Wednesday 9 October 2024
Αντίβαρο
Κείμενα

Αφιέρωμα Monthly Review: Ιδιαίτερες Ελληνικές Αξίες

Το Περιοδικό MONTHLY REVIEW έκανε ένα αφιέρωμα στο τεύχος Μαρτίου 2008 με θέμα τις ιδιαίτερες ελληνικές αξίες. Μας έκανε τη μεγάλη τιμή να συμπεριλάβει και τον διαχειριστή του Αντίβαρου στους ερωτώμενους.

Βρήκαμε συνολικά 21 απαντήσεις και τις παρουσιάζουμε όλες στη σελίδα αυτή. Η σειρά παρουσίασης είναι η σειρά με την οποία βρήκαμε τις απαντήσεις με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Στο τέλος της σελίδας θα βρείτε και το εξώφυλλο του περιοδικού.




Απαντήσεις που δημοσιεύθηκαν στις ιστοσελίδες των ερωτώμενων

  • Η απάντηση του Ανδρέα Σταλίδη, δημιουργού του ηλεκτρονικού περιοδικού Αντίβαρο (και μία εκτενέστερη απάντηση που δημοσιεύθηκε λίγους μήνες αργότερα στο περιοδικό Ρεσάλτο, με αφορμή το αφιέρωμα αυτό)
  • Η απάντηση του Φαίδωνα Μαλιγκούδη, καθηγητή Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
  • Η απάντηση του Παναγιώτη Βήχου από το Πολικό Καφενείο (εκτεταμένη σε σχέση με αυτή που δημοσιεύθηκε στον περιορισμένο χώρο του περιοδικού)
  • Η απάντηση του Χριστόφορου Δ. Βερνερδάκη, Λέκτορα στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης
  • Η απάντηση του Στέλιου Παπαθεμελή, πρόεδρο της Δημοκρατικής Αναγέννησης
  • Η απάντηση του Δημήτρη Πατέλη, Επίκουρου Καθηγητή Φιλοσοφίας Πολυτεχνείου Κρήτης
  • Η απάντηση του Γιάννη Κουριαννίδη, εκδότη του περιοδικού «Ενδοχώρα»

Απαντήσεις που αναρτήθηκαν στην ιστοσελίδα του ίδιου του περιοδικού:

  • Η απάντηση του Στάθη (Σταυρόπουλου), σκιτσογράφου
  • Η απάντηση της Νάντιας Βαλαβανη, συγγραφέως
  • Η απάντηση του Κώστα Ζουράρι, πολιτειολόγου
  • Η απάντηση του Πέτρου Τατούλη, βουλευτή Αρκαδίας – ΝΔ, πρώην υφυπουργού Πολιτισμού
  • Η απάντηση του Ανδρέα Λοβέρδου, βουλευτή Β Αθηνών – ΠΑΣΟΚ
  • Η απάντηση του Γιάννη Παπαμιχαήλ, καθηγητή του Πάντειου Πανεπιστημίου
  • Η απάντηση της Ειρήνης Παγώνη, εικαστικού

Απαντήσεις που δημοσιεύουμε με την άδεια του περιοδικού

  • Δημήτρης Γιαννόπουλος, κοινωνιολόγος – δημοσιογράφος
  • Νεοκλής Σαρρής, καθηγητής Πάντειου Πανεπιστημίου
  • Βασίλης Καραποστόλης, καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
  • Άδωνις Α. Γεωργιάδης, βουλευτής Β Αθηνών – ΛΑΟΣ
  • Θεόδωρος Ι. Ζιάκας, συγγραφέας
  • Γιώργος Κοντογεώργης, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, πρώην πρύτανης Παντείου Πανεπιστημίου
  • Σαράντος Ι. Καργάκος, ιστορικός – συγγραφέας


Ερώτημα: «Πολλοί αναλυτές –κυρίως στις αναπτυγμένες χώρες– θεωρούν ότι αξίες όπως η δημοκρατία, η ισότητα και τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν γίνει πλέον παγκόσμιες. Πιστεύετε ότι υπάρχουν ιδιαίτερες ελληνικές αξίες και πώς αυτές επηρεάζουν το παρόν και το μέλλον της ταυτότητας των Ελλήνων;»


Ανδρέας Σταλίδης
Δημιουργός του ηλεκτρονικού περιοδικού Αντίβαρο

Στις «ανεπτυγμένες» χώρες πράγματι θεωρείται ότι η Δημοκρατία και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα είναι, πλέον, παγκόσμιες αξίες. Στη φράση αυτή, και ειδικά όσον αφορά στην έννοια της Δημοκρατίας, το κυρίαρχο στοιχείο είναι μία (υποσυνείδητη ίσως) υποχρεωτική προβολή του Δυτικού προτύπου σε ολόκληρο τον πλανήτη. Η Δημοκρατία οράται και εξυμνείται ως παγκόσμια αξία, στη Δυτική εκδοχή της, ενδεδυμένη ένα περίβλημα χρησιμοθηρίας. Ο αρχαιοελληνικός ορισμός της Δημοκρατίας προϋποθέτει πάνδημο ενδιαφέρον και ενεργή συμμετοχή όλων των πολιτών στα κοινά, κάτι που οι ύμνοι προς τη σύγχρονη Δημοκρατία παραβλέπουν ή λησμονούν. Όσο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, η κατοχύρωσή τους ήταν μία πολύ σημαντική κατάκτηση των Ευρωπαίων της Νεωτερικής Εποχής, ειδικότερα επειδή ακολούθησε τον «πρωτογονισμό» του Μεσαίωνα, όμως πρόκειται για επίτευγμα «προ-πολιτικό» (Γιανναράς).

Εδώ εδράζεται η Ελληνική ιδιαιτερότητα στην πορεία της από τους Αρχαίους-Κλασικούς χρόνους και τη Ρωμαϊκή-Νεορωμαϊκή εποχή. Τα «δικαιώματα» του ατόμου μένουν αδιάφορα μπροστά στο κατόρθωμα της συγκρότησης «πόλεως» και στη μετοχή στο «κοινό άθλημα» του πολιτικού βίου. Η «πόλις» στοχεύει στον «κατ’ αλήθειαν βίο» (όχι στη χρησιμότητα), που έχει και μεταφυσικό άξονα. Συνέρχεται σ’ αυτήν τη βάση. Για τον Έλληνα είναι αδιανόητο το πολιτικό γεγονός χωρίς Δελφούς, Παρθενώνα ή Αγια-Σοφιά. Έτσι, η ιστορική διαδρομή του πέρασε από την Εκκλησία του Δήμου στην Ευχαριστιακή Σύναξη και στην Κοινότητα, με κέντρο αναφοράς την ενορία.

Η αιτία αυτής της πολιτειακής διαμόρφωσης θα μπορούσε (περιφραστικά) να αποτελέσει μία ιδιαίτερη Ελληνική «αξία»: η αναφορά στον άλλον, η «σχέση», ως θεμέλιος λίθος της πολιτείας. O κεντρικός πρωταγωνιστής είναι το πρόσωπο (προς-όψη: αυτός που στρέφεται προς την όψη του άλλου) και όχι το αδιαφοροποίητο άτομο (το Λατινικό persona σημαίνει προσωπείο-μάσκα και δεν αποδίδει ούτε αυτό σωστά την έννοια).

Λόγω της άκριτης μίμησης ξένων προτύπων τους δύο τελευταίους αιώνες, ο Έλληνας χάνει την ταυτότητά του. Μία αναζήτηση της συλλογικής αυτοσυνειδησίας του θα τον οδηγήσει στο να πάψει να ονειρεύεταιι να γίνει απλώς «τρόφιμος οικουμενικού πανδοχείου».

(εκτενέστερη απάντηση που δημοσιεύθηκε λίγους μήνες αργότερα στο περιοδικό Ρεσάλτο, με αφορμή το αφιέρωμα αυτό)


Φαίδων Μαλιγκούδης
καθηγητής Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Θα ήταν, ιδιαίτερα στις μέρες που διανύουμε (με την επαναφύπνιση ποικίλων παραλλαγών του εθνικισμού), ίσως παρακινδυνευμένο να αναζητήσει κανείς κάποιες «ιδιαίτερες ελληνικές αξίες» και να πασχίσει μάλιστα να εντοπίσει τη διαχρονική τους επίδραση σε κάποια (υποτιθέμενη) ταυτότητα των Ελλήνων. Θα προσπαθήσω λοιπόν να απαντήσω ξεκινώντας από μια κατηγορία που για μένα, ως ιστορικό, είναι ανιχνεύσιμη: την ελληνική ταυτότητα.

Αν ως «ελληνική ταυτότητα» ορίζαμε τη συλλογική μας νοοτροπία, όπως αυτή ανιχνεύεται διαχρονικά, τότε θα διακρίναμε ως σταθερό της στοιχείο την εξατομίκευση, τη δεσπόζουσα δηλαδή θέση που κατέχει στη νοοτροπία του Νεοέλληνα το μεμονωμένο άτομο, το οποίο διατηρεί την προτεραιότητα έναντι του συνόλου.

Ως «ιδιαίτερη (νεο)ελληνική αξία», το ατομικό «εγώ» χαρακτηρίζει τη συλλογική μας νοοτροπία και αντικατοπτρίζεται με ενάργεια σε μια αντικειμενική κατηγορία όπως είναι το όργανο της επικοινωνίας μας, η γλώσσα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη νεοελληνική δεν μπορεί να αποδοθεί παρά μόνο περιφραστικά μια λέξη από τη γλώσσα ενός Κεντροευρωπαίου, στη νοοτροπία του οποίου το συλλογικό έχει την προτεραιότητα έναντι του ατομικού. ΄Ετσι, η γερμανική λέξη Ruecksicht (και η ταυτόσημή της ohled στα τσεχικά)- μια έννοια- κλειδί για τη νοοτροπία των Ευρώπιαων μας εταίρων, δεν μπορεί παρά μόνον περιφραστικά να αποδοθεί στην καθ’ημάς νεοελληνική : «η φροντίδα του να ρίχνει κανείς μια ματιά πίσω από την πλάτη του (γύρω του), μήπως ενοχλεί το γείτονα ή τον διπλανό του».

Η άλλη, η θετική, πλευρά του νομίσματος αντικατοπτρίζεται και πάλι από τη γλώσσα μας. Η έννοια «φιλότιμο» που χαρακτηρίζει τη νοοτροπία του Νεοέλληνα δεν μεταφράζεται μονολεκτικά σε μια οποιαδήποτε δυτική γλώσσα.

Να είναι, άραγε, το φιλότιμο του ατομικιστή Ρωμιού εκείνο που, τελικά, θα μας οδηγήσει μακριά από την στενωπό που σήμερα βρισκόμαστε;


Βήχος Παναγιώτης,
μουσικοσυνθέτης, υπεύθυνος της ιστοσελίδας αντιπληροφόρησης «Πολιτικό Καφενείο – Ο Μέγας Ανατολικός» (Politikokafeneio.com)

Γιατί η κυρίαρχη ιδεολογία της Δύσης επιμένει πάνω στο μοτίβο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων; Το κάνει τυχαία ή αναγκαία;

Είναι πασίγνωστο ότι οι αστοί ιδεολόγοι παρουσίασαν τα γεγονότα του 1989–91 σαν το

«τέλος του κομμουνισμού» και την «οριστική επικράτηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας». Ως εκ τούτου έπρεπε να προβάλλουν τα ανθρώπινα δικαιώματα σαν τις θριαμβεύουσες και αιώνιες αξίες ενός καπιταλιστικού συστήματος που άγγιζε την αιωνιότητα με το φαρσοειδές «τέλος της ιστορίας», όπως το φαντάστηκε ο διαφημιστής του Στέητ Ντιπάρτμεντ Φ. Φουκουγιάμα. Αλλά υπάρχουν επίσης και βαθύτεροι λόγοι. Το ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν είναι απλώς ένα επίσημο ψεύδος. Είναι το αποτέλεσμα μιας μακριάς ιστορικής κοινωνικής ανάπτυξης και ένα σταθερό εστιακό σημείο σχέσεων και εντάσεων ανάμεσα στην κυρίαρχη τάξη και στις άλλες τάξεις στην αστική κοινωνία, στη διάρκεια όλης της πορείας της, από τις απαρχές ως την παρακμή. Σε κάθε ιδιαίτερη ιστορική περίοδο, σε κάθε συγκεκριμένη ιστορική κατάσταση, αυτό το σταθερό στοιχείο άλλαζε τη μορφή του και το περιεχόμενό του.

Ακόμα και κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα βρήκαν την κλασική τους έκφραση, παρατηρούμε σημαντικές διαφορές ανάμεσα στη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789, την πολύ ριζοσπαστικότερη επαναδιατύπωση αυτών των δικαιωμάτων στη διάρκεια της πληβειακής επαναστατικής δημοκρατίας των γιακωμπίνων το 1791–93, και ξανά τη νέα αντιδραστική-συντηρητική εκδοχή τους από τους θερμιδωριανούς το 1795. Αν κοιτάξουμε από μια ευρύτερη ιστορική σκοπιά, βλέπουμε τα ανθρώπινα δικαιώματα να παίζουν όχι μόνο διαφορετικό αλλά και αντίθετο ρόλο στην πρώτη επαναστατική περίοδο ανόδου του καπιταλισμού συγκριτικά με την περίοδο της παρούσας προχωρημένης παρακμής του.

Στην περίοδο των αστικών επαναστάσεων, η πάλη για τα ανθρώπινα δικαιώματα ήταν ένας απολύτως αναγκαίος ιδεολογικός μοχλός για να κινητοποιηθούν οι πληβειακές μάζες, ώστε με ηρωικές πράξεις να ξεγεννήσουν μια μη ηρωική κοινωνία, κατά την έκφραση του Μαρξ (18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη). Tώρα, μετά δύο αιώνες, είναι ένα εξίσου αναγκαίο βαρίδι για να α-κινητοποιηθούν οι μάζες. Το 1789 ο citoyen –ο πολίτης– βρίσκονταν στο κέντρο της πολιτικής. Το 2002, ο citoyen απωθείται στην περιφέρεια και μετατρέπεται από δρών υποκείμενο σε παθητικό θεατή, ή για την ακρίβεια σε… τηλεθεατή.

Τα δικαιώματα, σε τελευταία ανάλυση, δεν βασίζονται ούτε στην ισχύ (Hobbes) ούτε στη θέληση (Rousseau), αλλά στις αντιφάσεις της υλικής ζωής των ατόμων (Marx). Έτσι όσο οξύνονται οι υλικές αντιφάσεις τόσο τα δικαιώματα αποκτούν ή φανερώνουν τους περιορισμούς τους, το φορμαλισμό τους, συρρικνώνονται και τελικά καταργούνται χωρίς προσχήματα. Οι τυπικές ελευθερίες από αναγκαίο πρελούδιο των ουσιαστικών δικαιωμάτων γίνονται ο νεκροθάφτης τους πριν αποχωρήσουν από τη σκηνή και οι ίδιες κατ’ εντολήν του Δικτάτορα. Αν το 1789 υπήρξε μια στιγμή αφηρημένης Ταυτότητας της μορφής και του περιεχομένου των δικαιωμάτων, στη συνέχεια αναδύθηκε ιστορικά η Διαφορά τους, η Αντίθεση, και τελικά, η πλήρως ανεπτυγμένη Αντίφασή τους στη δικιά μας εποχή.

Πίσω από την παρούσα παγκόσμια κατάσταση, όπου όσο πιο πολύ χειροκροτούν τα ανθρώπινα δικαιώματα τόσο πιο πολύ τα ποδοπατούν, βρίσκεται μια φοβερή συσσώρευση και ανάπτυξη εκρηκτικών υλικών κοινωνικών αντιφάσεων. Για να παραφράσουμε τον Ρουσσώ, αντιστρέφοντάς τον, μπορούμε να πούμε ότι ο άνθρωπος γεννιέται σε συνθήκες σκλαβιάς αλλά παντού γιορτάζουν την ελευθερία του… Όλες οι φλυαρίες, ιδίως στη Δύση, μαζί και στους κύκλους της λεγόμενης δυτικής αριστεράς πριν και μετά το 1989, για ανθρώπινα δικαιώματα, προτεραιότητα ή όχι της ελευθερίας απέναντι στην ισότητα και το αντίστροφο, για την citizenship, για κάθαρση και ανανέωση των θεσμών κ.λπ. κ.λπ., μοιάζει με τη φλόγα του καντηλιού που ξαφνικά δυναμώνει πριν σβήσει.

