Wednesday 9 October 2024
Αντίβαρο
Θεόδωρος Ζιάκας Πολιτική & Κοινωνία

Η επικαιρότητα της μεταρρύθμισης. Στρατηγική για την πραγματική σύγκλιση.

Τετάρτη, 29 Σεπτέμβριος 2010 07:00

[Επειδή η εξουσία είναι αυτοσκοπός, αλλά είναι αναγκασμένη να εμφανίζει ως σκοπό της το κοινό αγαθό, κατασκευάζει -για τους υπηκόους της- την κατάλληλη εικονική πραγματικότητα, κινδυνεύοντας όμως άμεσα να παγιδευτεί και η ίδια μέσα στην παραπλανητική εικόνα, ώστε να μη μπορεί να δει καθαρά τι ο πραγματικός της σκοπός –η κατάκτηση ή διατήρηση της εξουσίας- απαιτεί. Στη βάση αυτή φίλος Υπουργός της κυβέρνησης Σημίτη μου ζήτησε να εκφέρω γνώμη για τον ως άνω τίτλο-θέμα της τότε κυβερνητικής «ατζέντας», οπότε και έγραψα (στις 20 Απριλίου 2003) το παρακάτω κείμενο, το οποίο και έλαβε, βεβαίως, υπόψη του ο φίλος Υπουργός. Θαρρώ ότι καθώς το κείμενο αυτό ασχολείται με τα εννοιολογικά περικαλύμματα της ελληνικής κλεπτοκρατίας, δεν στερείται ενδιαφέροντος, ακόμα και τώρα, υπό καθεστώς Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου.]

Ο τίτλος περιλαμβάνει δύο θέματα τη μεταρρύθμιση και τη σύγκλιση. Υπονοεί ότι για να πάμε στην πραγματική σύγκλιση χρειαζόμαστε μια μεταρρύθμιση. Και ότι τώρα η μεταρρύθμιση αυτή είναι επίκαιρη. Ίσως με την έννοια ότι τώρα είναι η ώρα της. Κι αυτό (ίσως) γιατί τώρα είναι εφικτή. Πάντως η μεταρρύθμιση αναφέρεται μάλλον στην μετάβαση από την ονομαστική στην πραγματική σύγκλιση. Η δε διάκριση ανάμεσα στις δύο «συγκλίσεις» υποβάλλει την ιδέα ότι η μία (η «ονομαστική») είναι αναγκαίο μεταβατικό στάδιο για την άλλη (την «πραγματική»).

Ο τίτλος είναι, λοιπόν, εξαιρετικά σύνθετος και οι συσχετίσεις που εγκαθιδρύει ανάμεσα στα υποκείμενα θέματα λαβυρινθώδεις. Δεν λείπει, επιπλέον, η παρουσία του «ρεφλέξ αυτοδικαίωσης», που συχνά χωρίς διακριτικότητα διαποτίζει τον πολιτικό μας λόγο (κάνοντάς τον «ξύλινο»).

ΔΗΛΟΥΜΕΝΑ ΚΑΙ ΥΠΟΝΟΟΥΜΕΝΑ

Αντιλαμβάνομαι ότι η χρήση των πολιτικών εννοιών, όπως μεταρρύθμιση και σύγκλιση, πρέπει να είναι δεόντως αόριστη, ώστε να μπορούν οι έννοιες αυτές να είναι «πολυσυλλεκτικές» (όπως σκόπιμα αόριστη ήταν και η έννοια «εκσυγχρονισμός», στην οποία ο καθένας μπορούσε να εγγράψει τις δικές του προσδοκίες, χωρίς όμως να παύει να είναι σαφής και αναμφισβήτητος ο εγγυητής των αντιφατικών και εν πολλοίς ανεδαφικών τούτων προσδοκιών: ο Κ. Σημίτης).

