Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος*
Το Α’ Μέρος: Ένας θρύλος γεννιέται
Το Β’ Μέρος: Η Θεοφανώ και το Άγιον Όρος
Το Γ’ Μέρος: Η μάστιγα του Ισλάμ
Το Δ’ Μέρος: Η σύγκρουση με τους Γερμανούς
Για τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά, το έτος 969 έφερε το σπουδαιότερο νέο της βασιλείας του: αγγελιοφόροι από τη Συρία αναγγέλλουν την απελευθέρωση της Αντιόχειας. Η ξακουστή πόλη, κόσμημα του βασιλείου των Σελευκιδών και τόπος που για πρώτη φορά οι ακόλουθοι του Ευαγγελίου ονομάστηκαν χριστιανοί, βρέθηκε ξανά σε ρωμαϊκά χέρια. Ο αυτοκράτορας δόξασε τον Θεό για την επιτυχία και κήρυξε γιορτές. Όμως η χαρά του κράτησε λίγο: ένας μοναχός εμφανίστηκε για να του φέρει ένα μήνυμα «Βασιλέα, σε εμένα το σκουλήκι αποκαλύφθηκε από την θεία πρόνοια ότι θα αποδημήσεις από αυτήν εδώ τη ζωή τρεις μήνες μετά τον Σεπτέμβριο που πέρασε».
Μέχρι τώρα αναφερθήκαμε στην εξωτερική πολιτική και τα στρατιωτικά κατορθώματα του Νικηφόρου Φωκά, τα οποία τον έκαναν ζωντανό θρύλο για τους υπηκόους του και τρόμο για τους εχθρούς της αυτοκρατορίας. Στον τομέα όμως της διαχείρισης των εσωτερικών πραγμάτων του κράτους η κληρονομιά του υπήρξε πιο αμφιλεγόμενη.
Οι διαρκείς πόλεμοι του εναντίον των Αράβων και των άλλων εχθρών της Ρωμανίας είχαν αποτέλεσμα μεγάλες πιέσεις στο βασιλικό θησαυροφυλάκιο. Σε διαρκή ανάγκη χρημάτων για το στρατό, ο Νικηφόρος ακολούθησε μία αυστηρή πολιτική λιτότητας.
Η βασιλεία του είδε τη νόθευση του χρυσού νομίσματος, την αύξηση των φόρων και της τιμής βασικών ειδών διατροφής όπως το ψωμί. Αυτό το τελευταίο δεν αποτελεί απαραίτητα ευθύνη του Νικηφόρου, καθώς τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του αναφέρονται κακές σοδειές και επιδημίες τρωκτικών στη Μικρά Ασία. Μετέπειτα Ρωμαίοι ιστορικοί όμως κατηγορούν εκείνον και τον αδελφό του Λέοντα πως κερδοσκοπούσαν σκόπιμα με τις τιμές του σιταριού, οδηγώντας τον λαό σε απόγνωση. Οι μαρτυρίες αυτές σήμερα αμφισβητούνται ως υποκινούμενες από πολιτική σκοπιμότητα.
Παρ’ ότι ευσεβής πιστός, ο Νικηφόρος επέβαλε μία σειρά περιοριστικών μέτρων στην Εκκλησία, για να εμποδίσει την αύξηση της περιουσίας της. Κατήργησε ακόμη τις εθιμικές χορηγίες και δώρα που ο θρόνος απένειμε στα μοναστήρια και την σύγκλητο. Ο αυτοκράτορας έλαβε ιδιαίτερα μέτρα για την προστασία των στρατιωτών καλλιεργητών, που αποτελούσαν τον πυρήνα του στρατού του. Από την άλλη, κατήργησε ορισμένους νόμους που εμπόδιζαν τους μεγαλοκτηματίες να αγοράζουν την γη των φτωχών, ευνοώντας έτσι την αριστοκρατία.
Οι οικονομικές επιβαρύνσεις του πληθυσμού έκαναν τον αρχικό ενθουσιασμό για τις στρατιωτικές νίκες να ξεθωριάσει και τον λαό να δυσαρεστηθεί με τον αυτοκράτορα. Την εικόνα του Νικηφόρου αμαύρωσε και ένα ατυχές περιστατικό που καταγράφουν οι ιστορικοί. Την Κυριακή του Πάσχα του 967 ο αυτοκράτορας διοργάνωσε γιορτές στον ιππόδρομο. Για να διασκεδάσει το κοινό, ο Νικηφόρος διέταξε μία ομάδα στρατιωτών να μπουν στην αρένα και να κάνουν μία προσομοίωση μονομαχίας. Βλέποντας τους πάνοπλους και θωρακισμένους άνδρες του Νικηφόρου να παίρνουν θέση, το πλήθος πανικοβλήθηκε και έτρεξε προς τις εξόδους. Μέσα στο χάος πολλοί άνθρωποι ποδοπατήθηκαν και έχασαν τη ζωή τους. Όταν ο Νικηφόρος βγήκε αργότερα στους δρόμους της Πόλης, αντί για τις συνήθεις ζητωκραυγές έγινε δεκτός με βρισιές και κατάρες από τους συγγενείς των θυμάτων. Μία γυναίκα έφτασε στο σημείο να τον πετροβολήσει από την οροφή του σπιτιού της. Η φρουρά του αυτοκράτορα την συνέλαβε αμέσως, και καταδικάστηκε να καεί ζωντανή.
