Αναδημοσίευση (9/12/2012). Γράφει ο Porta Aurea.
Αντί περίληψης, αντιγράφω τις τελευταίες δύο παραγράφους του άρθρου
Πράγματι, ο συγγραφέας των Μακεδονικών υποθέσεων άλλαξε πέντε φορές απόψεις για την εθνότητα των μακεδόνων μη Ελλήνων Σλαβόφωνων στη διάρκεια της ζωής του, γεγονός το οποίο αποφεύγουν επιμελέστατα και όπως ο διάολος το λιβάνι να αναφέρουν οι προαναφερθέντες αντιεθνικιστές της Ελλάδας – πράγμα που δείχνει και την αναξιοπιστία και την κακοβουλία τους άλλωστε. Άλλοτε δήλωνε Βούλγαρος και υποστήριζε ότι οι μακεδόνες Σλαβόφωνοι ήταν Βούλγαροι και άλλοτε δήλωνε Μακεδόνας. Μεταξύ 1897 και καλοκαιριού του 1903 εμφανίζεται ως Βούλγαρος, συντάσσει φιλοβουλγαρικές μελέτες και είναι μέλος εθνικών βουλγαρικών οργανώσεων. Μεταξύ φθινοπώρου του 1903 και 1905 έχει «εθνικά μακεδονικές» θέσεις και συνείδηση. Μετά από δύο έτη απραξίας, από το 1907 ώς το 1913 υποστηρίζει φανατικά τον βουλγαρισμό και αποκηρύσσει/αναιρεί τις θέσεις των Μακεδονικών υποθέσεων. Από τις αρχές του 1914 ώς τον Σεπτέμβριο υιοθετεί ξανά τον μακεδονισμό, αλλά από τον 10ο/1914 ώς τον 12ο/1922 υποστηρίξει ξανά τον βουλγαρισμό. Μετά και ώς το τέλος της ζωής του, υποστηρίζει τον μακεδονισμό..
Είναι χαρακτηριστικό ότι η θέση των αντιβουλγαρικών Μακεδονικών υποθέσεων για μη ένοπλη αντιοθωμανική εξέγερση συμπίπτει με την πάγια θέση της βουλγαρικής Εξαρχίας (που υποτίθεται ότι κατακρίνει). Ο Μισίρκοφ υποστήριζε την «αυτονομία» της Μακεδονίας την ίδια στιγμή κατά την οποία και η βουλγαρική ΕΜΕΟ υποστήριζε ως λύση ανάγκης την αυτονομία. Απλώς, ο ίδιος θεωρούσε ότι δεν μπορούσε να υπάρξει κράτος δίχως έθνος, και γι’ αυτό πίστευε ότι για να υποστηρίξει αποτελεσματικά το αίτημα της ανεξάρτητης Μακεδονίας έπρεπε να διακηρύξει και την ύπαρξη μακεδονικού έθνους – σε αντίθεση με άλλους μακεδόνες Βούλγαρους που υποστήριζαν τον πολιτικό (αλλά όχι εθνικό) σεπαρατισμό της Μακεδονίας. Όταν, για παράδειγμα, κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Βουλγαρία, που ακόμα δεν είχε αποφασίσει σε πιο στρατόπεδο θα ενταχθεί, έδειξε ότι θα διαπραγματευόταν την είσοδό της στον πόλεμο με αντάλλαγμα όχι την αυτονομία της Μακεδονίας αλλά την προσάρτηση των μακεδονικών εδαφών της Ελλάδας και της Σερβίας, ο Μισίρκωφ εγκατέλειψε την ιδέα της αυτονομίας και έγινε εθνικά Βούλγαρος.
Το 2013 συμπληρώνονται 110 χρόνια από την έκδοση του βιβλίου του Κρίστε Μισίρκωφ «Μακεδονικές Υποθέσεις». Η ελληνική μετάφρασή του (εκδ. Πετσίβα, Αθήνα 2003) είναι σχετικά πρόσφατη, αφού το βιβλίο κι ο συγγραφέας αποτελούν «λάβαρο» του «Μακεδονισμού» εδώ και πολλές δεκαετίες στην ΛΓΜ-ΠΓΔΜ. Ο ίδιος ο Μισίρκωφ καθώς και το παραπάνω βιβλίο του αντιμετωπίστηκε στην Ελλάδα από διάφορους ερευνητές του «αντιεθνικιστικού» χώρου («Ιός» Ελευθεροτυπίας: «Οι δέκα μύθοι του «Σκοπιανού»», εφ. Ελευθεροτυπία 23-10-2005. Δημ. Λιθοξόου: «Μια άλλη προσέγγιση του μακεδονικού ζητήματος», σημ. 14 στην επεξεργασμένη εκδοχή του άρθρου του στο περ. Λεβιάθαν τχ. 4) ως μια απόδειξη της ύπαρξης μακεδονικής εθνικής συνείδησης ή έστω της απαρχής μιας «εθνικά μακεδονικής» εθνογένεσης στις αρχές του 20ου αιώνα, πολύ πριν από την δημιουργία της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας από τον Τίτο. Το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 1903 στη Σόφια, και παρ’ όλο που συνάντησε μεγάλη αντίδραση, αξίζει της προσοχής μας. Ιδιαίτερα μάλιστα, επειδή σε αυτό παρατηρούνται πολλά στοιχεία και αντιφάσεις, που μάλλον αποδυναμώνουν παρά ενισχύουν τα επιχειρήματα τόσο των παραπάνω ερευνητών όσο και των Σλαβομακεδόνων της ΠΓΔΜ: είναι γνωστό ότι στην ΠΓΔΜ ο Μισίρκωφ θεωρείται λίγο-πολύ ένας «πατέρας» του μακεδονικού έθνους.
