Wednesday 2 October 2024
Αντίβαρο
Αμαλία Ηλιάδη Ιστορία: Βυζάντιο

Κοινωνικές ανισότητες, αποκλεισμός, κοινωνικές ταραχές και Κοινωνική πρόνοια-Φιλανθρωπία στη Βυζαντινή Πολιτεία:η πραγματικότητα και το ιδανικό ενός αλλοτινού κόσμου

Το νομικά καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης στη βυζαντινή κοινωνία στα κατώτερα οικονομικά στρώματα του πληθυσμού ήταν αδύνατο να ξεπεραστεί. Η κοινωνική κινητικότητα στις κατώτερες τάξεις ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη. Για το μεγάλο πλήθος των φτωχών αστών, αγροτών και δούλων, η δυνατότητα να ξεφύγουν από τις συνθήκες που τους επιβάλλονταν ήταν ελάχιστη, αν όχι ανύπαρκτη, αποκλείοντάς τους έτσι τόσο από μια διέξοδο αναζήτησης ανόδου και ευμάρειας, όσο και από τη συμμετοχή στην καθεστηκυία τάξη και τη δυνατότητα μεταβολής της κοινωνικής δομής.

Δημιουργούνταν έτσι κοινωνικές ομάδες που υπέφεραν από τις ανισότητες της κοινωνικής κατανομής χωρίς να μπορούν να μεταβάλουν τη θέση τους. Περιοριζόμαστε εδώ στις πιο προφανείς κοινωνικές ανισότητες που είχαν να κάνουν με την οικονομική κατάσταση των Βυζαντινών, χωρίς να επεκταθούμε σε άλλες που είχαν να κάνουν με τη θρησκεία, την «εθνικότητα» ή το φύλο. Κι αυτό γιατί, παρόλο που κανείς διαβάζοντας τις πηγές μπορεί εύκολα να υποθέσει ότι παγανιστές, Εβραίοι, μοναχοί, ερημίτες και γυναίκες ήταν στο στόχαστρο του κοινωνικού αποκλεισμού, ο τρόπος που γινόταν καθώς και τα όριά του είναι δύσκολο να προσδιοριστούν ακριβώς.

Αυτό που είναι σίγουρο, ωστόσο, είναι ότι η αντίδραση των ομάδων που υφίσταντο τις οικονομικές και κοινωνικές πιέσεις της καθεστηκυίας τάξης εξαντλείτο με τη συμμετοχή τους στις όχι σπάνιες εσωτερικές ταραχές και εξεγέρσεις. Σ’ αυτές συνεργούσαν ποικίλοι παράγοντες, εθνικές, πολιτικές ή θρησκευτικές αντιθέσεις, των οποίων το ειδικό βάρος είναι δύσκολο να μετρηθεί μα ακρίβεια και να διαχωριστεί από τα οικονομικά ή κοινωνικά κίνητρα. Οι περιπτώσεις λαϊκών ταραχών ή εξεγέρσεων στα διάφορα κέντρα της αυτοκρατορίας στην Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο υπερβαίνουν τις ενενήντα. Οι περισσότερες, αν όχι όλες, είχαν αυτό το σύνθετο χαρακτήρα. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά κάποιες, όπως ήταν οι ταραχές στην Καισάρεια γύρω στο 370-3, στην Αντιόχεια το 387 ή οι διάφορες εξεγέρσεις και στάσεις όπου πρωτοστατούσαν οι δήμοι των ιπποδρόμων των διαφόρων πόλεων με πιο γνωστό παράδειγμα τη Στάση του Νίκα.

Όπως υποδεικνύουν τα δεδομένα που έχουμε, η κοινωνική πρόνοια στο πρώιμο Βυζάντιο ήταν, σε σχέση με τον προηγούμενο ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, πιο εκτεταμένη, αλλά και διαφορετική ως προς την έννοια και την οργάνωση. Γινόταν όχι μόνο ιδιωτικά αλλά και σε οργανωμένα ιδρύματα και περιλάμβανε την έννοια της φιλανθρωπίας όχι μόνο προς ισότιμους συμπολίτες που βρίσκονταν σε ανάγκη, αλλά επίσης προς τις κατώτερες , μη προνομιούχες κοινωνικές ομάδες, ανεξαρτήτως φύλου, φυλής ή «εθνικότητας», αφού όλοι οι άνθρωποι θεωρούνταν «αδελφοί». Η αρχή αυτής της φιλοσοφίας βρίσκεται όχι μόνο στη χριστιανική διδασκαλία, αλλά και στη φιλανθρωπική και ανθρωπιστική δράση των ανθρώπων της Εκκλησίας των πρώτων χριστιανικών αιώνων.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ο Πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως όχι μόνο μοίρασε όλη την προσωπική του περιουσία στους φτωχούς της Αντιόχειας, αλλά και κήρυσσε παντού το ενδιαφέρον για τους «αδελφούς φτωχούς» με αποτέλεσμα μια σχετική εξισορρόπηση στην κοινωνική θέση φτωχών, δούλων και άλλων μη προνομιούχων πολιτών, που του απέδωσε το γνωστό χαρακτηρισμό, από το μελετητή J.B. Bury, του «σχεδόν σοσιαλιστή»!