Όμως το πολιτικό υποκείμενο τέτοιων εννοιών-συμβόλων [όπου συν(μ)-βάλλουν ετερόκλητες προσδοκίες] πρέπει να έχει γι’ αυτές μια σαφή αντίληψη: να ξέρει ποιας κοινωνικής δύναμης η κίνηση καθιστά εφικτούς τους πολιτικούς στόχους που αυτές φωτοστεφανώνουν. Χωρίς μια τέτοια επίγνωση πώς θα ήταν δυνατόν να τους δοθεί, μέσα στον λόγο, εκείνο το νόημα και εκείνες οι αποχρώσεις, που θα εξασφαλίσουν τη ζητούμενη πολυσυλλεκτικότητα, χωρίς ταυτόχρονα να χαθεί η επαφή με τη συγκεκριμένη κοινωνική δύναμη, η οποία υποτίθεται ότι αποτελεί τον κινητήρα της «πραγματικής σύγκλισης» και χωρίς την εμψύχωση και κινητοποίηση της οποίας η «μεταρρύθμιση» και η επίτευξη των στόχων της είναι ανέφικτα; Συνεπώς: η μέγιστη δυνατή «αποσαφήνιση περιεχομένου» είναι αναγκαία, ως προς τις εν λόγω έννοιες. -Είτε θα την κάνει κανείς, όταν παρουσιάζει το θέμα, είτε όχι.

Βεβαίως αν ο σκοπός της ανάπτυξης του θέματος εξαντλείται στην κυβερνητική αυτοδικαίωση, τότε η παρουσίαση θα είναι τελείως διαφορετική από το αν ο σκοπός της είναι να καταλάβουν οι ακροατές ποια ακριβώς είναι η μεταρρύθμιση, που (αν εφαρμοζόταν) θα οδηγούσε πράγματι στην πραγματική σύγκλιση.

Στην πρώτη περίπτωση η πατέντα είναι γνωστή: Προσπαθείς να παρουσιάσεις μια πειστική ανάγνωση της πασοκικής εικοσαετίας ή τουλάχιστον της σημιτικής θητείας, ως μιας επαλληλίας μεταρρυθμιστικών κυμάτων, όπου ο υποκείμενος σχεδιασμός επέβαλλε η εν λόγω μεταρρύθμιση (αυτή που αν εφαρμοστεί θα φέρει την πραγματική σύγκλιση), να είναι αυτή που τώρα ακριβώς ήρθε η ώρα της και γι’ αυτό είναι τώρα που την εξαγγέλλουμε και για την πραγματοποίησή της είναι τώρα που ζητούμε την ψήφο σας… Η «πειστικότητα» συνδέεται με την ικανότητα να αναδείξεις, μέσα από τις ως τώρα επιτυχίες, την υποκείμενη δράση ενός ικανού σχεδιαστικού νου, ο οποίος κατόρθωνε, κάθε φορά, να συγκεντρώνει τις προσπάθειες μόνο στους εφικτούς στόχους, που σε ανύποπτο χρόνο είχε θέσει και οι οποίοι είχαν σωστά κλιμακωθεί, ώστε η επίτευξη του προηγούμενου να αποτελεί προϋπόθεση και σκαλοπάτι για την επίτευξη του επομένου και όλων μαζί για την επίτευξη της πραγματικής σύγκλισης, για το ανέβασμα δηλαδή στο ανώτατο σκαλοπάτι της κλίμακας, ανέβασμα το οποίο καλούμαστε να πραγματοποιήσουμε σήμερα, κάνοντας την αναγκαία προς τούτο μεταρρύθμιση, την εξ αρχής προνοημένη ακριβώς ως επιστέγασμα της όλης μεταρρυθμιστικής μας διαδρομής… Ο στόχος είναι σαφής: Να πείσουμε ότι οι επιτυχίες μας καθώς και η αποφυγή πλήθους επαπειλούμενων συμφορών, στο δρόμο μας για την Ιθάκη, δεν ήταν τυχαία. Ότι υπήρξε, όλα αυτά τα χρόνια, μια αξιόπιστη στρατηγική, -οπότε επανεκλέξτε μας για να ολοκληρώσουμε τους στόχους της, να φέρουμε την πραγματική σύγκλιση…

