Το νομοθετικό έκτρωμα Θεοδωρικάκου – Γεραπετρίτη για την ψήφο των εκλογέων που βρίσκονται στο εξωτερικό, είναι η αρχετυπική μορφή της ΚΔΩΑ. ΚΔΩΑ, όπως ορίστηκε από τον αείμνηστο Πάνο Κουτρουμπούση, σημαίνει «Κτηνώδης Δύναμη – Ωγκώδης (sic) Άγνοια».
Διαμορφώθηκε, στο πλαίσιο μιας ακατανόητης συναίνεσης ερήμην του Συντάγματος και χάρη στην ογκώδη άγνοια του κ. Θεοδωρικάκου, μια συμφωνία με τα κόμματα της αντιπολίτευσης, η οποία είναι δυσλειτουργική (αν όχι ανεφάρμοστη – θα γελάσουμε όταν θα προσπαθούν να την διατυπώσουν σ’ ένα νομικό κείμενο), δυσχεραίνει αντί να διευκολύνει την άσκηση του δικαιώματος και, κυρίως, συνιστά συντριπτική και πολλαπλή προσβολή του Συντάγματος.
Μετά από μια μάλλον σοβαρή (και σίγουρα σύννομη) προσπάθεια του αρμόδιου υφυπουργού Εσωτερικών (αν κρίνω από τις μέχρι τότε δημόσιες δηλώσεις του κ. Λιβάνιου) και την διαφαινόμενη άρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να υπερψηφίσει την πρόταση, «πήρε το παιχνίδι επάνω του» ο κ. Θεοδωρικάκος, ο οποίος επιδόθηκε σ’ ένα αδιανόητο αλισβερίσι, αρχικά με το ΚΚΕ, και, χωρίς να έχει επίγνωση του τι λέει, υποτάχθηκε σε όρους που ποδοπατούν συνταγματικές παραδόσεις δυο αιώνων. Η σύνδεση πολιτικών δικαιωμάτων και ύπαρξης περιουσίας είχε αυστηρά απαγορευτεί από την πρώιμη συνταγματική μας περίοδο ακόμη. Το Προσωρινό Πολίτευμα της Επιδαύρου (το 1822, όταν ακόμη δεν είχαμε Κράτος και Επικράτεια, παρά μόνο την ιδέα της Ελευθερίας), την απαγόρευε ρητά και ποτέ δεν συζητήθηκε η θεσμοθέτησή της, μέχρι που, 197 χρόνια μετά, χασκογελώντας μέσα στην αδαημοσύνη του, ο κ. Υπουργός ανακοίνωσε δημοσίως ότι συμφωνεί με τις προτάσεις του πρώην συντρόφου του κ. Κουτσούμπα, να δοθεί δυνατότητα στους Έλληνες πολίτες που βρίσκονται στο εξωτερικό να ψηφίζουν μόνο αν έχουν εισόδημα ή ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα και αν λείπουν ορισμένο χρόνο, ωσάν η ελληνική ιθαγένεια να ξεβάφει με τον καιρό. Ακολούθησε μια γκροτέσκα «διαπραγμάτευση» όπου ο καθένας έλεγε ό,τι του κατέβαινε και φτάσαμε να συζητάμε αν θα βάλουμε άρθρο για το ΑΦΜ στο Σ. (και που ο κ. Γεραπετρίτης προτείνει τελικά να το βάλουμε!), ευτελίζοντάς το και υποβιβάζοντάς το σε αγορανομικό κώδικα, μέχρι που ο ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίο θα απομόνωνε πολιτικά ο στρατηγός Θεοδωρικάκος, επέβαλε να αναθεωρηθεί πρώτα το Σ. και μετά να συμφωνήσει.