Την Εκκλησία ακολουθούσε στη φιλανθρωπική της δράση και το Κράτος. Όλοι σχεδόν οι αυτοκράτορες και οι αυτοκράτειρες της Πρώιμης Βυζαντινής Περιόδου έλαβαν μέτρα-προσωπικά και νομοθετικά-και, σε συνεργασία με πλούσιους πολίτες-ευεργέτες, έφτιαξαν συγκεκριμένη υλική υποδομή για την εφαρμογή ενός προγράμματος ευρείας κοινωνικής πρόνοιας. Η υποδομή αυτή περιλάμβανε ένα φάσμα φιλανθρωπικών ιδρυμάτων εκ των οποίων αρκετά μας είναι σήμερα γνωστά από τις πηγές. Νοσοκομεία είχαν ιδρυθεί στην Καισάρεια, στην Κωνσταντινούπολη, στην Ιερουσαλήμ, την Έδεσσα της Συρίας, την Άμιδα και αλλού. Ξενώνες(άσυλα) υπήρχαν στην Έφεσο, στη Σκυθόπολη, την Ιεριχώ, την Ιερουσαλήμ, την Κωνσταντινούπολη, όπως επίσης και Γηροκομεία στην πρωτεύουσα και την Παλαιστίνη. Άλλα φιλανθρωπικά ιδρύματα, διάσπαρτα σε πολλές πόλεις της αυτοκρατορίας, ήταν βρεφοκομεία, ορφανοτροφεία, πτωχεία (πτωχοκομεία), αναμορφωτήρια για εκδιδόμενες γυναίκες, ξενοταφεία (χώροι στα νεκροταφεία για την ταφή απόρων), τυφλοκομεία και άλλα.

Τα κοινωνικά φύλα και οι ρόλοι τους.

Η βυζαντινή κοινωνία ήταν μια πατριαρχική κοινωνία και μάλιστα αρκετά συντηρητική ώστε να έχει θεσμοθετήσει συγκεκριμένους ρόλους για τους άνδρες και τις γυναίκες (και για το «τρίτο κοινωνικό φύλο», τους ευνούχους) τόσο στην ιδιωτική όσο και στη δημόσια ζωή. Οι θεσμοί αυτοί ήταν δεσμευτικοί, όχι όμως με απόλυτο τρόπο, αφού πολλές φορές η πραγματικότητα που μας παραδίδουν τα κείμενα είναι κάπως διαφορετική. Η πατριαρχία ήταν στην πράξη λιγότερο ασφυκτική μέσα από την υπαρκτή διέξοδο της βυζαντινής γυναίκας να μην αφοσιωθεί σε μια οικογένεια και ένα σύζυγο αλλά να ζήσει σ’ ένα γυναικείο μοναστήρι αφιερώνοντας τη ζωή της στο Θεό. Ο αποκλεισμός των γυναικών από τη δημόσια ζωή μπορούσε να σπάσει σε κάποιες περιπτώσεις όπου αυτές ήταν αναγκασμένες από τα πράγματα να ενισχύσουν οικονομικά τα σπίτια τους, είτε στις αγροτικές κοινότητες, είτε στις πόλεις, ασκώντας ένα βιοποριστικό επάγγελμα. Και βέβαια δεν ήταν λίγες οι ξεχωριστές προσωπικότητες βυζαντινών γυναικών που έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στην πολιτική και κοινωνική ζωή της δικής τους εποχής αλλά και στο μέλλον του Βυζαντίου, είτε ήταν απλές γυναίκες του λαού, όπως η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, είτε ήταν εξέχουσες εκπρόσωποι της αυτοκρατορικής αυλής ή της αριστοκρατίας, όπως η αυτοκράτειρα Ελένη, η Ιουλιανή Ανικία, η Γάλλα Πλακιδία και άλλες. Όμως και οι ευνούχοι, ως ξεχωριστή κοινωνική κατηγορία, είχαν ένα υπαρκτό και σημαντικό ρόλο.

Δημόσιοι ρόλοι.

Στη δημόσια ζωή του πρώιμου βυζαντινού κράτους κυριαρχούσε η ανδρική παρουσία και δραστηριότητα τόσο θεσμικά όσο και στην πράξη. Στο βασικότερο εφόδιο των παιδιών για το μέλλον τους, τη μόρφωση, είχαν δικαίωμα μόνο τα αγόρια. Αν και αγόρια και κορίτσια μάθαιναν τα πρώτα γράμματα από τη μητέρα τους, στο σπίτι, μετά μόνο τα αγόρια μπορούσαν να φοιτήσουν στα σχολεία, με σπανιότατες εξαιρέσεις στον κανόνα αυτό, Άνδρες είναι αυτοί που παραδίδονται ως πρωταγωνιστές σε όλες τις πλευρές της δημόσιας ζωής (οικονομική, πολιτική, θρησκευτική, στρατιωτική, πνευματική) μέσα από πηγές γραμμένες και πάλι μόνο από άνδρες. Εξάλλου, από νωρίς οι Πατέρες της Εκκλησίας είχαν περιγράψει με τα μελανότερα χρώματα τη γυναικεία φύση και την επικίνδυνη επιρροή της στους άντρες, και πρόβαλλαν ως ιδανικό της σωστής κόρης και συζύγου την πλήρη υποταγή στον πατέρα και το σύζυγο. Η πολιτεία είχε θεσμοθετήσει τον αποκλεισμό της γυναίκας από κάθε δημόσια δραστηριότητα. Έπρεπε να ζει περιορισμένη και απομονωμένη στο σπίτι μακριά από τα μάτια των ανδρών, να ασχολείται με το νοικοκυριό και την ανατροφή των παιδιών έχοντας συνείδηση της κατωτερότητας του φύλου της.

Στην πράξη όμως, η θέση της γυναίκας ήταν διαφορετική, χωρίς βέβαια να είναι ποτέ ισότιμη με του άνδρα. Πολλές γυναίκες βγήκαν στη δημόσια ζωή και σταδιοδρόμησαν επαγγελματικά. Σε κείμενα του 4ου αιώνα και μεταγενέστερα παραδίδονται μαρτυρίες για γυναίκες που πέρα από την κατασκευή των βυζαντινών υφασμάτων (που θεωρούνταν οικιακή εργασία) ασκούσαν για βιοπορισμό το επάγγελμα της ιατρού, της ιατρομαίας, της μαίας, της καλλιγράφισσας ή και της ναυκλήρισσας. Τις μεγαλύτερες δυνατότητες συμμετοχής στην οικονομική στην οικονομική ζωή είχαν οι χήρες που, αν δεν ξαναπαντρεύονταν, διατηρούσαν το δικαίωμα της κυριότητας και διαχείρισης της οικογενειακής περιουσίας. Πολλές γυναίκες αριστοκρατικής καταγωγής επιδίδονταν επίσης σε έργα ευποιίας, όπως η ίδρυση γηροκομείων, οι δωρεές για την ανέγερση ναών και η εθελοντική εργασία στα νοσοκομεία της εποχής. Και βέβαια δεν πρέπει να ξεχάσουμε τις ξεχωριστές προσωπικότητες γυναικών που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του βυζαντινού κράτους όπως η αυτοκράτειρα Ελένη και Θεοδώρα.

