«φέρτε μου κανάτες, φέρτε μου βαρέλες/
στρώσατε για μένα περσικά χαλιά/
φέρτε μου κουζίνες, φέρτε μου κοπέλες/
φέρτε μου λαγούτα, φέρτε μου βιολιά./
Άιντε πάλι γλέντι και χουβαρνταλίκι/
λύστε το πουγκί σας, δώστε χαρτζιλίκι./
Χύνω τους καφέδες και τα βάζα σπάνω/
Ωχ ! Χριστέ κι ας φέξει…Ωχ! Ψυχή μου γλέντι/
Εκλογές και πάλι…σ’ ό,τι κι αν σας κάνω/
Σεις να λέτε όλοι μάλιστα αφέντη/
Όλων σας τα σπίτια ανοιχτά να τα ‘βρω/
Ειδ’ αλλιώς σκεφθείτε πως θα φάτε μαύρο»
Ο Έλληνας, εκτός από πολιτικό, είναι βέβαιο πως είναι και…. εκλογικό όν. Ο Παπαδιαμάντης, προ εκατονταετίας, διαπίστωνε: «Α! αι εκλογαί, αυτή είναι η μόνη επί εβδομήκοντα έτη ασχολία μας, αφ’ ότου ηλευθερώθημεν, αφ’ ότου δηλαδή μεταλλάξαμεν τυράννους, τους οποίους διά των εκλογών φανταζόμεθα ότι αντικαθιστώμεν τάχα συχνότερον». (“Άι μου Γιώργη”, 1892). Αποδεικνύεται το…. φιλεκλογικόν του Έλληνα ανθρώπου και από την πληθώρα των υποψηφίων – θηλέων και αρρένων – αλλά και από τη ζέση, την έντονη επιθυμία όλων να καταλάβουν εκλόγιμη θέση. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ακούγοντάς τους, εύκολα κατανοείς ότι εκλαμβάνουν την εκλογή ως κριτήριο της προσωπικής τους αξίας. Διακυβεύεται στην κάλπη το κύρος και η αξιοπρέπειά τους. Ομολογώ ότι μια γεύση του πικρού αυτού αισθήματος το ένιωσα κάπως σε συνδικαλιστές εκλογές δασκάλων. Μετέχοντας, προ δεκαετίας, σε ανεξάρτητο-υπερπαραταξιακό ψηφοδέλτιο, επί 3-4 χρόνια, κατόρθωνα να συγκινήσω μόλις και μετά βίας 10-12 συναδέλφους. Καταλάμβανα την τελευταία ή προτελευταία θέση, γενόμενος κυρίως «μπαίγνιο» των παιδιών μου. Ψέλλιζα βέβαια κάτωχρος από ντροπή κάτι μισόλογα περί εντίμου και ανιδιοτελούς αγώνα, προσπαθούσα και εξηγήσω ότι δεν είχαμε πίσω μας κομματικούς μηχανισμούς, πλην, εις μάτην δεν απέφευγα τους γέλωτες. Έτσι άδοξα κρέμασα τα πολιτικά μου… παπούτσια. Παρηγοριόμουν και διασκέδαζα την αποτυχία, προστρέχοντας σ’ ένα ρητό του σοφού Ηράκλειτου, το «εις εν εμοί μύριοι εστί», η γνώμη ενός ανθρώπου, αξίζει για μένα όσο χιλίων. Πολλαπλασίαζα τους 10-15 αφοσιωμένους ψηφοφόρους μου (μεταξύ αυτών δυο – τρεις συγγενείς) επί το ηρακλείτειο «χίλια» και τους έβγαζα καμμιά δεκαπενταριά χιλιάδες. Αίφνης, με τον μαθηματικό αυτό τύπο, κατήγαγα νίκη περηφανή, ήμουν, τρόπον τινά, ο θριαμβευτής των εκλογών. Συμβουλεύω, λοιπόν, τους υποψηφίους που δεν θα εκλεγούν, να εφαρμόσουν ανάλογη φαντασίωση, για να απολύνουν τον πόνο την αποτυχίας. Θυμάμαι, φιλοσοφώντας και αναλύοντας τα αίτια της εκλογικής μου αστοχίας, διέκρινα το εκλογικό σώμα σε πέντε επιμέρους κατηγορίες. Αυτό είναι λοιπόν και το θέμα του παρόντος άρθρου: με ποια κριτήρια ψηφίζουν οι Έλληνες στις καλλικρατικές εκλογές. Πρώτον: ικανή μερίδα του λαού επιλέγει με βάση το παρουσιαστικό και λοιπά συνοδά χαρακτηριστικά. Ένας, για παράδειγμα, όμορφος υποψήφιος έλκει τις ψήφους των νεαρών, κυρίως ανύπανδρων, γυναικών. Στην Αμερική κυκλοφόρησε μελέτη η οποία διεπίστωσε πως οι ευειδείς υποψήφιοι έχουν 30% πιθανότητες παραπάνω από τους δύσμορφους να εκλεγούν. Μια καλλίσωμος νεανίσκη είναι σίγουρο ότι κλέβει κάποιους ψήφους εργένηδων ανδρών.
