NAFTEMPORIKI.GR Σάββατο, 2 Οκτωβρίου 2010 20:25
Του Τζέφρι Σακς*
Η πολιτική και οικονομική κρίση της Αμερικής αναμένεται να επιδεινωθεί μετά τις επικείμενες εκλογές του Νοεμβρίου. Θα χαθεί κάθε ελπίδα του Μπαράκ Ομπάμα για ψήφιση προοδευτικών νομοσχεδίων που θα ευνοούν τους φτωχούς ή το περιβάλλον. Πράγματι, όλοι οι σημαντικοί νόμοι και μεταρρυθμίσεις αναμένεται να παγώσουν μέχρι το 2013 όταν θα γίνουν οι επόμενες προεδρικές εκλογές. Κατά πάσα πιθανότητα, το ήδη άσχημο κλίμα με τα αδιέξοδα και τις δριμύτατες επικρίσεις θα επιδεινωθεί και ο πλανήτης δεν θα πρέπει να περιμένει από τις διχασμένες Ηνωμένες Πολιτείες να εκτελούν ρόλο του ηγέτη.
Το κλίμα είναι βαρύ σε μεγάλο τμήμα της Αμερικής και η φωνή της ανθρωπιάς έχει ουσιαστικά σωπάσει. Και τα δύο πολιτικά κόμματα υπηρετούν τους πλούσιους χορηγούς των προεκλογικών τους εκστρατειών και υπόσχονται να υπερασπιστούν τη μεσαία τάξη. Καμία παράταξη δεν αναφέρει καν τους φτωχούς, οι οποίοι αναλογούν επισήμως στο 15% του πληθυσμού –στην πραγματικότητα το ποσοστό είναι ακόμη μεγαλύτερο– την ώρα που ένα μεγάλο μέρος των νοικοκυριών δίνει μάχη για την υγεία, τη στέγαση, την εργασία και άλλες βασικές τους ανάγκες.
Οι Ρεπουμπλικανοί εξέδωσαν πρόσφατα τη νέα ατζέντα τους με τίτλο «Pledge to America» (Δέσμευση για την Αμερική), στην οποία αναπτύσσουν τις πεποιθήσεις και τις προεκλογικές τους υποσχέσεις. Η ατζέντα βρίθει επιχειρημάτων χωρίς νόημα, όπως ο ανόητος ισχυρισμός ότι η υψηλή ανεργία οφείλεται στους υψηλούς φόρους και την υπερβολική ρύθμιση της αγοράς. Επιπλέον, βρίθει προπαγανδιστικών μηνυμάτων –παρατίθεται ένα σχόλιο του Τζον Κένεντι, ο οποίος διατείνεται ότι τα υψηλά φορολογικά ποσοστά μπορούν να στραγγαλίσουν την οικονομία. Το θέμα είναι ότι το σχόλιο αυτό έγινε πριν από μισό αιώνα –τότε που τα οριακά φορολογικά ποσοστά ήταν διπλάσια από τα σημερινά. Το χειρότερο όλων είναι ότι από την ατζέντα των Ρεπουμπλικανών απουσιάζει κάθε διάθεση για ανθρωπιά.
Η σημερινή Αμερική αποτελεί το οξύμωρο παράδειγμα μιας πλούσιας χώρας που διαλύεται εξαιτίας της κατάρρευσης των θεμελιωδών αξιών της. Η παραγωγικότητα στην Αμερική είναι από τις υψηλότερες του κόσμου, ενώ το μέσο εθνικό κατά κεφαλήν εισόδημα είναι 46.000 δολάρια –το οποίο αρκεί όχι μόνο για να ζήσει κάποιος αλλά και για να ζήσει καλά. Παρʼ όλα αυτά, η χώρα μαστίζεται από μια σοβαρή ηθική κρίση.