Η βυζαντινή κοινωνία μας επιφυλάσσει μια ακόμη κατηγορία του ανδρικού φύλου που όμως είχε κάποια διαφορετικά χαρακτηριστικά από τους άλλους: ήταν οι ευνούχοι. Η ύπαρξη ευνούχων δεν ήταν άγνωστη στην αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη, αλλά την πρώιμη Βυζαντινή περίοδο γνώρισαν σαφώς σημαντική αύξηση καθώς φαίνεται ότι έγιναν ζωτικό στοιχείο της αυτοκρατορικής αυλής από τη βασιλεία του Διοκλητιανού και μετά. Οι αυτοκράτορες τους προσλάμβαναν ως προσωπικό των ανακτόρων γιατί δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν το θρόνο ούτε απειλούσαν τη γνησιότητα των τέκνων της αυτοκρατορικής αυλής. Επιπλέον όμως, οι ευνούχοι βοηθούσαν ιδιαίτερα τον αυτοκράτορα στα καθήκοντά του εφόσον ήταν προσωπικοί του βοηθοί και το άμεσο περιβάλλον του. Η εγγύτητα και η οικειότητά τους προς τον αυτοκράτορα και τις γυναίκες της Αυλής, τις οποίες υπηρετούσαν και πρόσεχαν, τους έδωσαν σημαντικό ρόλο στην πρώιμη βυζαντινή κοινωνία μέσω της επιρροής που ασκούσαν. Ωστόσο, σε πολλά κείμενα διακρίνουμε μια γενική αντιπάθεια του βυζαντινού λαού προς τους ευνούχους.

Ιδιωτικοί ρόλοι- Η οικογένεια.

Η ηλικία γάμου για τους Βυζαντινούς ήταν τα 15 με 25 περίπου χρόνια για τα αγόρια και τα 13 έως 16 για τα κορίτσια. Στην όλη διαδικασία του γάμου αποφασιστικό ρόλο έπαιζε η συναίνεση των δύο συζύγων και απαιτούνταν η προσωπική υπευθυνότητα του καθενός. Ωστόσο, ο γάμος δεν αποκτούσε πλήρη υπόσταση και ισχύ πριν αποδειχθεί η δυνατότητα της νύφης να συμπληρώσει τον αναπαραγωγικό σκοπό της οικογένειας, πριν γεννήσει δηλαδή ένα παιδί. Την τελευταία αυτή ρύθμιση υπαγόρευε το παλιό ρωμαϊκό δίκαιο. Και οι δύο σύζυγοι είχαν το δικαίωμα να ζητήσουν διαζύγιο. Οι γυναίκες σε περίπτωση μοιχείας ή παρανομίας ή διάπραξης ενέργειας που στρεφόταν εναντίον της ενώ οι άνδρες μπορούσαν να ασκήσουν το ίδιο δικαίωμα και σε ενδεχόμενη περίπτωση ανυπακοής ή ανάρμοστης συμπεριφοράς της συζύγου.

Μέσα στην οικογένεια, το βασικό κύτταρο της βυζαντινής κοινωνίας, οι σύζυγοι, σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία όφειλαν να επιδεικνύουν αρετή και πίστη. Ιδιαίτερα οι γυναίκες είχαν ως αποκλειστικό σκοπό στη ζωή το γάμο και την τεκνοποιία ενώ η θέση τους μέσα σ’ αυτόν ήταν παραδοσιακά κατώτερη από του άνδρα. Οικονομική βάση της νέας οικογένειας ήταν η προίκα της γυναίκας.

Όσο για τα παιδιά, τα αγόρια ήταν πιο καλοδεχούμενα γενικά από τα κορίτσια αφού τα τελευταία σήμαιναν για τους γονείς τη μελλοντική υποχρέωση προικοδότησης που ήταν ιδιαίτερα βαριά για οικογένειες με χαμηλό εισόδημα και μικρή ή ανύπαρκτη περιουσία. Ωστόσο, δεν μπορούμε να πούμε ότι τα κορίτσια αντιμετωπίζονταν αρνητικά αφού συμμετείχαν στις διάφορες οικογενειακές υποχρεώσεις εξισορροπώντας έτσι τα αρνητικά επακόλουθα της γέννησής τους. Στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα του πληθυσμού, οι προοπτικές που ανοίγονταν για ένα παιδί μέχρι τα χρόνια του Ιουστινιανού ήταν η πλήρης άρνηση και εγκατάλειψη από τους γονείς, η εκμετάλλευση (πρακτική εκμετάλλευση ή ακόμη και πώληση), και ο γάμος σε κάποια ηλικία ή η καταφυγή σε μοναστήρι.

Η περίπτωση ενός αγίου: Νικόλαος ο εν Βουνένοις.

