Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος*
Στην μικρή μας έρευνα γύρω από το εθνογραφικό τοπίο της Μικράς Ασίας, από τους σλαβικούς αποικισμούς της βυζαντινής εποχής μέχρι τους Ζεϊμπέκους και τον ρόλο τους στη Καταστροφή, αναδείξαμε ορισμένες άγνωστες πτυχές της τοπικής ιστορίας και ανθρωπογεωγραφίας. Σήμερα θα μιλήσουμε για έναν λαό του οποίου η θέση στη χωρεία των Μικρασιατών είναι ακόμη πιο παράδοξη: τους Γαλάτες.
Από την Ευρώπη στην Ασία
Πριν τις ρωμαϊκές κατακτήσεις στη Δύση, οι κελτικές φυλές είχαν εξαπλωθεί στο μεγαλύτερο μέρος της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης, από την Ιβηρική και τις Βρετανικές νήσους ως τα βόρεια Βαλκάνια. Στις αρχές του 3ου αιώνος π.Χ.ξεκίνησε η μετανάστευση τους προς το νότο, με στόχο την Ελλάδα. Η γαλατική εισβολή του 279 π.Χ. υπήρξε πολύ σκληρή και αναπάντεχη δοκιμασία για τον ελληνικό κόσμο, καθώς οι τρομεροί πολεμιστές από τη Δύση διέσχισαν τη Μακεδονία προς το νότο αφήνοντας πίσω τους λεηλατημένες πόλεις και εκατόμβες νεκρών. Την κάθοδο των βαρβάρων ανέκοψαν οι Έλληνες στο Μαντείο των Δελφών, του οποίου τα πλούτη ήταν μεγάλο δέλεαρ για τους Γαλάτες. Η νίκη αυτή, η οποία αποδόθηκε στην παρέμβαση του Απόλλωνος, σήμανε την λήξη της εισβολής και την υποχώρηση του εχθρού προς βορράν.
Παράλληλα, τμήματα της γαλατικής εκστρατείας αντί να κατηφορίσουν προς την κυρίως Ελλάδα, στράφηκαν προς τις ακτές του Ελλησπόντου. Από εκεί, ύστερα από πρόσκληση του βασιλέως της Βιθυνίας Νικομήδη Α’, πέρασαν στη Μικρά Ασία. Ο Νικομήδης βρισκόταν σε πόλεμο με τον Αντίοχο Α’ του βασιλείου των Σελευκιδών και χρειαζόταν τους πολεμικούς αυτούς πληθυσμούς για να θωρακίσει τα σύνορα του. Αφού λεηλάτησαν την ιωνική ακτή, οι Γαλάτες εγκαταστάθηκαν στην ανατολική Φρυγία και γενικά την κεντρική Μικρά Ασία, όπου και εξυπηρετούντο οι αμυντικές επιδιώξεις του Νικομήδη και το περιβάλλον ευνοούσε την άνθηση της ποιμενικής τους οικονομίας. Η περιοχή σύντομα έλαβε το όνομα τους: Γαλατία.
Οι Γαλάτες κατέστησαν γρήγορα ο φόβος και ο τρόμος των γειτόνων τους, με τις συνεχείς και καταστροφικές επιδρομές τους. Συγχρόνως διαδόθηκε η φήμη τους ως ισχυρών πολεμιστών, κάνοντας τους γύρω βασιλείς να πληρώνουν αδρά για τις μισθοφορικές τους υπηρεσίες. Την δράση τους θα περιορίσουν, ύστερα από επίπονες προσπάθειες, ο Αντίοχος και ο βασιλιάς Άτταλος Α’ της Περγάμου. Για να γιορτάσει τη νίκη του, ο Άτταλος παρήγγειλε περίφημα γλυπτά, ανάμεσα τους αυτά του θνήσκοντος Γαλάτη και του πολεμιστή που αυτοκτονεί αφού έχει σκοτώσει τη γυναίκα του.
