Γράφει ο Απόστολος Παπαδημητρίου.
Η κτηνοτροφία είναι ο δεύτερος κύριος τομέας της πρωτογενούς παραγωγής. Διαχρονικά αυτή διακρινόταν σε αγελική και οικόσιτη. Την πρώτη ασκούσαν κατά επάγγελμα κτηνοτρόφοι, ιδίως στις ορεινές και ημιορεινές περιοχές. τη δεύτερη όλοι οι κάτοικοι της υπαίθρου χώρας. Οι κτηνοτρόφοι των ορεινών και ημιορεινών περιοχών ήσαν υποχρεωμένοι κατά τους χειμώνες να μετακινούνται σε πεδινές περιοχές, καθώς οι καιρικές συνθήκες δεν ευνοούσαν την παραμονή τους στους θερινούς τόπους κατοικίας και βοσκοτόπους. Έχουμε μαρτυρίες ότι η μετακίνηση αυτή γινόταν από αρχαιοτάτων χρόνων και συνεχίστηκε κατά τους βυζαντινούς χρόνους, αλλά και κατά την τουρκοκρατία. Μάλιστα κατά την τελευταία περίοδο είχε τόσο πολύ αναπτυχθεί στην Πίνδο από Βλάχους κυρίως κτηνοτρόφους, ώστε να μην επαρκούν οι βοσκότοποι της περιοχής για την εκτροφή του πολύ μεγάλου πλήθους των κοπαδιών. Εξ αυτού πολλοί μεγαλοκτηνοτρόφοι, ακολουθούμενοι από μικρότερους, αναγκάζονταν να αναζητήσουν θερινούς βοσκότοπους σε άλλες περιοχές. Έτσι οι της γρεβενιώτικης Πίνδου έφθαναν μέχρι τα υψίπεδα του Δομοκού και τα άλλα παρά την λίμνη Αχρίδα και κάποιοι τελικά εγκαταστάθηκαν οριστικά εκεί.
Είναι εκ πρώτης όψεως απορίας άξια η διατήρηση κοπαδιών υπό καθεστώς, στο οποίο κυριαρχούσε η αυθαιρεσία και η αρπαγή. Πρέπει όμως να τονίσουμε ότι το φορολογικό σύστημα της σουλτανικής αυλής πόρω απείχε από το καπιταλιστικό, καθώς το κράτος δεν προσέφερε βέβαια ουδεμία υπηρεσία. Ο κτηνοτρόφος τότε δεν ήταν έρμαιο αδηφάγου εξουσίας, αλλά απλήστων τοπικών αξιωματούχων, οι οποίοι περιφρονούσαν προκλητικά τα σουλτανικά φιρμάνια, βέβαιοι όντες για την ατιμωρησία τους. Κορυφαίος μεταξύ αυτών υπήρξε ο Αλή, πασάς της Ηπείρου, ο οποίος ορέχτηκε να κάνει δικά του όλα τα κοπάδια των Βλάχων, με συνέπεια να εξαναγκάσει αρκετούς από αυτούς να μετακινηθούν οριστικά έξω από την επικράτειά του. Πέρα από αυτούς τους άρπαγες ο κτηνοτρόφος όφειλε να εξασφαλίσει και την τροφή των Κλεφτών, των ανυπότακτων αγωνιστών κατά των κατακτητών.
Παρ’ όλες αυτές τις αβαρίες οι κτηνοτρόφοι ήσαν σε πολύ καλύτερη οικονομική κατάσταση από τους γεωργούς. Αρκετοί από τους δεύτερους αναγκάζονταν να ζητήσουν εργασία στα κοπάδια των μεγάλων κτηνοτρόφων, των τσελιγκάδων, προκειμένου να καλύψουν μέρος των οικογενειακών αναγκών. Η κατάσταση των κτηνοτρόφων του δυτικομακεδονικού χώρου επιδεινώθηκε μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας (1882). Το ελληνικό κράτος αντιμετωπίζοντας τους κατερχόμενους ως Οθωμανούς υπηκόους και μόνο και όχι ως ομοεθνείς, απαιτούσε δυσβάσταχτους δασμούς, ιδίως για τα μικρά κοπάδια. Έτσι πολλοί κτηνοτρόφοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την κτηνοτροφία και να εγκατασταθούν μόνιμα στα πεδινά. Παρ’ όλες τις γεωπολιτικές και άλλες μεταβολές, η κτηνοτροφία παρέμενε σημαντική ακόμη και κατά τις πρώτες δεκαετίες μετά τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο, αν και ο νέος κατακτητής αποδείχθηκε κατά πολύ πιο ληστρικός. Ακολούθησε όμως η κατάρρευση, για την οποία δεν φαίνεται να ενοχλήθηκε το ελληνικό κράτος ούτε ενοχλείται.