Ο Άγιος μάρτυς Νικόλαος, καταγόμενος από την Ανατολή, έζησε περί τα τέλη του 9ου και τις αρχές του 10ου μ. Χ. αιώνος. Διακρινόμενος παιδιόθεν για την μεγάλη ευσέβειά του, κατετάγη στον στρατό και, λόγω της σπουδαίας φήμης για την ανδρεία του, σύντομα διορίστηκε από τον αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ τον Σοφό (886-912) διοικητής αποσπάσματος χιλίων ανδρών, που απεστάλη στη Θεσσαλία για την φρούρηση της Λάρισας. Τον Απρίλιο του 901, οι Άραβες, οι οποίοι τρομοκρατούσαν την εποχή εκείνη τις παράκτιες επαρχίες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, κατέλαβαν την πόλη της Δημητριάδος (του σημερινού Βόλου) και προχώρησαν προς το εσωτερικό της Θεσσαλίας, εν μέσω λεηλασιών και αφανισμού του χριστιανικού στοιχείου της επαρχίας. Ο Νικόλαος, αντιλαμβανόμενος ότι δεν ήταν σε θέση να αντισταθεί, αφενός έδωσε εντολή να εκκενωθεί η πόλη της Λάρισας, αφετέρου κατέφυγε, με την συνοδεία μερικών ανδρών, σε σκήτη ασκητών, που εγκαταβίωσαν στα όρη κοντά στον Τύρναβο (16 χλμ. Β.Δ της Λάρισας), ανακαλύπτοντας εκεί, δια της προσευχής και της νηστείας, την πραγματική ειρήνη. Μάλιστα, κατά την διάρκεια νυκτερινής προσευχής του Νικολάου και των συνασκητών του, εμφανίσθηκε άγγελος, ο οποίος τους ανήγγειλε ότι έπρεπε να ετοιμασθούν για να λάβουν σύντομα τον στέφανο του μαρτυρίου.

Λίγες ημέρες αργότερα, οι επιδρομείς επιτέθηκαν στην ορεινή σκήτη. Οι χριστιανοί στρατιώτες, εμψυχωμένοι από τα φλογερά λόγια του Νικολάου και την αγάπη τους για τον Θεό, αρχικά επικράτησαν στη μάχη με τους επιδρομείς, ωστόσο, στη συνέχεια, περικυκλώθηκαν. Αφού υπεβλήθησαν σε φρικτά βασανιστήρια, για να απαρνηθούν την πίστη τους, χωρίς αποτέλεσμα, ωστόσο, για τους βασανιστές τους, εν τέλει υπέκυψαν στα μαρτύριά τους, λαμβάνοντας έτσι τον στέφανο του μαρτυρίου. Ήσαν δε άνδρες δεκατρείς (Αρδόμιος ή Αρμόδιος, Γρηγόριος, Ιωάννης, Δημήτριος, Μιχαήλ, Ακίνδυνος, Θεόδωρος, Παγκράτιος, Παύλος, Χριστόφορος, Παντολέων, Ευόδιος και Αιμιλιανός) και γυναίκες δύο (Ειρήνη και Πελαγία).

Ο μόνος που κατόρθωσε να διαφύγει ήταν ο άγιος Νικόλαος, ο οποίος κατέφυγε στο φαράγγι Βούνεση, πλησίον της πόλεως της Καρδίτσας, όπου, ζώντας για μικρό χρονικό διάστημα σε σπήλαιο στα ριζά μιας μεγάλης βελανιδιάς και νικώντας τα πάθη και τις επιθέσεις των δαιμόνων, διέλαμψε ενώπιον του Θεού και των αγγέλων του, με την λαμπρότητα των αρετών του. Εκεί ανακαλύφθηκε, εν τέλει, και συνελήφθη από τους βαρβάρους, οι οποίοι δεν είχαν παύσει να τον αναζητούν. Παρά τα βασανιστήρια, στα οποία υπεβλήθη για να απαρνηθεί την πίστη του στον Θεό, ο Νικόλαος αποκρίθηκε ότι θα παρέμενε πιστός μέχρι τελευταίας αναπνοής, με αποτέλεσμα να δεχθεί χλεύη και λοιδορίες από τους βαρβάρους, οι οποίοι στο τέλος τον διεπέρασαν με την ίδια τη λόγχη του.

Το σκήνωμα του Αγίου παρέμεινε για πάνω από 80 έτη κρυμμένο στην κουφάλα της βελανιδιάς, θαυματουργικά άθικτο από τη φθορά και τα αγρίμια και ανακαλύφθηκε, τελικά, περί το 985, κατόπιν οράματος, από τον πάσχοντα από ανίατη λέπρα δούκα της Θεσσαλονίκης, Ευφημιανό.

Κατά το Συναξαριστή του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου και τους επιμέρους βίους των αγίων του Συμεών του Μεταφραστή, ολόκληρη η κοινωνική κλίμακα αγιοποιείται εκπροσωπούμενη από εξαιρετικές περιπτώσεις ανθρώπων-αγίων: Πατριάρχες, αρχιερείς, ιερείς, διάκονοι, μοναχοί, παρθένοι μοναχοί, βασιλείς, αυτοκράτειρες, βασιλομήτορες, αρχόντισσες, φτωχοί άνθρωποι του λαού, όλοι, ανεξάρτητα απ’ την κοινωνική τους θέση έχουν τη δυνατότητα να αγιοποιηθούν, ανάλογα με το ύψος της αρετής στο οποίο έχουν φτάσει. Επίσης την ίδια δυνατότητα αγιοποίησης, σε σχέση με τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα έχουν, άνδρες και γυναίκες, των κατωτέρων λαϊκών τάξεων: γαιοκτήμονες, γεωργοί, τσαγκάρηδες, σκυτοτόμοι, όλοι, παντρεμένοι και ανύμφευτοι, σύμφωνα με τον ιερό Χρυσόστομο, μπορούν να μετέχουν της αγιότητας: «Δυνατόν και σφόδρα δυνατόν, και γυναίκας έχοντας την αρετήν μετιέναι, εάν θέλωμεν. Πώς; Εάν έχοντες γυναίκα ως μη έχοντες ώμεν. Εάν μη χαίρωμεν επί κτήσεσιν. εάν τω κόσμω χρώμεθα, ως μη καταχρώμενοι. Οι δε τινες ενεποδίσθησαν από γάμου ιδέτωσαν, ότι ουχ ο γάμος εμπόδιον, αλλ’ η προαίρεσις η κακώς χρησαμένη τω γάμω. Επεί ουδέ ο οίνος ποιεί την μέθην, αλλ’ η κακή προαίρεσις, και το πέραν του μέτρου χρήσθαι. Μετά συμμετρίας τω γαμώ χρώ, και πρώτος εν τη βασιλεία έση, και πάντων απολαύσεις των αγαθών».

