Δημοσιεύουμε ένα εκτενές απόσπασμα από το νέο σημαντικό
βιβλίο του Βασίλειου Μαρκεζίνη, Μια νέα εξωτερική πολιτική για την Ελλάδα (Στα
πλαίσια της βαθμιαίας ανεξαρτητοποίησης της Ευρώπης από τις ΗΠΑ), που θα
κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις Λιβάνη και θα παρουσιαστεί από τον ίδιο
τον συγγραφέα στις 19 Οκτωβρίου στην Αθήνα. Ευχαριστούμε τον Βασίλειο Μαρκεζίνη
που μας τίμησε με την πρώτη προδημοσίευση του βιβλίου του, τον Γιώργο
Ευαγγελόπουλο που μας πληροφόρησε για την έκδοση του βιβλίου, τον εκδότη Ηλία
Λιβάνη για την έγκρισή του να γίνει αυτή η προδημοσίευση.
Επιλέξαμε να παρουσιάσουμε ένα απόσπασμα από το τρίτο
μέρος του βιβλίου, «Το μέλλον της Ελλάδας» και πιο συγκεκριμένα, τρία
υποκεφάλαια που αφορούν τις σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία.
Τρίτο Μέρος:
Το μέλλον της Ελλάδας
Η αναγκαιότητα ενσωμάτωσης των σύγχρονων αλλαγών σε μια σχεδιασμένη
εξωτερική πολιτική
Ήταν οι Οθωμανοί
ανεκτικά και ανοικτόμυαλα αφεντικά;
ακόμη, ευρύτερο ζήτημα, το οποίο έθεσαν πρόσφατα με επιδεξιότητα οι γείτονές
μας αλλά, εμείς, εξ όσων γνωρίζω, ουδέποτε θελήσαμε να το σχολιάσουμε1. Και
αναφέρομαι στο –κατά τη γνώμη μου, παραπειστικά υπεραπλουστευμένο– επιχείρημά
τους ότι η οθωμανική κυριαρχία επέτρεψε, και μάλιστα ενθάρρυνε, τόσο την
εθνοτική και θρησκευτική ποικιλότητα όσο και την ειρηνική συνύπαρξη, κατά έναν
τρόπο που «ένωσε», όπως ποτέ άλλοτε στο παρελθόν (ή και στο μέλλον), τους
ετερόκλητους πληθυσμούς των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής (και όχι μόνο)2.
Το επιχείρημα αυτό μοιάζει πρωτίστως να απευθύνεται στο ευρύ κοινό, ως
αποδεικτικό ενός πεφωτισμένου παρελθόντος, αλλά και πιθανών μελλοντικών
ωφελειών προς την Ευρώπη από περιοχές (όπως τα Βαλκάνια) όπου οι διχασμοί έχουν
αποτελέσει ενδημικά φαινόμενα.
Το επιχείρημα αυτό συνδέεται με ένα περίπλοκο θέμα, το οποίο μπορεί να
εξεταστεί μόνο μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της αργόσυρτης πορείας της Τουρκίας
προς τη νεωτερικότητα.
Η δυσκολία αυτή σχετίζεται κατ’ αρχάς με την αμοιβαία επιρροή που είχαν
«εξωτερικοί» και «εσωτερικοί» παράγοντες στην εξελικτική πορεία της Τουρκίας
προς τη νεωτερικότητα. Οφείλουμε να κατανοήσουμε πλήρως αυτόν τον συσχετισμό
προτού μπορέσουμε να αποτιμήσουμε τον ισχυρισμό της Τουρκίας, στο πλαίσιο της
σημερινής «λογομαχίας», ότι οι Οθωμανοί προπάτορές της ασκούσαν πολιτική
εθνοτικής και θρησκευτικής ανεκτικότητας, και ότι το γεγονός αυτό την καθιστά
ικανή να επαναλάβει αυτή την πολιτική – και μάλιστα, σήμερα, σε ολόκληρη την
Ευρώπη.
