Ειρηνική
επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών και ο Γιάννος Κρανιδιώτης
Δημοσιευμένο στο
Στ. Περράκης (Επιμ.),
In Memoriam
Γιάννου Κρανιδιώτη
(Εκδ. Σιδέρη, Αθήνα
2010)
Παναγιώτης Ήφαιστος
Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων,
Πανεπιστήμιο Πειραιώς
www.ifestosedu.gr
Μιλώντας για τις θέσεις και τον ρόλο του αείμνηστου Γιάννου Κρανιδιώτη στην
ελληνική εξωτερική πολιτική η εισροή μιας κάποιας δόσης προσωπικού τόνου είναι
αναπόφευκτη. Σμίγουν, κατά κάποιο τρόπο τα καπέλα του αξιολογικά ελεύθερου
ακαδημαϊκού, του δημόσιου λειτουργού ο οποίος κατά την διάρκεια μιας ολόκληρης
δεκαετίας συμμετείχε στην διπλωματική αποστολή στις Βρυξέλλες προωθώντας την
Τελωνειακή Ένωση και στην συνέχεια την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ και του
δημόσιου ακτιβιστή που συνεισέφερε για ακόμη μια δεκαετία με εκατοντάδες
δημοσιευμένες σελίδες αναλύσεων υπέρ της ένταξης ως μέσο ειρηνικής επίλυσης των
ελληνοτουρκικών διαφορών. Τις δύο αυτές δεκαετίες, αδιάλειπτα, μέχρι και τον
θάνατο του Γιάννου Κρανιδιώτη, είτε συμφωνούσα είτε διαφωνούσα μαζί του, η
επιδίωξη αμφοτέρων όπως και πολλών άλλων ήταν η ίδια: Η ένταξη της Κυπριακής
Δημοκρατίας στην ΕΕ με σκοπό την ειρηνική επίλυση του κυπριακού και η
συνεπακόλουθη σταθεροποίηση των σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας σε όλο το φάσμα των
σχέσεών τους.
Γόνος ταγών της πολιτικής και της διπλωματίας βρισκόταν πάντοτε μέσα
στον πυρήνα των διπλωματικών αποφάσεων. Η τριβή του, η αμεσότητα της γνώσης του
διακυβεύματος, ο βαθμός συνειδητοποίησης των προβλημάτων της ελληνικής
εξωτερικής πολιτικής και η γνώση των αποχρώσεων του κυπριακού ζητήματος,
καθιστούσαν τον Γιάννο Κρανιδιώτη ένα ανθρωπότυπο που πλέον σπανίζει αν όχι
σταδιακά εξαφανίζεται από το πολιτικό πεδίο της Ελλάδας και της Κύπρου. Σε αυτό
ίσως να οφείλεται και η ρηχότητα πολλών θέσεων περί την ελληνική διπλωματία.
Επιπλέον, ο σπάνιος συνδυασμός διεθνονομικής και πολιτικής κατάρτισης του
Γιάννου Κρανιδιώτη επέτρεπε ευρεία θέαση των πολιτικών πτυχών των διεθνών θεσμών
και της ΕΕ. Πριν και μετά την θητεία του ως νομικός σύμβουλος του Υπουργείου
Εξωτερικών στην Αθήνα την δεκαετία του 1980, –και σε αντίθεση με πολλούς άλλους
που εκτέθηκαν με δημόσιες τοποθετήσεις ακόμη και στην απλή υποβολή αίτησης
ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ–, ο ΓΚ καταμαρτυρείται ότι γνώριζε βαθύτατα τις
βασικές παραμέτρους της στρατηγικής που αυτός και μερικοί άλλοι εισηγούνταν την
δεκαετία του 1980 και αρχές της δεκαετίας του 1990. Ο σκοπός ήταν η ειρηνική
επίλυση των διαφορών που θα εκπληρωνόταν στο τέλος μιας πορείας με ενδιάμεσα
αλληλένδετα στάδια: Την Τελωνειακή Ένωση, την υποβολή αίτησης ένταξης, τους
χειρισμούς στο στάδιο των διαπραγματεύσεων ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ, τον τρόπο
που αυτή η πορεία συνδεόταν με τις τουρκικές ευρωπαϊκές επιδιώξεις και την
καίρια διπλωματική σημασία μιας ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην
Κοινότητα.
Ο Γιάννος Κρανιδιώτης ήταν μια στοχαστική και πολιτική προσωπικότητα
που δεν ενδείκνυται να τυγχάνει πολιτικής εκμετάλλευσης, όπως δεν ενδείκνυνται
συναισθηματικές στάσεις ή πονηρές υποθέσεις για το τι θα έκανε ή δεν θα έκανε αν
δεν πέθαινε. Δεοντολογικά και ορθολογιστικά μιλώντας, είναι σωστό να στεκόμαστε
σε θέσεις, εκτιμούμενες μάλιστα υπό το πρίσμα της εκάστοτε συγκυρίας και υπό το
φως πραγματολογικά επαληθευμένων αντικειμενικών κριτηρίων. Ακριβώς, επειδή
απομακρυνόμαστε χρονικά από τις αφετηρίες των διπλωματικών υποθέσεων στις οποίες
πρωτοστάτησε ο Γιάννος Κρανιδιώτης, τείνει να λησμονηθεί ότι τα θεμέλια της
στρατηγικής πάνω στην οποία πορεύτηκαν Ελλάδα και Κύπρος την δεκαετία του 1990
τέθηκαν την δεκαετία του 1980 με κρισιμότερη την περίοδο 1988-1992. Πρόκειται
για στάσεις, θέσεις και δημόσιες τοποθετήσεις στο πλαίσιο μιας οξύτατης δημόσιας
και ακαδημαϊκής αντιπαράθεσης που έκρινε το κατά πόσο θα κυριαρχήσει η μια από
τις δύο κάθετα διαφορετικές και αποκλίνουσες προσεγγίσεις επιστημονικών,
επιστημολογικών, πολιτικών και πνευματικών παραδοχών:
Από την μια πλευρά, μετά την δικτατορία, μετά τον κατήφορο
του κυπριακού που προκάλεσε το πραξικόπημα και η εισβολή του 1974, μετά την
όξυνση των τουρκικών αναθεωρητικών αξιώσεων, μετά το αποδεδειγμένο αδιέξοδο των
ενδοκυπριακών συνομιλιών και ενόψει των διεθνών αλλαγών στον κόσμο και στα
Βαλκάνια, γράφτηκαν αναλύσεις που υποστήριζαν ότι είναι ανάγκη να υιοθετηθεί μια
προσέγγιση που θα ένωνε όλα τα νήματα μιας καλά σχεδιασμένης και εφαρμοσμένης
εθνικής στρατηγικής η οποία θα προήγαγε την ειρήνη και την σταθερότητα στην
περιφέρειά μας και θα επιδίωκε τον σκοπό της εφαρμογής της διεθνούς νομιμότητας.