Στη γεωγραφία της Μικράς Ασίας, η Γαλατία συνορεύει με την Παφλαγονία στο βορρά με τη Βιθυνία, την Παφλαγονία και τον Πόντο, στη δύση με τη Φρυγία, στο νότο με την Πισιδία και την Λυκαονία, ενώ στην ανατολή με την Καππαδοκία. Την κατοικούσαν τρεις φυλές, οι Τρόκμοι (Άγκυρα), οι Τεκτόσαγες (Γόρδιο) και οι Τολιστοβόγιοι. Οι φυλές διοικούντο βάσει ενός αριστοκρατικού συστήματος, με την κάθε μία να κυβερνάται από μία τετραρχία. Το σύστημα αυτό διατηρήθηκε κατά την ελληνιστική περίοδο και μετά την εμφάνιση των Ρωμαίων, πρώτα ως εισβολέων και μετά ως συμμάχων. Κατά τη διάρκεια των Μιθριδατικών πολέμων, όπου οι Γαλάτες συνέπραξαν με τη Ρώμη, οι περισσότεροι τετράρχες σκοτώθηκαν από τα ποντιακά στρατεύματα, και έτσι ο Ρωμαίος στρατηγός Πομπήιος αναδιοργάνωσε την Γαλατία, εγκαθιστώντας βασιλείς. Με την υποταγή ολόκληρης της ελληνικής Ανατολής στο ρωμαϊκό imperium τον τελευταίο προ Χριστού αιώνα, η Γαλατία έγινε ρωμαϊκή επαρχία.
Εξελληνισμός και εκχριστιανισμός
Από τον πρώτο καιρό της εγκαταστάσεως τους και διαμέσου της ρωμαϊκής περιόδου οι Γαλάτες επηρεάστηκαν έντονα από το ελληνικό-ελληνίζον κλίμα που επικρατούσε στη Μικρά Ασία. Ελάμβαναν ελληνικά ονόματα, έκτιζαν κατά τον ελληνικό τύπο και τιμούσαν τους Έλληνες θεούς, σε σημείο που ονομάστηκαν Γαλλογραικοί και Ελληνογαλάτες, όπως αναφέρει ο Στράβων.
Η γλώσσα των Γαλατών της Μικράς Ασίας, κελτική της δυτικής Ευρώπης, δεν έχει σωθεί σε κάποιο γραπτό μνημείο. Παρ’ ότι επεβίωσε μέχρι την αυγή της πρωτοβυζαντινής περιόδου, όπως όλες οι μικρασιατικές γλώσσες παρήκμασαν υπό την ελληνική επιρροή. Ίσως το πιο διάσημο κείμενο που αφορά τους Γαλάτες, η προς εκείνους επιστολή του Αποστόλου Παύλου, γράφτηκε στα ελληνικά. Αυτό ίσως δείχνει πως οι Γαλάτες ήταν ήδη δίγλωσσοι, αν και οι ερευνητές δεν έχουν ακόμη καταλήξει εάν αποδέκτες της ήταν Γαλλογραικοί ή Έλληνες της Γαλατίας. Το 180 μ.Χ. αναφέρεται η εύρεση κελτοφώνων στην Παφλαγονία. Από την άλλη μεριά, για να θυμόμαστε πως οι επιρροές είναι πάντοτε αμφίδρομες, την ίδια περίοδο ο ιατρός Γαληνός της Περγάμου διεμαρτύρετο πως γαλατικές λέξεις είχαν «μολύνει» την καθομιλουμένη ελληνική διάλεκτο της πόλεως του.