Για να καταλάβουμε τα βασικά στοιχεία της τουρκικής εκσυγχρονιστικής
διαδικασίας οφείλουμε ευθύς εξαρχής να τονίσουμε ότι ο προσανατολισμός της
Τουρκίας προς τη νεωτερικότητα συνδεόταν στενά με την κίνηση του εκδυτικισμού
που άρχισε να εκδηλώνεται από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα. Η κίνηση αυτή
ενισχύθηκε σημαντικά όχι μόνο χάρη στις αυξημένες τουρκικές επαφές με την
Ευρώπη, αλλά και επειδή, αφ’ ενός, έγινε αντιληπτή ως μέσο περιορισμού των
πρώτων σοβαρών συμπτωμάτων παρακμής που προέκυψαν έπειτα από κάποιες δυσμενείς
διεθνείς συνθήκες (οι οποίες τερμάτισαν ανεπιτυχείς πολέμους) και, αφ’ ετέρου,
επειδή ήταν αναγκαίο να αναχαιτιστεί η εντεινόμενη «φεουδοποίηση» εντός της
αυτοκρατορίας που αφαιρούσε από την κεντρική κυβέρνηση τις παραδοσιακές
εξουσίες της.
Οι ιδέες αυτές περιέχονται στις νομοθετικές αποφάσεις που ακολούθησαν το
Τανζιμάτ Φερμάν1 της 3ης Νοεμβρίου 1839 του σουλτάνου Αμπντούλ Μετζίτ
(Abdόlmecid) και συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου του Τανζιμάτ (ή
των «μεταρρυθμίσεων»), η οποία έλαβε τέλος με την αναστολή του Συντάγματος του
1876 από τον σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β το ίδιο έτος.
Το στοιχείο που καθιστά σημαντικές αυτές τις μεταρρυθμίσεις, αλλά και
κατάλληλες να χρησιμοποιηθούν σήμερα για προπαγανδιστικούς λόγους, είναι η
ενίοτε αξιοπρόσεκτη νεωτερικότητά τους. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός
ότι αντιπροσωπεύουν άκρως ενδιαφέροντα παραδείγματα (συνήθως ανεπιτυχούς)
χρήσης του εφαρμοσμένου συγκριτικού δικαίου. Διότι, από τη σκοπιά των ειδικών
του συγκριτικού δικαίου, και όχι των πολιτικών επιστημόνων, αυτά τα νομικά
«δάνεια» αποδεικνύουν απλώς ότι η νομική μίμηση που δεν λαμβάνει δεόντως υπόψη
τους εγχώριους παράγοντες συνήθως δεν καταφέρνει να ριζώσει. Στο παρόν πλαίσιο,
ωστόσο, ακόμη πιο αξιοσημείωτα είναι κάποια άλλα στοιχεία, τα οποία σχετίζονται
με τα εσωτερικά χαρακτηριστικά αυτών των μεταρρυθμίσεων και φανερώνουν,
παράλληλα, τον έμμεσο αντίκτυπό τους στις εξωτερικές σχέσεις της χώρας.
Έτσι, πρέπει αρχικώς να επισημάνουμε ότι η ώθηση προς τη μεταρρύθμιση και την
αναδιοργάνωση απέρρεε, σε όλες τις περιπτώσεις, από την επιθυμία να διατηρηθεί
η στρατιωτική και πολιτική ισχύς της χώρας και όχι να εδραιωθεί το κράτος
δικαίου προς όφελος μιας εμπορικής ή πνευματικής μεσαίας τάξης.
Κατά δεύτερο λόγο, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι όλα αυτά:
(1) διενεργήθηκαν από την κορυφή προς τα κάτω (δεν αναπτύχθηκαν, δηλαδή, κατά
τρόπον οργανικό, από κάτω προς τα πάνω, όπως έγινε στην Ευρώπη, υπό την πίεση
της αυξανόμενης δύναμης των μεσαίων τάξεων), (2) οδήγησαν συχνά σε απροσδόκητα
αποτελέσματα, και (3) κατά μίαν έννοια, που είναι και η σημαντικότερη,
συνδέονταν με τα συμφέροντα των κοινωνικών ελίτ – και ειδικότερα των ελίτ που
είχαν τον έλεγχο του στρατού, της διανόησης, της θρησκείας, του δικαίου ή της
ξένης διπλωματίας.
