του Βασιλείου Χρ. Μπούτου*
Ο όρος “Μακεδονία”, σε κάθε περίπτωση, ούτε συνιστά μίαν απλή γεωγραφική αναφορά ούτε και δύναται να προσδιορίζεται αναγκαστικώς επί τη βάσει ενός πλαισίου απολύτως αυστηρών όσο και, συγχρόνως, οπωσδήποτε ρευστών συνοριακών γραμμών, αλλά φέρει ένα συγκεκριμένο ιστορικό, πολιτισμικό, βιωματικό φορτίο και αποτύπωμα, απαντώντας όχι σε ένα «τί» αλλά πρωτίστως σε ένα «πώς», σαρκώνοντας, ως εκ τούτου, έναν «τρόπο» της ύπαρξης, σμιλεμένο πρωτίστως με την ελληνική γλώσσα, την -επί δύο χιλιετίες- πίστη στον Ιησού Χριστό και την προτεραιότητα του «κοινωνείν», και συνιστώντας, κατά συνέπειαν, μία ζώσα πολιτισμική – πνευματική παράδοση και πραγματικότητα, συγκροτούσα την έννοια της ελληνικότητας. Τούτο σημαίνει, ότι ο όρος “Μακεδονία” αποτελεί ένα -όχι απλώς γεωγραφικό ή ακόμη και κρατικό αλλά- πρωτίστως ένα ιστορικό – πολιτισμικό μέγεθος, το οποίο, ως εκ τούτου, απολύτως κανένα συγκυριακής, επίκαιρης και, συνεπώς, θλιβερά ανεπαρκούς συγκρότησης σώμα Ελλήνων (ή απλώς Ελληνωνύμων) βουλευτών δύναται και νομιμοποιείται να διαθέσει δια της κυρώσεως μίας Διμερούς Συμφωνίας στην Βουλή των Ελλήνων ∙ ομοίως, κατά την γνώμη μου, ούτε καν ένα αντίστοιχο πλειοψηφικό σώμα Ελλήνων πολιτών δύναται να προβεί σε ανάλογη διάθεση, έστω και διά δημοψηφίσματος: η ταπεινή στιγμή δεν δύναται να σηκώσει τα μάτια και να αναμετρηθεί με την ιστορική διαχρονία του Ελληνισμού.
Επειδή δε γίνεται συχνά και σκοπίμως σχετική μνεία της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (1913), με την οποία και τερματίστηκε ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος, αξίζει να υπογραμμισθεί με έμφαση κατ’ αρχάς, ότι δι’ αυτής –η οποία, σε κάθε περίπτωση, και θα πρέπει να ιδωθεί ως ένα ακόμη βήμα στο πλαίσιο της εθνικής ολοκλήρωσης, δεδομένου, άλλωστε, ότι ακολούθησε και η Μικρασιατική Εκστρατεία υπό την ηγεσία του φιλελεύθερου Ελευθερίου Βενιζέλου– ούτε ασφαλώς αναγνωρίσθηκε η ύπαρξη ιδιαίτερης κρατικής οντότητας υπό την ονομασία «Μακεδονία» ούτε και βεβαιότατα κατοχυρώθηκε ή καν υπονοήθηκε η ύπαρξη «μακεδονικής εθνότητας» ή «μακεδονικής γλώσσας». Ακόμη δε και αν, για την οικονομία της συζήτησης, δεχθεί κανείς -μολονότι αμφισβητείται εντόνως και, κατά την γνώμη μου, βασίμως- ότι με την εν λόγω Συνθήκη διατυπώθηκε αμέσως ή εμμέσως η διαπίστωση, ότι γεωγραφικώς η περιοχή της Μακεδονίας εξετείνετο πέραν των τότε τρεχόντων συνόρων της Ελλάδος, θα πρέπει, ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, να παρατηρηθεί το προφανές: ήτοι ότι η σχετική θέση αφ’ ενός μεν και θα πρέπει -καθ’ όπως «αρμόζει» σε κάθε Διεθνή Συνθήκη και, ως εκ τούτου, ως είναι ευχερώς αντιληπτό- να υπαγορεύθηκε από λόγους απολύτως ιδιοτελείς και συνδεόμενους με τις γεωπολιτικές επιδιώξεις των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής αφ’ ετέρου δε ότι θα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να θεωρηθεί ως μάλλον εύλογης -εξ ού και απελπιστικά αδιάφορης- βασιμότητας.