Όσον αφορά το δεύτερο μέρος της ερώτησης: η κρίση, η παράλυση του ελληνικού αστικού κράτους, που έπαψε να είναι

«μια συνένωση των πολιτών πάνω από ταξικές διάφορες και συμφέροντα», όπως ήθελε ο Αριστοτέλης, (να που υπάρχουν ιδιαίτερες ελληνικές αξίες που επηρεάζουν με την παγκοσμιότητά τους το παρόν και το μέλλον της ταυτότητας των Ελλήνων, όπως θέλουμε να ελπίζουμε: οι μεγάλοι μας Αρχαίοι Φιλόσοφοι και η Σοφεία τους που κληρονομήσαμε και που ανήκει ταυτόχρονα σε όλη την Ανθρωπότητα) αναγκάζει την αστική τάξη να γυρίσει στον «χρυσό ποταμό» της αρχαιότητας. Και όχι όλη η αστική τάξη. Το πιο οπισθοδρομικό μέρος της. Οι καταστραμμένοι από την κρίση και το σεισμό εργάτες –έγραφε ο Κ. Τσάτσος στο Κοινωνική Φιλοσοφία των Αρχαίων Ελλήνων– και φτωχοί βιοπαλαιστές κάνουν πολλές «ενέργειες που απομακρύνουν τα πολιτεύματα από το σημείο όπου εξισορροπούνται οι αντίθετες ροπές, με αποτέλεσμα να προκαλούνται φθορά και μεταβολές των πολιτευμάτων». Η μπουρζουαζία, όπως και η φεουδαρχία, επιστράτευσε παλιότερα, και επιστρατεύει και σήμερα ότι πιο αντιδραστικό υπάρχει στην Αριστοτελική Φιλοσοφία, για να εξοπλιστεί ιδεολογικά και να αντιμετωπίσει τη «φθορά και την ανατροπή των πολιτευμάτων της». Γι’ αυτό, βλέπουμε τον Αριστοτέλη από τα θεολογικά σεμινάρια να έρχεται και στα σχολικά θρανία. Έτσι, οι μαθητές μπορούν να διαβάζουν στα Ηθικά Νικομάχεια (5,6), ότι «εάν τα πρόσωπα δεν είναι ίσα, δεν επιτρέπεται να έχουν ίσα δικαιώματα»!

«

Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι ήταν όλοι από τη φύση τους διαλεκτικοί. Και ο Αριστοτέλης, η πιο καθολική διάνοια ανάμεσά τους, είχε ήδη αναλύσει τις πιο ουσιαστικές μορφές της διαλεκτικής σκέψης. Εντούτοις, η διαλεκτική παράμεινε εμβρυακό στοιχείο στην ελληνική σκέψη. Οι Έλληνες φιλόσοφοι δεν πέτυχαν και δεν μπορούσαν να πετύχουν ν’ αναπτύξουν τις σκόρπιες οξύτατες ενοράσεις σε επιστημονικό σχήμα». (Ενγκελς)

Γιατί;

«

Έπρεπε πρώτα να εξεταστούν τα πράγματα προτού μπορέσουν να εξεταστούν τα προτσές. Έπρεπε πρώτα να ξέρει κανείς τι ήταν ένα οποιοδήποτε πράγμα, για να μπορέσει έπειτα να καταπιαστεί με τις αλλαγές που παθαίνει… Η παλιά μεταφυσική, που θεωρούσε τα πράγματα αποτελειωμένα, γεννήθηκε από μια επιστήμη της φύσης που ερευνούσε τα νεκρά και ζωντανά πράγματα σαν αποτελειωμένα». (Έγκελς, Ο Λ. Φόυερμπαχ και το τέλος της Κλασικής Γερμανικής Φιλοσοφίας).

Το πρωτόγονο επίπεδο της αρχαίας τεχνολογίας και των μαθηματικών, που ήταν εντελώς απομακρυσμένα από κάθε σχέση με τη φύση, οδήγησαν στους αφηρημένους και στατικούς

«νόμους της σκέψης», με αποκορύφωμα το «νόμο της ταυτότητας», που δεν ξεπερνά την εμπειρική ταξινόμηση και σύγκριση των ιδιοτήτων αντικειμένων που δεν είχαν καμία ποσοτική σχέση μεταξύ τους: Α=Α («αν καθετί είναι ταυτόσημο με τον εαυτό του, δεν είναι ξεχωριστό από αυτόν, δεν περιέχει καμιά αντίθεση και δεν έχει καμιά βάση»).

«

Η ουσία είναι… απλή ταυτότητα με τον εαυτό της», σε βαθμό μάλιστα που η αμφισβήτηση αυτής της αρχής να ισοδυναμεί με το ότι «έχει καταλυθεί η λογική συνείδηση και το γεγονός μπορεί πλέον να έχει σημασία μόνο για την ψυχολογία (ή για την ψυχοπαθολογία», (Ε. Παπανούτσου, Λογική, σελ.190).

Στην πραγματικότητα όμως, πρόκειται για την κοινή αντίληψη, που αντιπαραθέτει την ομοιότητα και τη διαφορά, χωρίς να κατανοεί

«αυτή την κίνηση της μετάβασης του ενός απ’ αυτούς τους προσδιορισμούς στον άλλο». (Χέγκελ, Λογική). Οι οπαδοί του «νόμου της ταυτότητας» μετατρέπουν αυτή την άδεια ταυτολογία σε μια μονόπλευρη προσδιοριστικότητα, που αυτή καθεαυτή περιέχει μονάχα τυπική αλήθεια, αφηρημένη και ατελή και αντανακλά, σύμφωνα με τον Χέγκελ, τη «συνηθισμένη τρυφερότητα προς τα πράγματα, που η μόνη της φροντίδα είναι πώς να μην έρθουν σε αντίφαση το ένα με το άλλο», πράγμα που αποτελεί και τον ταξικό – πολιτικό πυρήνα της κοινωνικής φιλοσοφίας του Αριστοτέλη.

Αναφέρθηκα, ειδικά, στον Αριστοτέλη γιατί πιστεύω ότι:

«Το ζήτημα μιας ορθής φιλοσοφικής διδασκαλίας, δηλαδή μιας σωστής μεθόδου σκέψης, έχει τόση αποφασιστική σημασία για ένα επαναστατικό κόμμα, όση έχει ένα παλιό μηχανουργικό τμήμα για την παραγωγή. Είναι ακόμα δυνατό να υπερασπίσει κανείς την παλιά κοινωνία με τις υλικές και διανοητικές μέθοδες που έχουν κληρονομηθεί από το παρελθόν. Είναι όμως εντελώς αδιανόητο να ανατραπεί αυτή η κοινωνία και να οικοδομηθεί μια νέα, χωρίς πρώτα να αναλυθούν κριτικά οι τωρινές μέθοδες». (Λ. Τρότσκι, Στην Υπεράσπιση του Μαρξισμού).

Συνοψίζοντας καταλήγουμε ότι η αναγκαιότητα της ελευθερίας είναι πιεστική όσο ποτέ στην παρούσα ιστορική περίοδο της χρηματιστικής καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και πώς το μέλλον της ταυτότητας και της ζωής των Ελλήνων συναρτάται με το μέλλον και τη ζωή ολόκληρης της Ανθρωπότητας.


Χριστόφορος Δ. Βερνερδάκης
Λέκτορας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης

Η αναφορά «στο παρόν και το μέλλον της ταυτότητας των Ελλήνων» με κάνει να αισθάνομαι αμήχανος. Ομολογώ ότι δεν μπορώ να διακρίνω εύκολα «ιδιαίτερες ελληνικές αξίες», διακριτές από αυτές των άλλων λαών, που θα μπορούσαν να καθορίσουν «ιδιαιτέρως» το μέλλον της χώρας μας. Η γνώμη μου είναι ότι αντί να αναλωνόμαστε στον εθνικισμό μιας ιδεατής ταυτότητας που θα μπορούσε δήθεν να «συμπληρώσει» τις αξίες της ισότητας και της δημοκρατίας, θα ήταν καλύτερο να προστατεύσουμε και τις δύο αυτές κοινωνικές αξίες που βάλλονται (και) στην Ελλάδα από τον καπιταλιστικό ανορθολογισμό και το διανοητικό αναλφαβητισμό. Να μιλήσουμε ως διανοούμενοι για τα κοινωνικά δικαιώματα των λαών και των φτωχών ανθρώπων όλου του κόσμου, να ανακαλύψουμε το νέο διεθνισμό και να φτιάξουμε μια νέα κοινωνική αλληλεγγύη. Δεν είναι οι ιδέες αυτές καινούργιες. Είναι πολύ παλιές, αλλά τόσο επίκαιρες σήμερα και τόσο ριζοσπαστικές σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον όξυνσης των ταξικών και εθνικών ανισοτήτων.

Η γνώμη μου είναι ότι η (αναγκαία) αντικαπιταλιστική κοινωνική συσπείρωση στις σημερινές συνθήκες δεν μπορεί παρά να πηγαίνει χέρι-χέρι με το μέτωπο στον εθνικισμό, τον εθνοκεντρισμό και την ιδέα μιας «ανώτερης» ή «καλύτερης» εθνικής ταυτότητας. Ο σημερινός διεθνισμός που γεννιέται μέσα από τα νέα κοινωνικά κινήματα της «αντιπαγκοσμιοποίησης» δεν είναι ένας απολίτικος κοσμοπολιτισμός. Σέβεται τις εθνικές καταβολές, τις παραδόσεις, τις πολιτικές ιδιαιτερότητες. Αλλά δεν τις χρησιμοποιεί ως διακριτές εκφράσεις «απέναντι στους άλλους» φτωχούς και καταπιεσμένους. Ο πολιτικός λόγος της «εθνικής ταυτότητας» που ισχυροποιήθηκε τα τελευταία χρόνια στηρίχτηκε ιδεολογικά στο θρησκευτικό ανοθολογισμό και το ρατσισμό, στόχευσε όμως πολιτικά – και εν πολλοίς πετυχημένα – στην αναδιάρθρωση των σχέσεων εξουσίας υπέρ του κεφαλαίου και σε βάρος των κοινωνικών δικαιωμάτων. Εχει έρθει όμως η ώρα για μια αλλαγή της φοράς των πραγμάτων.


Στέλιος Παπαθεμελής
Πρόεδρος της Δημοκρατικής Αναγέννησης

Οι διαχρονικές αξίες του ελληνικού πολιτισμού, δημοκρατία, ελευθερία, ισηγορία, ανθρώπινα δικαιώματα είναι πανανθρώπινο ζητούμενο. Με παλιδρομικές κάθε φορά κινήσεις είναι και πανανθρώπινη κατάκτηση.

Η άρχουσα ιδεολογία και πραγματικότητα της παγκοσμιοποίησης έχει στόχο να ομογενοποιήσει τα πάντα για να διαιωνίσει την κυριαρχία της. Γι΄αυτό αντιμάχεται το έθνος–κράτος που είναι μήτρα των αξιών που συγκροτούν την εθνική ταυτότητα. Στον αντίποδα της αχαλίνωτης ισοπεδωτικής παγκοσμιοποίησης είναι η οικουμενικότητα, που δεν αντιστρα-τεύεται την εθνική ιδιοπροσωπία. Η εθνική ταυτότητα είναι ακατάλυτος δεσμός αλλη-λεγγύης. Παράγει το βαθύ αίσθημα συνοχής με το όμαιμον, το ομόγλωσσον και – κατά κανόνα- το ομόθρησκον του λαού. Αυτό το συνεκτικό σύνολο εμπεδώνεται με τους κοινούς αγώνες και θυσίες που ο λαός έχει υποβληθεί στην ιστορία του και είναι αποφασισμένος να το επαναλάβει αν χρειασθεί για να υπερασπιστεί τα ιερά και τα όσιά του. Για μας, τα ιδιώνυμα στοιχεία της ελληνικής διάρκειας που κάνουν και την ειδοποιό διαφορά είναι:

α) Η ιστορία των 4.000 χρόνων που κουβαλούμε μέσα μας. Το μέλλον μας εξαρτάται από το παρελθόν μας. Απορρίπτουμε την προγονολατρεία και κάθε εθνικιστική ρητορεία. Έχουμε όμως επίγνωση της ιδιαιτερότητάς μας και είναι η κινητήρια δύναμή μας προς τα εμπρός.

β) Η Ορθοδοξία, η ελληνική δηλαδή όραση του Χριστιανισμού. Αυτή είναι αξεδιάλυτα συνυφασμένη με τα ήθη και τον συλλογικό χαρακτήρα του λαού μας. Έχει οικουμενική διάσταση και υπερβαίνει τα έθνη, αλλά είναι το ανθεκτικότερο στοιχείο της διάρκειάς τους επί 2.000 χρόνια.

γ) Οι παραδόσεις μας.

Ο πλούτος τους είναι τα διαχρονικά στοιχεία του λαϊκού μας πολιτισμού που σφυρηλατούν τη λεβεντιά και το φιλότιμο των Ελλήνων και μαζί με την πίστη και την ιστορική αυτοσυνειδησία τροφοδοτούν το όραμά μας για το μέλλον. Δεν θα απαρνθούμε αυτή την μνήμη. Όπως έγραψε ένας ιδαλγός της ελληνικότητας, ο Σεφέρης: «Δε γυρεύω μήτε το σταμάτημα, μήτε το γύρισμα προς τα πίσω. Γυρεύω το νου, την ευαισθησία και το κουράγιο των ανθρώπων που προχωρούν εμπρός».


Δημήτρης Πατέλης
Επίκουρος Καθηγητής Φιλοσοφίας Πολυτεχνείου Κρήτης.

Τι είδους αξίες μπορούν να είναι «η δημοκρατία, η ισότητα και τα ανθρώπινα δικαιώματα», όταν γίνονται σημαίες των ιμπεριαλιστικών κατακτητικών πολέμων της «νέας τάξης»; Μήπως οι «ιδιαίτερες ελληνικές αξίες», οι «αιώνιες» αξίες των προγόνων μας, τα «ελληνορθόδοξα ήθη», μπορούν να λειτουργήσουν ως αντίβαρο σ� αυτές τις «αξίες» και ως στοιχεία της ταυτότητας των Ελλήνων;

Οι ποικίλων μορφών επιμέρους εκφάνσεις των πολιτιστικών καθόλου που απαντώνται στην ιστορία, φέρουν ανεξίτηλη τη σφραγίδα των ιστορικά συγκεκριμένων (και χωροχρονικά περιορισμένων) σχέσεων που τις γέννησαν, και ως εκ τούτου, φέρουν και το στίγμα της μεν είτε της δε ατομικότητας, μερικότητας, είτε και μονομέρειας (κοινοτικής, εθνοτικής, εθνικής, θρησκευτικής, περιφερειακής, επιμέρους πολιτισμικής, ταξικής, κ.ο.κ.), δηλαδή, προβάλλουν πάντοτε συνυφασμένες σε μιαν αντιφατική ενότητα προοδευτικών, συντηρητικών και αντιδραστικών στοιχείων.

Μέτρο, κριτήριο της ανάπτυξης του πολιτισμού δεν είναι οι όποιες αφηρημένες αξίες, αλλά οι συγκεκριμένες πραγματικές δυνατότητες ολόπλευρης ανάπτυξης της προσωπικότητας, μ’ άλλα λόγια ο βαθμός στον οποίο οι υλικοτεχνικοί, κοινωνικοί, κ.ο.κ. όροι εξυπηρετούν τον σκοπό της ολόπλευρης ανάπτυξης των δημιουργικών δυνάμεων και ικανοτήτων της προσωπικότητας του κάθε ανθρώπου, στην προοπτική της αυθεντικής συλλογικότητας (της κοινωνικοποιημένης ανθρωπότητας).

Ο αυθεντικός πολιτισμός της απαλλαγμένης από την εκμετάλλευση και την καταπίεση και από κάθε διάκριση ανθρωπότητας, δεν θα επιβάλλεται πλέον ως οπτική, αξίες, εξουσία, κ.ο.κ. επιμέρους ομάδων, τάξεων, εθνών και επιμέρους πόλων επί του συνόλου, αλλά θα διαχέεται στην ολότητα της ενοποιημένης ανθρώπινης καθολικής δραστηριότητας και επικοινωνίας. Θα συνιστά έναν άλλο τύπο ανάπτυξης της ανθρωπότητας, ως επιστέγασμα της λογικής της ιστορίας, ως διαλεκτική «άρση» (με διατήρηση του θετικού, του καθολικού και πανανθρώπινου) της ιστορικής συμβολής εθνών, λαών, τάξεων, κ.ο.κ.  