Με τον τρόπο αυτό, οι ποικίλες κοινωνικές ανισότητες, ο αποκλεισμός, οι κοινωνικές ταραχές και η δυνατότητα της Κοινωνικής πρόνοιας-Φιλανθρωπίας στη Βυζαντινή Πολιτεία να άρει τα ανθρώπινα, κοινωνικά δεινά προσβλέπουν στο ιδανικό ενός κόσμου που περνά μέσα από την έννοια της αγιότητας και διαχέεται αενάως στο υλικό και πνευματικό πεδίο της ανθρώπινης ύπαρξης.

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

Charanis, P. The monastic properties and the State in the byzantine empire, Dumbarton Oaks Papers, 4, 1948.

Constantelos, D.J. Byzantine philanthropy and social welfare. New Brunswick, New Jersey: University Press, 1968.

Διαμαντοπούλου, Α. «Η τρίτη Οικουμενική Σύνοδος εν Εφέσω», Θεολογία, 1931, 1932 και 1933.

Διαμαντοπούλου, Α. «Η τετάρτη Οικουμενική Σύνοδος εν Χαλκηδόνι», Θεολογία, 1936, 1937 και 1938.

Diehl, C. “Byzantine Civization”, The Cambridge Medieval History, IV, 1923, pp.745-777.

Διομήδου, Α. Ν. Βυζαντιναί μελέται. Τόμοι Α΄-Β΄, Αθήναι: Παπαζήσης, 1942-1946 (Β΄έκδοση τόμ. Α, 1951).

Διομήδου, Α. Ν. «Η εξέλιξις της φορολογίας της γης εις το Βυζάντιον», Επετηρίς της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, τόμ. 19, 1949.

Dowey, G. Justinian and the imperial office. Cincinnati, University of Cincinnati Press, 1968.

Dvornik, F. Early Christian and byzantine political philosophy. Origins and background. Washington: 1966 (δύο τόμοι).

Ζακυθηνού, Δ. Α. Βυζάντιον: Κράτος και κοινωνία. (Ιστορική επισκόπησις). Αθήναι: Ίκαρος, 1951.

Δημητρίου Σοφιανού, Ο άγιος Νικόλαος ο εν Βουναίνη. Βίος και πολιτεία. Κριτική έκδοση, παρατηρήσεις. Εκδόσεις Ακρίτας.

Head, Thomas. Hagiography and the Cult of Saints. The Diocese of Orleans, 800-1200. Cambridge: Cambridge University Press, 1990.

Μελέτες για την Ιστορία του Βυζαντίου της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη, φιλολόγου-ιστορικού, βυζαντινολόγου:

Οι Βίοι των Αγίων της Βυζαντινής περιόδου ως ιστορικές πηγές. (Σημειώσεις και παρατηρήσεις για τα Βυζαντινά αγιολογικά κείμενα της Μέσης περιόδου: 7ος -10ος αιώνας). Αυτοέκδοση. Τρίκαλα 2006. ISBN 960-92360-5-7. (σελ. 468)

Σημειώσεις και παρατηρήσεις στην ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας απ’ τον 11ο ως τον 15ο αι. Τα αγιολογικά κείμενα της περιόδου. (Συμβολή στη μελέτη των βίων των αγίων ως ιστορικών πηγών). Αυτοέκδοση. Τρίκαλα 2006. ISBN 960-92360-6-5. (Σελ. 361).

*Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ’ το Α.Π.Θ.)

.

7 comments

Νίκος Κυριακίδης 27 September 2010 at 15:45

Αμαλία σε εευχαριστώ γι’αυτό το έξοχο δόκιμιο σου!

Reply
imago 27 September 2010 at 16:12

“Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ο Πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως όχι μόνο μοίρασε όλη την προσωπική του περιουσία στους φτωχούς της Αντιόχειας, αλλά και κήρυσσε παντού το ενδιαφέρον για τους «αδελφούς φτωχούς» με αποτέλεσμα μια σχετική εξισορρόπηση στην κοινωνική θέση φτωχών, δούλων και άλλων μη προνομιούχων πολιτών, που του απέδωσε το γνωστό χαρακτηρισμό, από το μελετητή J.B. Bury, του «σχεδόν σοσιαλιστή»!”

Ο όρος “σχεδόν σοσιαλιστής” ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο, αποδόθηκε στον Ιωάννη, είναι αδόκιμος γιατί οι πεποιθήσεις του δεν είχανε καμία σχέση με πολιτική. Απλά ο επονομαζόμενος Χρυσόστομος ήτανε απολύτως συνεπής με το χριστιανικό δόγμα αλλά και τον χριστιανικό τρόπο ζωής, την Εκκλησία.
Οι παρεμβάσεις του δεν είχανε στόχο την κοινωνία ως πολιτεία αλλά την ίδια την Εκκλησία, στην οποία, μετά την κρατικοποίησή της, προσχώρησαν όλοι όσοι ήθελαν να διασφαλίσουνε τα ταξικά των συμφέροντα συμβιβαζόμενοι με την νέα τάξη πραγμάτων.
Το περίεργο είναι, ότι η Εκκλησία τιμά τον Χρυσόστομο αλλά παράλληλα δεν ασκεί καμία απολύτως κριτική στην δομή και τον θεσμικό ρόλο τον οποίο κλήθηκε να διαδραματίσει η Εκκλησία εντός της αυτοκρατορίας. Και πώς θα μπορούσε εξάλλου αφού ο βίος και η πολιτεία του Ιωάννη βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με εκείνη των περισσοτέρων εκκλησιαστικών ποιμένων σήμερα αλλά και σε όλη την διάρκεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας και της τουρκοκρατίας.