Το τελευταίο τούτο δε, διότι στην διαδρομή της Ιστορίας τα γεωγραφικά όρια της Μακεδονίας ήσαν εξ αντικειμένου πάντοτε ρευστά και, πάντως, κατ’ ουδένα τρόπο παγίως και διά παντός ρυθμισμένα και δη με απόλυτη ακρίβεια, όπως, βεβαίως, λίγο-πολύ συμβαίνει ως προς όλες τις ηπειρωτικές περιοχές, οπουδήποτε στον πλανήτη: λ.χ. δύναται κάποιος να προσδιορίσει με ακρίβεια τετραγωνικού μέτρου και δη κατά τρόπο πάγιο και διατρέχοντα απαρέγκλιτα την ιστορική διαχρονία του Ελληνισμού, ποιά είναι τα -πέραν πάσης αμφιβολίας- απολύτως συγκεκριμένα γεωγραφικά όρια της Ιωνίας, της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Θράκης; Το κρίσιμο, λοιπόν, μέγεθος για την δυνατότητα χρήσης ενός αναλόγου όρου και δη υπό την ιδιότητά του ως προσδιοριστικού μίας κρατικής – πολιτειακής οντότητας στοιχείου σε επίπεδο -κατ’ αρχάς μόνον- ονοματολογικό, δεν είναι το -ούτως ή άλλως κατά τα ανωτέρω- ρευστό γεωγραφικό δεδομένο αλλά αυτό το πολιτισμικό δεδομένο, δηλ. το τυχόν συντρέχον στοιχείο του σωζομένου «τρόπου» (ομόγλωσσον, ομόθρησκον, ομόδοξον, ομότροπον). Με λίγα λόγια, το όνομα ενός κράτους προβάλλει ως κατ’ εξοχήν προσδιοριστικό ταυτότητας στοιχείο, εξ ού και κατ’ ακολουθίαν επάγεται τον αντίστοιχο χαρακτηρισμό, εκδοχή και πρόσληψη και σχετικών πολιτισμικών δεδομένων (λ.χ. γλώσσας, παραδόσεων, εθίμων, χορών κ.ο.κ.).
Ως εκ τούτου και εν όψει των πανθομολογουμένων δεδομένων της πραγματικότητας, δεν χωρεί η παραμικρή αμφιβολία, ότι εν προκειμένω η επιχειρουμένη σκοπιανή πλαστοπροσωπία απροκάλυπτα σκοπεί όσο και απολύτως προσφόρως άγει στην θεσμική αναγνώριση μίας χαλκευμένης ταυτότητος όσο και εν τέλει στην εξυπηρέτηση των άθλιων αλυτρωτικών τους επιδιώξεων, οι οποίες, καίτοι καταγγελλόμενες ως προπαγανδιζόμενες επί δεκαετίες σε αυτό το Σύνταγμά τους, τα σχολικά τους βιβλία και τους αναρτημένους στις δημόσιες υπηρεσίες τους χάρτες (άρα δε -πράγμα που είναι και το σημαντικότερο- και στο συλλογικό τους υποσυνείδητο), ασφαλώς και κάθε άλλο παρά εξέλιπαν υπό το φώς της διαβόητης Συμφωνίας των Πρεσπών, η οποία επί της ουσίας και τις συντηρεί απολύτως: αντί πολλών, αρκεί σχετικώς η μνεία της διάταξης του άρθρου 7§3 αυτής, η οποία ασφαλώς και μετά την κύρωσή της από την Βουλή των Ελλήνων θα καταστεί εσωτερικό δίκαιο της Ελλάδος και η οποία προβλέπει -ή, ακριβέστερα, το πρώτον εισάγει- την ύπαρξη για λογαριασμό των Σκοπιανών «μακεδονικής επικράτειας» «μακεδονικής γλώσσας», «μακεδονικού πληθυσμού» (άρα, προφανώς, και λαού), «μακεδονικών χαρακτηριστικών», «μακεδονικής ιστορίας», «μακεδονικού πολιτισμού» και «μακεδονικής κληρονομιάς».