Μια τέτοια στρατηγική προϋπόθετε σωστή ανάλυση του διεθνούς συστήματος, σωστή
ανάλυση των προϋποθέσεων εκπλήρωσης της διεθνούς νομιμότητας και στάσεις και
αποφάσεις δυναμικής διπλωματικής και αμυντικής ισορροπίας που θα επέτρεπε
περιεκτικές και γόνιμες διαπραγματεύσεις ειρηνικής επίλυσης των διαφορών στην
περιφέρειά μας. Κατά κάποιο τρόπο, οι θεμελιώδεις προσανατολισμοί των
Κωνσταντίνου Καραμανλή και Ανδρέα Παπανδρέου τις δεκαετίες του 1970 και 1980
–και παρά το γεγονός ότι πολλά μπορούν να ειπωθούν για πισωγυρίσματα, αντιφάσεις
και αποτυχίες αυτών των δύο πολιτικών ηγετών–, οδηγούσαν, εν τέλει, σε μια
τέτοια στρατηγική.
Από την άλλη πλευρά, ως και τίποτα να μην είχε συμβεί μετά
τον εμφύλιο πόλεμο –ως δηλαδή και η Ελλάδα να μην έχει ανασυνταχθεί κοινωνικά,
πολιτικά και οικονομικά–, βρισκόταν η πεπατημένη του κατευνασμού αντί της
αποτροπής των απειλών, της μοιρολατρίας του είδους «μπροστά γκρεμός και πίσω
ρέμα» αντί των λελογισμένων διεκδικήσεων, της καταστροφολογίας σε κάθε βήμα
διεκδίκησης εφαρμογής της διεθνούς νομιμότητας αντί της πρόταξής της και της
παραφιλολογίας περί «χαμένων ευκαιριών» που δικαιολογούσαν, δήθεν, χείριστες
ζημιογόνες αποφάσεις στο όνομα μιας φανταστικής αναγκαιότητας που συνηγορούσε
υπέρ κυριαρχικών συρρικνώσεων. Η τελευταία παραδοχή συνδεόταν και με ασαφείς
μέχρι και ασυνάρτητες διεθνιστικές παραδοχές που σχετίζονται με την
ιδεολογικοπολιτική σύγχυση της μεταψυχροπολεμικής εποχής και τον πνευματικό
αποπροσανατολισμό μέρους των πολιτών όταν διατυμπανιζόταν μια κάποια
απροσδιόριστη μεν αλλά δήθεν επερχόμενη δε μεταεθνική εποχή που θα καθιστούσε
την κρατική κυριαρχία περιττή. Έτσι, παρά το γεγονός της ανασύνταξης της
Ελλάδας, της κοινωνίας της, της οικονομίας, των Ενόπλων Δυνάμεων και της
συμμετοχής σε όλο το διεθνές θεσμικό φάσμα, η συζήτηση για το κυπριακό και το
μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων, όπως επίσης και συναφείς συζητήσεις για τα
Βαλκάνια, κατέδειξαν την διαιώνιση της ισχυρής διπλωματικής παράδοσης που
θεμελιώθηκε τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια και που ήθελε την Ελλάδα παθητική,
διπλωματικά ασθενική και προσκολλημένη σε εξαρτησιακές λογικές αντί σε μια
δυναμική εξωτερική πολιτική.
Αν και δεν είναι του παρόντος, είναι αυτονόητο ότι οι
προαναφερθείσες κάθετα αντιθετικές παραδοχές αφορούσαν και συνεχίζουν να αφορούν
κάθετα αντιθετικές πολιτικές φιλοσοφίες διεθνών σχέσεων. Επίσης, αφορούσαν και
συνεχίζουν να αφορούν κάθετα διαφορετικές εκτιμήσεις για τον χαρακτήρα και την
πορεία του διεθνούς συστήματος και κάθετα διαφορετικές πνευματικές στάσεις περί
πατρίδας, εθνικού συμφέροντος και εθνικής ύπαρξης. Αυτά δεν είναι μόνο ελληνικά
φαινόμενα αλλά και ευρύτερα και οφείλονται στην παρακμή του μοντερνισμού και
στην άγονη και άσκοπη ιδεολογικοπολιτική ηγεμονομαχία του 20ου αιώνα. Είναι
φαινόμενα, επίσης, που συναρτώνται με την διολίσθηση, μετά την ουσιαστική εκπνοή
των διεθνιστικών ιδεολογιών, στον μεταμοντερνισμό, ζήτημα το οποίο εξετάστηκε
εκτενώς σε πρόσφατη δημοσίευση[1].
Όπως κάθε άλλος που στήριξε την στρατηγική της αποτροπής των
διαπραγματεύσεων από θέση ισορροπίας διπλωματικής και αμυντικής ισορροπίας τις
δεκαετίες του 1980 και 1990, ο Γιάννος Κρανιδιώτης έγινε στόχος οξύτατων
δημόσιων επιθέσεων που εύκολα κανείς μπορεί να αναζητήσει σε αναρίθμητα άρθρα,
δοκίμια, επιφυλλίδες, παραπολιτικά και βιβλία γνωστών ιδρυμάτων που αντιτάχθηκαν
στην υποβολή αίτησης ένταξης. Ο φωτισμός της δημόσιας διαμάχης –γιατί περί
οξύτατης δημόσιας αντιπαράθεσης μιλάμε– είναι αναγκαίος και μη εξαιρετέος για
ένα τουλάχιστον σημαντικό λόγο: Τόσο στην δημόσια πολιτική ζωή όσο και στην
ακαδημαϊκή ζωή η απώλεια μνήμης είναι ζημιογόνα και ενίοτε θανατηφόρα. Όταν τα
παθήματα δεν γίνονται μαθήματα οι δράστες των λαθών ανερυθρίαστα τα
επαναλαμβάνουν συνειδητά και η χαρακτηριστικότερη όλων των περιπτώσεων της
ύστερης νεοελληνικής πορείας είναι το σχέδιο Αναν το οποίο, όπως ορθότατα
επισήμανε ήδη ο Πρέσβης Καραϊτίδης πριν από λίγο σε προγενέστερο πάνελ, αν ζούσε
ο Γιάννος Κρανιδιώτης, ποτέ δεν θα είχε προκύψει ή ποτέ δεν θα είχε αυτό το
περιεχόμενο. Το έχω ήδη υποστηρίξει και εγώ σε άλλη ημερίδα που διοργάνωσε ο
Στέλιος Περράκης, τα πρακτικά της οποίας δημοσιεύτηκαν από τις εκδόσεις Σάκκουλα.