Συνεχίστηκε ένα θλιβερό και ταυτόχρονα γελοίο παζάρι, όπου, όταν οι μετέχοντες αντιλαμβανόταν ότι η μια ανοησία που λένε είναι ανεφάρμοστη ή αντισυνταγματική, επινοούσαν μια άλλη, πιο ανεφάρμοστη και πιο αντισυνταγματική, για να την διορθώσουν. Αυτή η «συμφωνία σε μι-χειρότερα», όπως εύστοχα την χαρακτήρισε ο Δημήτρης Χαντζόπουλος, παραβιάζει κατάφωρα το Σύνταγμα. Οι επί μέρους παραβιάσεις, ακόμη και θεμελιωδών, μη αναθεωρήσιμων διατάξεων του Σ., ήδη έχουν επισημανθεί και δεν είναι αυτός ο χώρος για να αναλυθούν. Άλλωστε, όσο αποκαλύπτονται οι λεπτομέρειες, τόσα περισσότερα θα γράφονται. Να είναι βέβαιοι οι δύο πανίσχυροι υπουργοί ότι δεν πρόκειται οι Έλληνες νομικοί να σιωπήσουν μπροστά σ’ αυτήν την ασέλγεια επί του πολιτεύματος, φοβούμενοι την ισχύ τους. Η προτεινόμενη λύση παραβιάζει τις θεμελιώδεις αρχές της λαϊκής κυριαρχίας και της ισότητας των Ελλήνων έναντι του νόμου, την θεμελιώδη αρχή της καθολικότητας της ψηφοφορίας, την αρχή της ισοτιμίας της ψήφου, τις συνταγματικές διατάξεις για την εκλογή των βουλευτών, τις διατάξεις για τις υποχρεωτικές κατά το Σ. εκλογικές διαδικασίες, ιδίως τις διατάξεις για τις περιφέρειες και τον νόμιμο πληθυσμό, και την ίδια την διάταξη 51 § 4 Σ. της οποίας τον εκτελεστικό νόμο υποτίθεται ότι συζητούν. Διατάξεις που είναι είτε μη αναθεωρήσιμες, είτε μη αναθεωρητέες σήμερα και για τις οποίες καμιά απολύτως συζήτηση δεν έγινε στην προηγούμενη Βουλή που αποφάσισε την αναθεώρηση. Η προτεινόμενη λύση, πέραν του ότι είναι επί της ουσίας κοροϊδία των εκλογέων του εξωτερικού, οι οποίοι αισθάνονται ότι περιπαίζονται από πολιτικάντηδες, δεν είναι απλώς απολύτως ασύμβατη με το ισχύον Σύνταγμα και με διατάξεις του που δεν μπορούν να αναθεωρηθούν από την παρούσα Βουλή, αλλά είναι ασύμβατη με το ίδιο το πολίτευμα της Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, με θεμελιώδεις διατάξεις που δεν μπορούν να αναθεωρηθούν από καμιά Βουλή.
Όταν έγινε αντιληπτό ότι αυτός ο τραγέλαφος προσκρούει στο Σ., ανέλαβε ο πολύς κ. Γεραπετρίτης. Ο οποίος, αντί ως συνταγματολόγος και δάσκαλος του δικαίου, να συμμαζέψει τον συνάδελφό του Υπουργό, επέλεξε να τον καλύψει ως δικολάβος. Και εδώ αρχίζει η πραγματική τραγωδία. Το πρόβλημα πλέον που αντιμετωπίζουμε, δεν είναι η ψήφιση ενός αντισυνταγματικού νόμου. Είναι η ίδια η αμφισβήτηση του ουσιαστικού και του τυπικού Συντάγματος και της κανονιστικής του δύναμης. Ο κ. Γεραπετρίτης, αφού είπε διάφορα απίθανα πράγματα, όπως ότι οι περιορισμοί που τίθενται στο δικαίωμα ψήφου των εκλογέων του εξωτερικού, δεν συνιστούν παραβίαση του Σ. γιατί είναι απλώς διευκόλυνση, που δίνεται «κατά παραχώρηση», «και εάν θέλουν να το διατηρήσουν πλήρες ας πάρουν το αεροπλάνο να έρθουν να ψηφίσουν», οπότε «το δικαίωμα παραμένει» (χωρίς ποτέ να μας εξηγήσει γιατί τότε ήταν «παραλογισμός» η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ να μην μετράει η ψήφος τους στο συνολικό αποτέλεσμα, αφού αν ήθελαν να μετρήσει «ας πάρουν το αεροπλάνο», το δικαίωμα θα παρέμενε), προχθές, όπως διαβάζουμε στα πρακτικά, είπε μέσα στην Βουλή, στην Επιτροπή Αναθεώρησης του Σ. ότι αν γραφτούν στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους εξωτερικού, κατά την «παραχώρηση» που ευαρεστήθηκε να κάνει ο πολυχρονεμένος πατισάχ Επικρατείας στους υπηκόους του, δεν θα μπορούν να πάρουν το αεροπλάνο και να έρθουν να ψηφίσουν. Βγάλε άκρη. Και μπροστά σ’ αυτόν τον κυκεώνα ανοησιών, βρήκε την λύση. Πρότεινε, επισήμως και χωρίς αιδώ, την εξής τροποποίηση του Συντάγματος:
«Το Άρθρο 54 αναθεωρείται και προστίθεται νέα παράγραφος 4 ως ακολούθως: “4. Με τον νόμο της παραγράφου 4 του άρθρου 51 μπορεί να τίθενται προϋποθέσεις στην άσκηση του εκλογικού δικαιώματος στον τόπο διαμονής τους από τους εκλογείς που βρίσκονται έξω από την Επικράτεια, όπως η κατοχή αριθμού φορολογικού μητρώου, ο χρόνος απουσίας από τη χώρα ή η παρουσία στη χώρα για ορισμένο χρόνο στο παρελθόν. Με τον νόμο της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου μπορεί να ορίζεται ότι ορισμένες θέσεις του ψηφοδελτίου επικρατείας κάθε κόμματος καταλαμβάνονται υποχρεωτικά από τον ελληνισμό της διασποράς. Με τον νόμο της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου μπορεί να καθιερώνονται μία ή περισσότερες εκλογικές περιφέρειες απόδημου Ελληνισμού, κατά παρέκκλιση της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.”».
