Friday 11 October 2024
Αντίβαρο
Ιστορία: Βυζάντιο

Άντρες βαρβάτοι: Τα γένια στο Βυζάντιο

Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος
διεθνολόγος

Σήμερα θα μιλήσουμε για τρίχες.

Η γενειάδα, η ανδρική τριχοφυΐα στο πρόσωπο γενικά, έχει ιστορία όσο μακρά όσο ο άνθρωπος. Όπως και η κόμμωση ή η ενδυμασία, από εποχή σε εποχή η σημασία, η εμφάνιση και ο συμβολισμός της αλλάζει, ακολουθώντας τις αισθητικές και ηθικές επιταγές κάθε κοινωνίας. Σήμερα για παράδειγμα είναι αναμενόμενο οι περισσότεροι άνδρες, ειδικά οι νέοι, να αφήνουν έστω λίγο μούσι, ενώ πριν 20-30 χρόνια κάτι τέτοιο θα ήταν περίεργο ή συνδεδεμένο με συγκεκριμένες υποκουλτούρες. Κάποτε ήταν της μόδας το σκέτο μουστάκι, σήμερα όμως προκαλεί γέλιο.

Στην αρχαία Ελλάδα η γενειάδα ήταν σύμβολο ανδρικής δύναμης και αξιοπρέπειας – όχι τυχαία, αφού αναπτύσσεται στην εφηβεία, την μετάβαση δηλαδή από την παιδικότητα προς την ενηλικίωση. Πάμπολλες παραστάσεις, σε αγγεία και αγάλματα, δείχνουν πως οι Έλληνες περιποιούντο τη γενειάδα τους, την στόλιζαν και την καλλώπιζαν. Στην Ιλιάδα, η μητέρα του Αχιλλέως Θέτις ζητά από τον Δία να ορκιστεί στα γένια του, κάτι που καθιστά την υπόσχεση του απολύτως ιερή και απαραβίαστη.

Το ξύρισμα της γενειάδας διαδόθηκε στον ελληνικό κόσμο από τον Μέγα Αλέξανδρο και τους Μακεδόνες, καθώς θεωρήθηκε πως την ώρα της μάχης το μούσι λειτουργεί ως λαβή για τον αντίπαλο. Ως τότε το ξύρισμα θεωρείτο ένδειξη πένθους. Την περίοδο εκείνη προκύπτει και η ταύτιση της γενειάδας – όπως είπαμε σύμβολο ηλικίας και ωριμότητος – με τους διανοητές, αφού οι φιλόσοφοι της εποχής συνήθως αρνούντο να ξυριστούν.

Το αντίθετο συνέβαινε με τους Ρωμαίους. Αν και εκείνοι αρχικά είχαν στάση όπως τον Ελλήνων, από τον 3ο αιώνα το ξύρισμα άρχισε να διαδίδεται και να θεωρείται απολύτως απαραίτητο για μία αξιοπρεπή εμφάνιση. Λέγεται ότι ο πρώτος σημαίνων Ρωμαίος που ξυρίστηκε ήταν ο Σκιπίων ο Αφρικανός, ο στρατηγός που νίκησε τον Αννίβα στον Β’ Καρχηδονιακό Πόλεμο. Την εποχή εκείνη, η διαφορά μεταξύ ξυρισμένου και αξυρίστου μεταφράστηκε ως διακριτικό σημάδι ανάμεσα στους Ρωμαίους και τους Έλληνες αντιστοίχως.

Πρώτος αυτοκράτορας που άφησε γενειάδα ήταν ο Αδριανός, ίσως ως σημάδι του φιλελληνισμού του. Έπειτα από εκείνον η τάση αυτή θα διατηρηθεί από πολλούς διαδόχους, μέχρι ο Μέγας Κωνσταντίνος να επαναφέρει το ξυρισμένο look. Με εξαίρεση τον Ιουλιανό, η γενειοφόρος εμφάνιση θα εγκαταλειφθεί μέχρι τον 7ο αιώνα. Ο σφετεριστής του θρόνου Φωκάς άφησε μούσια θέλοντας να κρύψει μία ουλή στο πρόσωπο του. Από εκεί και ύστερα όλοι οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες ανεξαιρέτως ήταν γενειοφόροι, μέχρι τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο εννέα αιώνες μετά. Μάλιστα ο Κώνστας Β’ (641-668) απέκτησε το προσωνύμιο «Πωγωνάτος», δηλαδή ο μούσάτος.