Από την μια πλευρά λοιπόν κείνται οι παραδοχές για μια εθνική στρατηγική συμβατή
με το υπάρχον διεθνές σύστημα και εδρασμένη τόσο σε φιλειρηνικές παραδοχές
–δηλαδή προσκόλληση στην διεθνή νομιμότητα– όσο και σε εμπράγματες διπλωματικές
και αμυντικές στάσεις. Στην άλλη πλευρά κείνται άλλοτε συγκλίνουσες και άλλοτε
αποκλίνουσες συνονθυλευματικές παραδοχές που αναμειγνύουν εκφυλισμένους
διεθνισμούς του παρελθόντος, θεωρήματα περί παγκοσμιότητας, μεταμοντέρνες
εκλογικεύσεις και λανθάνουσες ηγεμονικές παραδοχές που τείνουν να ταυτίζονται
της μιας ή άλλης δεσπόζουσας μεγάλης δύναμης. Εκατέρωθεν της κοίτης της
ελληνικής διπλωματικής ανηφόρας των δεκαετιών 1980, 1990 και 2000 –περίοδος που
στην Ελλάδα συμπίπτει με την άνθηση των διεθνών σπουδών, δηλαδή την επίκληση
εγκυρότητας από όσους φέρουν ακαδημαϊκούς τίτλους σε αυτό το γνωστικό πεδίο–
βρέθηκαν σχεδόν τα ίδια πολιτικά πρόσωπα και οι ίδιοι κάτοχοι επιστημονικών
τίτλων: Διαδοχικά είχαμε δημόσιες συζητήσεις που καταμαρτυρούν την ύπαρξη των
προαναφερθέντων παραδοχών και που αφορούσαν ζητήματα κορυφαίας διπλωματικής
σημασίας, συγκεκριμένα, την υποβολή αίτησης ένταξης, την ελληνική αποτρεπτική
στρατηγική, το ζήτημα της ισορροπίας στρατιωτικών δυνάμεων στο κεντρικό μέτωπο
και στην Κύπρο, το ζήτημα της ανάγκης ένταξης της Κύπρου ανεξαρτήτως λύσης και
στην συνέχεια το περιεχόμενο του περιβόητου πλέον σχεδίου Αναν.
Δική μου άποψη είναι ότι τιμούμε την μνήμη προσωπικοτήτων που
εξέλειπαν όπως του Γιάννου Κρανιδιώτη, αν εξετάζουμε σωστά και ορθολογιστικά
στάσεις και συμπεριφορές αυτών των φάσεων της ελληνικής πολιτικής και αν τις
προβάλλουμε στο παρόν και στο μέλλον. Ένα καίριο ερώτημα που χρήζει απάντησης
είναι το εξής: Πρέπει να έχουμε ή δεν πρέπει να έχουμε αναλυτική και πολιτική
μνήμη; Αν συμφωνούμε ότι πρέπει να έχουμε αναλυτική και πολιτική μνήμη και αν
λογικά σκεφτούμε ότι αφορά ζωτικά τις μελλοντικές αποφάσεις, τότε οι αναφορές
στον Γιάννο Κρανιδιώτη απαιτείται να εκτιμήσουν θέσεις και παραδοχές τις δύο
τελευταίες δεκαετίες και να τις προβάλουν στο μέλλον υπό το πρίσμα των εμπειριών
μας τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Εδώ, δεν θα επεκταθούμε, γιατί το είδος της
επετειακής μας εκδήλωσης δεν το επιτρέπει και γιατί προσωπικά επί χρόνια διεξάγω
έρευνα που θα καταλήξει σε σχετικές εξειδικευμένες δημοσιεύσεις. Ακριβώς, μια
ψύχραιμη, αντικειμενική και τίμια αποτίμηση είναι χρήσιμη για το παρόν και για
τις μελλοντικές διπλωματικές επιλογές σε όλο το φάσμα της ελληνικής εξωτερικής
πολιτικής.
Στο παρόν σύντομο κείμενο, λοιπόν, αφού παραθέσω –κυρίως εντός σημειώσεων– μικρά
αποσπάσματα θέσεων του Γιάννου Κρανιδιώτη που υποδηλώνουν τον σκοπό, τις
προσεγγίσεις και τις μεθοδεύσεις, θα υπογραμμίσω συντομογραφικά την διαδρομή και
την κατάληξη των προσπαθειών ειρηνικής επίλυσης των ελληνοτουρκικών προβλημάτων.
Τρία είναι τα σκέλη της εθνικής στρατηγικής στην οποία ο Κρανιδιώτης μαζί με
άλλους πρωταγωνίστησε στον στοχαστικό, στον πολιτικό και στον διπλωματικό στίβο.
Πρώτον, επιδίωξη μιας βιώσιμης λύσης. Δεύτερον, δημιουργία των προϋποθέσεων
παραγωγικών και αποτελεσματικών διαπραγματεύσεων που οδηγούν σε μια βιώσιμη
λύση. Τρίτον, διπλωματικές επιλογές εφαρμογής αυτών των σκοπών.
Ο Γιάννος Κρανιδιώτης, πρωταγωνιστώντας και ευθυγραμμισμένος
με όσους υποστήριζαν την ευρωπαϊκή λύση, υποστήριζε παράλληλα την στρατιωτική[2]
και διπλωματική ισορροπία που θα επέτρεπε την εφαρμογή μιας τέτοιας στρατηγικής.