Φυσικά η επιχειρηματολογία αυτή δεν πείθει εκείνους που δεν αντιλαμβάνονται την πολιτική ικανότητα ως συνάρτηση κάποιου φαντασιώδους-προκατασκευασμένου «σωστού προγράμματος». Αλλά η πολιτική σκέψη στην Ελλάδα, συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης, είναι καρφωμένη εντελώς σ’ αυτό το αριστερής προελεύσεως ιδεολόγημα. Είναι μάλιστα ένας σε τέτοιο βαθμό εμπεδωμένος εν Ελλάδι κρετινισμός, που νοηματοδοτεί κατ’ αποκλειστικότητα τη διαφοροποίηση των κομμάτων. Το ΠΑΣΟΚ π.χ. διαφέρει από τη ΝΔ επειδή έχουν «διαφορετικό πρόγραμμα». Ή ακόμα πιο απλά γιατί ενώ εμείς «έχουμε πρόγραμμα» αυτοί «δεν έχουν καν» (οπότε για να δείξει ο αρχηγός τους ότι όντως «έχει» μας το στέλνει «με το ταχυδρομείο», αφήνοντας έμπλεους θαυμασμού τους δικούς του για την έκτακτη πολιτική του ευφυία).

Είναι φανερό: Αν, στη βάση αυτή, καταφέρεις να αποδείξεις ότι βάδιζες, «πάντα» και «αταλάντευτα», «βάσει προγράμματος», οι επιτυχίες του οποίου είναι ορατές τοις πάσι ..«καθάρισες»! Νούμερα βεβαίως πάντοτε υπάρχουν για να σε «επαληθεύσουν».

Με την αναφορά σε μια δομημένη στρατηγική επάλληλων μεταρρυθμιστικών κυμάτων, αντιμετωπίζεται το φαινομενικά αποστομωτικό επιχείρημα ότι το να μιλάς σήμερα, ύστερα από είκοσι χρόνια, για μεταρρύθμιση είναι ομολογία πολιτικής χρεωκοπίας.

ΦΑΙΝΕΣΘΑΙ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ

Ας έλθουμε τώρα στην αναγκαία (για μας τους ίδιους και ενδεχομένως για τους άλλους) διευκρίνιση των βασικών εννοιών του τίτλου: Δεν μιλάμε φυσικά για μεταρρύθμιση γενικά, αλλά για τη μεταρρύθμιση εκείνη η οποία θα μας οδηγήσει στην πραγματική σύγκλιση. Πριν όμως διερωτηθούμε ποια μπορεί να είναι μια τέτοια μεταρρύθμιση, ας ξεκαθαρίσουμε τι εννοούμε με τον όρο «πραγματική σύγκλιση».

Προκαταρκτική επισήμανση: Η αποδοχή της διάκρισης «ονομαστικής» και «πραγματικής» σύγκλισης, καθώς επινοήθηκε από την αντιπολίτευση για να μειώσει τα όποια επιτεύγματα της κυβέρνησης, συσκοτίζει τα πραγματικά δεδομένα και αποτελεί καθαρή ιδεολογική ήττα. Πράγματι: είναι ψέμα ότι η όποια σύγκλιση έχει επιτευχθεί είναι μόνο ονομαστική. Ότι στην πραγματικότητα «δεν έχει γίνει τίποτα». Πρώτη λοιπόν απαίτηση: να διευκρινίζουμε τι είναι ονομαστικό και τι είναι πραγματικό στη σύγκλιση που ήδη έχουμε επιτύχει.