Γιάννης Κουριαννίδης
εκδότης του περιοδικού «Ενδοχώρα»

«Πολλοί ερευνητές -κυρίως στις αναπτυγμένες χώρες- θεωρούν ότι αξίες όπως η δημοκρατία, η ισότητα και τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν γίνει πλέον παγκόσμιες. Πιστεύετε ότι υπάρχουν ιδιαίτερες ελληνικές αξίες και πώς αυτές επηρεάζουν το παρόν και το μέλλον της ταυτότητας των Ελλήνων;» Ακολουθεί η απάντησή του.

O Eλληνισμός, ως δημιουργός διαδοχικών πολιτισμών, διατύπωσε και υπερασπίστηκε ένα πλήθος αξιών, οι περισσότερες των οποίων εξαπλώθηκαν παγκοσμίως και είτε ενσωματώθηκαν στο αξιακό σύστημα άλλων λαών, είτε επεξεργάσθηκαν από αυτούς και προσαρμόστηκαν στην δική τους κοσμοθεώρηση και νοοτροπία. H δυναμική που αυτές απέπνεαν, αλλά και η υπεράσπισή τους από τους αποδέκτες των, οδήγησαν σε μεγάλο βαθμό στην διαμόρφωση αυτού που καθιερώθηκε να ονομάζεται «δυτικός πολιτισμός».

H προσφορά αυτή του Eλληνισμού προς την ανθρωπότητα χαρακτηρίζεται από την έλλειψη ιδιοτέλειας. Δεν ήταν ένα προϊόν ανταλλαγής. Δεν απαιτήθηκαν αντισταθμιστικά οφέλη. Δεν επιβλήθηκε διά της βίας η υιοθεσία αξιών, όπως η δημοκρατία και ο σεβασμός των δικαιωμάτων του ανθρώπου.

H ελληνική σκέψη δεν κλείστηκε ποτέ στα στεγανά ενός ιερατείου, ούτε ακόμη και σε εποχές που αυτή αναγκάστηκε φαινομενικώς να προσαρμοστεί κινούμενη στα περιοριστικά όρια του θρησκευτικού δογματισμού. O Eλληνισμός λειτούργησε πάντοτε με γνώμονα την υπέρτατη αξία της προσφοράς προς την ανθρωπότητα, προς τον συνάνθρωπο, υπακούοντας διαχρονικά στον νόμο της διεθνικής αλληλεγγύης και συνάμα άμιλλας, στον βασικότερο δηλαδή παράγοντα και προϋπόθεση για την ανέλιξη της ανθρωπότητας.

O Περικλής Γιαννόπουλος το διατύπωσε, ίσως για μερικούς κάπως «άγαρμπα» πριν από εκατό χρόνια, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα: «Προορισμός του Έλληνος, εις κάθε εποχήν, σήμερον και αύριον, είναι ο εξανθρωπισμός της Oικουμένης». Mία πραγματικότητα που δεν έχει να κάνει με την αμερικανικού τύπου επιβολή διά των όπλων και τον σωφρονισμό των ανυπάκουων και ατίθασων, αλλά με την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου και των λαών να επιλέξουν, με πλήρη σεβασμό της αξιοπρέπειάς των.

Όταν ο Iησούς αναφώνησε ότι επιτέλους «ήρθε η ώρα να δοξαστεί ο υιός του ανθρώπου», σίγουρα δεν είδε μπροστά του απλώς μία γλώσσα που θα βοηθούσε στην εξάπλωση της θρησκείας που δημιούργησε, αλλά ένα έθνος που θα κωδικοποιούσε, θα εξάπλωνε και θα καταξίωνε παγκοσμίως τα υψηλά νοήματά της. H αξία της ανιδιοτελούς προσφοράς προς τους συνανθρώπους μας είναι βαθειά ριζωμένη στην συνείδηση του Έλληνα. Aποτελεί το μεγαλείο και την τραγικότητά του, αφού η έκφραση της εκτίμησης και της ευγνωμοσύνης από τους αποδέκτες της δεν είναι, δυστυχώς, πάντοτε αυτονόητη…


Στάθης (Σταυρόπουλος)
σκιτσογράφος

Ο σημαντικότερος λόγος για τον οποίον, ίσως, έχει σημαντική σημασία σήμερα η εθνική ταυτότητα είναι ότι προσφέρει το αίσθημα του συνανήκειν σε μια κοινότητα, στην οποίαν ενιφίστανται και ενίοτε προεξάρχουν προτάγματα διαφορετικά και υπέρτερα (ακόμη και ψυχικώς) των χύδην οικονομικών.

Με μίαν έννοια, θα έλεγα ότι στις μέρες μας το αίσθημα περί την εθνική ταυτότητα άπτεται της ταξικής συνείδησης με έναν τρόπο που αποκαθιστά (αλλά και αποδεικνύει) τη διαλεκτική πατριωτισμού-διεθνισμού, σε μια πολιτική επιλογή αντίστασης στην «οικονομική φρίκη» του νεοφιλελευθερισμού αλλά και διεκδίκησης απελευθερωτικών τρόπων.

Είναι βέβαιον ότι ο ρόλος της (γνώσης ή της άγνοιάς της) ιστορίας επηρεάζει τη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας τόσον όσο και η βίωση των σύγχρονων προβλημάτων, όπως η συγκατοίκηση με τους μετανάστες, τα δάνεια από τις τράπεζες ή τα συμβαίνοντα σε πλανητικό επίπεδο.

Βεβαίως είναι άλλο πράγμα η ιστορία ως επιστήμη, περιορισμένη συνήθως στην ακαδημαϊκή κοινότητα και τους φιλίστορες, κι άλλο η πολιτική χρήση της ιστορίας, ή η υποβάθμισή της σε προπαγάνδα στο πλαίσιο του δημόσιου λόγου. Επίσης, άλλο πράγμα είναι η ιστορία ως εκπαιδευτική ύλη κι άλλο ως γόνιμος (ή άγονος) μύθος της κρατικής προσπάθειας για τη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας. Όπως, ακόμα, είναι άλλο πράγμα η καθ’ υπαγόρευσιν (στα νεότερα χρόνια απ’ το αστικό κράτος, στα παλαιότερα από άλλων τύπων κράτη) εθνική υπόσταση κι άλλο η εθνική ταυτότητα που αρύεται τη διαμόρφωσή της από τη λαϊκή παράδοση και τον πολιτισμό.

Για τους Έλληνες το πρόβλημα είναι ακόμα πιο σύνθετο, διότι, όπως κι άλλοι λαοί ωσάν τους Κινέζους ή τους Εβραίους έχουν μακρά ιστορία που είναι δύσκολο να αφομοιώνεται από κάθε γενιά σε ένα ικανό και ικανοποιητικό μέρος, πόσω μάλλον όλον.

Αν τους σύγχρονους Έλληνες ταλανίζει αυτή η κληρονομιά (ως κάτι σπουδαίο που δύσκολα φέρουν κι ακόμα πιο δύσκολα μπορούν να ξεπεράσουν), άλλο τόσο τους βασανίζει και η άγνοιά τους για αυτήν. Προσέτι την κατάστασή μας επιβαρύνει σφόδρα το επίπεδο του διαλόγου που για αυτά τα θέματα διεξάγεται (με σκοπό να επηρεάσει το δημόσιο βίο) κυρίως μέσα από τα ΜΜΕ – ένα επίπεδο εξαιρετικά χαμηλό, στρατευμένο (υπέρ επιτοκίων) και φανατικό. Με έναν αντίλογο ιδιαιτέρως ασθενικόν και πάντως εξόριστον από τα ΑΕΙ της χώρας και το κυρίαρχο ρεύμα στα ΜΜΕ έτσι όπως διαμορφώνεται από τα δύο κόμματα εξουσίας. Ακριβώς για να την ασκήσουν με τον τρόπο που την ασκούν.

Είναι γνωστή αλλά και χαρακτηριστική του φαινομένου όλη αυτή η αποδομητική τάση αναθεώρησης της ιστορίας (κάνει άλλωστε τόση φασαρία) η οποία στην ουσία (αποσυνδέοντας την αλήθεια από την απόδειξή της) όχι μόνον ακυρώνει την ιστορία στην πολιτική σκέψη (υποβαθμίζοντάς την σε μία ανακολουθητική συστοιχία αξιωμάτων), όχι μόνον καθαιρεί την έρευνα, αλλά και υποτάσσει σε πρωθύστερα συστήματα κριτιρίων τις εποχές, κάνοντας έτσι την ιστορική γνώση, αλλά και το ιστορικό αίσθημα, άχρηστα στη διαμόρφωση της πολιτικής στάσης.

Δεν είναι πρωτοφανές (έχει συμβεί και με ένα ρεύμα των τροτσιστών στο παρελθόν) το ότι ένα μικρό μέρος της ελληνικής Αριστεράς, φλερτάρει μονίμως με τον «εκσυγχρονισμό» ή τις «μεταρρυθμίσεις», σηκώνει για λογαριασμό των ράθυμων αυτών και λοιπών γκλαμουριαρέων αυτό το φορτίο – στην εκπαίδευση και την πολιτική. Άλλοι ιδιοτελώς και άλλοι αφελώς έχουν υιοθετήσει μία σημειολογία βρίθουσα από αμερικανιές πάσης φύσεως που, τους μεν Έλληνες οδηγεί σε μια μαραζιάρικη αντιμετώπιση του εαυτού τους, τους δε ίδιους σε κωμικοτραγικά αδιέξοδα. Για να εκφραστώ με μία φράση: αν στη Γαλλία ή την Ιταλία για τα βυζαντινά φερ’ ειπείν γράμματα ή πράγματα εκδίδονται κάθε χρόνο τριάντα τίτλοι ή γίνονται εκατόν τριάντα ανακοινώσεις, ενώ αντιστοίχως στην Ελλάδα ένας τίτλος (ή κανένας) και δέκα ανακοινώσεις, τότε τα χάλια μας είναι προφανή. Σε άγονο από γράμματα και τέχνες έδαφος δεν ανθίζει το αίσθημα του λαού για την ταυτότητά του, χάνει τον αυτοσεβασμό του, πάει προσκυνητής στα πρωϊνάδικα.

Όταν καθηγητές πανεπιστημίων συγχέουν σκοπίμως (διότι μόνο σκοπίμως ένας καθηγητής μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο) το έθνος με τις εκάστοτε κρατικές του υποστάσεις ή το «εθνικό» με το «εθνικιστικό», τότε πράγματι η ώσμωση των πολιτισμών μπορεί να λέγεται πολυπολιτισμικότητα, τότε όντως η σύγκρουση του ιμπεριαλισμού με τους λαούς μπορεί να λέγεται «πόλεμος των πολιτισμών» και, βεβαίως, η ασυνέχεια των Ελλήνων να γίνεται ζητούμενο εκείνων που τους θέλουν ραγιάδες.

Για την εξυπηρέτηση τέτοιων πολιτικών σκοπιμοτήτων, μόνο ο μεταμοντερνισμός με τις ρίζες του βαθιά χωμένες και χαμένες στην πρώτη εποχή της διαμόρφωσης του φασισμού, μπορεί να αυτοεξευτελίζεται σε λογικές ανακολουθίες (ξεσχίζοντας τον Διαφωτισμό στο όνομα του οποίου ομνύει). Λογικές ανακολουθίες σαν την ακόλουθη: αν οι «Έλληνες διαφωτιστές επενόησαν τους Έλληνες ως προγόνους τους», πώς ήταν Έλληνες οι ίδιοι;

Εκτός από το γεγονός ότι τέτοιες σοφιστείες παραβλέπουν την ογκωδέστατη μεταβυζαντινή γραμματεία (αλλά και την ακόμη πιο ογκώδη παγκόσμια ιστορική βιβλιογραφία), παραγνωρίζουν και τη λαϊκή παράδοση. Ένας μόνο δεκαπεντασύλλαβος στέλνει όλην αυτή τη σχολή άκλαυτη. Γραμμένος μάλιστα και στα ελληνικά και στα βουλγαρικά και στα αραβικά και στα ρωσικά και στα ρουμάνικα και στα αρμένικα και στα τουρκικά…


Νάντια Βαλαβάνη
συγγραφέας

Τι εννοούμε με τον όρο «παγκόσμιες» αναφερόμενοι σε αξίες όπως η δημοκρατία, η ισότητα και τα ανθρώπινα δικαιώματα; Ότι ισχύουν παντού στον κόσμο; Αυτή η εκδοχή καταρρέει στην απλούστερη εμπειρική εξέταση. Ότι γίνονται αποδεκτές παντού στον κόσμο; Κι εδώ η απάντηση είναι αρνητική. Και ποιο είναι το ουσιαστικό περιεχόμενό τους όπου είναι θεσμοθετημένες; Αναφερόμαστε σε μια εποχή όπου, στο όνομα του αντιτρομοκρατικού αγώνα και προκειμένου να υπάρξει «νομιμοποίηση» για ιμπεριαλιστικούς πολέμους τύπου Ιράκ και Αφγανιστάν, για το Γκουάνταναμο, τις μυστικές φυλακές, τα βασανιστήρια, τις απαγωγές, αλλά και το καθεστώς των «έκτακτων νομοθετημάτων», της βιομετρίας και της παρακολούθησης της ζωής των πολιτών στις ΗΠΑ και τις χώρες της ΕΕ, διακηρύσσεται αδίστακτα ότι η ασφάλεια είναι αξία υπέρτερη από τη δικαιοσύνη. Και θα είχε ενδιαφέρον να δούμε πώς προσλαμβάνει την έννοια της ισότητας η πεινασμένη πλειοψηφία του κόσμου…

Ως άποψη, λοιπόν, στηρίζεται κυρίως στη συγκροτημένη σε θεωρία φαντασία: στις θεωρίες για το τέλος της ιστορίας, όταν ένα αποκρυφιστικό φιλοσοφικό ρεύμα των μέσων του 20ού αιώνα με έμβλημα τη μετα-ιστορία, μια θεώρηση μάλλον για το τέλος του νοήματος στον κόσμο παρά για το τέλος του ίδιου του κόσμου, συναντάται την περίοδο της κατάρρευσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού» με την οπτιμιστική θεωρία του γκουρού του Στέητ Ντιπάρτμεντ Φ.Φουκουγιάμα και μετατρέπεται, χάρη στα ΜΜΕ, σε οικουμενική ερμηνεία της ιστορίας. Υποθέτει ότι στα τέλη του 20ού αιώνα η δυτική φιλελεύθερη δημοκρατία έχοντας θριαμβεύσει επί των αντιπάλων της (φασισμού και κομμουνισμού) προβάλλει ως η τελική μορφή ανθρώπινης διακυβέρνησης ολοκληρώνοντας την ιστορική εξέλιξη. «Το κράτος που αναδύεται στο τέλος της ιστορίας είναι φιλελεύθερο στο βαθμό που αναγνωρίζει και προστατεύει διαμέσου ενός δικαιϊκού συστήματος τον οικουμενικό χαρακτήρα του ανθρώπινου δικαιώματος στην ελευθερία, και δημοκρατικό στο βαθμό που υφίσταται μόνο συναινέσει των κυβερνώμενων» (The End of History). Η ελευθερία συμπεριλαμβάνει βέβαια πριν απ’ όλα τα δικαιώματα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και της λειτουργίας της οικονομίας της αγοράς.

Η δημοκρατία όμως καθορίζεται από το ουσιαστικό της περιεχόμενο, κι όχι μόνο από τα τυπικά μορφικά της χαρακτηριστικά. Απαιτεί θράσος ο ισχυρισμός ότι «κυβερνά η πλειοψηφία», όταν ο εκτελεστικός βραχίονας έχει μεγεθυνθεί και ισχυροποιηθεί τόσο πολύ σε βάρος της νομοθετικής εξουσίας ή όταν κυριαρχούν όλο και περισσότερο υπερεθνικοί μηχανισμοί ουσιαστικά ανεξέλεγκτοι απέναντι στους λαούς των χωρών που «αντιπροσωπεύουν». Όταν το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο και οι πολυεθνικές έχουν κατ’ ουσία σαρώσει τα εθνικά σύνορα απέναντι σε εργαζόμενους εγκλωβισμένους στα όρια της χώρας τους, ενώ οι «θυσίες» που καλείται συνεχώς να υποστεί η πλειοψηφία μέσα σε κάθε χώρα δικαιολογούνται από μυστηριώδεις «κανόνες της οικονομίας» που μόνο μια μικρή μειοψηφία ειδικών γνωρίζει και διαχειρίζεται. Η πολιτική πραγματικότητα των αναπτυγμένων κρατών που προβάλλει ως «τελικό» ιστορικό οικουμενικό μοντέλο αντανακλά την τυποκρατική εξουσία μιας εκφυλιστικής (λόγω της διαφθοράς) ολιγαρχίας πλουσίων, που ελέγχουν άμεσα την «τέταρτη εξουσία» και νομιμοποιούνται μέσω μιας «δημοψηφισμιακής» αντιπροσώπευσης. Ακόμα κι ο ισχυρισμός ότι παραμένουν μόνο τυπικά κατάλοιπα του ιστορικού παρελθόντος, εθνικισμοί χωρίς διακριτό κοινωνικό περιεχόμενο και φονταμενταλισμοί περιορισμένοι στις «καθυστερημένες» χώρες, σαρώθηκε μέσα στα 10 χρόνια που ακολούθησαν, και ιδιαίτερα με την έναρξη του 21ου αιώνα.