Reply
nectos 28 September 2010 at 10:13

Το ενδιάφερον της βυζαντινής αυτοκρατορίας εστιάζεται στο ότι είναι το πρώτο μοναρχικό που
προσπάθησε από την εποχή ακόμη του Ιουστινιανού να εντάξει τις ισχυρές οικογένειες των δυνατών
μέσα στη βυζαντινή εξουσία περιορίζοντας όσο το δυνατόν τις ανισότητες μεταξύ πόλης και
επαρχίας.
Οι νεαρές ήταν σαφέστατες:Όποιος φτωχός δεν μπορούσε να πληρώσει τους φόρους του,αναλάμβανε
να καλύψει την εισφορά του ο πλούσιος της περιοχής.(Αλληλέγγυον).Είχαν προηγηθεί η “Εκλογή”
του Λέοντα `Γ `Ισαυρου και η “Επαναγωγή” του Βασίλειου `Α που καθόριζαν ότι σε περίπτωση
άσχημων καιρικών συνθηκών οι δυνατοί δεν είχαν το δικαίωμα να αγοράσουν τα χωράφια του
μικροκτηματία.Συν τοις άλλοις,όριζαν πλαφόν για το πόσες εκτάσεις γης μπορούσε να αγοράσει ο
δυνατός ενώ απαγορευόταν ρητά η τοκογλυφία.
Μ’αυτό τον τρόπο,ο στρατός είχε συνοχή και υπήρχε ισορροπία ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές τάξεις και μπορούσε ο καθένας να μορφωθεί στα σχολεία και να χαρεί τις μικροαπολαύσεις της ζωής
(γάμος,βαπτίσια,γλέντια,πανηγύρια,ταξίδια σε θρησκευτικούς τόπους)
Νεκτάριος Κατσιλιώτης
Ιστορικός-Εκδότης

Reply
Ανώνυμος 29 September 2010 at 13:11

Πριν μπορέσω να αναφερθώ στο παρόν άρθρο, ως πραγματική απορία θα ήθελα παρακαλώ πολύ, όποιος γνωρίζει -ίσως και η ίδια η συγγραφέας- να μας επιβεβαιώσει:

Το εξωπραγματικό άρθρο περί “Βυζαντινής Ιεράς Εξέτασης” που δημοσιεύεται στο διαδίκτυο
(http://www.matia.gr/library/ebook02_15/index.html)

είναι πράγματι άρθρο της ίδιας συγγραφέως με το παρόν άρθρο;

Η βιβλιογραφία ή μάλλον λιβελλογραφία που αναφέρεται στο τέλος του άρθρου περί “Βυζαντινής Ιεράς Εξέτασης” (http://www.matia.gr/library/ebook02_15/006.html)

έχει όντως έτσι, ή μας γελούν τα μάτια μας;

Από πότε το πολύτομο υβρεολόγιο του Karlheinz Deschner απόκτησε υπόσταση στα βιβλιογραφικά σημειώματα περί επιστημονικής μελέτης του Βυζαντίου;! Ο άνθρωπος αυτός έγραψε τον πρώτο του τόμο πριν 20 ΟΛΟΚΛΗΡΑ ΧΡΟΝΙΑ και ακόμη το έργο του αγνοείται ολοκληρωτικά από την ειδική βιβλιογραφία!

Από πότε ο ολοφάνερα προβληματικός ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ(!) κ. Ρούσσος αναφέρεται σε βιβλιογραφία περί Βυζαντίου, όταν στις αλλόκοτες δημοσιεύσεις του στο διαδίκτυο σε κάθε δύο φράσεις γράφει και μία βλαστήμια κατά οποιασδήποτε εποχής ή προσώπου που εκείνος νομίζει ότι σχετίζεται με τον Χριστιανισμό, και ενώ αθλιολογεί διαρκώς αλλοιώνοντας βιβλικά εδάφια φτάνοντας στο σημείο να γράφει ότι στη Κ.Δ. αναφέρεται ευθέως πως ο Παύλος κορόιδευε(!) τους Χριστιανούς και τους έλεγε ότι ήταν ο …Χριστός;!!!

Η “Αντιγνώση”, της Λιλής Ζωγράφου ένα βιβλίο που με κόπο ο Σάββας Αγουρίδης κατόρθωσε να του ασκήσει κριτική χωρίς να προσβάλει ευθέως τη συγγραφέα για τις αδιανόητες ιστορικές ακροβασίες και αυθαιρεσίες της, τι δουλειά έχει στη βιβλιογραφία αυτή;

Οι “Ρασσοφόροι” του Αγγελίδη, ο Ρασσιάς(!!!), ο Μαρίνης κ.λπ. κ.λπ., από πότε αποτελούν ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ περί Βυζαντίου;

Ποιο στην ευχή πανεπιστήμιο υπάρχει που έχει υποδείξει τους παραπάνω συγγραφείς παραλογοτεχνικών συγγραμμάτων, στα όρια της επιστημονικής φαντασίας, ως βιβλιογραφία περί Βυζαντίου;

Έχει ρίξει έστω μια ματιά ο/η συγγραφέας του άρθρου περί “Βυζαντινής Ιεράς Εξέτασης” στο διαδίκτυο για πόσα ψεύδη και απίθανες ανακρίβειες εγκαλείται ο Ρασσιάς που σε τρία βιβλία έχει συρράψει τον μεγαλύτερο όγκο ανοητολογίας χωρίς να αναφέρει πηγές και χωρίς ίχνος σοβαρότητας;

ΒΛΕΠΟΥΝ ΚΑΛΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΑΣ, ή μήπως κάποιος κάνει πλάκα στην κ. Ηλιάδη και έχει πλαστογραφίση την υπογραφή της στο εν λόγω άρθρο;

Ξαναρωτάμε λοιπόν με ειλικρινή περιέργεια:

Το απίθανο άρθρο περί “Βυζαντινής Ιεράς Εξέτασης”
(http://www.matia.gr/library/ebook02_15/index.html)

και η απίστευτη έως κωμική βιβλιογραφία που αναφέρεται:
(http://www.matia.gr/library/ebook02_15/006.html)

είναι πράγματι από το χέρι της ίδιας συγγραφέως, της κ. Ηλιάδη;

Μακάρι κάποιος να γνώριζε να μας απαντήσει για να δούμε τι συμβαίνει τελικά. Διότι μπορεί κάλλιστα, κάποιος να επιχειρεί να συκοφαντήσει την κ. Ηλιάδη και να μην το γνωρίζει η ίδια.