Ας πάρουμε για παράδειγμα την εικόνα που παρουσιάσαμε στο πεδίο της προεδρίας της ΕΕ, όπου διαχειριστήκαμε επιτυχώς προβλήματα οφθαλμοφανώς δυσανάλογα με το ειδικό βάρος της χώρας (διάσπαση της ΕΕ σχετικά με τον πόλεμο στο Ιράκ και διεύρυνση προς Ανατολάς), όπως επίσης και το πρόβλημα της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ σε συνάφεια με τον χειρισμό των τρομακτικών πιέσεων που δημιουργεί ο δυσμενέστατος στρατιωτικός συσχετισμός δυνάμεων με την Τουρκία και η ανάγκη των Μεγάλων να διαχειριστούν με προσοχή την κατάσταση του όχι μόνο άλλοτε μα και τώρα «μεγάλου ασθενή». Μήπως δεν προκύπτει, από την εικόνα αυτή, ότι στο πεδίο του χειρισμού των διεθνών σχέσεων, της διπλωματίας και της διαχείρισης μεγάλων κινδύνων, έχουμε πετύχει και με το παραπάνω την «πραγματική σύγκλιση»; Κατά τι οι άλλοι ευρωπαίοι είναι επιτυχέστεροι στον ζωτικό αυτό τομέα; Δεν λέμε άλλωστε όλοι ότι «από την εποχή της υψηλής βενιζελικής διπλωματίας έχει η χώρα να δει στη στάση των Μεγάλων απέναντί της αισθήματα έκπληξης και αναγνώρισης»; Στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής έχουμε, λοιπόν, αυταπόδεικτα δείγματα «πραγματικής» (δηλαδή «αληθινής» και όχι μόνο ονομαστικής) σύγκλισης.

Αν η διάκριση έχει νόημα αυτό πρέπει να αναζητηθεί στην εσωτερική πολιτική. Τούτο γίνεται φανερό και από το εξής: Η πραγματική σύγκλιση στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής εμφανίζει τον Κ. Σημίτη, ως μορφή ευρωπαϊκή και διεθνή, πρώτου μεγέθους. Η εικόνα όμως αυτή δεν «περνάει» στο εσωτερικό. Δεν μπορεί να γίνει δεκτή, γιατί δεν αντιστοιχεί στην εσωτερική πραγματικότητα της χώρας. Παράδοξο, αλλά εξηγήσιμο με την απλή ερμηνευτική φόρμουλα, που λέει ότι στην Ελλάδα, εδώ και αρκετά χρόνια, έχει εγκαθιδρυθεί η εξής ανομολόγητη καθεστωτική σύμβαση: συμφωνούμε να αλλάξουμε την εξωτερική θέση της χώρας (ευρωπαϊκός προσανατολισμός), αλλά χωρίς να αλλάξει τίποτα στο εσωτερικό της. Ή για να το πούμε με τρόπο κυνικό (και ίσως άδικο για τους επώνυμους και ανώνυμους εργάτες των επιτυχιών και πρωτίστως για τον Κ. Σημίτη): η ελληνική κλεπτοκρατία κατόρθωσε να πετύχει τους εξωτερικούς στόχους της χώρας, αλλά αυτό δεν την κάνει εσωτερικά αποδεκτή.

Αν και ίσως άδικη η κυνική διατύπωσή μας έχει το πλεονέκτημα να αναδεικνύει το ουσιώδες γεγονός ότι πίσω από τον Κ. Σημίτη κρύβεται, όλα αυτά τα χρόνια και επωφελείται, η πασοκική μορφή της ελληνικής φαυλοκρατίας και ότι αυτός, ο Κ. Σημίτης, δεν έχει κάνει τίποτα για να τη χαλιναγωγήσει («Αυτή είναι η Ελλάδα»!). Και επειδή ο πολύς κόσμος βλέπει, κυρίως, τι δεν αλλάζει στο εσωτερικό (η λεγόμενη «καθημερινότητα») αδυνατεί να πιστέψει στα μάτια του όταν βλέπει τη θεαματική αλλαγή στο διεθνές status της χώρας. Η παραμυθητική διάκριση «καλού Σημίτη» και «κακού ΠΑΣΟΚ», για πόσο ακόμη μπορεί να λειτουργεί; Όπερ εστί μεθερμηνευόμενο: οι μέρες του πασοκικού «καθεστώτος» είναι μετρημένες. Και μαζί του Κ. Σημίτη. Αυτό το γνωρίζει πρώτο, το «καθεστώς» αυτό, και ακριβώς για τούτον τον λόγο, έχει ήδη περάσει στην αντιπολίτευση και εργάζεται για την «επόμενη μέρα»…