Ένα από τα πιο τρανταχτά παραδείγματα της αντίθεσης μεταξύ των απόψεων του Μισίρκωφ στις Μακεδονικές υποθέσεις και των σύγχρονων σλαβομακεδονικών απόψεων είναι η ερμηνεία της εξέγερσης του Ίλιντεν στην Μακεδονία (Ιούλιος 1903). Ενώ οι Σλαβομακεδόνες υποστηρίζουν ότι το Ίλιντεν ήταν εθνικά μακεδονική επανάσταση, ο Μισίρκωφ ισχυρίζεται ακριβώς το αντίθετο: Το Ίλιντεν ήταν «υπόθεση των Εξαρχικών, δηλαδή ένα τέχνασμα της Βουλγαρίας για…τη δημιουργία μιας βουλγαρικής Μακεδονίας» (κεφ. 1ο, «Τι κάναμε ώς τώρα και τι πρέπει να κάνουμε στο μέλλον» σελ. 24), όχι μια «γενική μακεδονική εξέγερση». Άλλωστε οι πρωταγωνιστές της εξέγερσης ήταν αντιπρόσωποι της βουλγαρικής Εξαρχίας (κεφ. 1ο, σελ. 22). Η ίδια η ΕΜΕΟ (VMRO) κατά τον Μισίρκωφ αντιπροσώπευε «μόνο μία μερίδα από τις εθνότητες της Μακεδονίας που συνδεόταν με το όνομα…και τα συμφέροντα της Βουλγαρίας. […] ήταν μια βουλγαρική επιτροπή» (κεφ. 1ο, σελ. 22). Τόσο οι μακεδόνες αντιπρόσωποί της στη Βουλγαρία (Τατάρτσεφ – Μάτοφ) όσο και οι υπόλοιποι ηγέτες της ήταν Βούλγαροι και θεωρούσαν ως Βούλγαρους τους Σλάβους της Μακεδονίας (κεφ. 1ο, σσ. 35-36). Σκοπός της Επαναστατικής Επιτροπής όσο και της Βουλγαρίας ήταν η δημιουργία μιας βουλγαρικής Μακεδονίας εις βάρος των άλλων χριστιανικών εθνοτήτων της Μακεδονίας (κεφ. 1ο, σελ. 26). Έτσι, κατά τον Μισίρκωφ, τόσο οι «σερβόφιλοι» όσο και οι «Γραικομάνοι» (φανατικά Έλληνες – гркоманни στο κείμενο) σλαβόφωνοι της Μακεδονίας δεν είχαν θέση στην Επαναστατική Επιτροπή, ως ηγέτες ή μέλη, διότι ούτε αυτή τους ήθελε ούτε οι ίδιοι την ήθελαν (κεφ. 1ο, σελ. 34). Κατά τον Μισίρκωφ, η στάση των Πατριαρχικών σλαβόφωνων της Μακεδονίας προς την εξέγερση του Ίλιντεν ήταν είτε (οι σλαβόφωνοι Έλληνες διανοούμενοι) εχθρική είτε (οι χωρικοί) επιφυλακτική και με έλλειψη πίστης στις υποσχέσεις των εξεγερμένων (κεφ. 1ο, σελ. 24). Άποψη, φυσικά, η οποία έρχεται σε αντίθεση με την ψευδοσοσιαλιστική ερμηνεία του Ίλιντεν, κατά την οποία όλες οι εθνοτικές ομάδες της Μακεδονίας συμπεριλαμβανομένων των Ελλήνων συμμετείχαν σε αυτό ολόψυχα. Ο Μισίρκωφ μάλιστα, θεωρεί καταστρεπτικό το Ίλιντεν για τους «εθνικά Μακεδόνες»: Ήταν ίσως η «μεγαλύτερη δυστυχία που έπεσε ποτέ πάνω στο λαό μας», μια παράλογη εξέγερση που κατέστρεψε τους «Μακεδόνες» (κεφ. 1ο, σσ. 16-18, 53).
Μπορεί κανείς να διαπιστώσει πλήθος αντιφάσεων στις Μακεδονικές υποθέσειςόσον αφορά διάφορα εξεταζόμενα από τον Μισίρκωφ ζητήματα. Για παράδειγμα, όσον αφορά στο ζήτημα της εθνικής αυτοσυνειδησίας των Σλαβομακεδόνων, ο Μισίρκωφ άλλοτε υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει μακεδονικό έθνος –κατά τη στιγμή της συγγραφής του βιβλίου του, εννοείται– και άλλοτε ότι υπάρχει. Έτσι, ο Μισίρκωφ παραδέχεται ότι στο πρόσφατο παρελθόν «εμείς οι ίδιοι», αυτοαποκαλούνταν Βούλγαροι, όπως και οι πρόγονοί τους και οι παππούδες τους (Πρόλογος, σελ. 5. Κεφ. 2ο, «Χρειάζονται μακεδονικές επιστημονικές και λογοτεχνικές εταιρείες;», σελ. 83. Κεφ. 3ο, «Εθνικός Διαχωρισμός: Η βάση πάνω στην οποία αναπτυχθήκαμε μέχρι τώρα και θα εξακολουθήσουμε να αναπτυσσόμαστε», σελ. 93. Κεφ. 3ο, σελ. 99. Κεφ. 4ο, «Μπορεί η Μακεδονία να εξελιχθεί σε χωριστή εθνική