Η εισοδηματική ανισότητα έχει εκτοξευτεί σε επίπεδα-ρεκόρ, ωστόσο, οι πλούσιοι αποποιούνται οποιαδήποτε ευθύνη προς την υπόλοιπη κοινωνία. Αρνούνται να προσφέρουν βοήθεια στους άπορους και σε κάθε ευκαιρία τάσσονται υπέρ των περικοπών των φόρων. Σχεδόν όλοι τους παραπονιούνται, όλοι υπερασπίζονται με λύσσα το στενό και βραχυπρόθεσμο συμφέρον τους και κανείς δεν προσποιείται πλέον ότι βλέπει η νοιάζεται για τις ανάγκες του διπλανού του.
Ο πολιτικός διάλογος στην Αμερική διεξάγεται στη βάση του ποιο κόμμα θα δώσει τις μεγαλύτερες υποσχέσεις στη μεσαία τάξη, οι οποίες αφορούν κυρίως σε περικοπές φόρων που στραγγαλίζουν τον προϋπολογισμό σε μια εποχή που το δημοσιονομικό έλλειμμα υπερβαίνει το 10% του ΑΕΠ. Οι Αμερικανοί φαίνεται πως πιστεύουν ότι έχουν φυσικό δικαίωμα στις δημόσιες παροχές χωρίς να χρειάζεται να πληρώνουν φόρους. Στο αμερικανικό λεξικό πολιτικών όρων, η φορολογία ερμηνεύεται ως άρνηση της ελευθερίας.
Κάποια εποχή –όχι πολύ παλιά– οι Αμερικανοί μιλούσαν για εξάλειψη της φτώχιας εντός και εκτός των αμερικανικών συνόρων. Ο «Πόλεμος ενάντια στη Φτώχεια» του Λίντον Τζόνσον στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ήταν αντιπροσωπευτικός μιας εποχής εθνικής αισιοδοξίας και πεποίθησης ότι η κοινωνία θα κατέβαλλε συλλογικές προσπάθειες για την επίλυση κοινών προβλημάτων όπως η φτώχια, η ρύπανση και η υγεία. Τη δεκαετία του 1960, η Αμερική δρομολογούσε προγράμματα αναδόμησης των φτωχών κοινοτήτων, καταπολέμησης της ρύπανσης της ατμόσφαιρας και του νερού και διασφάλισης της υγειονομικής περίθαλψης για τους ηλικιωμένους. Ο βαθύς διχασμός της κοινής γνώμης, στη συνέχεια, εξαιτίας του Βιετνάμ και των πολιτικών δικαιωμάτων, σε συνδυασμό με την έξαρση του καταναλωτισμού και της διαφήμισης, σήμαναν το τέλος μιας εποχής που χαρακτηριζόταν από συλλογικές θυσίες για το κοινό καλό.
Για 40 χρόνια, η πολιτική ζωή απομακρυνόταν συνεχώς από κάθε έννοια ανθρωπιάς. Ο Ρόναλντ Ρήγκαν είδε τη δημοτικότητά του να ανεβαίνει όταν έκοψε τις παροχές προς τους φτωχούς (ισχυριζόμενος ότι οι φτωχοί κατέφευγαν σε απάτες για να εξασφαλίζουν μεγαλύτερα επιδόματα). Στη δεκαετία του 1990, τις περικοπές συνέχισε ο Μπιλ Κλίντον. Σήμερα, κανένας πολιτικός δεν τολμά να υποσχεθεί βοήθεια στους φτωχούς.