Την ύστερη αρχαιότητα/πρώιμο «Μεσαίωνα» βρίσκουμε στοιχεία που δείχνουν την επιβίωσης της γαλατικής γλώσσης και ταυτότητας, αλλά είναι και τα τελευταία. Ο Άγιος Ιερώνυμος, περνώντας από την Γαλατία, σημειώνει πως η τοπική διάλεκτος είναι ίδια με τα κελτικά των Τρεβήρων (Τριερ) της κανονικής Γαλατίας. Τον 6ο αιώνα αναφέρεται το περιστατικό ενός Γαλάτη μοναχού, ο οποίος αφού ελευθερώθηκε από το δαιμόνιο που τον βασάνιζε μπορούσε από το σοκ να μιλήσει μόνο γαλατικά, εννοώντας προφανώς πως πριν την περιπέτεια του κατείχε και την ελληνική, η οποία όμως ίσως να του ήταν λιγότερη οικεία. Οι Γαλάτες αναφέρονται στα «Εθνικά», το λεξικό του Στεφάνου Βυζαντίου (5ος αι.) και στην Δ’ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνος (451) αναφέρεται η παρουσία του επισκόπου Τροκμάδος, πατρίδας των Τροκμηνών.
Από εκεί και ύστερα τα ίχνη των Γαλατών και της Γαλατίας χάνονται στην ιστορία. Η περιοχή έπαψε να συνιστά επαρχία, διαιρούμενη ανάμεσα στα θέματα Βουκελαρίων, Ανατολικών, Χαρισανού και Καππαδοκίας. Συναντούμε όμως έμμεσα τους απογόνους και το όνομα τους στην καρδιά της βυζαντινής εποχής, και δη στην… Ιταλία. Ο συγγραφέας (και μέλος της ελληνόφωνης κοινότητος της Απουλίας) Rocco Aprile στο βιβλίο του «Η Ελλάδα του Σαλέντο» κάνει λόγο για βυζαντινούς εποικισμούς της Ιταλίας που πιθανώς βρίσκονται πίσω από τοπωνύμια όπως Γκαλατίνα, Γκαλατόνε και Γκαλάτι, που απαντώνται στο Σαλέντο, τη Μεσσήνη και το Ρήγιο. Παραπέμποντας στο έργο «Cognomi Greci e civili a bizantina» του P. Stomeo, αναφέρει μετακιν΄σηεις εξελληνισμένων Γαλλογραικών στα νησιά του Αιγαίου, την ηπειρωτική Ελλάδα και την Ιταλία, όπου έφεραν μαζί τους το επώνυμο Γαλάτης. Είναι γνωστό πως τα επώνυμα επιβιώνουν πολύ αφού η ταυτότητα και τα πολιτιστικά χαρακτηριστικά σβήσουν.
Μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ η Γαλατία πέρασε στους Σελτζούκους Τούρκους. Η Άγκυρα έπεσε το 1073, για να ανακτηθεί από τους Βυζαντινούς και τους Σταυροφόρους το 1101. Η περιοχή της Φρυγίας-Γαλατίας-Πισιδίας αποτέλεσε για πάνω από ενάμισι αιώνες τη «νεκρή ζώνη» μεταξύ της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και των τουρκικών δυνάμεων. Το κεντρικό μικρασιατικό υψίπεδο αποικίστηκε από τις νομαδικές φυλές των Τουρκομάνων και σταδιακά το ελληνορθόδοξο στοιχείο σχεδόν εξέλιπε.
Εδώ λοιπόν τελειώνει η ιστορία της Γαλατών; Ίσως όχι! Σε μία σχολαστική όσο και αμφιλεγόμενη μελέτη των αρχών του 20ου αιώνος, ένας Έλληνας συγγραφέας επιμένει πως ακόμη επεβίωναν τα ίχνη τους.