Συνήθως αρκούμαστε να επισημαίνουμε ότι η κτηνοτροφία είναι από τις επαχθέστερες απασχολήσεις και ότι η νέα γενιά, μεγαλωμένη με άλλη νοοτροπία, δεν έχει διάθεση να ασχοληθεί μ’ αυτήν. Η επισήμανση είναι ορθή, όμως αποφεύγεται η αναφορά σε άλλους παράγοντες, οι οποίοι συνέβαλαν στην καταβαράθρωση της κτηνοτροφίας στη χώρα μας. Ο κτηνοτρόφος, παντελώς εγκαταλειμμένος από το κράτος, κατέστη έρμαιο των μεσαζόντων εμπόρων και των βιομηχανιών γάλακτος. Το κόστος εκτροφής ακολουθεί ανοδική πορεία από έτος σε έτος, ενώ η τιμή τόσο του κρέατος όσο και του γάλακτος καθοδική. Οι έμποροι κατά καιρούς επιβάλλουν ποινές για ύπαρξη δήθεν μικροβίων στο γάλα. Αναγκάζονται οι κτηνοτρόφοι να προμηθευτούν ειδικές συσκευές υψηλού κόστους και να υποβάλλονται σε χρονοβόρα και κοπιαστική εργασία. Μετά όμως την προμήθεια εξαφανίζονται τα μικρόβια, ακόμη και αν δεν χρησιμοποιούν τις συσκευές. Η εισαγωγή αμνοεριφίων, τα οποία διοχετεύονται στην αγορά ως ελληνικά έχει καταστεί μάστιγα. Σοβαρή αιτία είναι επίσης η διαιτητική αλλαγή με στροφή προς το βόειο κρέας, ως πλέον υγιεινό. Εδώ όμως είναι τρομερά τα συμφέροντα των ισχυρών χωρών της δυτική Ευρώπης, τα οποία δεν αρκούνται να μας πωλούν βιομηχανικά και μόνο προϊόντα. Ενδιαφέρονται, ως εκ τούτου, ακόμη και για το ύψος του ΦΠΑ του βοείου κρέατος, του εισαγομένου σε ποσοστό που υπερβαίνει το 90% του διατιθεμένου στην εγχώρια αγορά! Και εμείς όχι μόνο σταθήκαμε ανίκανοι να κατακλύσουμε τις αγορές των εταίρων μας με την εξαιρετική φέτα, αλλά εκχωρήσαμε το θαυμάσιο αυτό προϊόν μας σε άλλη χώρα με την ψήφο Ελλήνων ευρωβουλευτών! Και ο Έλληνας καταναλωτής υποκύπτοντας στα λάγνα διαφημιστικά μηνύματα και την χαμηλή τους τιμή σπεύδει να προμηθευτεί τυριά εισαγωγής χωρίς να διερωτάται για την ποιότητά τους! Θεωρεί παράλληλα το αλλαντικό απαραίτητο έδεσμα στο καθημερινό του τραπέζι. Άραγε πόσο φρόντισε το κράτος να ενημερώσει τους κτηνοτρόφους για τα ισχύοντα στην ΕΟΚ και μετέπειτα στην ΕΕ γύρω από τις ποσοστώσεις στην παραγωγή; Πόσο οδυνηρή υπήρξε η επανάπαυση με τις επιδοτήσεις;
Την κατάρρευση της κτηνοτροφίας αποφύγαμε για κάποιο διάστημα χάρη στους Αλβανούς βοσκούς, τους οποίους, στην αρχή, τα αστυνομικά όργανα με άκρα ευσυνειδησία φρόντιζαν να απελαύνουν! Μήπως αναμένεται να πράξουν το ίδιο στο μέλλον οι αθρόα εισερχόμενοι μετανάστες, οι οποίοι δίνουν νέες αφορμές διχασμού και αντιπαράθεσης του κοινωνικού σώματος;
Η οικόσιτη κτηνοτροφία έχει υποστεί μεγαλύτερο πλήγμα, καθώς η τρομακτική αστικοποίηση του πληθυσμού κατάντησε τα χωριά μας γηροκομεία. Ποιος θα ταΐσει το γουρούνι και την κότα; Σε προηγούμενες γενιές το γουρούνι εξασφάλιζε ικανοποιητική ποσότητα κρέατος για κάποιο διάστημα και μαγειρικό λίπος για πολύ μεγαλύτερο. Τώρα, ορθά, έχουμε στραφεί προς το ελαιόλαδο, καθώς ο τρόπος βίου απαιτεί κατά πολύ πιο υγιεινή διατροφή. Παρ’ αυτό κατέχουμε θλιβερή πρωτιά και στην παιδική παχυσαρκία! Όσο για την κότα, την αλανιάρα, έχουμε αποφανθεί ότι το κρέας της είναι πολύ σκληρό για την οκνηρή οδοντοστοιχία μας! Άλλωστε στα κεφαλοχώρια οι λίγοι επιμένοντες να εκτρέφουν ζώα καθίστανται οχληροί στους γείτονες, που δεν ανέχονται τη ζωική αποφορά.
Το σύστημα εξουσίας μας έχει πείσει ότι τα ράφια των πολυκαταστημάτων και οι προθήκες τους θα είναι διαρκώς πλήρη και θα μας προσφέρουν σε αφθονία τα τρόφιμα της αρεσκείας μας! Αυτή η ασφάλεια όλους εμάς που βρήκαμε καταφύγιο στους τομείς δευτερογενή και, κυρίως, τριτογενή, μας οδηγεί σε πλήρη αδιαφορία για τη δοκιμασία των κτηνοτρόφων και, σε δεύτερη μοίρα, των γεωργών. Ούτε περνά από το νου μας σκέψη ότι μπορεί να έρθουν ημέρες πονηρές και να αναζητούμε τότε στη μαύρη αγορά κάτι που να τρώγεται, δαπανώντας και το τελευταίο μας χρυσαφικό, αν δεν προλάβει να το αρπάξει κάποιο από τα πάμπολλα «σπλαχνικά» γραφεία εξυπηρέτησης αναγκεμένων που ήδη έχουν ξεφυτρώσει. Δυστυχώς ο άνθρωπος δεν έχει ουδεμία διάθεση να διδαχθεί από τα ιστορικά συμβάντα.
Αγαπητοί κτηνοτρόφοι και γεωργοί, έχετε φθάσει σε απόγνωση! Κάντε λίγη υπομονή ακόμη. Μην εγκαταλείπετε την ύπαιθρο χώρα. Θα έρθει καιρός που σε σας θα απευθυνόμαστε εκλιπαρώντας. Η πρωτογενής παραγωγή είναι θεμελιακή για την οικονομία της οποιασδήποτε χώρας.
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»