Έτσι, οι προαναφερθείσες καινοτομίες του προέδρου Οζάλ στα τέλη της δεκαετίας
του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990 διακρίνονται, όπως προανέφερα,
από την επιπρόσθετη πρωτοτυπία ότι επιτεύχθηκαν παρά τις αντίθετες επιθυμίες
των κυβερνητικών ελίτ, η αντίσταση των οποίων γίνεται ακόμη και σήμερα αισθητή,
εάν δούμε από ιστορική σκοπιά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κ. Ερντογάν.
Ένα παράδειγμα για το σημείο (β), ανωτέρω, προσφέρει η κατάληξη της αξιέπαινης
προσπάθειας που έγινε μέσα από το φιρμάνι του 1839 να επιβληθεί ισότητα ενώπιον
του νόμου για όλους τους κατοίκους της αυτοκρατορίας, καταργώντας τα ξεχωριστά
προνόμια που τους αναγνώριζε το σύστημα των «μιλλιέτ», το οποίο διαχώριζε τους
κατοίκους της αυτοκρατορίας επί τη βάσει των θρησκευτικών πεποιθήσεών τους
(χωρίς όμως και να τους αναγνωρίζει ως διαφορετικά έθνη) και τους εκχωρούσε,
αναλόγως, δικαιώματα και προνόμια. Η δημιουργία μιας νέας, συνολικής κατηγορίας
«οθωμανικής ιθαγένειας», συνοδευόμενης από τα βασικά χαρακτηριστικά της
φιλελεύθερης δημοκρατίας, και δη την ισότητα, προοριζόταν να αντικαταστήσει τις
διακρίσεις που γίνονταν λόγω εθνικότητας ή θρησκείας.
Αφήνοντας κατά μέρος τα θεωρητικά προτερήματα (και τα προβλήματα) αυτής της
μεταρρύθμισης, είναι γεγονός ότι, σε πρακτικό επίπεδο, η συγκεκριμένη ιδέα
προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια στους ανθρώπους που αναγκάστηκαν να απεμπολήσουν
τη θρησκευτική και εθνική τους ταυτότητα, προκειμένου να αποκτήσουν τα πλήρη
προνόμια της κοινής ιθαγένειας. Γι’ αυτό, απ’ αρχής μέχρι τέλους, ο 19ος αιώνας
παρέμεινε ένας αιώνας αποσχιστικών κινημάτων, από την Αίγυπτο έως τον Λίβανο
και την Τυνησία (στα νότια και στα ανατολικά), τη Σερβία, την Ελλάδα, τη
Βοσνία-Ερζεγοβίνη και τη Βουλγαρία (στα βορειοδυτικά) – κινημάτων που, όλα
ανεξαιρέτως, αν και με διαφορετικούς τρόπους, εξέφρασαν την άποψη ότι οι
προσπάθειες του κέντρου να δημιουργήσει ένα μοντέλο ειρηνικής εσωτερικής
συνύπαρξης εθνοτήτων ήταν απολύτως ατελέσφορες.
Ωστόσο, η ιδέα του «εξοθωμανισμού» όλων των κατοίκων επανεμφανίστηκε υπό
διάφορα «προσχήματα» κατά την κεμαλική και την ψυχροπολεμική περίοδο,
στρεφόμενη εναντίον των συμφερόντων των θρησκευτικών ομάδων, όπως, σημειωτέον,
συνέβη και πρόσφατα εναντίον των Κούρδων.
Παρότι, τα τελευταία χρόνια, η προσέγγιση αυτή έχει αναμφίβολα εγκαταλειφθεί, η
μοναδική ικανότητα της Τουρκίας να λειτουργεί ως μαγνήτης που θα μπορούσε να
ενώσει ξανά τα διάφορα μέρη της παλιάς αυτοκρατορίας (αν και με τη μορφή των
εθνών-κρατών) εκδηλώνεται εκ νέου, με περισσή ιδιοφυΐα, από κάποιους Τούρκους
διανοουμένους, οι οποίοι και την προβάλλουν σε κάθε ευκαιρία. Επιπλέον, αυτή η
ιδέα προωθήθηκε επιδέξια μέσα από την επιλεκτική χρήση του ιστορικού
παρελθόντος, προκειμένου να παρουσιαστεί το θεωρητικό ιδεώδες της εθνικής
αρμονίας ως κάτι που είχε όντως επιτευχθεί στην πράξη. Συγχρόνως, τονίζεται
ακόμη περισσότερο η σύνδεση με την Ευρώπη μέσω της προβολής κάποιων κοινών
βασικών ιδεών, η οποία ωθεί σε δεύτερο πλάνο τη βαναυσότητα της στρατιωτικής
κατοχής των Βαλκανίων.
