Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος*
Το Α’ Μέρος: Ένας θρύλος γεννιέται
Το Β’ Μέρος: Η Θεοφανώ και το Άγιον Όρος
Το Γ’ Μέρος: Η μάστιγα του Ισλάμ
Σε αυτήν την στήλη έχουμε αναλύσει πολλές φορές πως το Βυζάντιο δεν ήταν παρά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, το οποίο επέζησε την πτώση της Δύσης και συνέχισε για μία περίπου χιλιετία. Οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν τους εαυτούς τους Ρωμαίους και ήταν πολύ περήφανοι για αυτό, καθώς έτσι συνέδεαν την ταυτότητα τους με ένα ένδοξο παρελθόν και δικαιολογούντο οι αξιώσεις τους για παγκόσμια κυριαρχία. Με τον σταδιακό εκπολιτισμό και εκχριστιανισμό των δυτικών βαρβάρων από τον πάπα της Ρώμης, ο οποίος με τον καιρό απομακρυνόταν από την επιρροή του Βυζαντίου, ο ρωμαϊκός τίτλος αμφισβητήθηκε.
Πρώτα οι Φράγκοι, υπό τον βασιλιά τους Καρλομάγνο κατέκτησαν μεγάλο μέρος της Ευρώπης και το έτος 800 διεκδίκησαν τον τίτλο του Ρωμαίου αυτοκράτορα, με το πρόσχημα πως τότε στην Κωνσταντινούπολη βασίλευε μία γυναίκα, η Ειρήνη η Αθηναία. Η αυτοκρατορία του Καρλομάγνου όμως σύντομα διασπάστηκε ενώ ο ίδιος ο τίτλος του καίσαρα εγκαταλείφθηκε.
Στα μέσα του 10ου αιώνα το βασίλειο της Ανατολικής Φραγκίας, της σημερινή Γερμανίας ουσιαστικά επεκτάθηκε προς τα παλιά αυτοκρατορικά σύνορα. Υπό την ηγεσία του Όθωνα του Μεγάλου οι Γερμανοί απέκρουσαν τις επιδρομές των Ούγγρων, που είχαν γίνει μάστιγα της κεντρικής Ευρώπης. Το έτος 962, ένα χρόνο πριν την άνοδο του Νικηφόρου Φωκά στην Ανατολή, ο Όθων στέφθηκε Ρωμαίος αυτοκράτορας από τον πάπα.
Φυσικά αυτή η εξέλιξη προκάλεσε την οργή της Κωνσταντινούπολης, η οποία έβλεπε πίσω από τον σφετερισμό του ονόματος επιβουλές ενάντια στις ιταλικές της κτήσεις. Ακολούθησε ανταλλαγή πρεσβειών, όπου εξετάστηκε το ενδεχόμενο να συναφθεί ένας βασιλικός γάμος, ανάμεσα στον γιο του Όθωνα και κάποια Βυζαντινή πριγκίπισσα. Ο Όθων όμως, εκμεταλλεύτηκε το πρόσχημα της διπλωματίας για να εισβάλει στα βυζαντινά εδάφη της Ιταλίας. Η αποτυχία να καταλάβει το Μπάρι οδήγησε τα γερμανικά στρατεύματα σε υποχώρηση, και ο Όθων έστειλε νέα πρεσβεία στην Βασιλεύουσα, υπό τον Λιουτπράνδο, επίσκοπο της Κρεμόνας. Ο Νικηφόρος όμως ήταν ήδη έξαλλος.
Ο Λιουτπράνδος, φθάνοντας στην Κωνσταντινούπολη το 968, έτυχε πολύ κακής υποδοχής. Όπως καταγγέλλει ο ίδιος σε γράμμα προς τον βασιλιά του, οι Βυζαντινοί αξιωματούχοι τον υπέβαλαν σε κάθε λογής καψώνια, αφήνοντας τον να περιμένει ώρες στην βροχή, στεγάζοντας τον σε ακατάλληλα καταλύματα όπου πάγωνε τα βράδια και ζεσταινόταν την ημέρα, ενώ όταν μετά από μήνες έγινε δεκτός στα ανάκτορα, στην αίθουσα δεξιώσεων τον έβαλαν να καθίσει στο τελευταίο τραπέζι. Ο Γερμανός κληρικός αναφέρει με αηδία το πώς είχε τοποθετηθεί σε καλύτερη θέση ο πρέσβης της Βουλγαρίας, που ήταν “άπλυτος, με κοντά μαλλιά και ζωσμένος με αλυσίδες”.