Είναι απολύτως αναγκαίο να κατανοήσουμε τον τρόπο που οι θέσεις του Κρανιδιώτη
για το περιεχόμενο μιας βιώσιμης λύσης και της προσεγγίσεις εκπλήρωσής της
σχετίζονται με την περίοδο 2000-2004 αλλά και την σημερινή, μια δηλαδή δεκαετία
μετά τον θάνατό του. Τα δύο κρίσιμα ερωτήματα που απαιτείται να τύχουν
ενδελεχούς και ορθολογιστικής απάντησης είναι η εξής: Πρώτον, γιατί στην Ελλάδα
καταπολεμήθηκε η υποβολή αίτησης ένταξης, η ένταξη ανεξαρτήτως λύσης και η
αμυντική ενίσχυση της ελληνικής πλευράς που θα επέτρεπε την επιτυχία αυτής της
στρατηγικής. Δεύτερον, όταν παρά τις αναμενόμενες αντιξοότητες ολοκληρώθηκαν οι
διαπραγματεύσεις ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ με ειλημμένη απόφαση
να ενταχθεί την 1η Μαίου 2004 «ανεξαρτήτως λύσης», γιατί η ελληνική πλευρά δεν
αξίωσε από τα Ηνωμένα Έθνη όπως οι προτάσεις που θα υποβάλλονταν θα ήταν
σύμφωνες με την διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα;
Τα ερωτήματα τίθενται γιατί επιτυχία θα είχαμε αν όχι μόνο
εντασσόταν η Κύπρος στην ΕΕ αλλά και αν αυτό είχε ως συνέπεια διαπραγματεύσεις
που θα οδηγούσαν σε μια βιώσιμη λύση στην Κύπρο και σε ευρύτερες
διαπραγματεύσεις σταθεροποίησης των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ακόμη πιο
σημαντικό, οι πρώτες εκδοχές του σχεδίου Αναν που γράφτηκε ως και εάν ελληνική
πλευρά την περίοδο 2000-2004 να μην διαβουλευόταν με τα Ηνωμένα Έθνη, προνοούσαν
την αναίρεση της ένταξης αν οι κύπριοι το απέρριπταν (η τελευταία παράγραφος που
στις επόμενες εκδοχές απαλείφθηκε). Το τελικά απορριφθέν σχέδιο Αναν οδήγησε σε
παρατεταμένο διπλωματικό αδιέξοδο τις συνέπειες του οποίου ακόμη βιώνουμε παρά
τις νέες διαπραγματεύσεις μετά την αποχώρηση του Τάσου Παπαδόπουλου οι οποίες,
επισημαίνουμε, μέχρι στιγμής δεν διεξάγονται στην βάση της διεθνούς και
ευρωπαϊκής νομιμότητας αλλά υπό το πρίσμα της «φιλοσοφίας» του σχεδίου Αναν η
οποία πριν την ένταξη όλοι απόρριπταν καθολικά. Η ένταξη σκοπό είχε να
αποκλείσει τέτοια πρωτόγνωρα πειράματα και όχι να τα καταστήσει βάση
διαπραγματεύσεων όπως σήμερα ισχύει.
Δική μας θέση είναι ότι η ένταξη θα ήταν μεγάλη επιτυχία
μόνο αν μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων πλήρους ένταξης της ΚΔ
«ανεξαρτήτως λύσης» θα καταφέρναμε αυτό το σημαντικό γεγονός να συνοδευτεί από
ένα σχέδιο των Ηνωμένων Εθνών που θα προνοούσε μια βιώσιμη λύση συμβατή τόσο με
την διεθνή όσο και με την ευρωπαϊκή νομιμότητα, στην οποία η Τουρκία επιδίωκε να
ενταχθεί (και συνεπακόλουθα υιοθετήσει)[3].
Αυτό δεν επιτεύχθηκε, γεγονός που αποτελεί μεγάλη αποτυχία και που ίσως αναιρεί
παντελώς τα οποιαδήποτε οφέλη της πλήρους ένταξης της ΚΔ στην ΕΕ. Επιπλέον, για
την Αθήνα, όλες αυτές οι προσπάθειες επί δύο δεκαετίες –και οι αναρίθμητες
παραχωρήσεις προς την Άγκυρα– θα είχαν πολιτικό νόημα μόνο αν επιλυόταν το
κυπριακό αλλά και επιπλέον εάν παράλληλες διαπραγματεύσεις επιτύγχαναν μια
μακρόχρονη σταθεροποίηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων στο σύνολό τους. Η
εκπλήρωση τέτοιων σκοπών ήταν θεμελιώδης επιδίωξη της στρατηγικής που είχε ως
άξονα την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ. Επειδή στην γραμμή αυτή κινήθηκαν όχι μόνο
διαδοχικές κυβερνήσεις της Κύπρου και της Ελλάδας επί μια δεκαετία αλλά και
πλήθος άλλων υποστηρικτών στον χώρο των δημόσιων συζητήσεων, η κατανόηση της
αποτυχίας είναι εξαιρετικά σημαντική υπόθεση.
Για να μην υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία του τι επιδιώκαμε,
δείγμα μόνο των δημόσιων τοποθετήσεων του Γιάννου Κρανιδιώτη είναι
διαφωτιστικές. Μεταξύ άλλων τόνισε, για παράδειγμα: «Η λύση θα [πρέπει να]
κατοχυρώνει, προκειμένου να είναι βιώσιμη, την πλήρη εφαρμογή του κοινοτικού
κεκτημένου, στο σύνολο του κυπριακού εδάφους μετά την παρέλευση ορισμένου
σύντομου χρόνου εφαρμογής των μεταβατικών ρυθμίσεων. Με το θέμα αυτό συνδέονται
και οι λύσεις που θα δοθούν στο συνταγματικό και κυρίως στο ζήτημα της
αναγνώρισης αρνησικυρίας στην τουρκοκυπριακή πλευρά. Το δικαίωμα αυτό πρέπει να
είναι απόλυτα περιορισμένο ώστε να μην απονευρώνει, τόσο την εκπροσώπηση της
Κυπριακής Δημοκρατίας στα κοινοτικά όργανα, όσο και τη λειτουργία των κοινοτικών
θεσμών και διαδικασιών…»[4].
Επίσης, «ζητήματα όπως η εθνική, πολιτιστική και γλωσσική ταυτότητα, η προστασία
των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η διασφάλιση του πλουραλισμού ιδεών και δράσεων, θα
είναι εγγυημένα στο πλαίσιο της Ε.Ε. και ο σεβασμός τους από όλα τα μέρη θα
τελεί υπό το μόνιμο έλεγχο του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων…»[5].
Αυτά, σημειώνω, εμπεριέχονται σχεδόν κατά λέξη στην νομικοπολιτικά πιο
εξειδικευμένη «Έκθεση εμπειρογνωμόνων για μια Ευρωπαϊκή λύση του κυπριακού», που
γράφτηκε το 2004-5 και της οποίας ο υποφαινόμενος και ο προεδρεύων συνάδελφος
Στέλιος Περράκης υπήρξαν συν-συγγραφείς μαζί με άλλους συναδέλφους από το
εξωτερικό και την Ελλάδα[6].