Γαλάτες το 1922;
Το βιβλίο του Γιώργου Σκαλλιέρη «Λαοί και φυλές της Μικράς Ασίας» έχει υπάρξει σταθερός συνοδοιπόρος μας στα άρθρα για τα εθνολογικά της περιοχής. Το έργο ξεχωρίζει αφ’ ενός για την εξαντλητική του λεπτομέρεια, αφ’ ετέρου για τις τολμηρές θεωρίες που θέλουν το σύνολο σχεδόν των Μικρασιατών, ακόμη και των μουσουλμάνων, να είναι ελληνικής ή κρυπτοελληνικής συνειδήσεως. Ο κ. Σκαλλιέρης, στην περιγραφή του αδιαμφισβήτητα χαώδους ανθρωπίνου αναγλύφου της Μικράς Ασίας «ανασταίνει» από τος νεκρούς τους αρχαίους Βιθυνούς, Καππαδόκες, Φρύγες, Λυκίους, Λυκάονες, Ερυθρίνους, Παφλαγόνες, Ισαύρους και Μυσούς, όχι μόνο με την έννοια της μακράς γενεαλογικής καταγωγής και της επιβιώσεως αρχαιοτάτων εθίμων, αλλά ως λαούς ξεχωριστούς και εχθρικούς προς τους Τούρκους που αναμένουν την απελευθέρωση τους από τους Έλληνες. Όπως είδαμε στο άρθρο για τους Ζεϊμπέκους, η συναγωγή πως η μακρινή καταγωγή απαραιτήτως επηρεάζει το παρόν φρόνημα είναι εσφαλμένη.
Μέσα λοιπόν στην συντροφιά των «τουρκοφανών και μουσουλμανικών-μουσουλμανοφανών» πληθυσμών ο γράφων βρήκε έκπληκτος, στην έκθεση του Βιλαετίου Αγκύρας, τους απογόνους των Γαλατών και μάλιστα υπό δύο ονόματα.
Πρώτον ο κ. Σκαλλιέρης μιλά για έναν πληθυσμό 80.000 Τροκμηνών. Επισημαίνοντας την ασάφεια των όρων και την εναλλαγή στις Ευρωπαϊκές αναφορές μεταξύ των ονομάτων Turcomans, Turkmenes και Trukmenes, συμπεραίνει πως αυτοί οι άνθρωποι αποτελούν ουσιαστικά συνέχεια των αρχαίων Τροκμηνών. Ως επιπλέον στοιχείο επισημαίνει την ετερόδοξη μουσουλμανική τους ταυτότητα, δείγμα πλημμελούς συνδέσεως με τους Τούρκους.
Δεύτερον αναφέρονται καθαυτό Γαλλογραικοί, αριθμούντες περί τις 95.000. Ο κ. Σκαλλιέρης δεν εκθέτει στοιχεία που μπορεί να διακρίνουν κάποιον συγκεκριμένο πληθυσμό της περιοχής βάσει μίας ιδιαίτερης ταυτότητος ή εθίμων, πολλώ δε μίας γαλατικής συνειδήσεως. Παραπέμπει όμως σε Γάλλους περιηγητές, οι οποίοι μιλούν για σαφή διατήρηση του γαλατικού ανθρωπίνου τύπου στην περιοχή. Εντύπωση πάντως προκαλεί ο ισχυρισμός του πως οικογένειες ισχυρών και σημαντικών Τούρκων καυχώνται την καταγωγή τους από αυτούς τους Γαλλογραικούς.
Όπως και να έχει, το υπερβολικό αυτών των θεωριών δε μειώνει το ενδιαφέρον μας στην αναζήτηση των χαμένων κρίκων της ιστορίας. Από το Ρήνο ως τους Δελφούς, και από εκεί στην Άγκυρα και τελικά (γιατί όχι;) στη Magna Grecia, οι Γαλάτες υπήρξαν μια πληγή που μετασχηματίστηκε σε δημογραφική «ένεση» ζωτικότητος για τον ελληνικό κόσμο, δείχνοντας την αφομοιωτική δύναμη του πατρώου πολιτισμού.
*φοιτητήνς διεθνών, ευρωπαϊκών και περιφερειακών σπουδών (mnovakopoulos.blogspot.gr)