Όσον δε αφορά τα περί «μακεδονικής ιθαγένειας» (άρθρο 1§3 περ. β’ της Συμφωνίας), ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι αναφέρεται απλώς στον νομικό δεσμό του πολίτη με το οικείο κράτος, δηλαδή την υπηκοότητα, και όχι την εθνικότητα -άγνωστο πάντως τότε, γιατί προτιμήθηκε ο όρος nationality έναντι του όρου citizenship-, δεν δύναται, ωστόσο, κατά καμμία έννοια να αμφισβητηθεί, ότι και αυτή η υπηκοότητα δεν δύναται, κατά την κοινή λογική, πείρα και στοιχειώδη αντίληψη, παρά να προϋποθέτει –όπως επιβάλλει το νεωτερικό πολιτειακό φαινόμενο του έθνους – κράτους, στην σύσταση ακριβώς του οποίου και προσβλέπει ο προαγόμενος από τις ημέτερες διεθνιστικές (!) δυνάμεις σκοπιανός εθνικισμός– την ύπαρξη μίας ανάλογης εθνικής κοινότητας, η οποία και προβάλλει, αν όχι ως μοναδική, πάντως, όπως στην περίπτωση των Σκοπίων, ως σχετικώς κυρίαρχη.
Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, η άποψη, κατά την οποία, παρ’ όλα ταύτα, το γειτονικό κράτος εξακολουθεί αδιατάρακτα όσο και για απολύτως προφανείς λόγους να επενδύει στο ιδεολόγημα του «Μακεδονισμού» και ιδίως στις περί «μακεδονικού έθνους» κατασκευές, επιρρωνύεται και από το ίδιο το –εν όψει και κατ’ εφαρμογήν υποτίθεται ακριβώς της Συμφωνίας των Πρεσπών (!)– άρτι αναθεωρηθέν Σύνταγμα των Σκοπίων: ειδικότερα, σύμφωνα με την τροπολογία ΧΧΧVI, με την οποία αντικαθίσταται το άρθρο 49 του Συντάγματος, αφ’ ενός μεν ορίζεται ότι «Η Πολιτεία προστατεύει, εγγυάται και καλλιεργεί τις ιδιαιτερότητες, την ιστορική και την πολιτιστική κληρονομιά του μακεδονικού λαού.», ώστε, κατά λογική ερμηνεία, να επιτρέπεται απολύτως ευλόγως να συναχθεί, ότι, ως εκ τούτου, ως «μακεδονικός λαός» νοείται ένα συλλογικό υποκείμενο όχι νομικής αποκλειστικά φύσεως (και πώς θα μπορούσε, άλλωστε…) αλλά συγκροτούμενο επί τη βάσει μίας κοινής ιστορικής μνήμης, κοινών ιστορικών εθισμών όσο και πολιτισμικών αναφορών, εν τέλει δε επί τη βάσει ενός κοινού «τρόπου» του βίου, ο οποίος αναμφίβολα αποτελεί και το κυρίαρχο συνεκτικό στοιχείο κάθε έθνους, αφ’ ετέρου δε ορίζεται, ότι «Η Πολιτεία μεριμνά για τη διασπορά του μακεδονικού λαού και για μέρος του αλβανικού λαού, του τουρκικού λαού, του βλάχικου λαού, του σερβικού λαού, του λαού των Ρομά, του βοσνιακού λαού και των άλλων και καλλιεργεί και προωθεί τους δεσμούς με την πατρίδα.», ώστε αδιαμφισβήτητα να επιτρέπεται με απόλυτη σαφήνεια να συναχθεί ως επίσημη θέση της γείτονος, περιβεβλημένη, μάλιστα, συνταγματικό κύρος, ότι η ίδια συνιστά μία πολυεθνική οντότητα συναπαρτιζομένη κυρίως από Αλβανούς, Τούρκους, Βλάχους, Σέρβους, Ρομά, Βόσνιους και, φυσικά, από -αντιδιαστελλομένους προφανώς προς τους προηγουμένους- «Μακεδόνες».