Τελικά στόχος της προβολής της άποψης περί «παγκοσμιότητας» των συγκεκριμένων αξιών δεν είναι παρά η ζύμωση της ιδέας του μονόδρομου της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, της εξαφάνισης οποιωνδήποτε βιώσιμων εναλλακτικών λύσεων απέναντι στον πολιτισμό του ΟΟΣΑ. Επιδιώκουν να πείσουν ότι «ένας άλλος κόσμος», ανθρωποκεντρικός αντί για «κερδοκεντρικός», είναι παντελώς ανέφικτος, λόγω οριστικής εξάντλησης οποιουδήποτε καθολικού χαρακτήρα σχεδίου κοινωνικής χειραφέτησης.

Στα καθ’ ημάς: ιδιαίτερες «ελληνικές» αξίες, με την έννοια που αυτό το ιδεολόγημα ενσωματώνεται στην κουλτούρα της Δεξιάς, ως συνεχιστές μιας αδιάκοπης παράδοσης χιλιετιών, γεννήτορες της δημοκρατίας, μεταγγιστές των φώτων του πολιτισμού κ.λπ. δεν υπάρχουν βέβαια. Η συλλογική «εθνική» μνήμη δεν πηγαίνει τόσες χιλιάδες χρόνια πίσω και η ιστορία προωθείται με ασυνέχειες, κι όχι με γραμμική πρόοδο: οι αξίες της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και της δημοκρατίας των πόλεων-κρατών στον ελληνικό χώρο ή η υλιστική διαλεκτική του Ηράκλειτου και των άλλων προσωκρατικών, συνιστούν μέρος του σύγχρονου ελληνικού αξιακού εποικοδομήματος και της ελληνικής ταυτότητας με το συγκεκριμένο, ιστορικά καθορισμένο περιεχόμενό τους μόνο «μεταγγισμένες» μέσω της παγκόσμιας αλληλεπίδρασης καταστάσεων και ιδεών. Στο πλαίσιο διαφόρων ρευμάτων και καταστάσεων που καθορίζουν το σύγχρονο περιεχόμενό τους, από τον πολιτικό φιλελευθερισμό ή τη μαρξιστική αντίληψη για τη διαλεκτική μέχρι μορφές άμεσης και μη αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας όπως είναι οι συνελεύσεις βάσης.

Από την άλλη πλευρά, η τάση μιας ειδικής καπιταλιστικής διαχείρισης των σύγχρονων πολυσύνθετων κοινωνιών που γίνεται πλέον ιδιαίτερα αισθητή και στην Ελλάδα, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η μετάθεση του αισθήματος της κοινότητας από τα υπερμεγέθη σύμβολα (έθνος) σε πολύ πιο μικρά, «κοινοτικά» και αν είναι δυνατόν εν μέρει αυτοδιαχειριζόμενα, δεν πρέπει να μας κάνει να χαρίζουμε τα όποια ιδιαίτερα στοιχεία μιας (υπαρκτής και όχι φαντασιακής) «ελληνικής ταυτότητας» στον εσωτερικό ή διεθνή ιμπεριαλισμό. Πρόκειται για στοιχεία μιας πολύ πιο κοντινής χρονικά, ιδιαίτερης «εθνοτικής» και κοινωνικής συλλογικής μνήμης, πληβειακής και κατά κανόνα προερχόμενης από μια κουλτούρα συλλογικότητας και αντίστασης: από παραδοσιακές συνήθειες όπως η αλληλεγγύη και η φιλοξενία, που επιβιώνουν και σήμερα με νέες μορφές παρά την αντικατάστασή τους σε μεγάλο βαθμό από την ομογενοποιητική εμπορευματοποίηση (τουρισμός και καχυποψία ή και εχθρότητα απέναντι στους μετανάστες). Μέχρι το μπόλιασμα των σύγχρονων πολιτικοκοινωνικών αντιλήψεων από απόηχους π.χ. του κοινωνικού πειράματος της εκλεγμένης Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην Ελεύθερη Ελλάδα του 1943–44 ή της εξεγερτικής λογικής του αντιδικτατορικού κινήματος και της πιο πρόσφατης ελληνικής εμπειρίας των μαθητικών και φοιτητικών καταλήψεων ως μορφών πάλης με συγκεκριμένη αξιακή καταξίωση σε διαδοχικές γενιές νέων ανθρώπων κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων δεκαετιών.


Κώστας Ζουράρις
πολιτειολόγος

Υπάρχουν «ιδιαίτερες ελληνικές αξίες» και μάλιστα αποτελούν την έδραση του κάποτε λεγομένου «δυτικού» και νυν παγκόσμιου κοσμοσυστήματος.

Αυτές είναι οι κάτωθι, περίπου:

Α. Τα πάντα εκκινούν από τον καταγωγικό μας μύθο με ακροθίνιον το Ω529 της Ιλιάδος: το «αμμίξας». Από το «αμμίξας» –συν-ανάμειξη των πάντων–, έπονται τα εξής:

Η ισονομία, η ισηγορία, η ισο-πολιτεία, η –και καταχρηστικώς σήμερα αποκαλούμενη– «δημοκρατία». Άρα και, εξεχόντως, η Επιείκεια, ως δομικό και εν-δημικό (εν τω δήμω) στοιχείο του πολιτεύματος. Η αμοιβαία ελευθερία των συν-κοινωνών, συμπαικτών ή και η αμοιβαία τους υποδούλωση, αλλά σε συνθήκες αμοιβαίας ισότητας-συντυχίας (λόγω του «αμμίξας»). Το πολίτευμα του «αμμίξας», διατυπώνεται κατά την εύστοχη ρήση του Μεγάλου Βασιλείου: «αλλήλων ισόδουλοι (ίσοι μεταξύ τους δούλοι) και αλλήλων κύριοι, εν η αμάχω ελευθερία (τους). Μέσα σε μια απροσμάσχητη, ανέκπτωτη ελευθερία, που ορίζεται από το καταγωγικό «αμμίξας».

Β. Το ιλιαδικό-αρχετυπικό «αμμίξας» αρνείται τον δυτικό αισχατολογικό μεσσιανισμό της «προόδου»: τα πιθάρια με τα δώρα τα καλά και τα κακά, τα ανέμαξε ο Ζευς (αμμίξας) εξ αεί… Κι έτσι, όλα είναι δομικώς κι αιωνίως ανακατωμένα.

Άρα:

  •  Αν είμαι εγώ το καλόν, είσαι και εσύ το καλόν (ανάμεικτοι είμαστε), κάπως, περίπου…

  •  Ό,τι θέλεις εσύ, δικαίως (λόγω του αμμίξας) το θέλω κι εγώ.

  •  Ασκείς εσύ Αρχήν; Πρέπει να ασκώ κι εγώ (Συναλληλία).

  •  Έχω εγώ προνόμια; Δεν μπορεί παρά να έχεις κι εσύ (αμμίξας).

Άρα, και στο καλό και στο κακό, συνιδιοκτήτες. Άρα ουδείς δύναται να καταλογίσει στον αντίπαλο (φορέα-σύστημα-άνθρωπο) κατωτερότητα. Η βελτίωση του πολιτεύματος, υπάρχει ως δυνατότητα σε όλους, και καλούς και κακούς. Και, δεδομένου ότι, με το «αμμίξας» υπάρχει δομική και υπεράχρονη η συνύπαρξη του καλού και του κακού, γι’ αυτό και δεν υπάρχει στο ιλιαδορωμέηκο κοσμοσύστημα η ψευδαίσθηση της «προόδου»: εγώ, με το καλό σύστημα, θα εξοντώσω τον/το Κακόν… Άρα μένει, ως μόνη πολιτειοκρατεία, η κυνική ή η νηφάλια επιείκεια… (αφού τα πράγματα δεν δι-ορθώνονται με συνταγή «καλύτερη»…).

Γ. Η Μουσική, η καθ’ ημάς

Το «αμμίξας», δηλαδή το νηφάλιον-νηπτικόν ιλαροτραγικόν, είναι το συστατικόν ήθος της ιλιαδοβυζαντινοδημοτικής μουσικής, και διαφέρει ριζικά από το «αισθηματικό-εξπρεσσιονιστικό ηχόχρωμα της ανατολίτικης και δυτικής μουσικής». Η μουσική, επειδή όπως διαπιστώνει ο Πλάτων είναι η κεντρική συνιστώσα του κάθε πολιτεύματος, διαμορφώνει έναν πολύ διαφορετικό «Κόσμον» για τον ιλιαδορωμέηκο πολιτισμό. Τα 7/8, το 8/7, ο πλάγιος του δευτέρου, ο «ασύμμετρος πέμπτος πους στους μετρικούς πόδες της καθ’ημάς ορχήσεως και του μελίσματος, ως και το νηπτικόν ισοκράτημα (άρνηση του εμπαθούς εξπρεσσιονισμού), όλα αυτά, διαμορφώνουν τον μουσικό μας «τραγικόν αρχέτυπον», που αντιστοιχεί (ως κύκλιον ισόκυρον) στην πολιτειακή μας ισοπολιτεία και στον αποκλεισμό της «προόδου» (λόγω του «αμμίξας»).

Ο ελληνικός χορός προς τα πού «προοδεύει»; Κύκλιος είναι. Δεν απαιτεί σωματικά προσόντα και κατορθώματα από τους χορευτές και δεν «πάει» πουθενά: ανακυκλούται. Στριφογυρίζει: Κύκλος εστί των ανθρωπίνων πρηχμάτων… Χωρίς πρόοδο.

Δ. Ο φωτισμός στη βυζαντινή ζωγραφική

Ο φωτισμός στην αγιογραφία, επανεπιβεβαιώνει την ελευθερία, το αυτεξούσιον, την ισονομία, που παράγει αυτό το εδρυτικό, καθ’ ημάς «αμμίξας».

Το φως κι ο φωτισμός έρχονται από τα μέσα. Η ζωγραφική του Βυζαντίου δεν αναπαράγει την «ιταλική σκηνή», με τον έξωθεν φωτισμό που δίνει ζωή στα πρόσωπα και τα ορίζει, μεγαλύτερα-μικρότερα, μέσα από την προσομοίωση μιας έξωθεν γραμμικής προοπτικής. Στην καθ’ ημάς εικόνα, κάθε πρόσωπο είναι αυτόφωτο, το φως έρχεται μέσα από τα εικονιζόμενα Πρόσωπα και «βγαίνει» για να συναντήσει τον θεατή. Τα Πρόσωπα είναι αυτόφωτα, δεν παίρνουν το φως τους από κάποιον «Κύριο» απ’ έξω. Τα βυζαντινά πρόσωπα είναι αυτεξούσια, αυτόδοτα ως αυτόφωτα, αυτεπίτακτα ως παρουσίες και δεν «διατάσσονται» από το αφεντικό απ’ έξω σε μια σκηνή φωτισμένη – ετερόφωτη έξωθεν. Πρόσωπα, «φως εκ φωτός», αυτόγνωτα, αυτόκεντρα. Ουδέποτε υπήρξε στην ιλιαδορωμέηκη ζωγραφική, εικών ανεικονική και απρόσωπη. Υπάρχει σε εμάς η άρνηση ενός προ-οδευτικού, εσχατολογικού μηδενισμού.

Φυσικά, και στις τρεις ως άνω υποστάσεις της ιλιαδορωμέηκης κοσμοαντιλήψεως, εμφανίζεται, λόγω του ομομητρίου «αμμίξας», μια ασύμμετρη συμμετρία μεταξύ του «Κοινού» και του ενικωτάτου, αυτεξουσίου Προσώπου, η οποία λειτουργεί με την πρωτοκαθεδρία του Κοινού έναντι του ιδιωτικού. Αυτό εκφράζεται αρχετυπικώς στο Β60 του Θουκιδίδη και στο νηπτικόν-οξύμωρον του Ακαθίστου Ύμνου: «χαίρε αυλή λογικών προβάτων» (λογικών, άρα ελευθέρων και επειδή ελευθέρων, αυτεξουσίως και αυτοπροαιρέτως θυσιαζόντων αμοιβαίως κάτι από την ελευθερία-λογική τους, ώστε να ζήσουν μέσα σε «αυλή»-κοινωνία, αφού έξω από την αυλή, ζουν μόνον οι θεοί και τα θηρία, κατά Αριστοτέλην. Άρα, εθελουσίως, όλοι «λίγο» πρόβατα, για να ζήσουν «όλοι μαζί», μακρυγιάννειος εξημερωμένοι.


Πέτρος Τατούλης
βουλευτής Αρκαδίας – ΝΔ, πρώην υφυπουργός Πολιτισμού

Κατ’ επίφαση Δημοκρατία και «Ψευτοκρίσεις» Ταυτότητας

Όπως η τυπογραφία πριν από αιώνες ενοποίησε ετερογενείς πληθυσμούς κάτω από μία γλώσσα, κοινή εκπαίδευση, κοινά έθιμα και δημιούργησε εθνικές συνειδήσεις, έτσι ακριβώς και τώρα η έκρηξη της τεχνολογίας (και ως απότοκός της, η παγκοσμιοποίηση) ισοπεδώνει τις διαφορές. Δημιουργεί ενιαία γνωστικά πεδία. Μεταλαμπαδεύει τις λεγόμενες «δυτικές» αξίες σε κάθε γωνιά του πλανήτη, όπου έννοιες όπως η Δημοκρατία ή τα ανθρώπινα δικαιώματα ήταν μέχρι προ δεκαετιών άγνωστες. Ενοποιεί όλον τον κόσμο.

Οι όροι της ενοποίησης ωστόσο, το ποιος θα βγει κερδισμένος και χαμένος από αυτήν την αναπόφευκτη διαδικασία, είναι εξαιρετικά πολιτικοί. Με απλά λόγια. Οι αξίες είναι συγκεκριμένες, διαχρονικές και παγκόσμιες. Εκείνο το οποίο διαφοροποιείται ανάλογα με τις εποχές είναι η ποιοτικότερη πραγμάτωση των επιμέρους χαρακτηριστικών των αξιών αυτών.

Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η επιχείρηση εξαγωγής της Δημοκρατίας στο Ιράκ, με τα ατυχή αποτελέσματα που γνωρίζουμε όλοι. Το πρόβλημα –παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς– έγκειται στο γεγονός ότι αντί να εξαχθεί η Δημοκρατία αυτή καθαυτή, αποφάσισαν να εξάγουν την εργαλειοθήκη της Δημοκρατίας. Κι αυτό διότι, οι εκλογές, τα Κοινοβούλια κ.λπ. δεν είναι η Δημοκρατία. Είναι οι μηχανισμοί που κάνουν δυνατή τη Δημοκρατία, επιτρέπουν στους ανθρώπους να ζουν μαζί εν ειρήνη. Για να λειτουργήσουν προϋποθέτουν μια κοινωνική σύμβαση, η οποία γίνεται αξιωματικά αποδεκτή: τα ανθρώπινα δικαιώματα. Έτσι, η εξαγωγή των δημοκρατικών εργαλείων, χωρίς προηγούμενη εξαγωγή των δημοκρατικών ιδεωδών, ήταν εξαρχής καταδικασμένη.

Αντίστοιχα καταδικασμένη είναι η πραγμάτωση των δημοκρατικών ιδεωδών χωρίς την επιδίωξη για ποιοτικότερα δημοκρατικά εργαλεία. Η Δημοκρατία μπορεί να είναι κατοχυρωμένη ως υπέρτατη αξία στο σύνολο του Δυτικού κόσμου, η ποιότητά της ωστόσο εξαρτάται από επιμέρους χαρακτηριστικά, όπως ο εκκοματισμός του Κράτους, η εσωκομματική ελευθερία κ.τ.λ.