Ας υποθέσουμε ότι η «εξωτερική» σύγκλιση (άνοδος της διεθνούς θέσης της χώρας, νομισματική σύγκλιση κλπ.) προϋπέθετε πράγματι την εσωτερική μη-αλλαγή (ότι ήταν αναγκαία η απουσία «εσωτερικών τριβών» κατά τη διάρκεια της «ευρωπαϊκής μας διαδρομής»). Τίθεται το ερώτημα: Σε τι μπορεί να αναφέρεται μια μεταρρύθμιση με στόχο την «εσωτερική» πραγματική σύγκλιση;

Η απάντηση πρέπει, φυσικά, να δοθεί κατά «τομέα» και προϋποθέτει τεκμηριωμένη δουλειά που (…όλως τυχαίως) δεν έχει γίνει. Θεωρώ προφανές ότι οι εν λόγω τομείς είναι κυρίως οι τομείς της Παιδείας, της Πρόνοιας (υγεία, ασφάλιση κλπ.), της Διοίκησης, της Επιχειρηματικότητας, της σχέσης Κράτους-Αγοράς. Πριν όμως περάσει κανείς στην τομεακή προσέγγιση πρέπει να έχει μια ξεκάθαρη άποψη για το κοινωνικό της περιεχόμενο («ταξικό» το λέγαμε άλλοτε): τι σημαίνει πραγματική σύγκλιση από ταξική άποψη; Υπαινικτικά θα σημείωνα τα εξής:

Παλιά (πολύ παλιά) αποκλείαμε (ως «προοδευτικοί») τη δυνατότητα να «φτάσουμε» την Ευρώπη (σύγκλιση), γιατί στην Ελλάδα «δεν είχαμε εθνική αστική τάξη». Εννοούσαμε τότε κυρίως βιομηχανική αστική τάξη, καθώς το μοντέλο-στόχος ήταν εθνοκεντρικό με κινητήρα τη βαριά βιομηχανία. Η αναφορά στην ορολογία αυτή δεν είναι καθόλου «ρετρό». Θυμίζω πόσο ο τροπαιοφόρος άγιος των μη προνομιούχων, ο αείμνηστος Ανδρέας, είχε στηρίξει το «πρόγραμμά» του στα «νέα τζάκια». Θυμίζω επίσης πόσο στήριξε τις ελπίδες του για την οικaονομική σύγκλιση, ο «εκσυγχρονισμός» μας, στις φοβερές και τρομερές «.com» ελληνικές εταιρίες-φούσκες. Ο Κοσκωτάς, ο Κόκαλης, ο Αθανασούλης κλπ. είναι η «εθνική αστική τάξη» που θα μας οδηγήσει στην πραγματική σύγκλιση; Αυτή με την οποία ο σύντροφος Πολυζωγόπουλος θα κάνει το σοσιαλδημοκρατικό «κοινωνικό συμβόλαιο», χάρη στο οποίο θα έχουμε μισθολόγιο, υγεία και ασφάλιση «εφάμιλλα των ευρωπαϊκών»;

Αλλά αυτοί είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου της ελληνικής κλεπτοκρατίας. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το αφανές τμήμα που βρίσκεται από κάτω και είναι και το σημαντικότερο. Τι κάνεις μ’ αυτό; Ιδού το μέγα ερώτημα.

ΤΙ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ;

Ας πάρουμε για παράδειγμα τον τομέα «Διοίκηση», όχι γενικά αλλά σε συνάφεια με τρεις κοινότοπους «δείκτες», όπως «γραφειοκρατία», «αναποτελεσματικότητα» και «διαφθορά». Υποτίθεται ότι αυτά τα τρία κακά της μοίρας μας πάνε μαζί και χαρακτηρίζουν την ελληνική Δημόσια Διοίκηση στο σύνολό της.