Η προϋπόθεση πχ να βρισκόσουν στην χώρα για ορισμένο χρόνο στο παρελθόν, θεωρείται από τον έγκριτο συνταγματολόγο «προϋπόθεση στην άσκηση του δικαιώματος», όχι στην κατοχή του. Οι τροποποιήσεις, θέτοντας μη επιτρεπτούς από το άρθ. 51 § 3 Σ. περιορισμούς στο δικαίωμα ψήφου και στην συμμετοχή της ψήφου του εκλογέα στην άμεση ανάδειξη των βουλευτών και πλήττοντας συνακόλουθα την συνταγματική αρχή της άμεσης και καθολικής ψηφοφορίας, συνιστούν ανεπίτρεπτη αναθεώρηση, όχι μόνο μη αναθεωρητέας από την παρούσα Βουλή, αλλά μη αναθεωρήσιμης συνταγματικής διάταξης.
Το Σ. και οι θεσμοί, που πάντα δοκιμάζονταν στην ατελή δημοκρατία μας, δέχτηκαν τα προηγούμενα τεσσεράμισι χρόνια σφοδρή επίθεση από τους ανεύθυνους και αγράμματους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Ήμουν βέβαιος ότι η νέα κοινοβουλευτική πλειοψηφία θα έχει ως πρώτη μέριμνα την ενδυνάμωση των θεσμών και την ευλαβική τήρηση του Σ. Γελάστηκα. Ο κ. Γεραπετρίτης επέλεξε να δοκιμάσει τις ίδιες τις αντοχές του Συντάγματος. Η πρότασή του είναι κυριολεκτικά εξωφρενική. Με την προσθήκη παραγράφου που ουδέποτε συζητήθηκε στην προτείνουσα Βουλή, αναθεωρεί άλλες, μη αναθεωρητέες, διατάξεις, μεταξύ των οποίων και μη αναθεωρήσιμες. Γίνεται έτσι αυτός, ο άρχων της «καλής νομοθέτησης», ο πρώτος βουλευτής στην ελληνική κοινοβουλευτική ιστορία που κατέθεσε παράνομη, εκπρόθεσμη και άσχετη τροπολογία στο ίδιο το Σύνταγμα. Όπως έλεγε, όταν ήταν νομικός, «Η υποστήριξη της διεύρυνσης της αρμοδιότητας του αναθεωρητικού νομοθέτη […]δεν μπορεί να γίνει δεκτή, κατ’ αρχάς επειδή βρίσκεται αντιμέτωπη με το γράμμα του άρθ. 110 § 2 εδ. β’ Σ, που ορίζει ότι με την απόφαση της Βουλής “καθορίζονται ειδικά οι διατάξεις που πρέπει να αναθεωρηθούν”. Όσον αφορά το ενδεχόμενο να ανακύψουν εσωτερικές αντιφάσεις στο πλαίσιο του συνταγματικού κειμένου, το πρόβλημα επιλύεται εφόσον θεωρηθεί δεδομένο ότι ο αναθεωρητικός νομοθέτης υποχρεούται να θεωρήσει αδιαπραγμάτευτες τις μη ψηφισθείσες ως αναθεωρητέες διατάξεις και να αυτοπεριοριστεί κατά την αναθεώρηση της κρίσιμης διάταξης με γνώμονα τις αρχές της ενότητας και της συνέχειας του Συντάγματος. Άλλωστε, η παράκαμψη του γράμματος του άρθ. 110 § 2 εδ. β’ Σ θα οδηγούσε σε μια επικίνδυνη διεύρυνση της αρμοδιότητας της αναθεωρητικής Βουλής». Ακόμη κι αν θεωρηθεί ότι η διεύρυνση της αρμοδιότητας της Βουλής είναι, στην περίπτωσή μας, λανθάνουσα (που δεν είναι, είναι κραυγαλέα και ευθεία αναθεώρηση μη αναθεωρητέων διατάξεων μέσω μη προταθείσας αναθεώρησης άλλης διάταξης), δηλαδή έχει μεν προταθεί η αναθεώρηση μιας διάταξης, όμως σε άλλες, μη προταθείσες προς αναθεώρηση, διατάξεις γίνονται αναφορές στην ύλη που ρυθμίζεται από την αναθεωρητέα διάταξη, ο κ. Γεραπετρίτης είναι κάθετος: Η αναθεώρηση σε κατεύθυνση που έρχεται σε διάσταση με μη αναθεωρητέα διάταξη, είναι μη επιτρεπτή. «Η επιχειρηματολογία υπέρ μιας αντίθετης άποψης θα προσέκρουε στα ίδια mutatis mutandisεπιχειρήματα που προβλήθηκαν