Όσον αφορά την βιωσιμότητα της λύσης και τον τρόπο που αυτή συναρτάται με τις
διεθνοπολιτικές προεκτάσεις, οι θέσεις του Γιάννου Κρανιδιώτη δεν αφήνουν
περιθώρια για υποθέσεις και ερωτήματα. Έβλεπε σωστά ότι η πολιτική αποτροπή,
ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ και ειρηνική επίλυση των διαφορών, αφορούσε πολλούς
άλλους και κυρίως την περιφέρεια στην οποία ανήκει η Ελλάδα, η Τουρκία και η
Κύπρος: «Η ένταξη της Κύπρου θα αποβεί επωφελής για ολόκληρο τον πληθυσμό, και
τους Ελληνοκυπρίους και τους Τουρκοκυπρίους. Θα συμβάλει στη σταθερότητα και την
ειρήνη, στη βελτίωση των σχέσεων Ελλάδας – Τουρκίας, στη βελτίωση των σχέσεων
της Τουρκίας με την ΕΕ. Η πορεία που ξεκινάει τώρα θα βοηθήσει όλους, ιδιαίτερα
τις χώρες της περιοχής. Στο πλαίσιο αυτό είναι που πρέπει να ενταχθούν και οι
πρωτοβουλίες των ΗΠΑ αλλά και της Ε.Ε. Θα πρέπει να δοθεί το μήνυμα ότι η λύση
της συνομοσπονδίας, των δύο χωριστών κρατών, της διπλής ένωσης σε τελευταία
ανάλυση θα οδηγήσει σε περαιτέρω ένταση και αναστάτωση, χειροτέρευση των σχέσεων
Ελλάδας-Τουρκίας και θα οδηγήσουν σε αστάθεια και απειλή της ειρήνης στην
περιοχή κάτι που δεν συμφέρει κανέναν»[7].
Αυτή η θέση, εκτιμώ, έπρεπε όταν η ένταξη ήταν ήδη
πραγματικότητα, να είναι η διαπραγματευτική σημαία της ελληνικής πλευράς. Αυτό
όχι μόνο για ιδιοτελείς λόγους που αφορούν τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα αλλά
κυρίως επειδή είναι μια συνεπής και ορθολογιστική στάση ενός κράτους που είναι
φιλειρηνικό και που υιοθετεί διπλωματικές επιλογές που αναζητούν σε διακρατικές
ρυθμίσεις οι οποίες δεν προκαλούν αναπαραγωγή και όξυνση των διενέξεων. Η
βιωσιμότητα της λύσης και η εφαρμογή της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας
έπρεπε και πρέπει να είναι η σημαία της ελληνικής διαπραγματευτικής θέσης αν
θέλουμε η διπλωματία μας να είναι ορθολογιστική και λογική.
Ο Βάσος Λυσσαρίδης, στενά και ποικιλοτρόπως συνδεδεμένος με
τον Γιάννο Κρανιδιώτη, σωστά επισημαίνει ότι δεν ευνοούσε μια ευρωπαϊκή πορεία
της Τουρκίας a la carte, όπως τελικά έγινε μετά τον θάνατό του, αλλά με σαφήνεια
και προφητικά καθόρισε τις προϋποθέσεις. Αναφερόμενος στις θέσεις του Γιάννου
Κρανιδιώτη υπενθυμίζει δηλώσεις του όπως: «Αν η Τουρκία δεν εναρμονισθεί με το
Ευρωπαϊκό κεκτημένο θα πρέπει με τη δική μας τακτική να βρίσκεται σε
αντιπαράθεση με την Ευρώπη», «Αν η Τουρκία δεν εναρμονισθεί με το Ευρωπαϊκό
κεκτημένο θα πρέπει με τη δική μας τακτική να βρίσκεται σε αντιπαράθεση με την
Ευρώπη». Υπενθυμίζει επίσης τον ολιστικό και όχι αποσπασματικό τρόπο που έβλεπε
τις διπλωματικές μας επιλογές: «Έθετε τρις προϋποθέσεις για την Ευρωπαϊκή πορεία
της Τουρκίας: (α) επίλυση του Κυπριακού στη βάση μιας δίκαιης, βιώσιμης και
λειτουργικής λύσης, (β) τερματισμό της επιθετικότητας στο Αιγαίο και (γ)
διασφάλιση των δημοκρατικών ελευθεριών. Προϋποθέσεις που εκκρεμούν.) «Δεν είναι
νοητό να μεταφράζουμε σε ομαλοποίηση την αποδοχή κατοχής και την παρασιώπηση
προκλήσεων στο Αιγαίο». Ο Λυσσαρίδης προχωρώντας σε εκτιμήσεις επί αυτών
συνεχίζει: «Σήμερα συχνά ο δήθεν ρεαλισμός ταυτίζεται με την προσαρμογή προς
πιέσεις πλανηταρχών και δορυφόρων και οι έννοιες ελευθερία και αξιοπρέπεια
λοιδορούνται. Ο Γιάννος Κρανιδιώτης, τόνισε ακόμη ο Λυσσαρίδης, πίστευε στην
απαγκίστρωση από την ένταση ως εφαλτήριο για τη διεύρυνση του ρόλου της Ελλάδας
αλλά σε καμιά περίπτωση ως κατολισθητού παράγοντα προς τις αξιώσεις της
Τουρκίας. Το όραμα Μεσανατολικής πολιτικής του που θα αναβαθμίζει τη σημασία της
Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό γίγνεσθαι παραμένει ορφανό. Κάτω από το μειλίχιο ύφος
υπήρχε ένας ασυμβίβαστος αγωνιστής σε θέματα αρχών και εθνικών συμφερόντων[8].
Ολοκληρώνοντας, και υπενθυμίζοντας την προγενέστερη θέση μου ότι η συζήτησή μας
εδώ αφορά ζητήματα βαθύτατων προεκτάσεων τις οποίες θα κατανοήσουμε καλύτερα αν
συνεχίσουμε την κριτική μας έρευνα γύρω από το επίμαχο ζήτημα, θα συνοψίσω τις
κύριες πτυχές, τις εκατέρωθεν θέσεις και την προβολή τους στο παρόν και στο
μέλλον. Οι δύο κάθετες πολιτικοστοχαστικές και πνευματικές παραδοχές τις οποίες
υπαινιχθήκαμε πιο πάνω και οι οποίες οδήγησαν σε οξύτατες δημόσιες
αντιπαραθέσεις, είναι, περιληπτικά, οι εξής:
Στην μια πλευρά είναι η παραδοσιακή θεώρηση η οποία κυριαρχεί
διεθνώς τόσο στον πολιτικοστοχαστικό χώρο όσο και στο πεδίο της πολιτικής των
κυβερνήσεων. Αναλύει το γεγονός ότι το διεθνές σύστημα και οι διεθνείς θεσμοί
είναι εθνοκρατοκεντρικού χαρακτήρα και ότι η διπλωματία απαιτείται να είναι
ορθολογιστική και συμβατή με την φύση του διεθνούς συστήματος και τα εθνικά
συμφέροντα των εμπλεκομένων κρατώ. Όχι βέβαια όλα τα διακηρυγμένα συμφέροντα
αλλά μόνο αυτά που είναι συμβατά με την διεθνή νομιμότητα. Η διεθνής νομιμότητα
απαιτείται να στηρίζεται από επαρκή διπλωματική και στρατιωτική ισχύ. Βασικές
παραδοχές[9]
είναι οι εξής: α) Τα κράτη είναι οι βασικοί δρώντες της διεθνούς πολιτικής και
οι διεθνείς θεσμοί που αυτά ορίζουν και αποδέχονται. β) Το Διεθνές σύστημα
τιμωρεί τα κράτη τα οποία είτε υπερεξαπλώνονται είτε παραλείπουν να στηρίξουν τα
ζωτικά τους συμφέροντα. γ) Η κυριαρχία (εσωτερική-εξωτερική αυτοδιάθεση και μη
επέμβαση εκτός των διεθνών θεσμών όπως προβλέπει το διεθνές δίκαιο) και η
συνεπαγόμενη διεθνής αναρχία (απουσία κυβέρνησης των κυβερνήσεων) διαμορφώνουν
τις δομές και υποχρεώνουν υιοθέτηση συγκεκριμένων στάσεων και αποφάσεων στην
διεθνή πολιτική. δ) Υπό συνθήκες απουσίας «κυβέρνησης των κυβερνήσεων» και της
συχνής αδυναμίας των διεθνών θεσμών να επιλύσουν ειρηνικά τις διαφορές μεταξύ
των κρατών, τα κράτη μεριμνούν για την ασφάλειά τους και επιδιώκουν
διαπραγματεύσεις υπό συνθήκες ισορροπίας. ε) Τα κράτη, ακόμη και εντός
συμμαχιών, όταν συνεργάζονται με άλλα κράτη δεν νοιάζονται μόνο για τα απόλυτα
κέρδη που θα αποκομίσουν αλλά και για τα σχετικά κέρδη. στ) Με δεδομένα και
καταμαρτυρούμενα τα αίτια πολέμου, στις διακρατικές σχέσεις δημιουργούνται
διλήμματα ασφαλείας. Οι θεσμοί που τα ίδια ορίζουν συχνά καθίστανται εξαρτημένες
μεταβλητές της ισχύος[10].