Όπως δε καθίσταται σαφές, η επιδίωξη αναγνώρισης της συγκεκριμένης -νόθου- ταυτότητος συνέχεται αναγκαίως με το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού και αυτοδιάθεσης του συγκεκριμένου λαού, η αθέμιτη άσκηση του οποίου κατά τρόπο πρόσφορο όσο και απολύτως, πάντως, αναμενόμενο εγκυμονεί σαφείς κινδύνους για τα απολύτως δίκαια συμφέροντα της Ελλάδος, ιδίως δε εν όψει και της διεθνούς συγκυρίας: Τούτο δε, διότι το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού και αυτοδιάθεσης, στο πλαίσιο του διεθνώς κυρίαρχου πολιτισμικού παραδείγματος του δικαιωματισμού, αποτελεί και τον βασικότερο μοχλό του ευρύτερου συστήματος εξουσίας για την προώθηση αφ’ ενός μεν ενός συγκεκριμένου ανθρωπολογικού μοντέλου (βλ. λ.χ. την νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου) αφ’ ετέρου δε μείζονων γεωπολιτικών επιδιώξεων, οι οποίες και υπηρετούνται κατ’ εξοχήν μέσω του κατακερματισμού κρατών, της προσαρτήσεως εδαφών ως και εν γένει της αναδιατάξεως συνόρων και με πολιορκητικό κριό τις διάφορες εθνικές, θρησκευτικές ή και γλωσσικές μειονότητες, οι οποίες υπό συνθήκες και εντός συγκεκριμένου πλαισίου καθίστανται ή αντιμετωπίζονται ως πλειονότητες (βλ. λ.χ. την περίπτωση της ανεξαρτητοποίησης του Κοσόβου και την εξυφαινομένη προσάρτησή του στην «Μεγάλη Αλβανία» ή της αναγνώρισης από την Ρωσία, κατόπιν του σχετικού δημοψηφίσματος του 2014, της «Δημοκρατίας της Κριμαίας» και της de facto προσάρτησης της τελευταίας σε αυτήν) ∙ ως εκ τούτου δε, ήτοι εν όψει της ως άνω απολύτως κρίσιμης σημασίας και χρησιμότητάς του, το εν λόγω δικαίωμα μοιάζει πλέον να αγνοεί οποιοδήποτε όριο, δυνάμενο να ασκείται όχι απλώς καταχρηστικώς αλλά περίπου απεριορίστως, δηλαδή εκτός οποιουδήποτε ελέγχου δύναται να προβάλει, κατά περίπτωσιν, η Ιστορία, η κοινή λογική, αυτή η κοινωνουμένη εμπειρία της πραγματικότητας, άγοντας σταθερά και μεθοδευμένα σε εντυπωσιακού εύρους αποτελέσματα, τα οποία και διαθέτουν χαρακτήρα κοινωνικών και γεωπολιτικών projects.