και πολιτική οντότητα; Έχει ήδη εξελιχθεί; Εξελίσσεται τώρα;», σελ. 160). Όμως, αυτή η παραδοχή αφορά όχι μόνο κάποιο μακρινό μυθικό παρελθόν αλλά και το έτος κατά το οποίο γραφόταν οι Μακεδονικές υποθέσεις: Κατά την ίδρυση της ΕΜΕΟ (1893) «η πλειοψηφία του πληθυσμού αποκαλούνταν Βούλγαροι…» (κεφ. 3ο, σελ. 95). Επίσης, «Αν υπήρχε εθνική και θρησκευτική ενότητα ανάμεσα στους Σλάβους της Μακεδονίας κι αν οι ίδιοι οι άνθρωποι είχαν συνείδηση αυτής της ενότητας, το Μακεδονικό θα είχε ήδη λυθεί…Οι Μακεδόνες εξακολουθούν να διαχωρίζονται, μερικοί δηλώνοντας ορθόδοξοι και άλλοι στρεφόμενοι προς την Εξαρχία, μερικοί δηλώνοντας Βούλγαροι και άλλοι Σέρβοι ή Έλληνες» (κεφ. 1ο, σελ. 30). Αναφέρεται στη «σημερινή δυσπιστία» μεταξύ των σλαβόφωνων της Μακεδονίας οι οποίοι σπούδασαν στα διάφορα βαλκανικά κράτη (κεφ. 1ο, σελ. 37), αλλά και μεταξύ των διάφορων εθνικών και θρησκευτικών ομάδων της Μακεδονίας (κεφ. 1ο, σελ. 46). Και καταλήγει: «Τώρα μερικοί από εμάς εξακολουθούν να θεωρούν τους εαυτούς τους Βουλγάρους…Άλλοι Μακεδόνες στην Ελλάδα μελέτησαν τα ελληνικά συμφέροντα και ιστορία. Τώρα ένας άλλος Μακεδόνας από την Οχρίδα, ο Δήμιτσας, παίρνει το μέρος της Ελλάδας, ισχυρίζεται ότι η ιστορία της Μακεδονίας είναι σημαντική μόνο μέχρι την κατάκτησή της από τους Ρωμαίους» (κεφ. 3ο, σσ. 124-125). Εδώ, βέβαια, υποπίπτει σε σφάλμα, αφού ο Μαργαρίτης Δήμιτσας ήταν βλαχόφωνος, και ο Μισίρκωφ θεωρούσε τους Βλάχους διαφορετική εθνότητα από τους Σλαβομακεδόνες. Από την άλλη υποστηρίζει ότι, τη στιγμή που γράφεται το βιβλίο του, υπάρχουν εθνικά Μακεδόνες, ότι υπάρχει μία μόνο σλαβική εθνότητα στην Μακεδονία, ότι οι μακεδόνες Σλάβοι έχουν αποχωριστεί είκοσι πέντε χρόνια πριν από το 1903 από το βουλγαρικό έθνος, και ότι οι βουλγαροθρεμμένοι μακεδόνες Σλάβοι νοιώθουν εθνικά Μακεδόνες (κεφ. 2ο, σελ. 65. Κεφ. 2ο, σελ. 68. Κεφ. 3ο, σελ. 120). Υποστηρίζει επίσης ότι η μακεδονική εθνότητα «μπορεί να μην υπήρξε ποτέ, αλλά σήμερα υπάρχει και θα υπάρχει και στο μέλλον» (κεφ. 4ο, σελ. 138). Οπωσδήποτε, είναι άλλο πράγμα ο ισχυρισμός ότι πρέπει να υπάρχει ξεχωριστή μακεδονική εθνότητα και άλλο πράγμα οι μεταξύ τους αντιφατικοί ισχυρισμοί ότι υπάρχει και ότι δεν υπάρχει τέτοια εθνότητα.
Μια άλλη αντίφαση είναι η άποψη, σε αντίθεση με εκείνη του πρώτου κεφαλαίου σχετικά με την βουλγαρικότητα της ΕΜΕΟ. Αν και στο πρώτο κεφάλαιο αποδέχεται την βουλγαρικότητα της ΕΜΕΟ, στο 3ο κεφάλαιο αναφέρεται χωρίς να επωμιστεί και το βάρος της απόδειξης του ισχυρισμού του σε μια υποτιθέμενη κρυπτομακεδονικότητα της ΕΜΕΟ η οποία εκμεταλλευόταν την αφέλεια των Βουλγάρων (Κεφ. 3ο, σσ. 95-97, 99-100, 102). Μάλιστα (σελ. 102) εμφανίζει την από το 1902 θέση της ΕΜΕΟ για πολιτική αυτονομία της Μακεδονίας κι όχι ένωσή της με τη Βουλγαρία ως ένα βήμα από την οριστική εθνική απόσχιση των μακεδόνων Σλάβων από το βουλγαρικό έθνος. Ωστόσο, ο Βουλγαρομακεδόνας Τατάρτσεφ, ιδρυτικό μέλος της ΕΜΕΟ, δήλωνε «Σκεφθήκαμε ότι η αυτόνομη Μακεδονία θα μπορούσε πιο εύκολα να ενσωματωθεί στη Βουλγαρία», συνεπώς η πολιτική αυτονομία δεν συνεπαγόταν στα μάτια των αυτονομιστών ένα νομοτελειακό βήμα προς την δημιουργία μακεδονικού έθνους.