Είναι σαφές ότι η Ελλάδα έχει πολύ δρόμο να διανύσει προς την εμβάθυνση του κοινοβουλευτισμού και την επίτευξη όλων εκείνων των ποιοτικών χαρακτηριστικών που καθιστούν τη Δημοκρατία ουσιαστική. Πρόκειται άλλωστε για μία εξαιρετικά πρόσφατη Δημοκρατία, η οποία ταλανίζεται και από ποικίλα συμπλέγματα. Συμπλέγματα που κρατάνε τον τόπο πίσω. Συμπεριφορές που προτιμούν να μην αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα με ρεαλισμό, αλλά προστρέχουν αλλοθικά σε μυθεύματα του παρελθόντος.

Ας μην γελιόμαστε. Η Ελλάδα και οι Έλληνες δεν περνούν καμία κρίση ταυτότητας. Κρίση ταυτότητας περνούν εκείνοι που δεν είναι συνειδητοποιημένοι ενεργοί πολίτες, δεν έχουν παιδεία, δεν είναι φορείς κοινωνικού πολιτισμού. Την κρίση ταυτότητας επικαλούνται όλοι όσοι επιθυμούν να συνεχίσουμε να ζούμε αποκομμένοι, ανάδελφοι, φοβικοί και συμπλεγματικοί στις παρυφές της Ευρώπης.

Ελληνικές αξίες υπάρχουν, απορρέουσες από τα ιδεώδη της δημοκρατίας, των θεσμών, των αρχών που τόσο απλόχερα οι αρχαίοι ημών πρόγονοι μας άφησαν παρακαταθήκη. Το ζητούμενο όμως δεν έγκειται μόνο στη διατήρηση ή προστασία αυτών. Το πραγματικό στοίχημα για την Ελλάδα, τους πολίτες και τους πολιτικούς είναι η ποιοτική εξέλιξη των θεσμών, η ποιοτική θωράκιση των αξιών. Και σαφώς η επιτυχία του εγχειρήματος δεν θα κριθεί από το αν η χώρα θα πάει δεξιά ή αριστερά ή παγκόσμια. Θα κριθεί από το εάν θα πορευθεί ορθολογικά.

Είναι αλήθεια ότι την προηγούμενη δεκαετία γκρεμίστηκαν πολλοί φοβικοί μύθοι στην ελληνική κοινωνία. Aρχίσαμε να (ξανα)μαθαίνουμε πώς είναι να προσπαθείς να ενταχθείς στον δυτικό κόσμο. Nα μη θεωρούμε «εθνική προδοσία» κάθε διαπραγμάτευση με τους γείτονές μας. Nα βλέπουμε τα θετικά αποτελέσματα της απελευθέρωσης στην αγορά των τηλεπικοινωνιών. Και άλλα πολλά.

Την κατάκτηση αυτή οφείλουμε να την περιφρουρήσουμε και να την προχωρήσουμε. Ειδάλλως, η μετατόπιση του ιδεολογικού άξονα προς το ανορθολογικό, γρήγορα θα μας περιθωριοποιήσει, την ίδια στιγμή που θα διαπιστώνουμε έντρομοι ότι η ουσία των ελληνικών αξιών θα έχει ξεθωριάσει, διότι πολύ απλά θα ζούμε σε μια κατ’ επίφαση Δημοκρατία εκτός πραγματικότητας.


Aνδρέας Λοβέρδος
βουλευτής Β’ Αθηνών – ΠΑΣΟΚ

1. Στη νεώτερη πολιτική θεωρία και πράξη, ο όρος «αξίες» υπήρξε πάντοτε αμφιλεγόμενος. Για τους θιασώτες του πλατωνισμού και των ανά τους καιρούς αναβιώσεών του, οι «αξίες» συνωνυμούσαν ανέκαθεν με τις μεγάλες ιδέες, με ένα σύστημα δηλαδή πάγιων, υπερχρονικών και αμετάθετων ιδεωδών, στων οποίων την πραγμάτωση η πολιτική πράξη όφειλε να επικεντρωθεί. Για τους εκπροσώπους της Realpolitik, αντίθετα, ο όρος «αξίες» ήταν εξ αρχής ύποπτος και αποπροσανατολιστικός. Το ζήτημα, υποστήριξαν, δεν είναι το περιεχόμενο των «αξιών», αλλά ποιος θέτει αυτές τις «αξίες» και τι απτά, υλικά συμφέροντα καλούνται κάθε φορά να υπηρετήσουν.

2. Εμπρός σε αυτή την αιώνια διαμάχη ιδεαλισμού και ρεαλισμού, ο σύγχρονος πολιτικός οφείλει να πάρει αποστάσεις και από τα δύο άκρα. Ο άκρατος λόγος περί «ευγενών αξιών», όταν δεν συνοδεύεται από τη νηφάλια στάθμιση των συγκρούσεων και των αντιτιθέμενων επιδιώξεων που ορίζουν αναγκαία το κοινωνικό γίγνεσθαι, οδηγεί την πολιτική στην κούφια ρητορεία, αν όχι στην υποκριτική ασάφεια. Από την άλλη πλευρά, η συρρίκνωση της πολιτικής στην υπηρεσία άμεσων και επειγόντων συμφερόντων, την καθηλώνει σε βραχυπρόθεσμες σκοπεύσεις, στον καιροσκοπισμό, κάποτε και στον κυνισμό.

3. Για τον πολιτικό που δεν αρκείται στον άχαρο ρόλο του διεκπεραιωτή αλλά επιδίωκει να συνδιαμορφώσει τα πράγματα, οι αξίες είναι ασφαλώς ιδεώδη. Ιδεώδη όμως όχι απόλυτα και υπερχρονικά, αλλά κριτικά και ρυθμιστικά της πραγματικότητας. Κριτικά, διότι μόνο όποιος γνωρίζει σε βάθος την πραγματικότητα είναι σε θέση να υπερβεί τις αρνητικές της όψεις και να αντιμετωπίσει τους παράγοντες εκείνους που τις διαιωνίζουν. Ρυθμιστικά, διότι ακόμη και ένα μετριοπαθώς φιλόδοξο πολιτικό πρόγραμμα δεν μπορεί να εφαρμοστεί παρά τμηματικά. Ο πολιτικός της πράξης γνωρίζει ότι μόνο ένα μέρος του οράματός του μπορεί εντέλει να πάρει σάρκα και οστά. Όμως και γι’ αυτό ακόμη το μέρος, χρειάζεται να έχει πάντοτε προ οφθαλμών το όλον.

4. Όταν στον όρο «αξίες» προτάσσουμε το προσδιοριστικό «ελληνικές», είναι προφανές ότι πρώτα απ’ όλα ορίζουμε το πεδίο εφαρμογής αυτών των αξιών. «Ελληνικές αξίες» είναι κατ’ αρχάς οι αξίες για τους Έλληνες, οι αξίες που αν υιοθετηθούν ή ενισχυθούν μελλοντικά στην Ελλάδα, μπορούν να προάγουν τον δημόσιο βίο της χώρας και τη ζωή των κατοίκων της. Την ίδια στιγμή, όταν μιλάμε για «ελληνικές αξίες» εννοούμε και τις ήδη δεδομένες αξίες των Ελλήνων, τις αξίες δηλαδή εκείνες που για λόγους ιστορικούς και άλλους, οι Έλληνες ταυτίζουν με τη συλλογική τους διαδρομή και ταυτότητα. Στην πρώτη περίπτωση, οι «ελληνικές αξίες» αποβλέπουν στο μέλλον και στις θετικές μεταβολές που εκείνο υπόσχεται, στη δεύτερη στρέφονται προς το παρελθόν και ζητούν να διατηρήσουν τα ζωτικά του στοιχεία. Στην πρώτη περίπτωση οι ελληνικές αξίες δηλώνουν μια συλλογική βούληση προόδου, άρα υπέρβασης των αρνητικών στοιχείων του παρόντος. Στη δεύτερη αποτυπώνουν μια συλλογική βούληση αυτοσυντήρησης, άρα προστασίας των θετικών στοιχείων του παρόντος.

5. Η ιστορική διαδρομή ενός λαού, ιδίως μάλιστα όταν είναι τόσο μακραίωνη όσο στην περίπτωση των Ελλήνων, δεν είναι ποτέ ευθύγραμμη και μονοσήμαντη. Περιλαμβάνει στοιχεία συγκλίνοντα αλλά και αποκλίνοντα, αλληλοσυμπληρούμενα αλλά και αλληλοαναιρούμενα, σύμμαχα αλλά και αντιτιθέμενα. Ιδίως η νεώτερη Ελλάδα σημαδεύτηκε ανεξίτηλα από μεγάλες κοσμοθεωρητικές εντάσεις, που άλλοτε μετατράπηκαν σε διχασμούς, και άλλοτε έδωσαν την πρώτη ύλη για τολμηρές συνθέσεις. Η αντιπαράθεση της κλασσικής Ελλάδας «του λευκού μαρμάρου» με τη χριστιανική Ελλάδα των βυζαντινών καταβολών υπήρξε μια από αυτές. Η διαμάχη ανάμεσα στους Έλληνες της «καθ’ ημάς Ανατολής» και στους Έλληνες του «ανήκομεν εις την Δύσιν», μια άλλη.

6. Απ’ όλο αυτό το πελώριο ιστορικό απόθεμα, η σημερινή ελληνική πολιτική καλείται να προασπίσει και να καλλιεργήσει περαιτέρω τα στοιχεία εκείνα που κρίνει ζωτικά για το παρόν και για το μέλλον του τόπου. Μερικά από αυτά ακούγονται ίσως κοινότοπα, και δεν μπορεί παρά να είναι τέτοια: η μελέτη της ελληνικής ιστορίας, η μέριμνα για την ελληνική γλώσσα και παιδεία, η προβολή της αρχαίας, μέσης και νεώτερης πολιτιστικής μας κληρονομιάς, η αναγνώριση της σημασίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας και πνευματικότητας είναι και πρέπει να παραμείνουν σταθερές του συλλογικού μας βίου και μέτρο της αυτοκατανόησής μας. Άλλωστε, μια συλλογική οντότητα που δεν διαθέτει δική της, διακριτή αυτοκατανόηση, παύει να είναι τέτοια.

7. Από την άλλη πλευρά, η προστασία του περιβάλλοντος, της ελληνικής υπαίθρου και των ελληνικών θαλασσών, η αντιμετώπιση και άρση των στρεβλώσεων που η οικονομική ανάπτυξη επέφερε στο ελληνικό αστικό περιβάλλον, συνιστούν όρο επιβίωσης ενόψει μάλιστα της πλανητικής κλιματικής κρίσης. Στην παγκόσμια κρίση της καπιταλιστικής ανάπτυξης που εκδηλώνεται πλέον ως υπαρξιακή οικολογική ύβρις, η έμπρακτη υπόμνηση της αρχαιοελληνικής έννοιας του μέτρου μπορεί και πρέπει να χρησιμεύσει ως ηθικό και πολιτικό αντίβαρο.

Στον ίδιο βαθμό, η επικαιροποίηση των διδαγμάτων του κλασσικού ελληνικού ανθρωπισμού μπορεί να αντισταθμίσει τη ροπή της νεωτερικότητας προς τον επιχειρηματικό γιγαντισμό και την τεχνολογική εργαλειακή σκέψη, και η ανάδειξη των θετικών πλευρών του καθ’ ημάς κοινοτισμού να χρησιμεύσει ως πρότυπο συλλογικής ευθύνης και αλληλεγγύης και ως αντιπαράδειγμα κατά του άκρατου ατομικισμού και των συνεπειών του ακραίου οικονομικού φιλελευθερισμού.

8. Τέλος, σε ό,τι έχει να κάνει με το μείζον ζήτημα του κράτους και της διοίκησης, η εκ νέου προσφυγή στα ιδεώδη του κλασσικού αλλά και του νεώτερου συνταγματικού ανθρωποκεντρισμού μπορεί να μετριάσει τις αρνητικές συνέπειες των απρόσωπης γραφειοκρατίας και των συχνά ανεξέλεγκτων και αδιαφανών μηχανισμών της.


Γιάννης Παπαμιχαήλ
καθηγητής πανεπιστημίου

Παραδοσιακές (νεο) ελληνικές πολιτικές αξίες και ο «εκσυγχρονισμός» των πολιτικών νοοτροπιών

Η κρίση της προηγούμενης (εθνικής) μορφής της κυριαρχίας του κεφαλαίου και η μεταστροφή των κοσμοαντιλήψεων των ελίτ του νεοφιλελευθερισμού έχουν θέσει επί τάπητος το νέο πολιτικό πρόβλημα: το πρόβλημα του τρόπου υπέρβασης των θεσμικών και πολιτισμικών εμποδίων στην επέκταση και παγκόσμια επικυριαρχία του κεφαλαίου σε όλες τις σφαίρες της ζωής και της δραστηριότητας των ανθρώπων.

Οι νέες νοηματοδοτήσεις αφορούν κατά πρώτο λόγο την κυβερνησιμότητα των δυτικών καταρχάς κοινωνιών. Παράλληλα, βέβαια, η παρακμή των σημασιών που νομιμοποιούσαν τα καθεστώτα του ανατολικού συνασπισμού διευκόλυνε την επέκταση του ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού και την ιδεολογική απονομιμοποίηση όλων των αξιών (επαναστατικών οραμάτων κ.λπ.) που κάνουν έκκληση σε ρομαντισμούς και «ταξικές συλλογικότητες». Με άλλα λόγια, ο λεγόμενος εκσυγχρονισμός, σε όλα τα πεδία «δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια εφαρμοσμένη θεολογία, μια σταυροφορία με την πιο παραδοσιακή έννοια του όρου. Ο τρόπος ζωής που εδραιώνει συνιστά πρακτικά την αντεστραμμένη μορφή κάθε ζωής  άξιας αυτού του ονόματος» (Ζ.Κ. Μισεά, Το αδιέξοδο Άνταμ Σμiθ, Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2008, σελ. 39).

Σήμερα, για τις μεγάλες μικροαστικές μάζες τα δυτικά αριστερά κόμματα δεν αποτελούν πια παρά κοινοβουλευτικούς μηχανισμούς. Στην κατανομή των εν δυνάμει πολιτικών διαχειριστών, η Αριστερά, ιδίως δε η σοσιαλδημοκρατική έχει καταντήσει συνώνυμο της πρόθεσης όχι μιας κάποιας ριζικής αλλαγής των δεδομένων υπέρ των θυμάτων της εκμετάλλευσης, αλλά της «πιο ορθολογικής» και οπωσδήποτε όχι συντηρητικής διαχείρισης των κοινωνικών και πολιτικών κρίσεων που αναπαράγει ο ασύδοτος καπιταλισμός. Αυτή η «Αριστερά» συμβαδίζει άριστα λοιπόν με τα εκσυγχρονιστικά οράματα και τις επιδιώξεις του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Η συντηρητική, παραδοσιακά «δεξιά πολιτική», όχι μόνο περιθωριοποιείται (σχεδόν δεν υπάρχουν πια «δεξιές πολιτικές», αλλά μόνο κοινωνικοπολιτικά «μεσαίοι» ή «κεντρώοι» χώροι), αλλά και ως «Δεξιά» εμφανίζεται κάπου μεταξύ αναχρονισμού και «αντίδρασης στην πρόοδο». Κάποτε σε ένα πιο «κοινωνικό πεδίο» η Δεξιά, ως «ακροδεξιό» πλέον πλαίσιο σημασιοδότησης εμφανίζεται στις εκσυγχρονισμένες συλλογικές νοοτροπίες σαν μια μορφή αντίστασης της παράδοσης στη λαίλαπα των φιλελεύθερων εκσυγχρονισμών. Η δημοκρατία ως έννοια παύει να αποτελεί διακύβευμα–αίτημα, έκφραση της «βούλησης των πολλών» και επιδίωξη συλλογικών αγώνων και συγκρούσεων μεταξύ των αντίθετων κοινωνικών και πολτιικών συμφερόντων. Καθίσταται νομικό δικαίωμα των ατόμων «να ζουν όπως θέλουν» – δικαίωμα που εκχωρείται συνταγματικά στους υπηκόους-«πολίτες του κόσμου». Η ιδεολογική σύνδεση της «Δεξιάς» με τις κοινωνικές και πολιτικές αντιστάσεις των εθνικών κοινωνιών στον νεοφιλελεύθερο «εκσυγχρονισμό» τούς συγκροτεί ιδεατά τον κύριο άξονα της ιδεολογικής αντιπαράθεσης της «αριστεράς και της προόδου» με τις ανορθόλογες («εθνικιστικές», «μικροαστικές» κ.λπ.) παραδόσεις των «κλειστών» κοινωνιών του αστικού και προαστικού παρελθόντος. Στα ΜΜΕ και στην εκπαίδευση οι νεοφώτιστοι «αριστεροί» ιεραπόστολοι επιδίδονται με υπερβάλλοντα προοδευτικό ζήλο οργανικών διανοούμενων της αυτοκρατορικής «Νέας Τάξης», στη διάδοση των νεοφιλελεύθερα μεταλλαγμένων αξιών του αγγλοαμερικανικού «νομικού και πολιτικού πολιτισμού». Αυτός ο τελευταίος καθίσταται αυτομάτως ο μοναδικός εκφραστής των αξιών και της ιστορίας του συνόλου του δυτικού πολιτισμού (της «ανεκτικότητας» και των «ατομικών δικαιωμάτων»).

