὁ κόσμος ὅλος σήμερα ξέρει μόνο νὰ μιλάει γιὰ τὰ δικαιώματά του, ἐμεῖς ἄς δώσουμε δικαιώματα στὸ Θεὸ καὶ μόνο, ποὺ ἔμεινε χωρὶς δικαιώματα γιὰ ἐμᾶς, καὶ ὑπακούοντας σὲ Αὐτὸν, ἔτσι ἅς ἐπιλέξουμε τὸ δρόμο τῆς ζωῆς.
* Ὁ Ἡρώδης σκότωσε τὰ βρέφη, διώκοντας τὸν Χριστὸ, προσπαθῶντας νὰ ἀπαλλαχθεῖ ἀπὸ Αὐτόν φοβούμενος μὴ χάσει τὸ δικαίωμά του νὰ βασιλεύει. Ὅσοι σήμερα σκοτώνουν τὰ ἔμβρυά τους φοβούμενοι μὴ στερηθοῦν κάτι ἀπὸ τὴν ζωή τους καὶ ὑποστηρίζουν ὅτι δικαιοῦνται νὰ τὸ κάνουν, γιὰ παράδειγμα ὅταν λένε ὅτι τὸ σώμα εἶναι δικό τους καὶ ἔχουν τὸ ‘δικαίωμα’ νὰ τὸ χειρίζονται ὅπως θέλουν μαζὶ μὲ κάθε τι ποὺ περιέχει (τὸ ἔμβρυο μόνο του εἰσήλθε-δημιουργήθηκε μέσα τους χωρὶς νὰ τοὺς ρωτήσει καὶ γι᾿ αὐτὸ πρέπει αὐτὸ νὰ πληρώσει τὸ σφάλμα; αὐτοὶ δὲν εἶναι ὑπεύθυνοι ποὺ ἐμφανίστηκε ἐκεῖ, ἐκτὸς ἀπὸ περιπτώσεις βιασμοῦ;), δὲν κάνουν κάτι διαφορετικὸ στὴν οὐσία του ἀπὸ ὅτι ἔκανε ὁ Ἡρώδης, ἀλλὰ τὸ ἴδιο φονεύουν τὴν ἀνθρώπινη ζωὴ καὶ διώκουν τὸν Χριστό, κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωση Ἐκείνου ποὺ εἶναι τὸ κάθε ἔμβρυο (“καὶ ὃς ἐὰν δέξηται παιδίον τοιοῦτον ἓν ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου, ἐμὲ δέχεται·”, Μτ. 18,5), ὅπως ἐκεῖνος ὁ βρεφοκτόνος. Ἐκτὸς ἄν τὸ ἔμβρυο δὲν εἶναι μιὰ ἀνθρώπινη ζωή, ἀλλὰ ἄν δὲν εἶναι αὐτό, πῶς εἴμαστε ἐμεῖς, ποὺ προκύψαμε ἀπὸ τὴν ἀνάπτυξη ἑνὸς τέτοιου ἐμβρύου, δὲν εἶναι αὐτὸ παραλογισμός; Γι᾿ αὐτὸ ἀκόμα καὶ σὲ περίπτωση βιασμοῦ, ὅποιος ἔχει συνείδηση μέσα του δὲν κάνει τέτοιο πράγμα, γιατὶ δὲν φταίει τὸ βρέφος σὲ τίποτα γιὰ τὸν βιασμὸ ἀπὸ τὸν γονέα του. Τὸ νὰ κάνει αὐτὸ, ποτὲ δὲν παύει νὰ εἶναι φόνος, καὶ μάλιστα εἰδεχθῆς, ἀφαίρεση ἀνθρώπινης ζωῆς ἐκ προθέσεως, ποὺ ἡ ἀνθρώπινη συνείδηση καὶ ὁ χριστιανικὸς νόμος πάντα τὸν καταδικάζει.
** Ἡ υἱοθεσία τέκνων ἀπὸ ὁμοφυλόφιλα ἄτομα, ἀντὶ ἀπὸ ἕνα ἐτερόφυλο ζευγάρι, ὅπως ἔθεσε νὰ γίνεται ἐξ᾿ ἀρχῆς ὁ Θεὸς (ποὺ δὲν ἔφτιαξε δύο ἄνδρες, οὔτε δύο γυναίκες, ἀλλὰ ἕναν ἄνδρα καὶ μιὰ γυναίκα) καὶ ὅπως εἶναι τὸ φυσικό, δηλαδὴ ἡ υἱοθεσία σὲ ἕνα παρὰ τὴν φύση τέτοιο περιβάλλον, χάριν τῶν ‘δικαιωμάτων’ τῶν ὁμοφυλόφιλων νὰ ἔχουν καὶ αὐτοί παιδί (καὶ ὄχι βέβαια χάριν τῶν ‘δικαιωμάτων’ τῶν παιδιῶν, ποὺ δὲν τὰ ρωτάει κανεῖς, ἀλλὰ δικαιοῦνται νὰ ἀνατραφοῦν σὲ ἕνα φυσιολογικό περιβάλλον) μόνο σὲ συναισθηματικὴ σύγχυση, μὴ φυσιολογικὲς συμπεριφορὲς καὶ ἀνισόρροπες ψυχολογικὲς καταστάσεις μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει τὰ παιδιά, ἄν δὲν τοὺς δημιουργηθοῦν καὶ βαθιὰ τραύματα ἀπὸ ἐπεισόδια κακοποίησης, ὅπως αὐτὰ τὰ ἀναρίθμητα ποὺ ἔχουν δημοσιευτεῖ στὸ διαδίκτυο.