Ευχαριστώ

Reply
amalia 1 October 2010 at 06:28

Επιθυμώ να δηλώσω ότι δεν συμφωνώ με τον τρόπο που διατυπώνετε τις θέσεις σας. Κατ’ αρχάς, συγχέετε τις αξιολογικές σας κρίσεις, που είναι υποκειμενικές, με τις αυθεντικές μαρτυρίες και τις παραπομπές του άρθρου μου στις πρωτογενείς πηγές.Οι συγγραφείς στους οποίους παραπέμπω στο συγκεκριμένο άρθρο, μπορεί να μην υπήρξαν “έγκριτοι” πανεπιστημιακοί ως ανεξάρτητοι ερευνητές που ήταν, όμως η γνώση και η ελεύθερη έρευνα πρέπει να ξέρετε ότι δεν μονοπωλείται από τα Πανεπιστήμια.
Εξάλλου, το Βυζάντιο, δηλαδή η Ανατολική Ρωμαική αυτοκρατορία, ως πολιτεία πραγματική και όχι μόνο ιδεατή, έχει να επιδείξει τις μεγαλύτερες αντιφάσεις, χωρίς αυτό να μειώνει τη σπουδαιότητα και τη συνεισφορά του στον παγκόσμιο πολιτισμό. Μη δυσκολεύεστε, λοιπόν, να αποδεχτείτε τη “σκοτεινή” όψη ενός κόσμου, όπως ακριβώς αποδέχεστε και τη “φωτεινή” του.
Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, συγγραφέας

Reply
Ανώνυμος 7 October 2010 at 17:45

Δεν νομίζω ότι όσα ανέφερα για την βιβλιογραφία βγαίνουν έξω από τα όρια της κοινής λογικής.

Ρώτησα πρώτ’ απ’ όλα, πότε απόκτησαν «υπόσταση στα βιβλιογραφικά σημειώματα περί επιστημονικής μελέτης του Βυζαντίου;». Πολύ σημαντικό. Και κατόπιν, μετά από αυτό, πρόσθεσα: «Ποιο πανεπιστήμιο υπάρχει που έχει υποδείξει τους συγγραφείς αυτούς ως βιβλιογραφία περί Βυζαντίου;». Το έθεσα δηλ. ως επιπλέον ερώτημα και δεν ξεκίνησα ή περιόρισα το θέμα στα πανεπιστήμια.

Κάθε άνθρωπος λοιπόν που χρησιμοποιεί βιβλιογραφία, μελετά πρώτα τα έργα κάποιων ανθρώπων για τους οποίους έχει ενδιαφερθεί και έχει μάθει ότι μελετούν και αποδίδουν έγκυρα τα του Βυζαντίου.
Αυτό θα το μάθει ρωτώντας τους ειδικευμένους επί του αντικειμένου καθηγητές, ρωτώντας τους βιβλιοθηκονόμους, διαβάζοντας έγκυρες και με μακρά εκδοτική παρουσία εγκυκλοπαίδειες, ακόμα και ρωτώντας έμπειρους ανθρώπους σε βιβλιοπωλεία με παράδοση στο επιστημονικό βιβλίο.

Συγκεντρώνοντας και εξετάζοντας όλες αυτές τις πληροφορίες, θα φτάσει ο ενδιαφερόμενος σε κάποια βασικά έργα αλλά και σε κάποια βιβλία που ειδικεύονται στην παρουσίαση βιβλιογραφιών περί Βυζαντίου. Αυτά τα έργα, θα τον οδηγήσουν σε κάποια επιπλέον βιβλιογραφία. Αυτή η βιβλιογραφία, με τη σειρά της, θα τον οδηγήσει σε μια πρόσθετη βιβλιογραφία. Η εμπειρία που θα συγκεντρώνει με τον καιρό θα τον οδηγήσει και στα ειδικά περιοδικά όπου θα μελετά τα σχετικά βιβλιογραφικά σημειώματα.

Το ερώτημα είναι, σε ποια έκταση, πόσο συχνά, και σε ποιον κρίκο αυτής της αλυσίδας έγκυρης πληροφόρησης βρήκατε τους συγγραφείς Ρασσιά, Ρούσσο, Μαρίνη, την «Αντιγνώση» της Λιλής Ζωγράφου ή τον Karlheinz Deschner, τους οποίους βάλατε στην βιβλιογραφία σας στο τέλος του άρθρου περί “Βυζαντινής Ιεράς Εξέτασης”, ώστε να μας προτείνετε να τους διαβάσουμε;

Και οφείλω να πω ότι το Βυζάντιο δεν είναι περισσότερο αντιφατικό από άλλες κοινωνίες. Δυστυχώς όμως, μερικοί συγγραφείς από αυτούς που επικαλείστε, δεν παρουσιάζουν απλά «σκοτεινές» ΠΛΕΥΡΕΣ, αλλά ΟΛΟΚΛΗΡΟ το Βυζάντιο ως ΘΕΟΣΚΟΤΕΙΝΟ, πράγμα που απέχει από την αλήθεια 180 μοίρες και δείχνει ότι η βιβλιογραφική τους ενημέρωση (αν υπάρχει) έχει σταματήσει στον 18ο αιώνα και στον Γίββωνα.

Το Βυζάντιο και οι άνθρωποί του δεν έχουν περισσότερες σκοτεινές στιγμές από οποιαδήποτε νεωτερική (ή μετα-νεωτερική) κοινωνία και έχω δει ότι το γνωρίζετε καλά αυτό και το υποστηρίζετε.
Όμως, συγγραφείς σαν κι αυτούς που μας προτείνετε, ονομάζουν τα πάντα «πρόοδο» αρκεί να χρονολογούνται ΜΕΧΡΙ και τον 3ο αιώνα μ.Χ. ή ΜΕΤΑ από την Γαλλική Επανάσταση. Σχεδόν κάθε τι ενδιάμεσο, κατ’ αυτούς αποτελεί «σκοτάδι».