Σε αυτές τις ιδεολογικές συνθήκες, η γνωστή συνάντηση του «δεξιού» και του «αριστερού» στο παραδοσιακό νεοελληνικό πολιτικό καφενείο τείνει λοιπόν να χάσει το νόημά της. Χωρίς πραγματικό αντικείμενο διαξιφισμών, καθίσταται ωστόσο ουσιώδης διαπιστώνοντας την «παρακμή του πολιτικού» με την «αντικοινοβουλευτική» διαπίστωση: «όλοι ίδιοι είναι, με το κόμμα της αρπαχτής- και εμείς συνηθίσαμε αυτήν την κατάσταση».

Το πρόβλημα ωστόσο δεν βρίσκεται ούτε στην απογοήτευση, ούτε στην «απομάγευση», ούτε στον «κοσμοπολιτισμό», ούτε στον «μεταμοντέρνο ευδαιμονισμό», ούτε στον κυνισμό που υποκαθιστούν στις λαϊκές νοοτροπίες τις πιο παραδοσιακές αξίες (τις υπερβατικές έναντι του στενού ατομικού συμφέροντος) του πατριωτισμού, της φιλοτιμίας, της ευσυνειδησίας κ.λπ.: πολλές φορές στην ιστορία παρόμοιες συλλογικές στάσεις χαρακτήρισαν τις περιόδους της πολιτικής παρακμής των κοινωνιών και των πολιτισμών. Το πρόβλημα βρίσκεται στο ότι σήμερα αυτές οι «κοσμοπολίτικες» και πολιτικά κυνικές νοοτροπίες αναδεικνύονται ως ένα νέο ορθολογικό ιδεώδες, ως πολιτισμική αξία και πλαίσιο σημασιοδότησης του «πολιτικά και ηθικά ορθού». Σε αυτές τις ιδεολογικές συνθήκες, «πολιτικολογούν» (διαπλικτίζονται, συγκρούονται για πολιτικούς λόγους κ.λπ.) μόνο κάτι ξεμωραμένοι γέροι. Οι ίδιοι πάνω κάτω που δεν αδιαφορούν ούτε για τη θρησκεία (ακόμα και αν είναι άθεοι), ούτε για την οικογένεια (ακόμα και όταν οι ίδιοι δεν αποτελούν πρότυπα παραδοσιακού οικογενειάρχη), ούτε για την πατρίδα (ακόμα και όταν δηλώννουν κομμουνιστές).

Εντούτοις, αυτός ο «παλιός λαός» φαίνεται, στην Ελλάδα τουλάχιστον, να διατηρεί ακόμα κάποιες αντοχές μαζί με τη ζωντάνια και τη συνεκτικότητά του. Και είναι σε αυτά ακριβώς τα ιστορικά πλαίσια που μπορούμε να κατανοήσουμε μεταξύ πολλών άλλων πραγμάτων: α) την πραγματική πολιτική δυναμική της πολιτικής, ιδεολογικής και πολιτισμικής εξαθλίωσης όλων των δήθεν αριστερών («αντιεξουσιατών» ή μη), ατόμων, «κινημάτων» ή προταγμάτων, που στο όνομα του δήθεν αντιεθνικισμού (του «αντιρατσισμού», του «αντιφασιστικού φρονήματος», των «ατομικών δικαιωμάτων στο ανοικτές κοινωνιές» κ.λπ.), επιχειρούν να απονομιμοποιήσουν τα πολιτισμικά ερείσματα κάθε συλλογικής πολιτικής βούλησης αυτοκυριαρχίας και επικυριαρχίας ενός δεδομένου ιστορικά πληθυσμού (ενός «λαού») επί ενός ιστορικά οριζόμενου «κοινού εδάφους ζωής» – συνεπώς, να αποδομήσουν την έννοια της «πατρίδας» και τη συναισθηματική της φόρτιση, β) τη λυσσαλέα επίθεση όλων των παραπάνω πολιτικών εκτρωμάτων που προκύπτυν από τη σύνθεση των διαφόρων ταλαντώσεων της Αριστεράς, της ακροαριστεράς και της «αναρχίας» με τις βασικές ιδεολογικές πτυχές του ατομισμού και του φιλελευθερισμού, κατά όλων των παραδοσιακών αξιών και των κοινών νοηματοδοτήσεων των ιδεών της ιστορικής συνέχειας και της συνεκτικότητας της νεοελληνικής ιδιαίτερα κοινωνίας. Επίθεση απίστευτου πάθους που εμφανίζεται μέσα από διαδοχικές εκλογικεύσεις και ως προϊόν ψυχρής κριτικής και «ορθολογικού στοχασμού».

Έτσι, όλες οι μορφές της συλλογικής δράσης – από τις πιο κοινωνικές ως τις πιο πολιτικές συμπεριφορές και οι κοινωνικές πρακτικές ή σχέσεις που ως σήμερα καθόριζαν τις ατομικές λειτουργίες των ανθρώπων, ιδίως μάλιστα στις κοινωνίες της «τιμής και της ντροπής», αποδυναμώνονται στις συνειδήσεις των εξατομικευμένων «απλών πολιτών του κόσμου». Εκείνων δηλαδή των πληροφορημένων καταναλωτών πληροφοριών που σκόπιμα ή άθελά τους αγνοούν την κοινωνική τους διάσταση και παραγνωρίζουν τις διαδικασίες μεταβολής τους σε φαινομενικά θρασείς, αλλά στην ουσία απολύτως συναινετικούς «υπηκόους». Εκείνων που θεωρούν με θρησκευτικό πάθος και βεβαιότητα ότι έτσι έχουν «προοδεύσει», τόσο γνωστικά, από την άποψη της «απομυθοποίησης» και της αποτοτεμοποίησης των πρώην «ιερών και οσίων» των προγόνων τους, όσο και από την άποψη των ατομικών τους ελευθεριών.

Δεν είναι επομένως τυχαίο το ιδεολογικό ντύσιμο της έννοιας του «εθνικού συνανήκειν» (της έννοιας της εθνικής συνείδησης δηλαδή) με τα άθλια ρούχα του ανορθόλογου φανατισμού και του αποικιοκρατικού, ιμπεριαλιστικού εθνικισμού. Αυτό που συμβαίνει με τη χρήση της λέξης «εθνικισμός» (π.χ. όταν λέμε «η έξαρση των εθνικισμων του 19ου αιώνα στα Βαλκάνια ή αλλού) είναι χαρακτηριστικό της αποτελεσματικότητας της (αυτοκρατορικής σήμερα) πολιτικής προπαγάνδας. Όπως σημείωνε ο Cassirer για την αντίστοιχη εθνικιστική και αργότερα φασιστική προπαγάνδα, «μια λέξη, ή ακόμα και η αλλαγή μιας συλλαβής σε μια λέξη, ήταν αρκετή… όταν ακούμε αυτές τις καινούργιες λέξεις νιώθουμε μέσα τους όλη την κλίμακα των ανθρώπινων παθών – το μίσος, την οργή, τη μανία, την έπαρση, την περιφρόνηση και την αλαζονεία» (Η Τεχνική των Σύγχρονων Πολιτικών Μύθων, εκδ. Έρασμος, 1984, σελ. 23). Το μίσος, την οργή κ.λπ. ποιανού στις σημερινές συνθήκες; Μα βέβαια του «εθνικιστή» (από τον Κολοκοτρώνη μέχρι τον Βελουχιώτη), του «πατριώτη» – ακόμα χειρότερα του κάθε «μ…. ελληναρά».

Οι νέες ακαδημαϊκές και δημοσιογραφικές τελετουργίες πλαισιώνουν άλλωστε κατάλληλα τη χρήση αυτών των νέων λέξεων – και όπως οι λέξεις δεν εκφράζουν απλώς, αλλά οργανώνουν την ατομική και κοινωνική σκέψη, διαμορφώνονται οι νέες νοοτροπίες των νεοελλήνων «πολιτών του κόσμου». Με την επανάληψη των στερεοτύπων και τυποποιημένων φράσεων η νέα πολιτική γλώσσα καθίσταται το μέσο χειραγώγησης μιας ολοένα και πιο ημιμαθούς και πολιτισμικά συμπλεγματικής κοινής γνώμης που πιστεύει ακράδαντα (διότι έχει πάει σχολείο και συχνά έχει αποφοιτήσει και από κάποιο πανεπιστήμιο) ότι έχει χειραφετηθεί από τα «ερείπια του παρελθόντος» (πατρίδες, θρησκείες, οικογένειες και άλλα παρόμοια ηχηρά και οχυρά της παράδοσης) και έτσι έχει αποκτήσει κάτι σαν «κριτική σκέψη» ή ακόμα και πολιτικό ρεαλισμό. Οι θεμελειώδεις αξίες που ήταν συνυφασμένες με τους δημοκρατικούς αγώνες, τους αγώνες για την ανεξαρτησία ή την επιδίωξη της λαϊκής κυριαρχίας (όπως η φιλοπατρία ή η ατομική θυσία για το συλλογικό αγαθό της πολιτικής Ελευθερίας κ.λπ.) υποβαθμίζονται ως ανορθόλογες. Έτσι λόγου χάρη η πίστη στις ηρωικές αξίες και στις παραδειγματικές πράξεις αποσταθεροποιείται. Πράγματι, στην παράδοση της χριστιανικής Ανατολής (και της ελληνικής θεολογίας που είχε ήδη επικρατήσει από τους βυζαντινούς αιώνες) το πρότυπο του «υπεράνθρωπου» που δεν βρισκόταν εκτός των ανθρώπινων δυνατοτήτων, αλλά ήταν θέμα κλίμακας (της θέλησης ή της προσπάθειας). Έτσι, στην «καθ’ ημάς Ανατολή», δεν υπήρχε κανένα αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στα επιτεύγματα των προτύπων (ηρώων, αγίων κ.λπ.) και εκείνα των κοινών ανθρώπων που έχουν ομαλώς κοινωνικοποιηθεί. Συνεπώς, τα πρότυπα, επειδή ακριβώς ωθούσαν μέχρι πρόσφατα τους ανθρώπους σε συλλογικές συμπεριφορές συμμετοχής σε κοινές λατρευτικές, κοινωνικές ή πολιτικές πρακτικές, τους οδηγούσαν επίσης, όταν οι πολιτικές συνθήκες το απαιτούσαν και σε εξαίρετες πράξεις θάρρους και αυταπάρνησης. Ως φορείς αξιών έδιναν νόημα στην κοινωνική συνοχή και στην πολική ζωή των ανθρώπων, οργάνωναν δηλαδή τις κοινωνικές σχέσεις και τα ανάλογα συλλογικά αιτήματα και θεσμοθετούσαν την πολιτική νεοελληνική κοινωνία μαζί με τις πολύμορφες αντιστάσεις της σε επίδοξους δυνάστες ή κατακτητές. Όλα αυτά, χωρίς ιδιαίτερη έμφαση σε Θεούς-Ελεγκτές και Παντογνώστες (που διεισδύουν στα μυαλά των ανθρώπων) ή σε Θεούς-Τιμωρούς που διατηρούν την τάξη με το σκιάχτρο της μετα θάνατον απειλής. Η σταδιακή αποσταθεροποίηση αυτών των πολιτικών αξιών στη συνείδηση του νέου πολίτη (με άλλα λόγια, ο πολιτικός εκσυγχρονισμός του) καθιστά την αντιμετώπιση των διλημμάτων της πραγματικής κοινωνικής και πολιτκής ζωής ολοένα και πιο δύσκολη, ολοένα και πιο εξατομικευμένη, ολοένα και πιο δουλικά «κυνική». Είναι όμως ακριβώς αυτός ο τρόπος με τον οποίο η εν δυνάμει «αυτοκρατορική» παγκόσμια πολιτική κοινωνία επιχειρεί να οικοδομήσει τον εαυτό της, να αυτονομιμοποιηθεί στο όνομα της «παγκόσμιας ειρήνης», να νομιμοποιήσει την πολιτική παθητικότητα των ατόμων στο όνομα του ρεαλισμού και στην παραίτηση των συλλογικών υποκειμένων από κάθε μορφή πολιτικής αξίωσης στην κυριαρχία – και τελικά, να κατανοήσει «ρεαλιστικά» τις εκπραγματισμένες μυθικές παραμέτρους στη βάση των οποίων μια τέτοια «αντικοινωνική» κοινωνία θα λειτουργούσε ως «κοινωνία των πολιτών»…


Ειρήνη Παγώνη
εικαστικός

Η αντίληψη περί Τέχνης και οι ηθικές αξίες των Ελλήνων

«…τέχνη αποβαίνει δια της εμπειρίας τοις ανθρώποις
η μεν γάρ εμπειρία τέχνην εποίησεν»

Αριστοτέλης, Μετά τα Φυσικά Α. Ι=981α, 31

Οποιαδήποτε απόπειρα να προσδιορισθεί η «Τέχνη» εισέρχεται σε υποκειμενικά ερωτήματα. Ένα άτομο το οποίο στην αρχαιότητα είχε τη φυσική ικανότητα ή είχε αποκτήσει μια ειδική εμπειρία, εθεωρείτο ένας τεχνίτης ή ένας καλλιτέχνης. Το προϊόν δε αυτής της εμπειρίας ήταν ένα «τεχνούργημα» ή μία «τέχνη». Αλλά πότε αυτό είναι τέχνη; Η εφαρμογή μίας εμπειρίας σ’ όλες τις περιπτώσεις των ανθρωπίνων εκδηλώσεων είναι αναμφίβολα παρούσα. Ένας ορισμός, ο οποίος ισχυρίζετο ότι ήταν αντικειμενικός,διέκρινε μεταξύ του κοινωφελούς και του μη κοινωφελούς. Η τέχνη, ωστόσο, δεν είναι κοινωφελής σκοπός. Άλλος ορισμός θεωρούσε ότι οι «καλές τέχνες» ή οι διάφορες μέθοδοι της ενσωμάτωσης του αισθητικού αισθήματος, σε κάθε ανθρώπινη δημιουργία, τις κατέτασσε σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Πρώτον, σε εκείνες που φθάνουν την Ψυχή, διά της επικοινωνίας των οφθαλμών, προσδιοριζόμενες ως «Καλές Τέχνες», και δεύτερον σε εκείνες που φθάνουν την Ψυχή δια της επικοινωνίας της ακοής, προσδιοριζόμενες ως «Ελεύθερες Τέχνες». Οι «Εφαρμοσμένες Τέχνες», είναι εκείνες, στις οποίες η κοσμητική ή ο καλλωπισμός, απαντάται σε παράγωγα, τα οποία δεν είναι στον αρχικό σκοπό τους, έργα τέχνης.

«Το χαρακτηριστικό της Τέχνης είναι η δημιουργικότητα. Ο καλλιτέχνης δημιουργεί τον κόσμο του, όπως αυτός νομίζει ότι είναι, ή ακόμα όπως επιθυμεί εκείνος να είναι. Οποιαδήποτε δε παράστασή του δεν δύναται να είναι εσφαλμένη, διότι είναι όπως αυτός επιθυμούσε να είναι, το οποίο είναι μια δημιουργία». (Carpenter, The Aesthetic Basis of Greek Art).

Κατά την κρίση των αρχαίων φιλοσόφων, αμφότερες, η Τέχνη και η Επιστήμη, αναφέρονται στη μετάδοση της αλήθειας. Ο Επιστήμων με την αλήθεια όπως την βρήκε, και ο καλλιτέχνης όπως την φαντάστηκε.