Ως προς την ελληνική παρουσία στη Μακεδονία ο Μισίρκωφ στις Μακεδονικές υποθέσεις εμφανίζεται αντιφατικός. Άλλοτε υποστηρίζει ότι δεν υφίστανται Έλληνες και άλλοτε ότι υφίστανται. Έτσι, άλλοτε ισχυρίζεται ότι «δεν υπάρχουν πολλοί Έλληνες στη Μακεδονία» (κεφ. 1ο, σελ. 31), ότι υπάρχουν «μέρη της Μακεδονίας όπου δεν υπάρχει κανένας Έλληνας» (κεφ. 1ο, σελ. 32), ότι υπάρχουν ελληνικές ενορίες (κεφ. 1ο, σελ. 41), ότι υπάρχουν άνθρωποι στη Μακεδονία που μιλούν ελληνικά (κεφ. 1ο, σελ. 56) κι ότι στη Μακεδονία συνυπάρχουν Έλληνες και Μακεδόνες (κεφ. 1ο, σσ. 55-56). Άλλοτε, πάλι, δηλώνει: «Στη Μακεδονία δεν υπάρχουν Σέρβοι, Έλληνες ή Βούλγαροι, αλλά μόνο Μακεδόνες σλαβικής καταγωγής και ορισμένες άλλες μακεδονικές εθνότητες» (κεφ. 3ο, σελ. 123). Ακόμη κι αν η τελευταία θέση αφορούσε στους σλαβόφωνους «Γραικομάνους» και δεν αντέφασκε προς τα αμέσως παραπάνω, έρχεται όμως σε αντίθεση με την αναφορά σε Γραικομάνους (κεφ. 1ο, σελ. 34). Πάντως, ο συγγραφέας των Μακεδονικών υποθέσεωνενοχλείται (Κεφ. 3ο, σελ.125) με την ενασχόληση με την αρχαία ιστορία της Μακεδονίας, όταν σε αυτήν δεν ζούσαν ακόμη Σλάβοι διότι, σε αντίθεση με τους σύγχρονους Σλαβομακεδόνες, δεν αποκρύβει την σλαβικότητά του ούτε υιοθετεί τις απόψεις για ανάμιξη Σλάβων και των υπολειμμάτων των αρχαίων Μακεδόνων –απόψεις αρκετά μεταγενέστερες. Στη σκέψη του συγγραφέα των Μακεδονικών υποθέσεων αυτή η μη σλαβικότητα των Αρχαιομακεδόνων μάλλον καθιστούσε τους Σλάβους κάτοικούς της επήλυδες ή, οπωσδήποτε, μη Μακεδόνες. Την ίδια ενόχληση δείχνει η δήλωση άγνοιας για τον εκχριστιανισμό των Μακεδόνων (Κεφ. 5ο, «Λίγα λόγια για τη μακεδονική λογοτεχνική γλώσσα», σελ. 178).
Ως προς την «μακεδονικότητα» ο Μισίρκωφ είναι ασαφής σε πολλά ζητήματα. Δεν είναι απολύτως σαφές ποιοι συμπεριλαμβάνονται στο μακεδονικό έθνος του και δικαιούνται να ονομάζονται Μακεδόνες. Υποστηρίζει ότι η ΕΜΕΟ έπρεπε να είναι πολυεθνική (κεφ. 1ο, σελ. 24) και ότι στη Μακεδονία ζουν διάφορες εθνότητες και λαοί (κεφ. 1ο, σελ. 21. Κεφ. 1ο, σελ. 44. Κεφ. 1ο, σελ. 59. Κεφ. 1ο, σελ. 63), τις οποίες μάλιστα ονομάζει «μακεδονικές εθνότητες» (Κεφ. 1ο, σελ. 34. Κεφ. 3ο, σελ. 123). Αν υπάρχουν πολλές μακεδονικές εθνότητες, και οι σλαβόφωνοι είναι απλώς η «πολυαριθμότερη μακεδονική εθνότητα» (κεφ. 1ο, σελ. 24), τότε πώς αιτιολογείται ότι οι «Μακεδόνες», η μακεδονική εθνότητα είναι μόνο οι μακεδόνες Σλάβοι (κεφ. 1ο, σελ. 37. Κεφ. 1ο, σελ. 53. Κεφ. 3ο, σελ. 103); Η αντίφαση αυτή γίνεται εντονότερη και μη επιλύσιμη γνωρίζοντας ότι σύμφωνα με το καταστατικό της οργάνωσης «Σλαβομακεδονικός Επιστημονικός Λογοτεχνικός Σύλλογος», που ιδρύθηκε από οκτώ άτομα στην Πετρούπολη τον Δεκέμβριο του 1903 και της οποίας ιδρυτικό μέλος ήταν ο Μισίρκωφ, ως «Μακεδόνες» εννοούνταν όχι μόνο οι μακεδόνες Σλάβοι αλλά και οι μακεδόνες Βλάχοι, οι μακεδόνες Έλληνες και οι μακεδόνες Αλβανοί (Άννας Αγγελοπούλου, Ο Κ.Π. Μισίρκοφ (1874-1926) και η κίνηση των «Μακεδονιστών», University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 329). Είναι ασαφές αν δέχεται την ύπαρξη μακεδόνων Βουλγάρων: Από την μία την αποδέχεται («Η επαναστατική Επιτροπή [ΕΜΕΟ]…στο έργο της αντιπροσώπευε όμως μόνο μία μερίδα από τις εθνότητες της Μακεδονίας που συνδεόταν με το όνομα…και τα συμφέροντα της Βουλγαρίας», κεφ. 1ο, σελ. 22), από την άλλη δεν την αποδέχεται (βλ. παραπάνω, όπως για τους Έλληνες: κεφ. 3ο, σελ. 123). Επίσης, δημιουργούνται ερωτηματικά σχετικά με την παλαιότητα του κατά τις Μακεδονικές υποθέσεις «μακεδονικού έθνους». Από την μία υποστηρίζεται ότι το σλαβομακεδονικό έθνος είναι ένα νέο έθνος, που δεν είχε ώς τα 1903 υπάρξει ως εθνική οντότητα (κεφ. 1ο, σελ. 58), άποψη που υποστηρίζεται και στο θέμα της ανυπαρξίας εθνικά Μακεδόνων κατά το παρελθόν, και από την άλλη υποστηρίζεται ότι κατά τον Μεσαίωνα Βλάχοι και «Μακεδόνες» ζούσαν αρμονικά (κεφ. 1ο, σελ. 57). Επιπλέον, φαίνεται να έχει μια περίεργη αντίληψη για τα γεωγραφικά όρια της Μακεδονίας. Σε αντίθεση με τους σημερινούς Σλαβομακεδόνες οι οποίοι θα ήθελαν την προσάρτηση όλης της διοικητικής ελληνικής Μακεδονίας, και σε αντίθεση με τον προαναφερθέντα Σλαβομακεδονικό σύλλογο, για τον οποίο τα νότια όρια της Μακεδονίας ήταν ελάχιστα νοτιότερα του ποταμού Αλιάκμονα (Άννας Αγγελοπούλου, Ο Κ.