Ο αυτοκράτορας άρχισε να γίνεται καχύποπτος και αποσύρθηκε σε έναν οχυρωμένο πύργο των ανακτόρων του Βουκολέοντος για ασφάλεια. Και πράγματι, πίσω από την πλάτη του οι εξελίξεις προμηνύονταν ανησυχητικές. Η αυτοκράτειρα Θεοφανώ, η οποία ποτέ δεν έδειξε ενθουσιασμό για τον μεσήλικα και ασκητικό Νικηφόρο, σύναψε σχέση με τον Ιωάννη Τσιμισκή, ανιψιό του αυτοκράτορα και έναν από τους καλύτερους στρατηγούς του. Μαζί συνωμότησαν να τον δολοφονήσουν και να πάρει ο Ιωάννης το θρόνο.
Στις 10 Δεκεμβρίου του 969 μία ομάδα οπλισμένων αντρών μπήκε στα βασιλικά ανάκτορα. Ήταν ντυμένοι γυναικεία και φύλαγαν τα σπαθιά τους κάτω από τα μακριά φορέματα. Οι συνωμότες κρύφτηκαν στον γυναικωνίτη και περίμεναν να πέσει η νύχτα. Ο Νικηφόρος φαίνεται πως κάτι υποψιάστηκε και ζήτησε να ερευνηθεί αυτό το δωμάτιο. Ο αυλικός όμως που έστειλε για αυτήν τη δουλειά ήταν συνεννοημένος με τους δράστες και βεβαίωσε πως όλα έβαιναν καλώς. Η ίδια η Θεοφανώ επισκέφθηκε τον Νικηφόρο στα διαμερίσματα του για να τον καθησυχάσει, στη συνέχεια όμως αποχώρησε.
Μόλις έπεσε η νύχτα και παρά την τρικυμία, ο Ιωάννης Τσιμισκής προσέγγισε με μία βάρκα τα ανάκτορα και σκαρφάλωσε στον πύργο. Μαζί με τους άλλους συνωμότες όρμησε στο δωμάτιο του Νικηφόρου με γυμνά σπαθιά για να τον δολοφονήσουν. Μπαίνοντας μέσα, είδαν το κρεβάτι του άδειο. Πανικός τους κατέλαβε, αφού σκέφτηκαν πως ο αυτοκράτορας είχε πληροφορηθεί για το σχέδιο. Ένας αυλικός όμως τους ζήτησε να κοιτάξουν από το πλάι. Εκεί βρήκαν το Νικηφόρο να κοιμάται, ως συνήθως, στο πάτωμα. Αμέσως όρμησαν να τον κατακρεουργήσουν: Ο αυτοκράτορας σηκώθηκε αιμόφυρτος και προσπάθησε να ξεφύγει. «Βοήθεια Θεοτόκε», πρόλαβε να φωνάξει, καθώς τα σπαθιά του Ιωάννη και των συντρόφων του τον αποτελείωσαν.
Οι υποστηρικτές του Ιωάννη βγήκαν στους δρόμους και άρχισαν να τον επευφημούν ως βασιλέα. Όταν η φρουρά έτρεξε στο δωμάτιο του Νικηφόρου, ήταν ήδη πολύ αργά. Ο Ιωάννης θα βασίλευε για 7 χρόνια, συνεχίζοντας με επιτυχία τους πολέμους του Νικηφόρου κατά των μουσουλμάνων. Πρώτα όμως φρόντισε να κλείσει την συνεργό του Θεοφανώ σε μοναστήρι και να εξορίσει τους συνεργούς του, όπως απαίτησε ο πατριάρχης προτού τον στέψει αυτοκράτορα.
Γιατί την προδοσία πολλοί αγάπησαν, τον προδότη όμως κανείς.
Αυτό ήταν λοιπόν το τέλος του Νικηφόρου Φωκά. Ο σκληροτράχηλος, αυστηρός και θεοφοβούμενος αυτοκράτορας χάρισε στην Ανατολική Ρώμη μερικές από τις λαμπρότερες νίκες της, σφραγίζοντας την μεγάλη αντεπίθεση της ενάντια στο αραβικό Χαλιφάτο. Έχει ειπωθεί πως η σκληρή στρατιωτική νοοτροπία δεν ταίριαζε με την παραδοσιακή προσέγγιση της ρωμαϊκής εξωτερικής πολιτικής, που βασιζόταν στη διαπραγμάτευση, την εξαπάτηση και την διατήρηση λεπτών ισορροπιών. Η μνήμη όμως του Νικηφόρου διατηρήθηκε με πολύ μεγάλη αγάπη στο Άγιον Όρος, το οποίο θεμελίωσε και προστάτευσε.
Μέχρι σήμερα ο αυτοκράτορας παραμένει σύμβολο της πολεμικής και κατακτητικής δύναμης της Ρωμιοσύνης, η οποία, ύστερα από αιώνες δυσκολιών, δεν θα ανεχόταν πλέον την ταπείνωση στα χέρια των εχθρών της. Η ελευθερία και η δύναμη της δεν κερδήθηκε μόνο μέσα από την προσευχή, τα γράμματα και την εργασία, αλλά και με το σπαθί και το αίμα.
Στο τάφο του Νικηφόρου, ο μητροπολίτης Μελιτήνης Ιωάννης έγραψε ένα ποίημα, το οποίο καταλήγει με έναν πικρό στίχο, δείγμα της αλύπητης, τραγικής ειρωνίας της ιστορίας.
«Όλα τα κατέκτησε ο Νικηφόρος, εκτός από μία γυναίκα»
*φοιτητής διεθνών, ευρωπαϊκών και περιφερειακών σπουδών (mnovakopoulos.blogspot.gr)