προηγουμένως όσον αφορά την περίπτωση της απροκάλυπτης διαστολής». Ακόμη χειρότερα, σχολιάζοντας ο ίδιος το άρθρο 87 § 2 Σ, που ορίζει ότι οι δικαστές «σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος», σε σχέση με το άρθρο 110 Σ και τον δικαστικό έλεγχο των ορίων της αναθεώρησης, θεωρεί ότι σε περίπτωση συνταγματικής αναθεώρησης που παραβιάζει τα διαδικαστικά ή τα ουσιαστικά όρια του 110 Σ, οι προσβολές δομών του πολιτεύματος, όπως «της ανάδειξης του νομοθετικού σώματος με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία», συνιστούν κατάλυση του Συντάγματος. Κατάλυση του Συντάγματος, άλλωστε, μας δίδαξε ο Αριστόβουλος Μάνεσης, ότι είναι και η καταστρατήγηση των ρητών και αναμφισβήτητων διαδικαστικών ορίων της αναθεώρησης που προβλέπονται στο αρθ. 110 §§ 2-6 Σ.
Στο χάος αυτό, προστίθενται οι πρόνοιες του εκλογικού δικονομικού δικαίου. Η κυβέρνηση έχει στην διάθεση της πολλά μέσα ώστε να μην επιτρέψει να κριθούν οι αντισυνταγματικότητες του προτεινόμενου νόμου, παρά μόνο μετά τις εκλογές, από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθ. 100 Σ. Για το ΑΕΔ, έχει πει ο Φ. Βεγλερής, ότι «η πρωταρχική του μέριμνα συνίσταται εις την εξεύρεσιν οιουδήποτε τρόπου δια να επιδοκιμασθούν αι συνταγματικαί ελευθεριότητες του εκλογικού νόμου της εποχής». Η φράση αδικεί, ενδεχομένως, το ΑΕΔ. Γιατί αυτό καλείται να κρίνει πάντοτε εκ των υστέρων, μετά από ένα εκλογικό αποτέλεσμα και με την κυβέρνηση που προέκυψε απ’ αυτό να ασκεί ήδη την εξουσία. Όταν ενώπιόν του άγονται ζητήματα που μπορούν να οδηγήσουν σε ακύρωση των εκλογών, και εν προκειμένω έχουμε ένα τέτοιο, αφού η εξαγγελθείσες ρυθμίσεις αφορούν μεγάλο (3.700.000 είπε κάποια στιγμή ο κ. Θεοδωρικάκος, εν τη αφασία του, μετά τους έκανε 350.000 και φυσικά το ελληνικό κράτος αγνοεί εντελώς ποιος είναι ο πραγματικός αριθμός) και αόριστο αριθμό ψηφοφόρων, βρίσκεται προ ενός καταθλιπτικού διλήμματος: Να εφεύρει μια μπαρόκ αιτιολογία που θα σώζει το κύρος των εκλογών ή να προκαλέσει μια τεράστια συνταγματική και πολιτική κρίση που θα κουβαλά μέσα της ακόμη και το σπέρμα του εμφύλιου. Ζούμε σε μια χώρα που 5 μόλις χρόνια πριν εκλέχθηκε πρωθυπουργός ένας ανεκδιήγητος τύπος που ζητούσε να πάρει την ρεβάνς για τα Δεκεμβριανά, 70 χρόνια μετά, όπως επί λέξει είπε. Κι αυτό το ξέρει καλά ο κ. Γεραπετρίτης, που, δυστυχώς για τον ίδιο, δεν είναι ούτε βλάκας, ούτε αγράμματος. Και ανερυθρίαστα, μας το είπε. Για να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα που προκάλεσε η ογκώδης άγνοια του κ. Θεοδωρικάκου, προέταξε την κτηνώδη δύναμη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και της (πρόσκαιρης, ας το θυμάται) ισχύος του ως μεγαλοϋπουργού. Δεν θα τολμήσει κανένα δικαστήριο να επιδείξει «δικαστικό ακτιβισμό» απέναντι στην μεγάλη πλειοψηφία της Βουλής, μας είπε. Τέτοια κυνική και θρασεία επίδειξη δύναμης της Νομοθετικής εξουσίας έναντι της Δικαστικής, δεν υπήρξε ποτέ στην μεταπολιτευτική ιστορία