Π. Μισίρκοφ (1874-1926) και η κίνηση των «Μακεδονιστών», University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 296), στις Μακεδονικές υποθέσεις η Μακεδονία περιορίζεται ώς το ύψος της Καστοριάς (Κόστουρ στο κείμενο) και της Φλώρινας (Λέριν): Αναφερόμενος ο Μισίρκωφ στο δράμα ενός ενδεχόμενου διαμελισμού της Μακεδονίας μεταξύ Βουλγαρίας και άλλων κρατών γράφει: «Ποιος τίμιος Μακεδόνας πατριώτης θα δεχτεί να θυσιάσει τις πόλεις Κόστουρ, Βιτόλια, Οχρίδα, Ρέσσεν, Πρίλεπ, Λέριν, Βέλες, Τέτοβο, Σκόπιε κ.ά. για την ένωση της Μακεδονίας και της Βουλγαρίας μόνο στην αριστερή όχθη του ποταμού Βαρδάρη;» (κεφ. 4ο, σελ. 134). Θα περίμενε κανείς από τον Μισίρκωφ να αγωνιά όχι μόνο για την περιοχή μέχρι την Καστοριά και την Φλώρινα αλλά και για τις νοτιότερες: Γρεβενά, Σιάτιστα, Κοζάνη, Πτολεμαΐδα, Βέροια, Νάουσα, Κατερίνη (για να περιοριστούμε στα ανατολικά του Αξιού). Να αποτελεί η παράλειψη αυτή μια έμμεση παραδοχή περί μιας «νότιας μακεδονικής» ζώνης, ελληνικής αποκλειστικότητας;
Η «εθνική αφήγηση» των Μακεδονικών υποθέσεων είναι επίσης αξιοπρόσεκτη. Κατά τον Μισίρκωφ, οι «Μακεδόνες» δια μέσου των χιλιετιών έπαιρναν περιστασιακά το όνομα καθενός συμμάχου τους (Αβάρων, Βουλγάρων, Σέρβων) ενάντια στους Έλληνες, διότι κατά τον Μισίρκωφ μπορεί να υπάρξει έθνος χωρίς όνομα (Κεφ. 4ο, σελ. 146). Όμως, όπως η περίφημη άποψη ότι πάμπολλοι αγωνιστές του 1821 ήταν «Αλβανοί» γεννά το ερώτημα για ποιο λόγο οι τελευταίοι πολέμησαν τους Τούρκους για τη δημιουργία όχι δικού τους, αλβανικού, αλλά ενός ξένου, δηλ. ελληνικού, κράτους, έτσι και με τους Σλαβομακεδόνες: Αφού υποτίθεται ότι δρούσαν ως σύνολο, ως εθνική οντότητα, κατά το Μεσαίωνα, γιατί προσέφεραν τις υπηρεσίες τους σε άλλους αντί να φτιάξουν δικό τους κράτος το οποίο να ονομάσουν μακεδονικό; Ίσως επειδή κατά το Μεσαίωνα οι σλαβοβουλγαρικές πηγές με τα «Μακεδονία/Μακεδόνας» εννοούσαν πάντοτε βυζαντινές περιοχές και βυζαντινού φρονήματος πληθυσμούς, ποτέ σλαβικούς πληθυσμούς, και οι βυζαντινές πηγές αντιδιαστέλλουν τους Μακεδόνες (= βυζαντινούς Έλληνες) από τους «Σκύθες» (= Σλάβους) που κατοικούν στη Μακεδονία (Αγγελική Δεληκάρη, «Η εικόνα της Μακεδονίας και η έννοια της «μακεδονικότητας» στους σλαβικούς λαούς της βαλκανικής κατά τη βυζαντινή περίοδο» στο Μακεδονικές ταυτότητες στο χρόνο. Διεπιστημονικές προσεγγίσεις, Επιμέλεια Ιωάννης Στεφανίδης, Βλάσης Βλασίδης, Ευάγγελος Κωφός, εκδ. Πατάκη, σσ. 154, 160-1, 169). Μάλιστα οι «Μακεδόνες» υποστηρίζεται ότι δεν είχαν καιρό να ασχοληθούν με την εθνική ονοματοδοσία τους (Κεφ. 4ο, σσ. 158-9). Έτσι, δέχονταν το όνομα που τους έδιναν οι άλλοι λαοί: Σλάβοι, Βούλγαροι, Σέρβοι, γκιαούρ, χριστιανοί, ξανά Βούλγαροι (Κεφ. 4ο, σσ. 151-157). Με αυτόν τον τρόπο γίνεται εφικτό να υποστηριχθεί ότι το όνομα «Βούλγαρος» δόθηκε από παρεξήγηση και από κακή μεταχείριση, και συνεπώς δεν είναι εθνικό όνομα (Κεφ. 3ο, σελ. 93. Κεφ. 4ο, σσ. 158-159).
Παρά την σχετική άποψη (βλ. Ιός, «Οι δέκα μύθοι του «Σκοπιανού»», εφ. Ελευθεροτυπία 23-10-2005, μύθος 1ος), ο Μισίρκωφ υποστηρίζει ότι η σερβική προπαγάνδα ήταν κεφαλαιώδους σημασίας για την εμφάνιση σλαβομακεδονικής εθνικής συνείδησης. Συγκεκριμένα, οι Σέρβοι ανταγωνιζόμενοι με τους Βούλγαρους για τη Μακεδονία, υποστήριξαν μεθοδικά ότι οι μακεδόνες Σλαβόφωνοι δεν ήταν Βούλγαροι, αλλά είτε Σέρβοι είτε κάτι ενδιάμεσο μεταξύ Σέρβων και Βουλγάρων, δηλ. «Μακεδόνες». Με αυτόν τον τρόπο έσπειραν στους μέχρι πρότινος Βουλγαρομακεδόνες την αμφιβολία για την εθνικότητά τους και τους οδήγησαν, υποστηρίζει ο Μισίρκωφ, στον μακεδονισμό (Κεφ. 3ο, σσ. 93, 102-103, 112-113, 118, 120). Συνεπώς, εξήντα χρόνια πριν το 1944 και τον Τίτο οι Σέρβοι προωθούσαν με αντιβουλγαρικό στόχο την ιδέα της διαφορετικότητας των μακεδόνων μη Ελλήνων σλαβόφωνων από τους Βούλγαρους.