Οι μεγάλοι χορηγοί των προεκλογικών εκστρατειών και των δύο κομμάτων δίνουν τα λεφτά τους για να διασφαλίσουν ότι τα δικαιώματα που τους έχουν εκχωρηθεί θα μονοπωλούν τον πολιτικό διάλογο. Αυτό σημαίνει ότι και οι δύο παρατάξεις υπερασπίζονται ολοένα και πιο σθεναρά τα συμφέροντα των πλουσίων, αν και οι Ρεπουμπλικανοί το κάνουν αυτό ελαφρώς πιο έντονα από τους Δημοκρατικούς. Ακόμη και μια μικρή αύξηση των φόρων στους πλουσίους δύσκολα θα βρει υποστήριξη στους Αμερικανούς πολιτικούς.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών θα είναι ο μακροχρόνιος περιορισμός της δύναμης και της ευμάρειας των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς οι Αμερικανοί δεν επενδύουν πλέον συλλογικά στο κοινό τους μέλλον. Η Αμερική θα παραμείνει για πολύ καιρό ακόμη μια πλούσια κοινωνία –μια ολοένα περισσότερο διχασμένη και ασταθής κοινωνία. Ο φόβος και η προπαγάνδα είναι πιθανό να πυροδοτήσουν νέους διεθνείς πολέμους με πρωτοβουλία των ΗΠΑ, σαν αυτούς της προηγούμενης δεκαετίας.
Αυτό που συμβαίνει στην Αμερική είναι πιθανό να συμβεί και αλλού. Η Αμερική είναι επιρρεπής στην κοινωνική διάσπαση γιατί η κοινωνία της είναι ιδιαίτερα ετερόκλητη. Η επίθεση στους φτωχούς ή ακόμη και η δεκτικότητα στην προπαγάνδα κατά των φτωχών, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα ρατσιστικά και αντιμεταναστευτικά αισθήματα. Πολλές από τις οικονομίες που ταλανίζονται από την αυξανόμενη ποικιλομορφία των κοινωνιών τους είναι πιθανό να ακολουθήσουν τις ΗΠΑ στην κρίση.
Στις τελευταίες εκλογές στη Σουηδία, το ακροδεξιό, αντιμεταναστευτικό κόμμα συγκέντρωσε αρκετές ψήφους για να έχει παρουσία στη βουλή, γεγονός που υποδεικνύει την εντεινόμενη δυσφορία από την αύξηση του αριθμού των μεταναστών στη σουηδική κοινωνία. Στη Γαλλία, η κυβέρνηση του Νικολά Σαρκοζί προσπάθησε να ανακτήσει τη δημοτικότητά της στην εργατική τάξη απελαύνοντας τους Ρομά –μια μερίδα μεταναστών που έχουν αποτελέσει επανειλημμένα στόχο μίσους και εθνικιστικών επιθέσεων. Και τα δύο αυτά παραδείγματα δείχνουν ότι η Ευρώπη είναι, όπως και οι ΗΠΑ, επιρρεπής στις πολιτικές που επιφέρουν διχασμό, καθώς οι κοινωνίες μας εμπλουτίζονται ολοένα περισσότερο από διαφορετικές εθνικότητες.
Το δίδαγμα που προκύπτει από την Αμερική είναι ότι η οικονομική ανάπτυξη δεν αποτελεί εγγύηση ευμάρειας και πολιτικής σταθερότητας. Η αμερικανική κοινωνία γίνεται ολοένα πιο σκληρή, καθώς οι πλουσιότεροι Αμερικανοί εξαγοράζουν το δρόμο προς την πολιτική εξουσία και οι φτωχοί εγκαταλείπονται στην τύχη τους. Στην προσωπική τους ζωή, οι Αμερικανοί έχουν εθιστεί στον καταναλωτισμό, ο οποίος «ρουφά» το χρόνο, τις αποταμιεύσεις, την ενέργεια και τη διάθεσή τους να ασχοληθούν με τα προβλήματα των συνανθρώπων τους.
Ο πλανήτης πρέπει να βρίσκεται σε επιφυλακή. Εάν δεν βάλουμε ένα τέλος στις πρακτικές των μεγάλων πορτοφολιών στην πολιτική και στον άκρατο καταναλωτισμό, η παραγωγικότητα θα αυξάνεται εις βάρος της ανθρωπιάς μας.
*Ο Τζέφρι Σακς είναι καθηγητής Οικονομικών και διευθυντής του Earth Institute στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια. Διατελεί, επίσης, ειδικός σύμβουλος του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών για τους Αναπτυξιακούς Στόχους της Χιλιετίας.
Copyright: Project Syndicate, 2010
.