Η επιδέξια άσκηση προπαγάνδας με στόχο να γίνει η χώρα ακόμη πιο αποδεκτή στην
Ευρώπη εμπλουτίζεται από τη σύγχρονη (αλλά και πρόσφατη) αποκήρυξη του
φανατικού αντιαραβισμού του Κεμάλ Ατατούρκ. Έτσι, η νεο-οθωμανική φιλοσοφία των
τελευταίων δεκαπέντε-είκοσι χρόνων έχει προετοιμάσει το έδαφος ώστε η Τουρκία
να επεκτείνει την επιρροή της τόσο προς δυσμάς όσο και προς ανατολάς.
Αυτή η άκρως συμπυκνωμένη περιγραφή της τουρκικής πορείας προς τη νεωτερικότητα
και του τρόπου που η Τουρκία την έχει εκμεταλλευθεί στο πλαίσιο της εξωτερικής
προπαγάνδας της δείχνει ότι η τουρκική πολιτική, όπως καθετί ευφυές και
αξιόλογο στη ζωή, αξίζει κάτι περισσότερο από απλό θαυμασμό.
Αξίζει, λοιπόν, να συγκεντρώσει την προσοχή των ειδικών και των διαμορφωτών της
ελληνικής εξωτερικής πολιτικής εάν –ένα μεγάλο εάν, επί του παρόντος–
αισθανθούν ποτέ την ανάγκη να βάλουν τέλος στην υποτακτική νοοτροπία που
χαρακτηρίζει τον σημερινό τρόπο σκέψης για την εξωτερική πολιτική μας και το
μέλλον που αυτή διαμορφώνει για τη χώρα. Θεωρώ, λοιπόν, ότι το υλικό που
παρουσιάστηκε στις προηγούμενες παραγράφους οδηγεί σε τουλάχιστον τρεις
διαφορετικές, πλην όμως αλληλένδετες, αφορμές στοχασμού.
Κατά πρώτο λόγο, η πορεία της Τουρκίας προς τη νεωτερικότητα και τη θρησκευτική
ανεκτικότητα δεν έχει ακολουθήσει το ομαλό και ευθύγραμμο μονοπάτι που θέλουν
να παρουσιάζουν ορισμένα βιβλία ιστορίας.
Κατά δεύτερο λόγο, τα αναμφιβόλως φιλελεύθερα χαρακτηριστικά και η
ελκυστικότητα των προτεινόμενων μεταρρυθμίσεων του 19ου αιώνα δεν μας
παρουσιάζονται όπως ακριβώς λειτουργούσαν στην πράξη. Οι περί του αντιθέτου
δηλώσεις ορισμένων Τούρκων αξιωματούχων (και της κουστωδίας των ιστορικών που
τους επικουρούν) πρέπει να εξακριβωθούν έως και την παραμικρή τους λεπτομέρεια,
προτού εξεταστούν σοβαρά και, ακολούθως, απαντηθούν.
Τρίτον η ελικοειδής «εξελικτική πορεία» της Τουρκίας προς τη νεωτερικότητα και
το φιλελευθερισμό βρισκόταν ανέκαθεν υπό τον έλεγχο των ελίτ της χώρας. Αν και
η σύνθεση αυτών των ελίτ μπορεί ενίοτε να παρουσίαζε διάφορες κοινωνιολογικές
παραλλαγές, ο στόχος τους ήταν πάντοτε ένας και μοναδικός: η επαναφορά της
δύναμης και της δόξας του παρελθόντος.
Τέλος, η ανεκτικότητα προς το χριστιανισμό περιορίστηκε κυρίως προς το
Οικουμενικό Πατριαρχείο, δεν επεκτάθηκε (παρά μόνο σπασμωδικά) προς άλλες
Ορθόδοξες Εκκλησίες, αλλά και προς τη δική μας γεννήθηκε κατά ένα μεγάλο μέρος
από την επιθυμία να αποφύγει τη στροφή των Ορθοδόξων χριστιανών προς την
Καθολική Εκκλησία της Αναγέννησης και την τάση της να πολεμά τον Οθωμανισμό.