Από τις Μακεδονικές υποθέσεις δεν λείπουν ανακρίβειες σχετικά με την προΰπαρξη τον 19ο αιώνα λογίων οι οποίοι έκαναν λόγο για μακεδονικό έθνος. Έτσι, αναφέρεται το περιοδικό Λόζα («Άμπελος») που εκδιδόταν στη Σόφια το 1892 από μακεδόνες Σλαβόφωνους σπουδαστές ως έντυπο όργανο ενός μακεδονικού εθνικά αποσχιστικού κινήματος (Κεφ. 3ο, σσ. 94-95). Στην πραγματικότητα, όσοι συνδέονται με το περιοδικό «επέδειξαν αργότερα σημαντική δράση στα πλαίσια διαφόρων βουλγαρικών μακεδονικών οργανώσεων και δεν αρνήθηκαν τη βουλγαρική εθνική τους ταυτότητα» (Άννας Αγγελοπούλου, Ο Κ.Π. Μισίρκοφ (1874-1926) και η κίνηση των «Μακεδονιστών», σελ. 164). Στα κείμενα του περιοδικού «δεν περιέχονται απόψεις που να συνηγορούν με τη θεωρία της ύπαρξης ιδιαίτερου «σλαβικού μακεδονικού έθνους», διαφορετικού από το βουλγαρικό και το σερβικό. […] Οι συνεργάτες του περιοδικού προσπαθούν να δείξουν με τα κείμενά τους την κυρίαρχη παρουσία του βουλγαρικού στοιχείου στη Μακεδονία, αλλά και τους κινδύνους που διατρέχει από την ελληνική και σερβική εθνική επιρροή» (Άννας Αγγελοπούλου, Ο Κ.Π. Μισίρκοφ (1874-1926) και η κίνηση των «Μακεδονιστών», σελ. 167-168). Σε κεντρικό άρθρο του μάλιστα, αναφέρεται ότι «Η σύνταξη του περιοδικού…Εκφράζει την πεποίθηση ότι η εθνότητα των Μακεδόνων δεν μπορεί να είναι παρά μόνο βουλγαρική» (Άννας Αγγελοπούλου, Ο Κ.Π. Μισίρκοφ (1874-1926) και η κίνηση των «Μακεδονιστών», σελ. 171). Επίσης, ο συγγραφέας των Μακεδονικών υποθέσεων υποστηρίζει ότι«Κατά καιρούς, στον 19ο αιώνα, έγιναν κάποιες προσπάθειες να γράψουμε στα μακεδονικά…Οι προσπάθειες των Μακεδόνων συγγραφέων τον 19ο αιώνα δεν κατάφεραν δυστυχώς αν έχουν συνέχεια» (Κεφ. 5ο, σελ. 179). Ο Μισίρκωφ έχει κατά νου πιθανότατα τους μακεδόνες Σλαβόφωνους λόγιους που εισήγαγαν τις μακεδονοβουλγαρικές διαλέκτους προσπαθώντας να τις καταστήσουν επίσημη βουλγαρική λόγια γλώσσα. Ίσως έχει υπόψη του τον Ράικο Ζινζίφοφ (1839-1877) από το Βέλες, ο οποίος «σε κείμενό του επισήμανε ότι οι «Σλαβοβούλγαροι» της Μακεδονίας, Θράκης και Βουλγαρίας αποτελούν το βουλγαρικό έθνος και μιλούν μία γλώσσα, τη βουλγαρική, η οποία διακρίνεται κατά περιοχές σε ιδιώματα…Διασαφήνισε ότι η ύπαρξη «θρακικού» ή «μακεδονικού» ιδιώματος δεν σημαίνει ότι υπάρχει χωριστό «μακεδονικό» ή «θρακικό» έθνος» (Άννας Αγγελοπούλου, Ο Κ.Π. Μισίρκοφ (1874-1926) και η κίνηση των «Μακεδονιστών», σελ. 94-95). Ή τον Παρθένιο Ζωγράφου (1818-1876) από το Γκαλιτσνίκ, ο οποίος «Υποστήριξε με πάθος ότι τα ιδιώματα της δυτικής Μακεδονίας δεν έπρεπε να αποκλεισθούν από τη γραπτή βουλγαρική γλώσσα, αλλά το καλύτερο θα ήταν να αποτελέσουν την κύρια βάση της γλώσσας, γιατί «η Μακεδονία ήταν η αρχαία Βουλγαρία» (Άννας Αγγελοπούλου, Ο Κ.Π. Μισίρκοφ (1874-1926) και η κίνηση των «Μακεδονιστών», σελ. 96). Ή τον Κουζμάν Σαπκάρεφ (1834-1908) από την Αχρίδα, ο οποίος «χαρακτήριζε τη γλώσσα των εγχειριδίων του ως «βουλγαρική» και την προσδιόριζε ως «δυτικομακεδονικό ιδίωμα ανάμεικτο με το γραπτό βουλγαρικό ιδίωμα» (δηλαδή το άνω βουλγαρικό)» (σελ. 100-101) και «υποστήριξε με πάθος τη βουλγαρικότητα του σλαβικού πληθυσμού της Μακεδονίας και αντέκρουσε τις σερβικές θέσεις για την εθνογραφία της Μακεδονίας» (Άννας Αγγελοπούλου, Ο Κ.Π. Μισίρκοφ (1874-1926) και η κίνηση των «Μακεδονιστών», σελ. 115). Ή άλλους σημαντικούς μακεδόνες Σλαβόφωνους λόγιους του 19ου αι, στον οποίων τα κείμενα «εκφράζεται ο βουλγαρικός πατριωτισμός, η υπερηφάνεια για τη σλαβική συγγένεια και το ένδοξο ιστορικό παρελθόν των Βουλγάρων, το ενδιαφέρον, η αγάπη και η νοσταλγία για την ιδιαίτερη πατρίδα τους τη Μακεδονία, η οποία παρουσιάζεται ως «βουλγαρική χώρα» (Άννας Αγγελοπούλου, Ο Κ.Π. Μισίρκοφ (1874-1926) και η κίνηση των «Μακεδονιστών», σελ. 92), και η γλώσσα ονομάζεται από αυτούς «απλή βουλγαρική γλώσσα» (Άννας Αγγελοπούλου, Ο Κ.Π. Μισίρκοφ (1874-1926) και η κίνηση των «Μακεδονιστών», σελ. 91).
