Ο Αριστοτέλης μεταφράζεται για πρώτη φορά στα λατινικά μόλις στα μέσα του 12ου αιώνα. Και μεταφράζεται όχι από το ελληνικό πρωτότυπο, αλλά από τα αραβικά, σε μία κατά λέξη μετάφραση πού, όπως σημειώνει ο Emile Brehier στην Ιστορία της Φιλοσοφίας, κάνει συχνά το κείμενο ακατανόητο. Αλλά το σπουδαιότερο είναι ότι στα μέσα του 12ου αιώνα μεταφράζονται μόνο τα βιβλία της αριστοτελλικής Λογικής (το λεγόμενο Όργανον), ενώ το υπόλοιπο αριστοτελικό έργο γίνεται γνωστό στα λατινικά περίπου έναν αιώνα αργότερα. Μέσα σ’ αυτά τα εκατό χρόνια μοιάζει να κρίνεται αποφασιστικά ο τρόπος με τον οποίο οι Δυτικοί θα προσεγγίζουν στο εξής και θα κατανοούν τον Αριστοτέλη: Υποτάσσουν την αριστοτελική Λογική στη δυτική εκδοχή του λόγου ως ratio απολυτοποιώντας τον μεθοδολογικό χαρακτήρα της και διαστέλλοντας τη λογική από την εμπειρία. Οι αριστοτελικοί όροι του «ορθώς διανοείσθαι» χρησιμεύουν στη Δύση σαν κανόνας και κριτήριο για την επαλήθευση της γνώσης, αφού τη γνώση την εξασφαλίζει αποκλειστικά η ατομική facultas rationis και όχι η εμπειρία της σχέσης. Έτσι, η Δύση θα μείνει οριστικά ανυποψίαστη για την κοινωνική επαλήθευση της γνώσης (της ταύτιση του αληθεύειν με το κοινωνείν), που συνιστά τη δυναμική της αριστοτελικής (και γενικότερα της αρχαιοελληνικής) γνωσιοθεωρίας..