αυτού του τόπου. Ο λαϊκισμός του Ανδρέα Παπανδρέου που αναγόρευσε τον λαό σε μόνο θεσμό, ωχριά μπροστά της και στο κάτω – κάτω λέχθηκε απ’ το μπαλκόνι, πάνω στην έκσταση της στιγμής. Οι σαχλαμάρες του Τσίπρα για το ΣτΕ ήταν πιο προσεκτικές, δεν είπε ότι δεν θα τολμήσει το ΣτΕ να αμφισβητήσει τον νόμο του, είπε ότι δεν πιστεύει ότι θα τον κηρύξει αντισυνταγματικό, και το είπε στην τηλεόραση. Η ωμή δήλωση του κ. Γεραπετρίτη λέχθηκε μέσα στην Βουλή, ενώπιον της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος και είναι σαφής και απερίφραστη.
Αυτό που ξεκίνησε ως μια ευγενής προσπάθεια να μπορέσουν, επιτέλους, οι Έλληνες πολίτες που για οποιονδήποτε λόγο βρίσκονται στο εξωτερικό, πολίτες μάλιστα που κατά κύριο λόγο εξανάγκασε η πατρίδα να αναζητήσουν την ευτυχία τους αλλού, γιατί εδώ δεν τους πρόσφερε την ευκαιρία, να ασκήσουν το δικαίωμα που το Σύνταγμα τους δίνει και κανείς δεν μπορεί να τους πάρει, μετατράπηκε σε μικροπολιτικό «στρατηγικό παίγνιο» του κ. Θεοδωρικάκου, που νοιαζόταν μόνο για τις εντυπώσεις, για το πώς θα «απομονώσει» τον ΣΥΡΙΖΑ και για το πώς θα φανεί ότι «τα καταφέρνει». Μια αμερικάνικη παροιμία λέει ότι «όποιος έχει μόνο σφυρί, όλα τα βλέπει σαν καρφιά». Το Σύνταγμα είναι ένας λεπτός, εύθραυστος, περίπλοκος μηχανισμός, η λειτουργία του οποίου εξαρτάται από την προσοχή και τον σεβασμό που δείχνουν οι εφαρμοστές του. Ο κ. Θεοδωρικάκος πήρε το σφυρί του – αυτό είχε ο άνθρωπος – κι άρχισε να κοπανάει το Σύνταγμα για να πάρει μπρος. Είναι επαρκέστατος, το ξέρουμε, στις παρασκηνιακές συμφωνίες, την άθροιση των κουκιών, τα power games. Είναι, όμως, όπως αποδείχθηκε, ανεπαρκέστατος στο να χειριστεί θέματα που απαιτούν βαθειά δημοκρατική παιδεία (πού να την βρει; Στην ΚΝΕ;), ειδικές γνώσεις και πνευματικό και ιδεολογικό ορίζοντα πιο μακρινό από τις επόμενες εκλογές. Κι έτσι, την σκυτάλη πήρε ο κ. Γεραπετρίτης. Ο οποίος, αντί να επαναφέρει την συζήτηση σε συνταγματική τροχιά, επέλεξε να συνεχίσει το παίγνιο, ως ζήτημα τιμής πια για την κυβέρνηση. Να περάσουμε έναν νόμο που να διευκολύνει τους εκλογείς του εξωτερικού, όπως υποσχεθήκαμε, κι ας είναι ό,τι να ‘ναι, κι ας μην τους διευκολύνει καν στην πραγματικότητα, αρκεί να το πουλάμε στον κόσμο (εν τω μεταξύ ο κόσμος γελάει, χόρτασε σανό). Να φανούμε συνεπείς στις προεκλογικές μας υποσχέσεις. Θεμιτός σκοπός, αρκεί το πρώτο ενδιαφέρον να είναι να τηρείται ο όρκος προς το Σύνταγμα. Οι προεκλογικές υποσχέσεις έπονται. Άλλωστε, αν η κυβέρνηση είχε παρουσιάσει έναν λειτουργικό και σύμφωνο με το Σύνταγμα νόμο, που πράγματι θα υλοποιούσε την πρόβλεψή του και θα διεύρυνε την δημοκρατική βάση του πολιτεύματος, κανείς δεν θα έπαιρνε σοβαρά τις αστειότητες του ΣΥΡΙΖΑ «να ψηφίζουν, αλλά να μην μετράει η ψήφος τους», ούτε τα απολιθωμένα «επιχειρήματα» του ΚΚΕ, κανείς δεν θα την κατηγορούσε ότι δεν τήρησε την υπόσχεσή της. Την αντιδημοκρατική και υποκριτική συμπεριφορά της αντιπολίτευσης θα στηλιτεύαμε όλοι.