Η θεωρία των Μακεδονικών υποθέσεων για την εθνογένεση είναι ρητά μηχανιστική:«ο σχηματισμός των εθνοτήτων είναι μια μηχανική πολιτική διαδικασία» (Κεφ. 4ο, σελ. 137). «Ο σχηματισμός των νοτιοσλαβικών λαών υπήρξε μια πολιτικομηχανική διαδικασία» (Κεφ. 4ο, σελ. 137). «Οι περιστάσεις δημιουργούν πολιτιστικούς και εθνικούς δεσμούς…μπορούν όμως επίσης και να τους διαλύουν» (Κεφ. 4ο, σελ. 135). Θέλουμε να υπάρχει ένα έθνος, και το δημιουργούμε· δεν θέλουμε να υπάρχει; το εξαφανίζουμε. Αυτό όχι μόνο επιβεβαιώνεται από μεταγενέστερη εθνική εφεύρεση του Μισίρκωφ στα 1909, του «σερβοβουλγαρικού έθνους», αλλά και από την προτροπή του Στάλιν προς τους Βουλγάρους το 1946: «…Το ότι δεν έχει αναπτυχθεί ακόμη εκεί μακεδονική συνείδηση, αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Και στη Λευκορωσία δεν υπήρχε τέτοια συνείδηση όταν την ανακηρύξαμε σοβιετική δημοκρατία, σήμερα όμως αποδείχτηκε ότι πραγματικά υπάρχει λευκορωσικός λαός» (Σπύρου Κουζινόπουλου, Τα παρασκήνια του Μακεδονικού ζητήματος. Μαρτυρίες πρωταγωνιστών, άγνωστα έγγραφα και ντοκουμέντα, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2008, σελ. 221). Όσον αφορά στην «ουσία» του έθνους, στις Μακεδονικές υποθέσεις άλλοτε υποστηρίζεται ότι το έθνος είναι «ένας μεγάλος σύνδεσμος που βασίζεται στη συγγένεια εξ αίματος, στην κοινή καταγωγή και στα κοινά συμφέροντα» (Πρόλογος, σελ. 3) και άλλοτε ότι «Η θρησκεία και η γλώσσα είναι η ψυχή κάθε έθνους» (Κεφ. 5ο, σελ. 171). Μόνο με τον δεύτερο, στατικότερο ορισμό του έθνους θα μπορούσε ο Μισίρκωφ να ισχυριστεί ότι αποκλείεται οι μακεδόνες Σλαβόφωνοι να είναι Έλληνες ή Βούλγαροι ή Σέρβοι. Πράγματι, μόνο έτσι οι Έλληνες μπορούν να συρρικνωθούν στους ελληνόφωνους (κεφ. 1ο, σελ. 26), να θεωρείται άδικη η επικράτηση της ελληνικής σε μακεδονικές περιοχές όπου δεν υπήρχαν ελληνόφωνοι πληθυσμοί (Κεφ. 1ο, σελ. 32) και να απαιτείται η χρήση της «μακεδονικής» στα σχολεία και τις εκκλησίες όσων μακεδόνων μιλούσαν τα σλαβικά (Κεφ. 1ο, σελ. 41).
Πάντως, οι Μακεδονικές υποθέσεις αποδέχονται αυτό που οι σύγχρονοι Βούλγαροι(λ.χ. bulgarmak) και Σλαβομακεδόνες –στα πλαίσια της άρνησης της ελληνικής εθνικής συνέχειας– αρνούνται: Την ταύτιση Ελλήνων και Βυζαντινών. «Ανάμεσα στους Σλάβους το όνομα «Βούλγαρος» διαδόθηκε από τους Έλληνες, στην αρχή σήμαινε μόνο Βούλγαροι Μογγόλοι…Κατά τους Έλληνες και τη γλώσσα τους, αυτοί οι Βούλγαροι ήταν για τους Έλληνες οι πιο περιβόητοι βάρβαροι…Για τους Έλληνες καθετί σλαβικό ήταν βάρβαρο και βουλγαρικό» (Κεφ. 4ο, σελ. 149, βλ. και 147). Φυσικά, οι «Έλληνες» (грците στο κείμενο) αυτοί (ιστορικοί και βασιλείς) του Μεσαίωνα που έδωσαν εθνικό όνομα τους Σλάβους δεν ήταν άλλοι από τους Βυζαντινούς.
Στις Μακεδονικές υποθέσεις ο φιλοτουρκισμός είναι προφανής. Εχθροί των «Μακεδόνων» είναι οι Βούλγαροι, οι Σέρβοι και οι Έλληνες – όχι οι Οθωμανοί. Έτσι, «Το δικό μας εθνικό συμφέρον επιβάλλει ο μακεδονικός λαός και η διανόηση να στηρίξουν την Τουρκία…Η ακεραιότητα της Τουρκίας είναι πολύ πιο σημαντική για μας από ό,τι για τη Ρωσία ή την Ευρώπη» (Κεφ. 1ο, σελ. 42) και «Τα αναμφισβήτητα συμφέροντα Τούρκων και Μακεδόνων απαιτούν το δίχως άλλο οι δύο λαοί να μη σπαταλούν τις δυνάμεις τους ερίζοντας μεταξύ τους προς όφελος του κοινού εχθρού τους, αλλά να απλώσουν χέρι βοηθείας ο ένας στον άλλον» (Κεφ. 1ο, σελ. 55). Το συμφέρον της Τουρκίας είναι να αναγνωριστεί μακεδονικό έθνος, αφού θα απαλλαχτεί από τις επεμβάσεις της Σερβίας, της Ελλάδας και της Βουλγαρίας (Κεφ. 1ο, σελ. 42).