ζ) Θεμελιώδης συμπεριφορά των κρατών είναι η επιδίωξη ισορροπίας, συμμετρίας και
αμοιβαιότητας. Συναφώς, ένας μεγάλος κλάδος των στρατηγικών σπουδών τις
τελευταίες δεκαετίες, είναι η ανάλυση των πελατειακών σχέσεων (patron-client
relations). Κυρίως, τις στάσεις, συμπεριφορές και στρατηγικές μικρών και μεσαίων
δυνάμεων όταν επιχειρούν να σταθεροποιήσουν συμμετρικές συναλλαγές με
ισχυρότερα κράτη παρά την ασυμμετρία ισχύος.
Η κατανόηση αυτών των παραδοχών διευκολύνεται αν αναφερθούμε
και στις πολυσυζητημένες θέσεις ενός ταγού της διεθνούς θεωρίας, του Hans
Morgenthau[11].
Αναφερόμενος σε θεμελιώδεις στάσεις των φιλειρηνικών κρατών τονίζει
α) το
εθνικό συμφέρον ως υπέρτατο και έσχατο κριτήριο των διεθνών συναλλαγών και
διαπραγματεύσεων,
β) τις διπλωματικές στάσεις και συμπεριφορές που διέπονται από
σύνεση, αυτοσυγκράτηση, σωφροσύνη, υπευθυνότητα και προνοητικότητα,
γ) τις
εκατέρωθεν εκτιμήσεις των εθνικών συμφερόντων και όχι τις αισθητικές ή
συναισθηματικές στάσεις,
δ) την μέριμνα για ισορροπία ως προϋπόθεση εφαρμογής
των συνθηκών και των υποσχέσεων αλλά και ως προϋπόθεση διαπραγματεύσεων,
ε)
ορθολογιστική συνεκτίμηση όταν χαράσσεται μια στρατηγική των θέσεων, απόψεων και
των εθνικών συμφερόντων των άλλων κρατών (που είναι, ασφαλώς, συμβατά με την
διεθνή νομιμότητα) και
στ) ετοιμότητα να ικανοποιήσεις, υπό ορισμένες
προϋποθέσεις, τα συμφέροντα των άλλων κρατών που είναι συμβατά με το διεθνές
δίκαιο.
Αυτές και οι συμπαρομαρτούσες εκτιμήσεις και παραδοχές, σημειώνω,
εμπεριέχονται στις αναλύσεις και άλλων ταγών των διεθνών σπουδών όπως οι Carr,
Gilpin, Bull, Rawls et al[12].
Η δημιουργία προϋποθέσεων ειρηνικής επίλυσης των διαφορών
είναι, επίσης, κάτι που δεν μπορεί να υποτιμηθεί. Όπως συχνά έγραφε ο Hans
Morgenthau, tο δίλημμα της ηθικής στις διεθνείς σχέσεις είναι μεταξύ εθνικών
συμφερόντων ασύνδετων με την πολιτική πραγματικότητα και εθνικών συμφερόντων που
απορρέουν από την πολιτική πραγματικότητα. Δηλαδή, απαιτείται να δημιουργούνται
προϋποθέσεις πολιτικών πραγματικοτήτων από τις οποίες μπορούν να αντληθούν,
εκατέρωθεν, πολιτικά συμπεράσματα που οδηγούν σε βιώσιμες διαπραγματεύσεις και
σταθερές διευθετήσεις συμβατές με την διεθνή νομιμότητα. Ο Morgenthau
σταθεροποίησε τέσσερα κριτήρια διπλωματίας μεταξύ των κρατών[13]:
1) Η διπλωματία πρέπει να στερείται ιεραποστολικής και ιδεαλιστικής προαίρεσης.
2) Η διπλωματία πρέπει να ορίζεται με όρους εθνικού συμφέροντος και να
στηρίζεται σε επαρκή ισχύ. 3) Η διπλωματία πρέπει να αναλύει την διεθνή πολιτική
χωρίς να παραλείπει να συμπεριλάβει τις παραστάσεις εθνικού συμφέροντος των
άλλων κρατών. 4) Τα κράτη πρέπει να είναι έτοιμα να συμβιβαστούν επί όλων των
θεμάτων που δεν θίγουν τα ζωτικά συμφέροντα. Επιπλέον, οι πέντε προϋποθέσεις
συμβιβασμού, όπως συμπεραίνει ο Morgenthau, είναι: 1) Αποφυγή νομικίστικων και
προπαγανδιστικών θέσεων ή άσκοπων για την διεθνή πολιτική εκκλήσεων για δίκαια
και δικαιοσύνη. 2) Ποτέ μην βάλεις τον εαυτό σου σε θέση από την οποία δεν
μπορείς να υποχωρήσεις χωρίς να χάσεις την αξιοπρέπειά σου και την οποία δεν
μπορείς να εκπληρώσεις χωρίς να διατρέξεις θανάσιμους κινδύνους (Σημείωση. Γι’
αυτό έπρεπε να πείσουμε την Τουρκία μέσα από μια συνδυαστική χρήση διπλωματικών
μέσων και αποτρεπτικών αμυντικών μέσων). 3) Ποτέ μην επιτρέπεις σε ένα αδύναμο
σύμμαχο να λαμβάνει τις (στρατηγικές) αποφάσεις για εσένα. (Σχόλιο. Γι’ αυτό και
σε όλες τις ακαδημαϊκής αναλύσεις για την σύζευξη Ελλάδας-Κύπρου αναφερόταν ότι
απαιτείται το στρατηγικό πρόσταγμα να το έχει η Αθήνα όπως και την στρατηγική
ευθύνη – ο από κοινού προσδιορισμός των σκοπών είναι άλλη υπόθεση). 4) Οι
Ένοπλες δυνάμεις είναι το μέσο και όχι ο αφέντης της πολιτικής (γι’ αυτό ο
«πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα», σύμφωνα με την
Κλαουζετζιανή ρήση, και όχι το αντίθετο) 5) Η κυβέρνηση είναι ο επί κεφαλής της
δημόσιας γνώμης όχι ο σκλάβος της.