Αν, ωστόσο, κάποιοι ατυχώς επιμένουν να θεωρούν, ότι υπό το φώς του προκειμένου «εντίμου συμβιβασμού», ο «μακεδονικός» αλυτρωτισμός χτυπήθηκε στην ρίζα του και αποτελεί πλέον παρελθόν, δεν έχει παρά να ανατρέξει στο ίδιο το –εν όψει και κατ’ εφαρμογήν υποτίθεται ακριβώς της Συμφωνίας των Πρεσπών (!)– άρτι αναθεωρηθέν Προοίμιο του Συντάγματος των Σκοπίων: ειδικότερα, παρά την σχετική τροπολογία XXXIV, διατηρείται στο Προοίμιο του Συντάγματος κατ’ ουσίαν ανέπαφη η αναφορά στο ιστορικό θεμέλιο του αλυτρωτισμού, την κατηγορηματικά εχθρική έναντι της Ελλάδος Διακήρυξη της «Αντιφασιστικής Συνέλευσης για την Λαϊκή Απελευθέρωση της Μακεδονίας» (ASNOM, κατά το βουλγαρικό ιδίωμα των Σκοπίων) του 1944, με την οποία ουσιαστικά και προσδιορίζεται ως στόχος η ένωση όλων των Μακεδόνων της Ελλάδος, της Βουλγαρίας και της «Μακεδονίας» σε ένα και το αυτό κράτος, σε μία μεγάλη Μακεδονία. Αντί κάθε άλλης πρόσθετης αναφοράς, παρατίθεται το ακόλουθο εξόχως διαφωτιστικό απόσπασμα από το κείμενο της ως άνω Διακήρυξης: «Λαέ της Μακεδονίας, λόγω των προδοτών και των αποστατών, το μοιραίο έτος του 1912 σας βρήκε διχασμένους, ματωμένους και αποδιοργανωμένους και η γη σας χωρίστηκε μεταξύ των ιμπεριαλιστών εισβολέων. Αυτή η επαίσχυντη κατάτμηση της Μακεδονίας επιβεβαιώθηκε το 1919 και εσείς συνεχίσατε να είστε υπό τον ζυγό της καταπίεσης. Εν όψει των αιωνίων ιδεωδών του λαού της Μακεδονίας, το πρώτο Μακεδονικό εθνικό συμβούλιο διακηρύσσει σε όλον τον κόσμο τη δίκαιη και αποφασιστική του φιλοδοξία για την ένωση όλου του μακεδονικού λαού με βάση την αρχή της αυτοδιαθέσεως. Αυτό θα θέσει τέλος στην καταπίεση του λαού της Μακεδονίας σε όλα τα τμήματά της. Μακεδόνες υπό την Βουλγαρία και την Ελλάδα η ενοποίηση όλου του λαού της Μακεδονίας εξαρτάται από την συμμετοχή σας στο γιγαντιαίο αντιφασιστικό μέτωπο. Μόνο με την καταπολέμηση του άθλιου φασίστα κατακτητή θα αποκτήσετε το δικαίωμα για αυτοδιάθεση και ένωση ολόκληρου του μακεδονικού λαού. Είθε η συμμετοχή σας στον γενικό αντιφασιστικό αγώνα να δώσει ζωή στις αρχές που διακηρύχθηκαν στο πρώτο εθνικό συμβούλιο της Μακεδονίας και να σβήσει τα σύνορα που σηκώθηκαν διαιρώντας αδελφό από αδελφό, Μακεδόνα από Μακεδόνα.»