Παντείου Πανεπιστημίου, καθηγητής κ. Βασίλης Φίλιας, δημοσίευσε μια
τεκμηριωμένη και αυστηρή κριτική των ιδεών του κ. Νταβούτογλου στο Παρόν της
Κυριακής της 13ης Ιουνίου 2010.
Σαράγιεβο, την 23η Οκτωβρίου του 2009, τμήμα της οποίας δημοσιεύθηκε στο Βήμα
της 27ης Οκτωβρίου 2009, υπό τον τίτλο «Χάρτα Νταβούτογλου για τα Βαλκάνια». Τη
γνώμη αυτή (σχετικά πρόσφατα) φαίνεται ότι ασπάστηκε και ο Χρήστος Γιανναράς
–«προβλέψεις σε μέλλον μετα-εθνικιστικό», 17 Ιουνίου 2007– με (καθυστερημένη)
αυστηρότατη κριτική από την πειστική (αλλά σκληρή) πέννα του Γιώργου Καραμπελιά
«Γιανναράς vs Κονδύλης», περιοδικό Άρδην, τεύχος 80, Ιούνιος 2010, σσ. 46-48.
Οι λόγοι αυτής της μεταστροφής του Γιανναρά δεν είναι ακόμη ξεκάθαροι στο δικό
μου το μυαλό, γι’ αυτό αντί ανενδοίαστης καταδίκης προτιμώ να εκφράσω
απογοήτευση.
Η συνέχεια του κειμένου στο Άρδην που κυκλοφορεί
http://www.ardin.gr/node/3703
.
4 comments
Το νεοθωμανικό μοντέλο μοντέλο που προσπαθεί να μας πλασάρει ο Τούρκος υπουργός εξωτερικών
Νταβούτογλου στα Βαλκάνια δεν μπορεί να περάσει παρά τις προσπάθειες κάποιας μερίδας
διεθνιστών πολιτικών και διανοουμένων.Ο κόσμος μέσα από την δημοτική παράδοση και την
μιντιακή ενημέρωση γνωρίζει πολύ καλά ότι οθωμανική εξουσία σήμαινε για τους χριστιανικούς
λαούς παιδομάζωμα,αυθαίρετη φορολογία,σκλαβιά και γενοκτονίες όταν κάποιοι τολμούσαν να
ζητήσουν τα δικαιώματα τους.
Ο μόνος τρόπος επιβίωσης των βαλκανικών λαών δεν είναι η αποδοχή της υποταγής στην Τουρκία
και τον ισλαμισμό,αλλά η πολιτική και οικονομική συνεργασία των ορθοδόξων κρατών μέσα από τις
κοινές εμπειρίες και τα αμοιβαία συμφέροντα.
Νεκτάριος Κατσιλιώτης
Ιστορικός-Εκδότης
Είναι αλήθεια μεγάλο το βάρος να σχολιάσει κάποιος τον καθηγητή Β. Μαρκεζίνη και τα ουσιώδη στοιχεία και αναλύσεις του. Έτσι δεν θεωρώ τον εαυτό μου ικανό να προχωρήσω σε τέτοιο σχολιασμό. Άλλωστε ο καθηγητής Μαρκεζίνης, διατυπώνει τις δικές του θεωρήσεις και τεκμηριώνει τις απόψεις του με βάση το υψηλό του επίπεδο γνώσεων, όπως φυσικά κάνουν και όλοι οι άλλοι θεωρητικοί δάσκαλοι και ακαδημαϊκοί μας.
Μου μένει όμως μια απορία και ίσως κάποια αδιόρατη αγανάκτηση.