Αξιοσημείωτο τέλος, είναι ότι κατακρίνονται οι μακεδόνες Σλαβόφωνοι που υποστηρίζουν τον βουλγαρισμό και ζουν στην Βουλγαρία: «Η πλειοψηφία των Μακεδόνων μεταναστών στη Βουλγαρία…Πάνω από 5.000 Μακεδόνες κατέχουν κυβερνητικές θέσεις μόνο στη Σόφια…αυτοί οι κύριοι σκέφτονται πάνω απ’ όλα το προσωπικό τους συμφέρον…προκειμένου να πετύχουν τα εγωιστικά τους σχέδια και να εδραιωθούν σε μια μόνιμη απασχόληση, είναι πρόθυμοι να εμφανιστούν πιο Βούλγαροι από τους ίδιους τους Βουλγάρους…Ψευδολογούν και κρύβονται…πασχίζουν να αποκτήσουν μια καλή θέση και να κερδίσουν δύναμη και φήμη» (Κεφ. 3ο, σσ. 105-106). Εδώ ο Μισίρκωφ ουσιαστικά κατέκρινε τον «μελλοντικό εαυτό» του, αφού μετά το 1918 υπέβαλε αίτηση στην Βουλγαρική Εθνοσυνέλευση για να του αναγνωρισθούν ως χρόνια της προϋπηρεσίας του στη Ρωσσία.
Πράγματι, ο συγγραφέας των Μακεδονικών υποθέσεων άλλαξε πέντε φορές απόψεις για την εθνότητα των μακεδόνων μη Ελλήνων Σλαβόφωνων στη διάρκεια της ζωής του, γεγονός το οποίο αποφεύγουν επιμελέστατα και όπως ο διάολος το λιβάνι να αναφέρουν οι προαναφερθέντες αντιεθνικιστές της Ελλάδας – πράγμα που δείχνει και την αναξιοπιστία και την κακοβουλία τους άλλωστε. Άλλοτε δήλωνε Βούλγαρος και υποστήριζε ότι οι μακεδόνες Σλαβόφωνοι ήταν Βούλγαροι και άλλοτε δήλωνε Μακεδόνας. Μεταξύ 1897 και καλοκαιριού του 1903 εμφανίζεται ως Βούλγαρος, συντάσσει φιλοβουλγαρικές μελέτες και είναι μέλος εθνικών βουλγαρικών οργανώσεων. Μεταξύ φθινοπώρου του 1903 και 1905 έχει «εθνικά μακεδονικές» θέσεις και συνείδηση. Μετά από δύο έτη απραξίας, από το 1907 ώς το 1913 υποστηρίζει φανατικά τον βουλγαρισμό και αποκηρύσσει/αναιρεί τις θέσεις των Μακεδονικών υποθέσεων. Από τις αρχές του 1914 ώς τον Σεπτέμβριο υιοθετεί ξανά τον μακεδονισμό, αλλά από τον 10ο/1914 ώς τον 12ο/1922 υποστηρίξει ξανά τον βουλγαρισμό. Μετά και ώς το τέλος της ζωής του, υποστηρίζει τον μακεδονισμό (Άννας Αγγελοπούλου, Ο Κ.Π. Μισίρκοφ (1874-1926) και η κίνηση των «Μακεδονιστών», σσ. 280, 250, 285-6, 288, 289, 252, 349, 254, 387, 390, 392, 256, 400-7, 256, 409-10, 257, 259-262, 432-4, 434, 436-441, 445, 486-7, 490-2, 265, 507-8, 510, 515-6, 518-19, 522-4, 532, 534, 536), αλλά σε δυο άρθρα του («Σχολείο και σοσιαλισμός», εφ. Mir, 26-5-1925 και («Εκκλησία και σχολείο», Mir, 13-8-1925) αναφέρεται στη Μακεδονία ως βουλγαρική περιοχή.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η θέση των αντιβουλγαρικών Μακεδονικών υποθέσεων για μη ένοπλη αντιοθωμανική εξέγερση συμπίπτει με την πάγια θέση της βουλγαρικής Εξαρχίας (που υποτίθεται ότι κατακρίνει). Ο Μισίρκοφ υποστήριζε την «αυτονομία» της Μακεδονίας την ίδια στιγμή κατά την οποία και η βουλγαρική ΕΜΕΟ υποστήριζε ως λύση ανάγκης την αυτονομία. Απλώς, ο ίδιος θεωρούσε ότι δεν μπορούσε να υπάρξει κράτος δίχως έθνος, και γι’ αυτό πίστευε ότι για να υποστηρίξει αποτελεσματικά το αίτημα της ανεξάρτητης Μακεδονίας έπρεπε να διακηρύξει και την ύπαρξη μακεδονικού έθνους – σε αντίθεση με άλλους μακεδόνες Βούλγαρους που υποστήριζαν τον πολιτικό (αλλά όχι εθνικό) σεπαρατισμό της Μακεδονίας. Όταν, για παράδειγμα, κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Βουλγαρία, που ακόμα δεν είχε αποφασίσει σε πιο στρατόπεδο θα ενταχθεί, έδειξε ότι θα διαπραγματευόταν την είσοδό της στον πόλεμο με αντάλλαγμα όχι την αυτονομία της Μακεδονίας αλλά την προσάρτηση των μακεδονικών εδαφών της Ελλάδας και της Σερβίας, ο Μισίρκωφ εγκατέλειψε την ιδέα της αυτονομίας και έγινε εθνικά Βούλγαρος.
Porto Aurea
ΣΗΜ:Οι επισημάνσεις είναι δικές μου και όχι του συγγραφέα.