Ο άνθρωπος έχει την ικανότητα να εκφράζει, να εξωτερικεύει, τα ψυχικά αισθήματα και φαινόμενα του εσωτερικού κόσμου, με εκφραστικές κινήσεις, σχήματα και τρόπους, τόσο ώστε να εξαγγέλλει αυτά με διάφορες παραστάσεις. Έτσι προχωρεί στην εικονική δημιουργία παραστάσεων, χρησιμοποιώντας για το σκοπό αυτό, την ιχνογραφία, τη ζωγραφική ή τη γλυπτική, και συμπληρώνει το εκφραστικό μέρος της φαντασίας του, ακολουθώντας μια ανιδιοτελή ορμή της ψυχής του, δηλαδή εκείνη που εκφράζει για τους άλλους εκείνο το οποίο αυτός ζει, και το οποίο πληροί την ψυχή του. Από την αρχή αυτή προέρχεται η «Τέχνη», της οποίας η φύση είναι η έκφραση και η δημιουργία.

Στην καλλιτεχνική πράξη, δύο δυνάμεις είναι εκείνες οι οποίες κινούν την ανθρώπινη ψυχή.

Η φαντασία και το συναίσθημα. Υπάρχει δε μία αλληλοσυσχέτιση αυτών των δύο, καθ’ όσον συνδέονται και με τις ενδιάθετες σκέψεις του ανθρώπου. Η φαντασία ωστόσο, διαμορφώνει σε αυτόν μία εικόνα περί του κόσμου, την οποία υποτυπώνει με την παράσταση του ενός «Εγώ» και η οποία υλοποιεί αυτό το «εγώ».

Οι Αρχαίοι Έλληνες, μετερχόμενοι σ’ έναν ανώτερο πολιτισμό από τη βάση της μυθολογικής αντίληψης περί του κόσμου, εξακολουθούσαν να παραμένουν στην κατάσταση αυτή και να προσωποποιούν τα φαινόμενα και τα αντικείμενα του φυσικού περιβάλλοντός τους. Οι μυθολογικές αυτές αντιλήψεις συνδέονται με την ανύψωση και την εκλέπτυνση του εσωτερικού κόσμου, το οποίο διαφαίνεται, ιδιαίτερα στον καλλιτέχνη. Σε κάθε εποχή, οι καλλιτέχνες προσωποποίησαν διάφορα φαινόμενα και αντικείμενα, τα οποία κέντριζαν τη φαντασία τους. Ακόμα δε και ο Σωκράτης, (469–399 π.Χ.) στο διάλογο «Κρίτων» του Πλάτωνα, παρουσιάζει τους νόμους της Αθηναϊκής Πολιτείας, να ομιλούν.

Στην καλλιτεχνική δημιουργία ενός έργου, διακρίνονται δύο δυνάμεις. Η εσωτερική διαμόρφωση και η παράσταση. Η πρώτη μορφοποιεί το περιεχόμενο, και η δεύτερη τη μορφή.

Η πλέον περιώνυμη υπόθεση, από ιστορικής πλευράς, περί του ηθικού αποτελέσματος της τέχνης επί των ανθρώπων, είναι η περί καθάρσεως θεωρία του Αριστοτέλη. Αυτός απέδωσε τη θεωρία του στην τραγωδία μόνον, ωστόσο, πολλοί από της εποχής του, απέδωσαν αυτήν στην τέχνη γενικά. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η τέχνη ενεργεί ως ευσυγκίνητη και καθαρκτική και επιτυγχάνει μία «κάθαρση των ηθικών ταραχών». Ο άνθρωπος, θα μπορούσε ίσως να ζήσει χωρίς μερικές από αυτές τις ηθικές ταραχές, (ο Αριστοτέλης περιορίζει αυτές στο έλεος και το φόβο), οι οποίες δημιουργούνται μέσα στην εξέλιξη της καθημερινής ζωής. Η τέχνη είναι η κυρίαρχη υπηρεσία η οποία δύναται να βοηθήσει στη διασκόρπιση των ταραχών αυτών. Η τέχνη μεταγγίζει τις ενοχλητικές και εσωτερικές αυτές καταστάσεις.

Στην εποχή μας, μολονότι αυτές οι θέσεις και οι θεωρίες ισχύουν σε ιδεολογικό και θεωρητικό επίπεδο, όσοι υπηρετούν την τέχνη, από όποιο σημείο, είτε ως δημιουργοί είτε ως κριτικοί, έχουν μάλλον απομακρυνθεί από το πραγματικό νόημα και σκοπό της τέχνης. Θα πρέπει μάλλον να επαναπροσδιορίσουμε τη θέση μας, την προσέγγισή μας, να ξαναπιάσουμε το νήμα από την αρχή. Όχι για να αρχίσουμε από την αρχή. Αλλά μέσα από τη γνώση και την εμπειρία των αιώνων, να μυηθούμε, να βιώσουμε αυτήν την τέχνη που ανυψώνει το νου και ανοίγει την καρδιά στη μεγαλοσύνη του Σύμπαντος.


Δημήτρης Γιαννόπουλος
κοινωνιολόγος – δημοσιογράφος

Οι θριαμβολογίες για το τέλος της ιστορίας και την παγκόσμια επικράτηση των φιλελεύθερων αξιών δεν υπήρξαν παρά μια εξαιρετικά βραχύβια στιγμή αμήχανης ευφορίας των δυτικών «δεξαμενών σκέψης» και των ΜΜΕ, στον απόηχο της άδοξης κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού τη διετία 1989–90. Γρήγορα, όμως, οι ιδεολογικές τυμπανοκρουσίες των νικητών έδωσαν τη θέση τους στα τύμπανα του πολέμου για μια Νέα Παγκόσμια Τάξη, που αναγγέλθηκε τις παραμονές της πρώτης επίθεσης της «Μεγάλης Συμμαχίας» εναντίον του Ιράκ, τον Ιανουάριο του 1991. Αυτό που επακολούθησε, όμως, δεν ήταν μόνο οι «ανθρωπιστικές εκστρατείες» ανηλεών βομβαρδισμών εναντίον αμάχων στην πρώην Γιουγκοσλαβία, στη Μέση Ανατολή, στο Αφγανιστάν και ξανά στο Ιράκ. Ο νεόκοπος Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας είναι πλέον ένας πόλεμος ακήρυκτος, διαρκής και πολύπλευρος –αλλού αιματηρός, αλλού αναίμακτος– για την αποσάθρωση όλων των ανθρωποκεντρικών αξιών της νεωτερικότητας, μαζί με τα εθνικοκρατικά, κοινωνικά και πολιτιστικά ερείσματά τους.

Οι στοιχειώδεις και αυτονόητες –στον 20ό αιώνα– αξίες του κράτους δικαίου, της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και ισονομίας, των συνταγματικών ελευθεριών και της εθνικής ανεξαρτησίας καταπατώνται βάναυσα ακόμα και στις μητροπόλεις του ύστερου καπιταλισμού. Η εκρηκτική κλιμάκωση της κοινωνικής ανισότητας σε παγκόσμιο επίπεδο περιθωριοποιεί μεγάλες μάζες πληθυσμών, που χρησιμοποιούνται για την κατάλυση εργασιακών δικαιωμάτων και κοινωνικών κατακτήσεων όπως εκείνη του κράτους πρόνοιας.

Η πλήρης αποδέσμευση των τραπεζοχρηματιστικών «αγορών» από κάθε τοπικό, εθνικό ή περιφερειακό κέντρο συσσώρευσης παραγωγικού κεφαλαίου αποτελεί τη μόνη υπαρκτή «παγκοσμιοποίηση». Και αυτή κάθε άλλο παρά «φιλελεύθερη» μπορεί να χαρακτηριστεί, αφού αναπαράγει παντού τη γενικευμένη οικονομική ανασφάλεια, την υπερχρέωση κρατών, επιχειρήσεων και καταναλωτών, τη σήψη, τον αυταρχισμό και την ανομία που διαβρώνει τον δημόσιο χώρο της «μαζικής δημοκρατίας».

Απέναντι σε μια τόσο εφιαλτική υποστροφή του καπιταλιστικού συστήματος σε πρωτόγνωρες μορφές δεσποτισμού, τεχνοφασισμού και μαζικής χειραγώγησης, κάθε κίνημα αντίστασης οφείλει να ανασυνθέσει δημιουργικά τις προϋποθέσεις των κοινωνικών, πολιτιστικών και πολιτικών αξιών που θέλει να υπηρετεί.



Για τους διανοούμενους στη σημερινή Ελλάδα, αυτό εξυπακούεται τη χειραφέτησή τους από κομματικές εξαρτήσεις, ουτοπικές ιδεοληψίες «ανατροπής (πρώτα) του συστήματος» και αγελαίες μορφές διαμαρτυρίας-επαιτείας προς το κράτος, οι οποίες ταλανίζουν το ιστορικό οξύμωρο της καθεστωτικής Αριστεράς. Προέχει η αποενοχοποίηση του ελεύθερου κριτικού λόγου και διαλόγου, η διάσωση του καινοτόμου και αυτόχθονος στοχασμού από τον ασφυκτικό κλοιό της ιδεολογικής τρομοκρατίας, του μηδενισμού και της στρατευμένης ημιμάθειας. Τότε μόνο θα μπορέσουμε να ξαναβρούμε το χαμένο νόημα της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της αξιοπρέπειας και ιδιοπροσωπίας του ελληνισμού στον σύγχρονο κόσμο.


Νεοκλής Σαρρής
καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου

 

Κρίση αξιών δεν σημαίνει ανυπαρξία αξιών. Άλλωστε οι «αξίες» συνυπάρχουν με την κοινωνία, όντας σύμφυτες προς την ανθρώπινη οντότητα. Τα ζώα στερούνται αξιών, γιατί στη συμπεριφορά και τη σκέψη τους καθοδηγούνται από τα ορμέμφυτά τους. Στον άνθρωπο τα ορμέμφυτα έχουν υποσταλεί και τη λειτουργία τους εκτελούν οι αξίες (για την ακρίβεια η ηθική) που είναι προϊόν της ίδιας της κοινωνίας. Έτσι γίνεται κατανοητό γιατί, όταν μεταβάλλεται η κοινωνία, συμμεταβάλλεται και η κλίμακα αξιών με την οποία διαλέγεται ο άνθρωπος. Μπορούμε να πούμε λοιπόν ότι υπάρχει μια πρωτοφανέρωτη σύγκρουση αξιών με τις παραδοσιακές αξίες, στο μέτρο που η σύγχρονη τεχνοκρατούμενη κοινωνία συγκρούεται με την παραδοσιακή κοινωνία. Και η σύγκρουση αυτή είναι πολυεπίπεδη, τόσο στις αξίες αυτές καθ’ εαυτές, όσο και στο συγκείμενό τους. Για παράδειγμα, αξίες όπως πατρίδα-φιλοπατρία, έθνος και γενικά το περιέχον την εθνική ταυτότητα αξιακό συγκρότημα ωθούνται στα έσχατα επίπεδα, ενώ αναδεικνύεται ο κοσμοπολιτισμός (και όχι ο διεθνισμός) κάτω από τη μορφή της «παγκοσμοποίησης». Παρομοίως η γλώσσα, η ιστορία και η κάθε μορφή τέχνης, αλλά και η καθημερινή συμπεριφορά «αποκαθαίρονται» από «αναχρονιστικές αξίες» στο όνομα μιας κατ’ επίφαση «προοδευτικής» ιδεολογίας και ενός ανόητου όσο και επικίνδυνου «πολιτικά ορθού». Στα ίδια πλαίσια, η συγκρουσιακή τάση αναφέρεται στα στρώματα της εξουσίας (διάχυτα σε όλες τις ιδεολογικοπολιτικές παρατάξεις) και στα στρώματα που ευρίσκονται αποκλεισμένα από την εξουσία, και σχηματικά μπορεί να αναχθεί στη διαμάχη του Λ. Λαζόπουλου και του τραγουδοποιού Καρβέλα με αφορμή τους στίχους ενός τελευταίου του τραγουδιού. Οι στίχοι αυτοί, με τον ξεδιάντροπο κυνισμό τους, αφήνουν να διαφανεί ένα πλέγμα αξιών που ισχύει σε πείσμα των φληναφημάτων από τα οποία κυριαρχούνται τα ΜΜΕ και η Παιδεία (σε όλες τις βαθμίδες). Γιατί στην πράξη οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους, σε συγχορδία πρωτοφανούς συνέπειας, καλλιεργούν τις ίδιες αξίες που άδει ο τραγουδοποιός.


Βασίλης Καραποστόλης
καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών

Αυτενέργεια – μια αξία με δύο όψεις

Καμιά αξία δεν άντεξε τόσο στις μεταβολές του νεότερου ελλαδικού κόσμου όσο αυτή που πηγάζει από την επιθυμία για αυτενέργεια. Από την επιθυμία αυτή διατηρήθηκαν και οι ζωτικοί χυμοί και τα δηλητήριά της. Στο πέρασμα του καιρού, από όποια κοινωνική θέση κι αν βρισκόταν κάποιος δεν έπαυε να αναζητά τρόπους με τους οποίους θα αύξαινε την ελευθερία των κινήσεών του, θα όριζε αυτός το αν και πώς θα δρούσε. Ιδανική συνθήκη ήταν εκείνη που εξαφάνιζε μέσα στη συνείδηση του καθενός το απεχθές φάσμα ενός Αφεντικού, το βραχνά να πρέπει κανείς να υποκύπτει σε μιαν άλλη θέληση ή ακόμη και σε μια επίμονη ανάγκη. Οξύμωρο, φυσικά, και άκρως ψευδαισθητικό να νομίζει ένα άτομο ότι απέναντι σε πιέσεις και υποχρεώσεις αμετακίνητες θα του επιτρεπόταν να αντιτάσσει τις προαιρέσεις του και να ελίσσεται μόνο και μόνο για να έχει την ευχαρίστηση ότι δεν συμμορφώνεται με έξωθεν επιταγές. Ήταν, πράγματι, μια ψευδαίσθηση, που ωστόσο απεδείχθη ευεργετική από πολλές απόψεις. Χάρη σ’ αυτή οι Έλληνες ποτέ δεν συμφιλιώθηκαν με την ιδέα μιας αναπόφευκτης πολιτικής δεσποτείας, ενός ζυγού τάχα δικαιολογημένου από τα πράγματα, κι αυτό είναι ένα γεγονός που θα το αμφισβητούσαν μόνον εκείνοι οι οποίοι θέλουν να ξαναγράψουν τη νεότερη ιστορία –κι είναι κάμποσοι τελευταία– σαν να ήταν ένα χρονικό ξεπλυμένο από το αίμα και το μεγαλείο μερικών οριακών πράξεων.

Από την άλλη πλευρά, ο ίδιος αυτός δαίμων του αυτεξούσιου συνέβαλε πολύ στο να γίνουν οι Έλληνες υπερβολικά καχύποπτοι στις μεταξύ τους σχέσεις, ακριβώς επειδή όλοι διαπίστωναν την κοινή τους απαίτηση: να μην υπόκεινται σε περιορισμούς. Άτομα ανεξάρτητα μπορούν βέβαια να υπάρχουν, αλλά πώς να υπάρξει σταθερό σύνολο όταν οι μονάδες που το αποτελούν ανησυχούν μήπως ουσιαστικά μηδενιστούν αν εκχωρήσουν το παραμικρό; Η υπερτροφική ανάπτυξη ενός εαυτού που δεν χορταίνει για ανεξαρτησία αποκαλύπτει τον τρόμο της έσχατης λιμοκτονίας: εάν δώσει λίγο απ’ αυτό που τον τρέφει, ο δότης φοβάται ότι θα του πάρουν και τα τελευταία ψίχουλα.