Πιο συγκεκριμένα, δεν θα αναφερθώ στο περιβόητο πλέον “δόγμα του Νταβουτόγλειου Νεο-Οθωμανισμού”(το οποίο φυσικά ξεκίνησε ως η μεγάλη ιδέα της Τουρκίας από την εποχή του Οζάλ, και εμείς μετά παρέλευση 20ετίας, οψίμως, επειδή κυκλοφόρησε το σχετικό βιβλίο “Στρατηγικό Βάθος”, ανακαλύψαμε την …”πυρίτιδα” που κρύβεται), ούτε στην καθοδηγητική καλή προαίρεση του καθηγητή Μαρκεζίνη να χαράξουμε κάποια συνεπή, με επίγνωση των δυνατοτήτων και γιατί όχι και των αδυναμιών μας, “διπλωματική πολιτική και στρατηγική”, για να βγούμε όσο το δυνατόν αλώβητοι από την λαίλαπα που μπορεί να φέρνει η ενορχηστρωμένη, όπως βλέπουμε “ειρηνική επίθεση” της Τουρκίας, να λύσουμε όλα τα χρονίζοντα εθνικά μας θέματα.
Θα πάρω όμως το νήμα της απορίας και συνάμα της αγανακτήσεως μου, από τρεις παραμέτρους:
α) Ωραία τα σχόλια των ακαδημαϊκών και διανοουμένων μας και η σε βάθος ανάλυση της νέας Νεο-Οθωμανικής δραστηριοποιήσεως της Τουρκίας. Το που το πάει, το γράφει καθαρά ο Νταβούτογλου. Με λίγα λόγια: μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες, αλλά όλα πρέπει να τα πάρουμε -Οι Τούρκοι- πίσω, όπως τότε που τα κατείχαμε κατά την Οθωμανική περίοδο, που όλοι οι κατακτημένοι λαοί περνούσαν όμορφα και ειρηνικά. Σταράτα λόγια, με διάφορες ιστορικές φιοριτούρες και στρατηγικά και γεω-πολιτικό-οικονομικά σχήματα με ανάλυση σε 839 σελίδες!!!
Και λοιπόν;;; ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ;;;
β) Σε εκπομπές της τηλεοράσεως, ακούστηκαν από πολλούς καθηγητές και διανοούμενους πολλά. Στη συνέχεια ωρισμένοι διανοούμενοι και καθηγητές, ειδικοί επί των θεμάτων αυτών, που δεν συμμετείχαν στις τηλεοπτικές συζητήσεις, τα έβαλαν με εκείνους που συμμετείχαν, με διάφορες αιτιάσεις. Λογικό αφού δεν συμμετείχαν. Παράλογο αφού “ο σκοπός πρέπει να είναι κοινός” μάλλον. Άρα ρήμη λόγων και αυτοπροβολής γνώσεων. Και λοιπόν;;; ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ;;;
γ) Ο Υπουργός Εξωτερικών εξήγγειλε ότι θα καλέσει ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ για να χαράξουν και να εισηγηθούν το “(ελληνικό) δόγμα της εξωτερικής μας πολιτικής”. Για να ξεκινήσει μια ουσιώδης συζήτηση πάνω σε αυτό το “σοβαρό” ζήτημα, θα πρέπει να υπάρχει ο ορισμός!!! Τι είναι λοιπόν “δόγμα”;; Σε σχετική εκπομπή, τρεις ώρες ψάχναμε με τους καθηγητές να βρούμε τον όρο “δόγμα” και ακούγαμε αποσβωλλομένοι, διάφορες προσεγγίσεις, χωρίς να ξέρουμε τελικά ποιός έχει την “μπάλα”, αφού πάντοτε κατά την διάρκεια της συζητήσεως, οι καθηγητές την πέταγαν έξω από το “γήπεδο” και παρά τις αγωνιώδεις προσπάθειες του συντονιστή να την επαναφέρει εκείνοι έκαναν τις …αναλύσεις τους. Και λοιπόν;;; αν καλέσει τους “ειδικούς” καθηγητές (επιστημονικό συμβούλιο το λένε!!!), ΤΙ ΘΑ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΝ αφού ψάχνουμε ακόμη να ορίσουμε τον “όρο”;;;
Γιατί τα έγραψα όλα αυτά και κούρασα;;;
Γιατί ο καθηγητής Β. Μαρκεζίνης, προτείνει μέσω “φιοριτούρας” ιστορικών αναγωγών, οι κάποιες ιδέες του, που και εύστοχες και αναγκαίες επεξεργασίας μπορεί να είναι, χάνονται… στις ίδιες σχεδόν (800 και σελίδων) “φιοριτούρες” του Νταβούτογλου!!! (“λακωνίζειν” δεν υπάρχει στους “Αθηναίους” καθηγητές, και δεν αναφέρομαι μόνο στον κ. Μαρκεζίνη).