Δεύτερον: κριτήριο ασφαλές και σοβαρό είναι η συγγένεια ή η «φυλετική» καταγωγή.(Πόντιοι, Θρακιώτες, Σαρακατσαναίοι κλπ). Πολλοί υποψήφιοι σπεύδουν αυτές τις ημέρες στα ληξιαρχεία με την ελπίδα να ανακαλύψουν ξεχασμένες και μακρινές συγγένειες. Ξαδέρφια εβδόμου βαθμού και άνω, κουμπαριές, παρακουμπαριές, ανασύρονται από τη λήθη. Δεν είναι σπάνιο να ανακαλύπτει έκπληκτος ο υποψήφιος πως συγγενεύει με ένα ολόκληρο χωριό. Τυχεροί όσοι έχουν πολυπληθές συγγενολόι. Άτυχοι τα μοναχοπαίδια, οι σώγαμπροι και οι ανύμφευτοι ή οι ανύπανδρες, γιατί στερούνται τις ψήφους από το γυναικοσόι ή ανδροσόι, αντιστοίχως. Οι κουμπαριές, παρ’ όλη τη δυσφήμηση που υπέστησαν τελευταία, δεν παύουν να προσφέρουν σίγουρη και σταθερή «δεξαμενή» ψήφων. Οι υποχρεώσεις του κουμπάρου θεωρούνται αυτονόητες. Χωρίς 5-6 κουμπαριές είναι αδύνατο να κάνεις πολιτική καριέρα. Αυθεντία στο θέμα αυτό θεωρείται ο επίτιμος της ΝΔ. Τρίτον: Δεν έπαυσε, παρά τις περί του αντιθέτου θεωρίες, το κομματικό κριτήριο να παίζει πρωτεύοντα ρόλο και στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Παρ’ όλες τις δακρύβρεχτες προσπάθειες των επικεφαλής των συνδυασμών, να πείσουν τους πολίτες για την πολυσυλλεκτικότητά τους και για την κομματική τους ανεξαρτησία, λίγα πετυχαίνουν. Για να διαρραγεί η κομματική προσήλωση πρέπει να συντρέχουν τα δύο προαναφερόμενα κριτήρια. Ή να μαγνητιστείς από αιθέρια ύπαρξη ή να προσκρούσεις σε συγγένεια πρώτου βαθμού. Στις νεότερες, βέβαια, γενεές, το κομματικό κριτήριο είναι πολύ χαλαρό, στους παλαιότερους, που πρόλαβαν τον Παπάγο ή τον Πλαστήρα, θεωρείται αδιανόητη η κομματική ανυπακοή. Το χέρι το κόβουν, αλλά ψήφο σε κομματικό «εχθρό» δεν δίνουν. Τέταρτον: Είναι όσοι ψηφίζουν με πιο ελαστικά κριτήρια. Αυτοί που παζαρεύουν την ψήφο τους – και πολλές φορές ολόκληρης της οικογένειας – ζητώντας ανταλλάγματα. Και εδώ διακρίνονται σε υποομάδες. Οι πλέον αξιοκαταφρόνητοι είναι όσοι ζητούν χρηματική αμοιβή. Είναι οι αργυρώνυτοι, οι κλεφτοκατσικάδες. Κάποιοι άλλοι παλεύουν για βόλεμα συγγενικού προσώπου. Αυτοί είναι αφελείς, γιατί συνήθως καταπίνουν