Όταν τελικά μπόρεσε να μιλήσει με βασιλικούς αξιωματούχους, ο Λιουτπράνδος επανέφερε το θέμα του βασιλικού γάμου, ζητώντας ως προίκα τη νότια Ιταλία. Η βυζαντινή πλευρά θεώρησε απαράδεκτο μία πορφυρογέννητη πριγκίπισσα να πάει στους βαρβάρους. Ιδιαίτερα έντονη ήταν η λογομαχία μεταξύ του επισκόπου και του ίδιου του Νικηφόρου, ο οποίος έδειξε την περιφρόνηση του προς τη στρατιωτική δύναμη των Γερμανών. Την κατάσταση επιδείνωσε η άφιξη μίας παπικής πρεσβείας στην Πόλη, μεταφέροντας γράμμα για τον αυτοκράτορα. Ο πάπας Ιωάννης ΙΓ’ προσφωνούσε το Νικηφόρο ως βασιλέα των Γραικών, όχι των Ρωμαίων, και του ζητούσε να έρθει σε συμφωνία με το “αγαπητό πνευματικό του τέκνο”, τον Όθωνα, στον οποίο απένειμε τον τίτλο του Ρωμαίου αυτοκράτορα. Οργισμένοι οι Βυζαντινοί έριξαν τους πρέσβεις στη φυλακή, και άφησαν τον Λιουτπράνδο να φύγει μόνο αφού υποσχέθηκε πως σε κάθε μελλοντική αλληλογραφία ο Νικηφόρος θα προσφωνείτο “αύγουστος και αυτοκράτορας των Ρωμαίων”. Ο Γερμανός κληρικός έφυγε για την πατρίδα του, όχι όμως πριν οι βυζαντινές αρχές του κατάσχουν τα πολύτιμα υφάσματα που είχε αγοράσει για να στολίσει την μητρόπολη του. Η διαμάχη με τους Γερμανούς θα συνεχιζόταν μέχρι το τέλος της βασιλείας του Φωκά.
Σε ένα άλλο σημείο του ευρωπαϊκού μετώπου, ο Νικηφόρος ήρθε σε σύγκρουση με τη Βουλγαρία. Για χρόνια το Βυζάντιο πλήρωνε μία χορηγία στους Βουλγάρους, με αντάλλαγμα να σταματούν τις ουγγρικές επιδρομές. Ο αυτοκράτορας όμως θεώρησε προσβλητικό εκείνος, που είχε συντρίψει τους Άραβες, να πληρώνει φόρο υποτέλειας σε ένα έθνος “πάμφτωχο και μιαρό”, του οποίου ο βασιλιάς “τρώει πετσιά και δέρματα”, όπως λένε οι επιστολές. Διέταξε λοιπόν να δείρουν τους Βουλγάρους πρέσβεις (δεν το είχε γενικά με την διπλωματία ο Νικηφόρος) και οργάνωσε εκστρατεία κατά της χώρας τους. Προτιμώντας δε να μη διακινδυνεύσει τον αυτοκρατορικό στρατό, πλήρωσε μία μεγάλη ποσότητα χρυσού στους Ρως, τους Βίκινγκς που είχαν καταλάβει τη σημερινή Ουκρανία, για να εισβάλουν εκείνοι στο όνομα του. Πράγματι οι Ρως, υπό την ηγεσία του πρίγκιπα Σβιατοσλάβου, έπεσαν με μανία στη Βουλγαρία και διέλυσαν κάθε αντίσταση, προχωρώντας σε τεράστιες σφαγές. Αρνήθηκαν όμως να αρκεστούν στην αμοιβή τους και αποφάσισαν να κρατήσουν τη Βουλγαρία για τον εαυτό τους.
Ο Νικηφόρος βρέθηκε με μία απειλή ακόμη χειρότερη σε απόσταση αναπνοής από την Κωνσταντινούπολη. Και τα πράγματα στο εσωτερικό είχαν αρχίσει να παίρνουν άσχημη τροπή…
(συνεχίζεται)
ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΕΡΟΣ
*φοιτητής διεθνών, ευρωπαϊκών και περιφερειακών σπουδών (mnovakopoulos.blogspot.gr)
2 comments
Εκπληκτικό κείμενο. κ. Νοβακόπουλε, γράφετε με έναν φρέσκο, δικό σας τρόπο: θα ήθελα να σας παρακαλέσω να κάνετε ανάλογη ανάλυση και στο κείμενο του Συλβέστρου Συρόπουλου όπου, στην ουσία, έχουμε την τελική μάχη Ανατολής – Δύσης, διαλεκτική αυτή την φορά.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Θα το έχω υπ’ όψιν μου