Δεν υπάρχει Έλληνας, που δεν θα συμφωνούσε ότι η «μητέρα όλων των μεταρρυθμίσεων», θα ήταν αυτή η οποία θα έφερνε την «εξάλειψη» (ή «πάταξη») των τριών αυτών «νοσηρών» καταστάσεων. Ερώτημα: μπορεί να γίνει μια «μεταρρύθμιση» η οποία να φτιάξει Δημόσια Διοίκηση μη γραφειοκρατική, αποτελεσματική και αδιάφθορη;

Πιστεύω πως ναι, υπό τον όρο ότι θα φύγουμε τελείως από το προσφιλές σε όλους πεδίο της ηθικολογίας. Ας συμφωνήσουμε ότι το έργο της μεταμόρφωσης των Ελλήνων σε αγίους είναι απείρως σημαντικό και απόλυτης προτεραιότητας, αλλά είναι δουλειά του Αρχιεπισκόπου και όχι του Πρωθυπουργού. Ότι αυτός ο τελευταίος και όσοι τον στηρίζουν, θα πρέπει, δίχως ίχνος ψευδαισθήσεων και εξιδανικεύσεων, να ξεκινά από την υπόθεση ότι η μεταρρύθμιση που θα προωθήσει θα πρέπει να οδηγεί σε λύσεις που θα «δουλεύουν» -ακόμα και αν όλοι οι Έλληνες ήταν αχρείοι συμφεροντολόγοι και εκατό τοις εκατό απατεώνες. Θα πρέπει δηλαδή να στηρίζεται, αποκλειστικά και μόνο, στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης των πολιτών, ή αλλιώς στη δύναμη του ατομικού συμφέροντος και στον φόβο της αποτυχίας, – τον φόβο που «φυλάει τα έρημα».

Η μεταρρύθμιση για την οποία μπορούμε να μιλάμε δεν πρέπει να προϋποθέτει καθόλου υπερβατικές οντότητες, όπως «συνείδηση», «υπευθυνότητα», «πατριωτισμό», «ηθική ακεραιότητα» κλπ. αν και είναι απαραίτητο ή εν πάση περιπτώσει, δεν βλάφτει να τις επικαλείται, ως τελετουργικό ξόρκι εναντίον της «διαφθοράς», της «αναποτελεσματικότητας» και της «γραφειοκρατίας». Το θέμα είναι η κοινωνική πραγματικότητα, στην οποία παραπέμπουν η «γραφειοκρατία», η «αναποτελεσματικότητα» και η «διαφθορά» και σ’ αυτήν πρέπει να στοχεύει η αναγκαία μεταρρύθμιση.

Ορίστε και μια εξειδίκευση ως παράδειγμα: Τα τρία φαινόμενα -διαφθορά, αναποτελεσματικότητα, γραφειοκρατία- παραπέμπουν σε έναν συγκεκριμένο τύπο σχέσεων ανάμεσα στα κόμματα εξουσίας και στην εκλογική πελατεία τους, στους χρηματοδότες τους και στα συνδικάτα, -σχέσεις οι οποίες, διαμεσολαβούμενες από τις διάφορες βαθμίδες της Διοίκησης, έχουν οδηγήσει τελικά σε ένα είδος βραχυκύκλωσης – εξουδετέρωσης της κυβερνητικής εξουσίας από ένα καθεστώς, που θα μπορούσε ίσως να ονομαστεί «δικτατορία της μεσαίας διευθυντικής τάξης». Το καθεστώς αυτό μπορεί να ανατραπεί, αν και όχι εύκολα, με μια μεταρρύθμιση της οικονομικής διαχείρισης βασισμένης:

α) στην αρχή της Ευθύνης ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα (στόχο, έργο κλπ.)

β) στην αρχή της Διαφάνειας και

γ) στην αρχή του Κοινωνικού Ελέγχου (από τους πολίτες, μέσω της διαφάνειας).

Τα τεχνικά μέσα για μια τέτοια μεταρρύθμιση υπάρχουν. Βούληση χρειάζεται και προσεκτική μεθόδευση. Την έχουμε;

Πηγή: Αντίφωνο

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.