Πως τα πιο πάνω προεκτείνονται στις επίμαχες υποθέσεις στις οποίες ο Γιάννος
Κρανιδιώτης τυγχάνει να είχε βρεθεί στο μέσο των δημόσιων και κυβερνητικών
συζητήσεων και αποφάσεων; Κατ’ αρχάς, θα πρέπει οι πιο πάνω θέσεις να συγκριθούν
με τις ακριβώς αντίθετές τους που κυριάρχησαν στον ελληνικό πολιτικοστοχαστικό
διάλογο. Συγκεκριμένα, αντικρούστηκαν, ενίοτε μάλιστα με ασυνήθιστη βιαιότητα
επιχειρημάτων, οι θέσεις για την τριπλή στρατηγική που προαναφέραμε και που
προνοούσε υποβολή αίτησης ένταξης, επιδίωξη ισορροπίας, δημιουργία «κινήτρων»
αξιοπρεπούς συμβιβασμού όλων των εμπλεκομένων κρατών με τρόπο που ήταν συμβατός
με την διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα και διαπραγματεύσεις που θα εκπλήρωναν
αυτούς τους σκοπούς. Πρόκειται για τις επιλογές γύρω από τις οποίες έγινε μεγάλη
συζήτηση, στην οποία ο Γιάννος Κρανιδιώτης, αρχικά ως στοχαστής και στην
συνέχεια ως λειτουργός του κράτους και πολιτικός ηγέτης, πρωτοστάτησε.
Εξετάζοντας τα διαμειφθέντα και τις δημόσιες συζητήσεις, η τριπλή
στρατηγική[14]
στην οποία ο Γιάννος Κρανιδιώτης τελικά βρέθηκε να είναι κεντρικός συντελεστής,
περιστρεφόταν γύρω από τις εξής θέσεις: 1) Διαπραγματεύσεις ειρηνικής επίλυσης
και ανατροπής των τετελεσμένων χωρίς ισορροπία δυνάμεων και συμφερόντων είναι
ανέφικτη. 2) Απαιτείται να είναι πάντα διασφαλισμένη μια ισορροπία δυνάμεων στο
κεντρικό επίπεδο και τοπικά στην Κύπρο με προεκτεταμένη αποτροπή (extended
deterrence). Έτσι μόνο θα μπορούσαν να δημιουργηθούν «κίνητρα ορθολογιστικών
συμπεριφορών και διαπραγματεύσεων»[15].
Η υποβολή αίτησης ένταξης της Κύπρου με την ΕΕ θα δημιουργούσε δυναμική
διπλωματικών διεργασιών που θα διασύνδεαν την τουρκική συμπεριφορά. Διαρκής και
έμμονη αξίωση έπρεπε να ήταν η ειρηνική επίλυση των διαφορών στην Κύπρο και στις
διμερείς ελληνοτουρκικές σχέσεις σύμφωνα με την διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα.
Τα «κίνητρα» προς την Τουρκία για μια «αξιοπρεπή διέξοδο»
σήμαινε επιλογές που δημιουργούσαν: α) Υψηλό κόστος σε περίπτωση επιχείρησης
κατάληψης Κύπρου, β) υψηλότατο κόστος επίθεσης κατά της Ελλάδας ή σε περίπτωση
επέκτασης της διένεξης διμερώς λόγω σύγκρουσης στην Κύπρο (casus belli Ελλάδας
από 1983 και εντεύθεν), γ) «καρότο» θα ήταν η χείρα βοηθείας στην ενταξιακή
πορεία της Τουρκίας (όχι βεβαίως «δώστα όλα» παραμένοντας έτσι χωρίς
διαπραγματευτικά όπλα) υπό τον όρο ειρηνικής επίλυσης σύμφωνα με την διεθνή
νομιμότητα των «διαφορών» στην Κύπρο και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, δ) το
«ραβδί» θα ήταν το φάσμα αδιεξόδου και εγκλωβισμού Τουρκίας στην Κύπρο. Μια
τέτοια αξιόπιστη παράσταση θα καθιστούσε την αποχώρηση της Τουρκίας από την
Κύπρο (με ταυτόχρονη αποχώρηση της Ελλάδας) πολιτικά λογική και πολιτικά
εφαρμόσιμη (και στην Άγκυρα πολιτικά πειστική για όσους θα κατανοούσαν την
σημασία για τα δύο κράτη λόγω σταθεροποίησης των ελληνοτουρκικών σχέσεων).
Ακόμη, μια τέτοια δυναμική και μια στρατηγική εναρμονισμένη με τα διεθνή
δεδομένα, σημαίνει, δημιουργία, α) παραστάσεων στους τρίτους ενδιαφερόμενους ότι
η εφαρμογή της διεθνούς νομιμότητας είναι διέξοδος για όλους και ότι συνάδει με
τα εθνικά τους συμφέροντα και β) κατάρριψη των υποκριτικών ισχυρισμών περί
κινδύνων γιατί η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας κατοχυρώνει θεμελιώδη
δικαιώματα και τις ατομικές ελευθερίες που απορρέουν από τις διεθνείς συμβάσεις,
την ευρωπαϊκή έννομη τάξη και από τα εθνικά συντάγματα: «Τα ανθρώπινα δικαιώματα
παίζουν έναν κρίσιμο ρόλο στο διεθνές δίκαιο και στο ευρωπαϊκό δίκαιο. Η
Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα δεσμεύει την Κύπρο και την
Τουρκία. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει υποστηρίξει σε
αρκετές περιπτώσεις ότι από το 1974 η Τουρκία είναι άμεσα υπεύθυνη για συνεχείς
παραβιάσεις βασικών θεμελιωδών δικαιωμάτων με την κατοχή του βορείου τμήματος
της Κύπρου, την παρεμπόδιση εκτοπισμένων Ελληνοκύπριων πολιτών να επιστρέψουν
στα σπίτια και στην ιδιοκτησία τους ή να έχουν πρόσβαση σε αυτά και να τα
απολαμβάνουν, με την έλλειψη έρευνας για τη τύχη των χιλιάδων αγνοουμένων και με
την αποτυχία της να προστατέψει την ανεξιθρησκία και την ελευθερία έκφρασης.