Ο κ. Γεραπετρίτης αποφάσισε πως πρέπει να «νικήσει» (ποιους, άραγε;) πάση θυσία. Και παίζει το Σύνταγμα στα ζάρια. Γιατί το διακύβευμα πια, δεν είναι αν θα ψηφίσουν οι εκλογείς του εξωτερικού, οι οποίοι ήδη έχουν αηδιάσει και δεν θα πάνε καν. Το ζήτημα που, με μαθηματική βεβαιότητα, θα αχθεί ενώπιον του ΑΕΔ, θα είναι η ίδια η συνταγματικότητα της αναθεώρησης, το ίδιο το κύρος του Συντάγματος ως θεμελίου της Δημοκρατίας μας. Και το ΑΕΔ θα βρεθεί ενώπιον του τραγικού διλήμματος να τινάξει την χώρα στον αέρα ή να υποταχθεί, όπως προανήγγειλε ο κ. Υπουργός πανηγυρικά. Να κρίνει, με κάποια πομπώδη και δυσνόητη αιτιολογία ότι αυτά είναι interna corporis parlamentari, ότι τελικά η Δικαιοσύνη, παρά τα όσα αντίθετα λέει μέχρι σήμερα ομόφωνα η επιστήμη, δεν έχει την εξουσία να ελέγξει τα όρια της αναθεώρησης ή, ακόμη χειρότερα, να κάνει το άσπρο μαύρο και να πει ότι αυτά δεν παραβιάστηκαν. Και είναι συντριπτικά πιθανότερο ότι ο κ. Υπουργός θα δικαιωθεί, το ΑΕΔ δεν θα τολμήσει να «επιδείξει δικαστικό ακτιβισμό» (τι ντροπή αυτή η έκφραση…). Θα αναγορεύσει την εκάστοτε συγκυριακή πλειοψηφία της Βουλής σε μόνο, ανέλεγκτο και αυθεντικό ερμηνευτή και εφαρμοστή του Συντάγματος, θα αποκαθηλώσει δηλαδή το Σύνταγμα και θα περιμένουμε τον επόμενο εξουσιομανή να βάλει την ταφόπλακα. Η διάκριση των εξουσιών υπάρχει ώστε να μην δίνεται ανέλεγκτη δύναμη σε μια από αυτές. Κι όταν αυτή δίνεται, ας γνωρίζει ο κ. Υπουργός ότι δεν δίνεται στον συγκυριακό φορέα της, δίνεται στην εξουσία, η οποία αλλάζει χέρια. Ο κ. Υπουργός θα απολαύσει για κάποιο διάστημα, αν δεν βρεθούν αυτοί που θα τον σταματήσουν, την παντοδυναμία του. Μόνο που ο σκουπιδοτενεκές της πολιτικής ιστορίας της Ελλάδας είναι γεμάτος «πανίσχυρους» υπουργούς. Των οποίων την δύναμη κληρονομούν οι επόμενοι «πανίσχυροι», συνήθως αντίπαλοί τους. Και των οποίων τις πράξεις πληρώνουν γενιές πολιτών.
*Ο Αντύπας Καρίπογλου είναι δικηγόρος, πρ. Πρόεδρος της ΔΡΑΣΗΣ