Όσον δε αφορά τις αστειότητες, σύμφωνα με τις οποίες η ένταξη των Σκοπίων στους ευρωατλαντικούς θεσμούς και δη στο ΝΑΤΟ θα προσφέρει πολιτική, διπλωματική και γεωπολιτική σταθερότητα στην περιοχή καθώς και ότι θα επιτρέψει την απεξάρτηση των Σκοπίων από τις αγκάλες της νεοσουλτανικής Τουρκίας, αντί πολλών, αρκεί να αναφερθεί ότι -εξ όσων τουλάχιστον γνωρίζω- και η ίδια η Τουρκία ουδεμία σχέση έχει με το …Σύμφωνο της Βαρσοβίας αλλά αποτελεί κορυφαία νατοϊκή δύναμη και, μάλιστα, όχι μόνον σήμερα, οπότε και αφ’ ενός μεν δεδηλωμένα επιδιώκει την «αναθεώρηση» της Συνθήκης της Λωζάνης αφ’ ετέρου δε εξακολουθεί και παραμένει σταθερή στην εξαγγελία της, ότι η εκ μέρους της Ελλάδος εφαρμογή αυτού του Διεθνούς Δικαίου, ήτοι της Διεθνούς Συμβάσεως για το Δίκαιο της Θάλασσας (αναφορικώς με την μονομερή επέκταση των χωρικών μας υδάτων) συνιστά casus belli, αλλά επίσης, ενδεικτικώς, τόσο μεν κατά τον Σεπτέμβριο του 1955 στην Κωνσταντινούπολη όσο και κατά τον Ιούλιο και Αύγουστο του 1974 στην μαρτυρική Κύπρο… Και αν η Τουρκία για κάποιους αποτελεί «ειδική περίπτωση», ακόμη και η σχετικώς προσφάτως (2009) εισελθείσα στο ΝΑΤΟ και ελάσσων δύναμη Αλβανία παραβιάζει τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας της Βορείου Ηπείρου, μη διστάζοντας, σε μία επίδειξη δύναμης, να προβεί ακόμη και στην δολοφονία του Κωνσταντίνου Κατσίφα, ενώ παράλληλα και στο πλαίσιο της προώθησης της εθνικιστικής ιδέας της «Μεγάλης Αλβανίας» ανακινεί θρασύτατα το ζήτημα της «Τσαμουριάς».
Ουδεμία λοιπόν σταθερότητα εγγυάται η τυχόν ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ, πολλώ δε μάλλον υπό τους ως άνω εκτεθέντες όρους και προϋποθέσεις. Γενικότερα, άλλωστε, η σταθερότητα στις διεθνείς σχέσεις αποτελεί έννοια μάλλον ρευστή και οπωσδήποτε σχετική, κατά την σύγχρονη δε εποχή της ταχύτατης εξέλιξης και ανατροπής των γεγονότων, συνιστά ένα διαρκές και μόνιμο ζητούμενο ∙ σε κάθε δε περίπτωση, η εν λόγω σταθερότητα φαίνεται να αποτελεί συνάρτηση όχι τόσο της διαμόρφωσης συγκεκριμένων διεθνών συμμαχιών σε συγκεκριμένο ιστορικό χρόνο και υπό συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, οι οποίες (συμμαχίες) και αντανακλούν αντιστοίχως ένα συγκεκριμένο συσχετισμό δυνάμεων σε ένα συγκεκριμένο χωροχρονικό πλαίσιο, όσο, πρωτίστως, του σε βάθος χρόνου αμεταβλήτου των -κατά την κοινή εμπειρία και γνώση, ωστόσο, μεταβαλλομένων- συμφερόντων των εκάστοτε -και, συνεπώς, επίσης μεταβαλλομένων- κυριάρχων Μεγάλων Δυνάμεων (χαρακτηριστικό σχετικό παράδειγμα η εξέλιξη του Συμφώνου Ρίμπεντροπ – Μολότωφ του 1939 ή, σε τελείως διαφορετικό επίπεδο, η σύγχρονη εντυπωσιακή αναδίπλωση των Η.Π.Α., οι οποίες, καίτοι διαχρονικοί και διαπρύσιοι κήρυκες των αγαθών του ελευθέρου εμπορίου και των ανοιχτών αγορών, πλέον, κινούμενες υπό την ηγεσία του Ντόναλντ Τράμπ και στην γραμμή της αρχής «America First», επανέρχονται σε λογικές «προστατευτισμού»). Και αυτό θα ισχύει πάντοτε, τουλάχιστον «ἕως ἂν ἡ αὐτὴ φύσις ἀνθρώπων ᾖ» (Θουκυδίδου Ιστορίαι, 3.82.2)…
* O Βασίλειος Χρ. Μπούτος είναι Συμβολαιογράφος Πειραιώς, Μ.Δ. Εμπορικού Δικαίου.
1 comment
Εξαιρετική κι εύστοχη ανάλυση, κ. Μπούτο!!