Την «βυζαντινή» εποχή η γενειάδα τονίστηκε ακόμη περισσότερο ως σημάδι ανδροπρέπειας. Εκείνη την περίοδο σημαντικό ρόλο στην αυλική διακυβέρνηση έπαιζαν οι ευνούχοι, οι οποίοι λόγω της αναπηρίας τους δεν παρήγαγαν τεστοστερόνη άρα δεν έβγαζαν γένια. Η ύπαρξη γενειάδας λοιπόν αποδείκνυε πως ο εν λόγω άνδρας ήταν ανατομικά πλήρης. Για αυτό μέχρι σήμερα ο αρρενωπός λέγεται και «βαρβάτος» (barbatus, λατ. Γενειοφόρος).

Ακόμη και ορισμένοι Πατέρες της Εκκλησίας αφιέρωσαν χωρία των γραπτών τους για να εξυμνήσουν την ευπρέπεια και τον συμβολισμό της γενειάδας στον άνδρα. Λέγει ο Ιερός Αυγουστίνος, σχολιάζοντας τον 133ο Ψαλμό:

«Το μούσι υποδεικνύει τον θαρραλέο. Το μούσι διακρίνει τους ωρίμους άνδρες, τους ένθερμους, τους ενεργητικούς, τους σθεναρούς. Στο βαθμό που όταν περιγράφουμε έναν τέτοιον άνδρας λέμε, αυτός είναι βαρβάτος»

Κατά τον ύστερο Μεσαίωνα στην Δύση άρχισε να επανέρχεται η ξυρισμένη εμφάνιση, πρώτα από τον κλήρο και ύστερα στους λαϊκούς. Η τάση αυτή συνδέθηκε με την επιβολή της αγαμίας των ιερέων, δήλωνε έτσι την θυσία της ανδρικής τους αναπαραγωγικής δυνάμεως. Και πάλι η παρουσία ή όχι γενειάδας χώριζε τον Έλληνα από τον Λατίνο. Για την διάκριση αυτή μας έχουν σωθεί μερικές αστείες ιστορίες.

Τον 15ο αιώνα ο ενωτικός μητροπολίτης της Τραπεζούντος, Βησσαρίων, βρήκε καταφύγιο την παπική αυλή όπου έφθασε στον βαθμό του καρδιναλίου. Ο Βησσαρίων έμεινε στην ιστορία για το έργο του ως λογίου και προστάτη των γραμμάτων, αλλά και για τα μούσια του. Προερχόμενος την ανατολή, αρνείτο να ξυρίσει τη γενειάδα του όπως οι άλλοι καθολικοί ιεράρχες. Το 1455 συνεκλήθη κονκλάβιο για την εκλογή νέου πάπα, με τον Βησσαρίωνα να είναι από τους πιο ισχυρούς υποψηφίους. Σε ένα κρίσιμο σημείο της διαβουλεύσεως ένας καρδινάλιος, αντίπαλος του Βησσαρίωνος, σηκώθηκε και αγόρευσε εναντίον του:

«Θα διαλέξουμε για Πάπα, την κεφαλή της Λατινικής Εκκλησίας, έναν Έλληνα, έναν παρείσακτο; Ο Βησσαρίων έχει ακόμα γένια – και όντως θα γίνει ο αρχηγός μας! Πόσο κακόμοιρη είναι, σε αυτήν την περίπτωση, η Λατινική μας Εκκλησία, αν δεν μπορούμε να βρούμε άξιο άνδρα για εκείνη, αλλά πρέπει να καταφύγουμε σε έναν Έλληνα, και μάλιστα σε έναν που μέχρι χθες επιτίθετο στην Ρωμαϊκή πίστη!»

Ο Βησσαρίων έχασε για μικρή διαφορά. Αλλά αυτή δεν ήταν η τελευταία φορά που ο πώγων του δημιούργησε προβλήματα. Το 1470 εστάλη ως απεσταλμένος του πάπα στη Γαλλία, σε μία περίοδο τεταμένων σχέσεων μεταξύ των δύο δυνάμεων. Ο Γάλλος βασιλιάς τον υποδέχθηκε με πολύ ψυχρό και δυσμένη τρόπο, χωρίς να χάσει την ευκαιρία να τον προσβάλει… για τα γένια του. «Οι Έλληνες ανέκαθεν ήταν βάρβαροι» είπε μπροστά στους αυλικούς του, κάνοντας ένα λογοπαίγνιο με το βαρβάτος. Ο Βησσαρίων έφυγε ταπεινωμένος, πέθανε δε λίγο αργότερα…

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.