Είναι βέβαιο ότι σε αρκετούς αυτή η στάση βιώνεται ενδόμυχα σαν ξεπεσμός, ενώ σε άλλους καταλήγει στην αναγνώριση ενός αδιεξόδου. Μ’ αυτές τις προφυλάξεις και την αρρωστημένη δυσπιστία, γίνεται φανερό ότι ούτε υλικές απολαβές ούτε και η ηθική ικανοποίηση είναι δυνατόν να εξασφαλιστούν, οπότε η ανάγκη για λύτρωση εντείνεται. Ιστορικά ο θεσμός ο οποίος ανέλαβε να δώσει τη λύση ήταν το κράτος. Και προς αυτό συνεχίζουν να στρέφονται πολλές προσδοκίες, αφού –ό,τι κι αν λένε διάφοροι ζηλωτές της αγοράς– ένα ορισμένο «ένστικτο», ακόμη ενεργό σε πλατιά κοινωνικά στρώματα, ειδοποιεί για τον κίνδυνο της αλληλοεξόντωσης. Αυτοί οι ανυπότακτοι πολίτες, άλλοτε μικροπόνηροι, άλλοτε εξεγερμένοι, εξακολουθούν να θέλουν τον καθαρμό τους μέσω μιας συμβολικής δύναμης η οποία τους υπερβαίνει, διαφορετικά νιώθουν ότι θα παραμείνουν ανυπεράσπιστοι απέναντι στις ίδιες τους τις επιθυμίες, που τους διαμελίζουν χρόνια τώρα. Έτσι το κράτος, όσο φθαρμένο κι όσο αναποτελεσματικό κι αν είναι, συντηρεί για τους μονίμως προστριβόμενους μια υπόσχεση συγκερασμού, ισορροπίας. Κι αν αγανακτούν εναντίον του δεν είναι γιατί αποδεικνύεται αδικαιολόγητα εξουσιαστικό, αλλά αντίθετα, γιατί του λείπει η πειθώ της πραγματικής ισχύος.




Άδωνις Α. Γεωργιάδης
βουλευτής Β Αθηνών – ΛΑΟΣ

Η εποχή που ζούμε, η λεγομένη εποχή της παγκοσμιοποιήσεως, θέτει μια σειρά ερωτημάτων για τη βιωσιμότητα των τοπικών παραδόσεων του κάθε έθνους. Είναι φυσικό σε μια εποχή, λοιπόν, όπου τα σύνορα αρχίζουν να χάνουν το νόημά τους, όπου ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι υιοθετούν τον αμερικανικό τρόπο ζωής, όπου ακόμη και οι εθνικές νομοθεσίες υποχωρούν, προς χάριν της πολυπολιτισμικότητος, πολλοί να ανησυχούν για το εάν οι ελληνικές παραδόσεις θα επιβιώσουν ή όχι. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα κατά τη γνώμη μου είναι απολύτως ξεκάθαρη: αναμφίβολα, ναι! Ο ελληνικός πολιτισμός, σε αντίθεση με άλλους πολιτισμούς του παρελθόντος, ήταν πάντοτε ανοιχτός και ουδέποτε φοβόταν τη σύγκριση. Οι αξίες που καθόρισαν το φαινόμενο «Έλλην» είναι ούτως ή άλλως πλέον πανανθρώπινες. Η αγάπη για την ατομική ελευθερία γεννήθηκε σε αυτό τον τόπο. Η δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η αγάπη για τη φύση, για το ωραίο, οι επιστήμες, η έννοια της φιλοξενίας, όλα έχουν ως πηγή τους την Ελλάδα. Άρα αυτές οι αξίες, ούτως ή άλλως, ως η βάση του δυτικού πολιτισμού δεν κινδυνεύουν. Αλλά και ειδικότερα, αν θέλετε, θέματα, όπως η αγάπη του Έλληνα για την οικογένειά του, έως ενδεχομένως σημείου υπερπροστατευτικότητας, όλα αυτά εξακολουθούν και θα εξακολουθούν να υπάρχουν. Υπάρχει ένα ζήτημα με την ελληνική γλώσσα, η οποία δυστυχώς διαρκώς γίνεται φτωχότερη, όμως και αυτή ακόμη δεν κινδυνεύει. Δεν κινδυνεύει διότι όλα τα πανεπιστήμια της Γης πάντοτε θα έχουν έδρες κλασικών σπουδών και πάντοτε οι αληθινά μορφωμένοι άνθρωποι θα μελετούν την ελληνική γραμματεία. Ίσως εμείς, όπως πάμε, να ξεχάσουμε κάποτε να ομιλούμε την ελληνική γλώσσα όπως της αξίζει, αλλά σε αυτή την περίπτωση χαμένοι θα είμαστε εμείς και όχι η ελληνική γλώσσα, που θα υπάρχει για πάντα.



Θεόδωρος Ι. Ζιάκας
συγγραφέας

«Δημοκρατία». «Ισότητα». «Ανθρώπινα δικαιώματα». Λέξεις με ποικίλο, ακόμα και αντιφατικό νόημα η κάθε μία. Υποτίθεται ότι εννοούν αυτό που είναι σωστό και καλό για όλο τον κόσμο. Υποτίθεται, ακόμα, ότι αυτό που εννοούν είναι το σωστότερο και καλύτερο απ’ ό,τι έχει υπάρξει ως σήμερα. Και βεβαίως, το εφικτότερο, και άρα το σωστότερο, απ’ όσα μπορέσαμε να φανταστούμε.

Το παλιό –το προνεωτερικό– έχει αφομοιωθεί, νικηθεί, ξεπεραστεί. Το ουτοπικό (μαρξιστικό κ.λπ.) έχει επίσης ξεπεραστεί. Το «σύγχρονο» – αυτά που είναι ήδη γραμμένα στο λάβαρο της μεταμοντέρνας Νέας Τάξης μας (η δημοκρατία, η ισότητα, τα ανθρώπινα δικαιώματα) έχουν γίνει παγκόσμιες αξίες, κυρίαρχες και προπαντός αναμφισβήτητες. Δεν έχουν αντίπαλο δέος.

Παρά ταύτα, υπάρχουν υπολείμματα είτε των προνεωτερικών αξιών είτε των χτεσινών ουτοπικών αξιών. Τέτοιες αξίες υπάρχουν και στην Ελλάδα. Είναι «ελληνικές» και υποστηρίζονται από κάποιους «περίεργους αναχρονιστές και φουνταμενταλιστές». Επηρεάζουν αρνητικά την ταυτότητα των Ελλήνων, εφόσον φρενάρουν, σε κάποιο, αν και μικρό βαθμό, την πορεία τους στο μονόδρομο της Νέας Τάξης. Προφανώς πρέπει να τις εξαλείψουν. Αν θέλουν να συγχρονίσουν το βήμα τους με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αν θέλουν να ολοκληρώσουν τον κατά τι ημιτελή εκσυγχρονισμό τους. Αν θέλουν να μην τους ποδοπατήσουν οι αλαφιασμένοι που τρέχουν ξωπίσω τους.

Αυτή είναι η εικόνα που βλέπω στην «επιφάνεια» των «αξιών».

Γνώμη μου: α) Οι διαφημιζόμενες κυρίαρχες αξίες σηματοδοτούν, ως λέξεις-σύμβολα, τον νεωτερικό πολιτισμό, που ξεκίνησε με το Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση. Σήμερα όμως, στην εποχή του μεταμοντερνισμού, το περιεχόμενό τους έχει τελείως αλλάξει. β) Οι νεωτερικές αξίες εκτόπισαν κάποτε αντίστοιχες προνεωτερικές ελληνικές αξίες, οι οποίες είχαν ριζικά διαφορετικό περιεχόμενο. γ) Οι σύγχρονοι, όμως, Έλληνες δεν έχουν καμιά σχέση με τις προνεωτερικές αξίες τους, ακόμα και όταν τις επικαλούνται.

Το κακό είναι ότι μένουμε στην επιφάνεια, όπου και έχουμε μάθει να επιπλέουμε. Δεν αναρωτιόμαστε αν οι διαφημιζόμενες κυρίαρχες αξίες διατηρούν το περιεχόμενο, για χάρη του οποίου εγκαταλείψαμε κάποτε τις δικές μας αξίες. Ούτε αναρωτιόμαστε αν αυτό που νομίζουμε «παλιές δικές μας αξίες» έχει καμιά σχέση με το περιεχόμενο που πράγματι είχαν στην εποχή τους. Και αν μπορούν να συνεισφέρουν στη σημερινή μας ταυτότητα.

Αλλά πού καιρός και πού κουράγιο για τέτοια κουραστικά ερωτήματα. Σημασία έχει η καθημερινότητα.




Γιώργος Κοντογεώργης
καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, πρώην πρύτανης Παντείου Πανεπιστημίου

Οι αξίες δεν είναι εφεύρημα του νου ούτε αποτέλεσμα διανοητικής επεξεργασίας, όπως πιστεύεται. Είναι παράγωγο του χαρακτήρα του κόσμου κάθε εποχής. Αν οι αξίες της «δημοκρατίας, της ισότητας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων» έχουν γίνει παγκόσμιες, αυτό σημαίνει ότι ο πλανήτης έχει ήδη γίνει κοσμοσυστημικά ομοιόμορφος. Το γεγονός όμως ότι οι αξίες αυτές δεν γίνονται με την ίδια ένταση αποδεκτές από όλες τις χώρες σημαίνει ότι οι τελευταίες δεν συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις για την υποστήριξή τους.

Το ερώτημα, ωστόσο, είναι σε τι στάδιο της ανθρωποκεντρικής εξέλιξης αντιστοιχούν οι αξίες αυτές. Να υποθέσουμε άραγε ότι η πλανητική τους εφαρμογή προϊδεάζει για την καθολική τους ολοκλήρωση; Προφανώς όχι. Παρ’ όλα όσα διδάσκει η νεωτερικότητα, ζητούμενο για τον άνθρωπο σήμερα είναι η αναζήτηση τρόπων υποστήριξης της στοιχειώδους ατομικότητάς του (της απλής ατομικής ελευθερίας) από την εξουσιαστική βουλιμία των ποικιλώνυμων κατόχων του οικονομικοκοινωνικού και πολιτικού συστήματος. Η αποκαλούμενη, στις μέρες μας, δημοκρατία δεν έχει καν αντιπροσωπευτική θεμελίωση. Η έμφαση στα δικαιώματα συνομολογεί ότι δεν συντρέχει η ελευθερία, ιδίως στο κοινωνικό και το πολιτικό πεδίο. Ακριβώς αυτά τα πρόδρομα της ελευθερίας ζητήματα παλεύει να κατακτήσει ο άνθρωπος στις μέρες μας στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη, τα οποία, ας μην ξεχνάμε, και ο δυτικός κόσμος τα επιβεβαίωσε μόλις πρόσφατα.

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, το ζήτημα τίθεται με διττό τρόπο: μετέχει σαφώς στον σκληρό πυρήνα των χωρών της ανθρωποκεντρικής πρωτοπορίας, ενσωματώνοντας άρα τις αξίες αυτές. Όμως οι ιστορικές της καταβολές τη φέρνουν αντιμέτωπη με το στάδιό τους, κατά το μέτρο που οι ελληνικές κοινωνίες, την ώρα που η Ευρώπη οικοδομούσε εκ του μηδενός την έννοια του κοινωνικώς ελεύθερου ανθρώπου, βίωναν, στο πλαίσιο των κοινών/πόλεων, ένα πολιτειακό καθεστώς με πρόσημο την καθολική (ατομική, κοινωνική και πολιτική) αντίληψη της ελευθερίας. Η οθωμανική πολιτική κυριαρχία επιβάρυνε, δεν αναίρεσε το γεγονός αυτό. Αρκεί να συγκρίνει κανείς τα συνταγματικά κείμενα των κοινών, του Ρήγα ή της Επανάστασης με το αξιακό γινόμενο της τότε Ευρώπης, για να διαπιστώσει τις πηγές της αναντιστοιχίας, που θα αποτελέσει μια σταθερά στο πλαίσιο του κράτους-έθνους μέχρι τις μέρες μας.

Το σημαίνον της αναντιστοιχίας αυτής συνοψίζεται στο δυσανάλογο προς τη λογική του κράτους-συστήματος πολιτικό ανάπτυγμα της κοινωνίας, το οποίο επενεργεί στρεβλωτικά στις λειτουργίες του. Η ολοσχερής πελατειακή μετάλλαξη του πολιτικού συστήματος, με όχημα την κομματοκρατία, οφείλεται ακριβώς στην υπανάπτυξή του, δηλαδή στον εγκιβωτισμό της κοινωνίας στην ιδιωτική σφαίρα. Θα εμπεδωθεί έτσι η αίσθηση ενός «κράτους κατοχής», χωρίς ηθικό έρεισμα και κοινωνική αποστολή, σαπρό και ιδιοτελές. Ενός κράτους που, αντί να εναρμονισθεί με το πολιτικό ανάπτυγμα της κοινωνίας, αποδίδοντάς της, κατ’ ελάχιστον, την ιδιότητα του εντολέα (με τις ομόλογες ελευθερίες), επιμένει να την ενοχοποιεί, επειδή η συμπεριφορά της είναι αποκλίνουσα προς το πρωτόλειο προ-αντιπροσωπευτικό ιδίωμα της Ευρώπης.

Η ελληνική άρχουσα τάξη, αφιερωμένη στο έργο της νομιμοποίησης του κράτους έναντι της κοινωνίας, συνέδεσε την πρόοδο με το «πρόσωπο» του ηγεμόνα (με τον εξευρωπαϊσμό), έτσι ώστε να εμποδίσει την προβολή του ανθρωποκεντρικού ολοκληρώματος που βίωνε η κοινωνία στο πλαίσιο των κοινών, στην κλίμακα του κράτους-έθνους. Κατά τούτο, η υψηλή αμφισβήτηση της ενσάρκωσης του συστήματος από το κράτος θα συνεχίσει να αποτελεί το σημείο αναφοράς της ελληνικής ταυτότητας.


Σαράντος Ι. Καργάκος
ιστορικός – συγγραφέας

Η δημοκρατία, η ισότητα, τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν γίνει παγκόσμιες αξίες (ή μάλλον ημιπαγκόσμιες) μόνον ως λέξεις· όχι ως ένσαρκη πραγματικότητα. Η δημοκρατία και οι απορρέουσες από αυτήν αξίες ευδοκιμούν μόνον σε μικρά μεγέθη, σε εκπρόσωπες και ευπρόσωπες και όχι σε απρόσωπες μαζοποιημένες κοινωνίες. Ο λαός μας, πολύ προτού ο Χέρμαν Λότσε (1817–1881) εισαγάγει τον όρο «αξίες» στη φιλοσοφία, τον είχε εισαγάγει στη ζωή του και αυτό ανύψωνε τη βιοτή του. Διότι ζωή χωρίς αξίες είναι άνευ αξίας. Γίνεται τρωκτική και ερπετική.

Ωστόσο, δεν δίνω στον όρο «αξίες» καμία εθνική ταυτότητα. Οι αξίες –όταν είναι αξίες– είναι πανανθρώπινες, όσο και αν γεννήθηκαν μέσα στο πνεύμα εκλεκτών ανθρώπων ενός συγκεκριμένου τόπου και μιας συγκεκριμένης εποχής. Το ότι η Ελλάς από την άποψη αυτή κατέχει ιστορική θέση προνομιακή, δεν μου επιτρέπει να ομιλώ για αποκλειστικά ελληνικές αξίες. Το φιλότιμο –για παράδειγμα– μπορεί να μην αποδίδεται σε άλλη γλώσσα, πάντως δεν προσδίδεται μόνον στον Έλληνα, ειδικά τώρα που βρίσκεται σε φάση χθαμαλοποιήσεως.

Ασφαλώς τα νέα ρεύματα, όπως η παγκοσμιοποίηση, επηρεάζουν το αξιακό σύστημα των λαών, άρα και των Ελλήνων. Νέες «αξίες» επιβάλλονται. Έτσι παρ’ ημίν το «αμύνεσθαι περί πάτρης» έχει αντικατασταθεί από το «αμύνεσθαι υπέρ πάρτης»! Η νέα μορφή ολοκληρωτισμού, που σκοπεί στην ιδιωτικοποίηση του πλανήτη, κατεδαφίζει όλες τις παραδοσιακές αξίες –φυσικά και τις όποιες ελληνικές– πλην μιας: του χρήματος. Μόνον που θέλει τον Έλληνα σαν τον Λουδοβίκο του Ίνσμπρουκ: με άδειες τσέπες. Ζει πάντως πλουσιοπάροχα με δανεικά. Αυτό μας έχει οδηγήσει σε μια προσολώνεια κατάσταση και θα χρειαστεί μελλοντικά πολιτική «Σεισάχθειας», για να ελευθερωθούμε από τις δουλείες των δανεικών. Ευελπιστώ ότι ο Έλληνας, αν ούτος επιμένει να λέγεται ούτως, θα διατηρήσει από τις παλιές αξίες του ψήγματα του απροσκύνητου ήθους του, για να ζήσει στο μέλλον με περισσότερη λιτότητα αλλά και αξιοπρέπεια. Ναι, νομίζω ότι το απροσκύνητο ήθος θα προσδιορίσει το μέλλον των Ελλήνων, αν δεν μολυνθεί από την «έρπουσα ηθική».


.

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.