ανεκπλήρωτες υποσχέσεις. Είναι οι διαπλεκόμενοι. Άλλοι οσμίζονται τον τελικό νικητή και γλοιωδώς προσκολλώνται πάνω του, ελπίζοντας σε κατοπινές εκδουλεύσεις. Είναι οι καιροσκόποι. Αυτές, κατά την γνώμη μου, είναι οι τέσσερις βασικές κατηγορίες κριτηρίων για τις τοπικές εκλογές. Αν κάποιος υποψήφιος μπορεί να ανταποκριθεί και στα τέσσερα, είναι σίγουρα μέσα στους επιτυχόντες. Βέβαια το να είσαι ωραίος ή ωραία, με τεράστιο σόι, με κομματικές περγαμηνές, πλούσιος (για να φθείρεις συνειδήσεις) και με ευχέρεια να σκορπάς υποσχέσεις και να γίνεσαι πιστευτός, είναι λίγο δύσκολο. Όποιος συγκεντρώνει τόσα προσόντα, κακώς περιορίζεται στα τοπικά. Αν δεν πληροίς ούτε ένα κριτήριο, κακώς κατέβηκες στον πολιτικό στίβο. Άσχημος, φτωχός, χωρίς μεγάλο σόι, κομματικά ανύπαρκτος και με έλλειμμα «ευελιξίας», είναι ο ορισμός του αποτυχημένου. Κανένας, όμως, νομίζω υποψήφιος δεν συγκεντρώνει όλα τα ελαττώματα ή όλα τα προτερήματα. Γι’ αυτό το αποτέλεσμα είναι αμφίρροπο. Πέμπτο και τελευταίο κριτήριο, το οποίο είναι το ζητούμενο και αποτελεί την πεμπτουσία μιας δημοκρατικής κοινωνίας, είναι οι υποψήφιοι να εκλέγονται με βάση το φιλότιμο, την αξία, τις ικανότητες, την επιστημονική επάρκεια και την εντιμότητά τους, αρετές σπανιότατες την σήμερον.
Δυστυχώς το σύστημα είναι τέτοιο, ώστε οι αρετές αυτές να μην γίνονται ευρύτερα γνωστές. Προβάλλονται οι επικεφαλής, οπότε η ισηγορία, η έκφραση γνώμης για τα κοινά, να μην φτάνει στα αυτιά των ψηφοφόρων. Έτσι αδικούνται πολλές φορές υποψήφιοι με επίζηλα προσόντα. Στην αρχαία ελληνική δημοκρατία, είχαμε συνεχείς εναλλαγές στις δημόσιες θέσεις. Μ’ αυτό τον τρόπο αμβλύνονταν οι πικρίες και αποκλειόταν η ισχυροποίηση κάποιου πολιτικού παράγοντα, που οδηγεί πολλές φορές στην αλαζονεία ή στη διαφθορά. Υπήρχε βεβαίως και ο εξοστρακισμός. Αν ίσχυε από πόσες γλίτσες του κομματισμού θα γλιτώναμε; Λίαν επίκαιρη είναι και η προτροπή του αρχαίου σοφού Πυθαγόρα: «κυάμων απέχεσθε», αποχή, μακριά από την πολιτική, τα κοπρόσκυλα που μας χαντάκωσαν, τις εκλογές και τα μισητά…μνημόνια.
.
Νατσιός Δημήτρης
δάσκαλος-Κιλκίς.