Παρόλο που το ολοκαύτωμα έγινε όχι στον «μεσαίωνα» αλλά στον 20ο αιώνα, εξοντώνοντας στα διάφορα Άουσβιτς-Μπίρκεναου περισσότερους ανθρώπους από όλη την περίοδο της δυτικής Ιεράς Εξέτασης. Παρ’ όλο που η καπιταλιστική φεουδαρχία, ξεκίνησε από τους δήθεν πολέμιους της μεσαιωνικής φεουδαρχίας και στον 19ο αιώνα 5-6 κράτη έφτασαν να ελέγχουν τον πληθυσμό και την παραγωγή σε Κίνα, Ινδία, Μαρόκο, Βιρμανία, Βιετνάμ, Αφρική, Βραζιλία, Περού κ.λπ.
Παρ’ όλο που στα χαρτιά η δουλεία καταργήθηκε, όμως οι πληθυσμοί των αποικιών και οι βαρυποινίτες των «προοδευμένων» κρατών πήραν τη θέση τους.
Παρ’ όλο που η αστική και η βιομηχανική ανάπτυξη οδήγησαν σε νέο μεσαίωνα και χιλιάδες θύματα την εργατική τάξη, όπου παιδιά από 5-6 ετών πωλούνταν σε βιομήχανους και πέθαιναν από τα δηλητηριώδη και τα εκρηκτικά αέρια στα στενά λαγούμια των ανθρακωρυχείων, ενώ στις ανατολικές δικτατορίες της Ρωσίας, της Κίνας, της Καμπότζης κ.λπ. έχουμε εκατομμύρια θύματα στον 20ο αιώνα, δήθεν στο όνομα της «απελευθέρωσης» της εργατικής τάξης.
Και “φυσικά” ούτε λόγος για το ότι ο Βολταίρος έκανε επενδύσεις στο δουλεμπόριο, ο Λούθηρος ενέκρινε την αιματηρή καταστολή 100.000 ανθρώπων στην «επανάσταση των χωρικών» και πολλοί διαφωτιστές και διαφωτισμένοι εξύβριζαν συστηματικά μαύρους, εβραίους και «αγράμματους χωριάτες».

Όταν λοιπόν οι παραπάνω πλευρές της εποχής της «προόδου» μένουν πάντα στην σκιά και ουδείς τις αναφέρει, φανερώνεται μια ισοπεδωτική αντίληψη η οποία είναι μία ακόμη αιτία για την οποία όσοι ανέφερα πιο πάνω και περιέχονται στη βιβλιογραφία του άρθρου σας είναι ΑΝΥΠΑΡΚΤΟΙ για την επιστημονική μελέτη του Βυζαντίου. Τα κείμενά τους δεν είναι επιστημονικά, αλλά καθαρά προϊόντα ιδεολογικοποιημένων ερμηνειών.
Και πραγματικά, θα ήθελα να μας υποδείξετε βυζαντινολόγους που τους επικαλούνται και αντλούν από αυτούς τα περί βυζαντίου συμπεράσματά τους.

Υ.Γ.
Κύριος σκοπός του δεύτερου μηνύματός μου είναι όχι να “μαλώσω” μαζί σας, αλλά να προτείνω στους αναγνώστες να ψάξουν το θέμα και να είναι σίγουροι ότι θα αμφισβητήσουν και εκείνοι την εγκυρότητα των συγγραφέων αυτών ως προς τα οποιαδήποτε συμπεράσματά τους σχετικά με το Βυζάντιο.

Reply
amalia 8 October 2010 at 07:05

Επειδή διαβάζοντας το σχόλιό σας στο άρθρο μου κατανόησα πως οι απόψεις μου παραμένουν “παρεξηγημένες”, θεωρώ σκόπιμο να σας επαναλάβω την άποψή μου:”Οι συγγραφείς στους οποίους παραπέμπω στο συγκεκριμένο άρθρο, μπορεί να μην υπήρξαν “έγκριτοι” πανεπιστημιακοί ως ανεξάρτητοι ερευνητές που ήταν, όμως η γνώση και η ελεύθερη έρευνα πρέπει να ξέρετε ότι δεν μονοπωλείται από τα Πανεπιστήμια”.
Από την άλλη πλευρά, ακόμη και τα πιο “αποστειρωμένα”, “στεγνά” επιστημονικά κείμενα ποτέ δεν είναι τόσο αποκαθαρμένα προιόντα ώστε να μην περιέχουν έστω και ψήγματα ιδεολογικοποιημένων ερμηνειών. Στις περισσότερες, δε, των περιπτώσεων αντανακλούν τις κυρίαρχες ή μη κυρίαρχες ιδέες του ιστορικοκοινωνικού τους πλαισίου.
Δεν διαφωνώ ούτε κατ’ ελάχιστον μαζί σας στο ότι το Βυζάντιο και οι άνθρωποί του δεν έχουν περισσότερες σκοτεινές στιγμές από οποιαδήποτε νεωτερική (ή μετα-νεωτερική) κοινωνία. Και με τα πολλά και εύγλωττα ιστορικά σας παραδείγματα καταδεικνύεται του λόγου το αληθές.Όμως για αυτόν ακριβώς το λόγο πρέπει, τουλάχιστον τις πρωτογενείς πηγές κάθε εποχής να τις προσεγγίζουμε με το διττό σκεπτικό του ερευνητή που έχει εμπεδώσει την αντιφατικότητα των ανθρωπίνων πραγμάτων γιατί κάθε όχθη ποταμού έχει και την αντίπερά της.
Γι αυτούς τους λόγους το άρθρο μου, που τόσο σας ξένισε, προσεγγίζει το θέμα της “ιεράς εξέτασης” (βλ. λογοκρισία, φανατισμός, ανελευθερία στο Βυζάντιο)χωρίς τις ακρότητες των πλέον “λαύρων” ιδεολογικών εχθρών του Βυζαντίου ( στους οποίους αναφέρεστε), όμως με επαρκή τεκμηρίωση όσον αφορά την παράθεση και ερμηνεία πρωτογενών πηγών.
Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, συγγραφέας.

Reply

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.