Και το χειρότερο για μένα είναι πως, γιατί;;; να δώσω αξιοπιστία σε όσα γράφει και προτείνει ο καθηγητής Μαρκεζίνης όταν και ο ίδιος παρασύρεται και γράφει στις σημειώσεις του “… Μόνο πρόσφατα, εξ όσων γνωρίζω, ο πρώην πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου, καθηγητής κ. Βασίλης Φίλιας, δημοσίευσε μια τεκμηριωμένη και αυστηρή κριτική των ιδεών του κ. Νταβούτογλου στο Παρόν της Κυριακής της 13ης Ιουνίου 2010”!!!! Δηλαδή ΟΛΟΙ οι άλλοι;;;
Μα και ο καθηγητής κ. Φίλιας στην ανάλυσή του στο ΠΑΡΟΝ, τα έβαλε με τους άλλους (άσχετους;;;) καθηγητές!!!
Και μετά ο καθηγητής κ. Π. Ήφαιστος διαμαρτυρήθηκε για τα όσα έγραψε ο κ. Φίλιας (άσχετα αν θεώρησε ότι δεν αναφερόταν σε εκείνον!!!), για τους άλλους συναδέλφους τους.
ΑΡΑ ΠΟΙΟΙ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ ΘΑ ΣΥΜΜΕΤΑΣΧΟΥΝ ΣΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΣΗΓΗΘΟΥΝ ΤΟ “ΔΟΓΜΑ” ΜΑΣ;;; (και μετά διαμαρτυρόμαστε που ο Πρωθυπουργός φωνάζει ξένους!!!). ΚΑΙ ΚΑΛΑ, ΑΣ ΠΟΥΜΕ ΟΤΙ ΚΑΘΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΤΡΑΠΕΖΙ, ΤΙ ΘΑ ΕΙΣΗΓΗΘΟΥΝ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΑΦΟΥ ΔΙΑΦΩΝΟΥΝ ΣΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗ;;;;
Άρα σε αυτόν τον τόπο φαίνεται ότι έχουμε γίνει ένα απέραντο “φρενοκομείο”, και χωρίς Νταβούτογλου το “στρατηγικό βάθος” της Τουρκίας το προσφέρουμε μόνοι μας.
Καϋμένε Κονδύλη, καϋμένε Θουκυδίδη !!!!, εσεις είχατε πει λίγα λόγια και σταράτα. Το “δόγμα” είναι ένα: ΙΣΧΥΣ (σε όλους τους τομείς και εν τη ενώσει!!!
Συγγνώμη για την ρητορική αγανάκτηση. Μήπως τα έγραφα και εγω για αυτοπροβολή;;;
Παύλος Γ. Φωτίου
Το ζήτημα του ορισμού του όρου δόγμα απασχόλησε και την τελευταία εκδοση της εκπομπής Ανιχνεύσεις.
Δόγμα είναι ένα δεδομένο πάνω στο οποίο στηρίζεις την ερμηνεία την οποία δίνεις σε κάθε εξέλιξη της διεθνούς πολιτικής πραγματικότητας.
Δόγματα εκφράζονται σε πολλά επίπεδα. Ως δόγμα για παράδειγμα μπορεί να θεωρηθεί το εξής:
“η τουρκία είναι εχθρός της Ελλάδας”
αυτό το δόγμα σου επιτρέπει να σχολιάσεις την οικονομική ανάπτυξη της γειτονικής χώρας και να σχεδιάσεις τα επόμενα βήματά σου ώστε να την ανακόψεις, γιατί είναι φανερό ότι ένας οικονομικά εύρωστος εχθρός είναι λιγότερο συμφέροντας από ότι ένας οικονομικά ασθενής κ.ο.κ.
Το γεγονός ότι, σύμφωνα με τον κ. Δρούτσα, η Ελλάδα εξακολουθεί να στηρίζει την ευρωπαϊκή προοπτική της τουρκίας, αποτελεί κατά την άποψή μου ένα τεκμήριο, ότι το δόγμα μας δεν έχει αλλάξει.
[…] Μια Νέα Εξωτερική Πολιτική για την Ελλάδα, Εκδόσεις Λιβάνη 2010 – απόσπασμα από το βιβλίο […]