Αυτές οι αποφάσεις, των οποίων το εύρος και η βαρύτητα είναι πρωτοφανή, δεν
έχουν υλοποιηθεί ακόμη. Επιπλέον, τα δικαιώματα που βρίσκονται ενσωματωμένα στην
Ευρωπαϊκή Σύμβαση αποτελούν θεμελιώδεις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία
βασίζεται στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού για τα
ανθρώπινα δικαιώματα και στο κράτος δικαίου. Η Ευρωπαϊκή έννομη τάξη, κατά
συνέπεια, τόσο μέσα από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, όσο
και μέσα από το κοινοτικό κεκτημένο, μας εφοδιάζει με το πιο αυστηρό και πιο
αποτελεσματικό σύστημα προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των
μειονοτήτων διεθνώς. Επιπλέον, τόσο η Κύπρος όσο και η Τουρκία μετέχουν στη
Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη, της οποίας το
άρθρο 1 κατοχυρώνει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, και στη Διεθνή Σύμβαση για την
Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων»[16].
Ένα ακόμη καίριο ζήτημα αφορά την ένταξη και τον τρόπο που θα
επηρέαζε θετικά τις ενδοκυπριακές διαπραγματεύσεις επειδή θα καθιστούσε άχρηστες
προγενέστερες αδιέξοδες πολιτικές επιλογές που επιβλήθηκαν εξαναγκαστικά αμέσως
μετά την τουρκική εισβολή το 1977 και το 1979. Από καιρό είχαν καταστεί βαρίδιο
των διαπραγματεύσεων και η επίκλησή τους προγραμματικά οδηγούσε σε αδιέξοδο: Η
ευρωπαϊκή έννομη και πολιτική τάξη προεκτεινόμενη σε όλη την επικράτεια της
Κυπριακής Δημοκρατίας, καθιστά τις διχοτομικές «συμφωνίες» του 1977 και 1979
ανενεργές και ξεπερασμένες και σωστή πρόταξη της ευρωπαϊκής νομιμότητας και
διαπραγματεύσεις σε όλα τα διπλωματικά επίπεδα, σε συνδυασμό με τις ευρωπαϊκές
φιλοδοξίες της Τουρκίας θα μπορούσε να είχε δημιουργήσει το 2000-2004
προϋποθέσεις για μια διέξοδο για όλους προς μια βιώσιμη λύση την οποία τόσο καλά
περιέγραφε ο Γιάννος Κρανιδιώτης στις θέσεις που προαναφέραμε. Με βάση την
αδρομερή και συνοπτική παράθεση θέσεων και θεωρήσεων σε αναφορά με
πραγματολογικά επαληθευμένα γεγονότα, συμπεραίνουμε ότι το παρελθόν είναι
διδακτικό. Η ειρηνική επίλυση των διαφορών και συνάμα η εφαρμογή της διεθνούς
και ευρωπαϊκής νομιμότητας προαπαιτούσε τόσο μια δυναμική στρατηγική –η οποία
υποστηρίχθηκε από πολλούς και η οποία ενόσω ζούσε ο Γιάννος Κρανιδιώτης λίγο
πολύ εφαρμοζόταν– όσο και μια πρόταξη θεμελιωδών αρχών ως αναγκαία και μη
εξαιρετέα προϋπόθεση βιώσιμων λύσεων.
Το γεγονός ότι αυτό δεν έγινε μετά τον θάνατο του Γιάννου
Κρανιδιώτη μας οδηγεί στην θέση του Πρέσβη Καραϊτίδη που προηγήθηκε στο πάνελ,
ότι δηλαδή αν ζούσε ο Γιάννης Κρανιδιώτης και στην βάση των στάσεων και θέσεών
του, είτε δεν θα υπήρχε το σχέδιο Αναν είτε θα είχε ένα άλλο περιεχόμενο.
Παραμένει το γεγονός ότι η υποβολή του σχεδίου αυτού και με το συγκεκριμένο
περιεχόμενο και την εκτρωματική φιλοσοφία που το χαρακτήριζε, παρ’ ολίγον να
είχε ανατρέψει την ένταξη. Στην συνέχεια, το αναπόφευκτο ΟΧΙ της κυπριακής
κοινωνίας τον Απρίλιο του 2004 καθήλωσε την κυπριακή και ελληνική διπλωματία σε
μια μειονεκτική θέση ενώ λογικά θα έπρεπε να είχαμε επιτύχει το αντίθετο, δηλαδή
την δημιουργία προϋποθέσεων για διαπραγματεύσεις στην βάση της διεθνούς και
ευρωπαϊκής νομιμότητας. Πολλά υποδηλώνουν ότι τα πράγματα κινούνται προς την
αντίθετη κατεύθυνση με ανυπολόγιστες συνέπειες τόσο για την Κύπρο, όσο και για
την ίδια την Ευρώπη αλλά και για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, όπως εύστοχα
προειδοποιούσε ο Γιάννος Κρανιδιώτης ότι θα συμβεί σε περίπτωση μη βιώσιμων
κρατικών πειραματισμών. Αν λοιπόν θέλουμε να διεξάγουμε ορθολογιστικές και
λογικές συζητήσεις περί το επίμαχο ζήτημα οι οποίες θα είναι διδακτικές για τα
μελλοντικά βήματα, απαιτείται να δούμε την αλήθεια κατάματα: Δεν υπήρξε
«επιτυχία» επειδή εντάχθηκε η Κύπρος στην ΕΕ γιατί όπως ισχυριστήκαμε πιο πάνω
με έμφαση «η ένταξη ανεξαρτήτως λύσης» προβλέφτηκε ήδη από τις αρχές της
δεκαετίες του 1990. Επιτυχία θα είχαμε αν η διπλωματία εκπλήρωνε τον κύριο σκοπό
της στρατηγικής μας, δηλαδή βιώσιμες διευθετήσεις στην Κύπρο και ευρύτερα στις
ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αυτό είχε αρκετές πιθανότητες να εκπληρωθεί,
επαναλαμβάνουμε, αν σθεναρά προτασσόταν η διεθνής και ευρωπαϊκή νομιμότητα μετά
την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων ένταξης γύρω στο 2001. Τώρα, γιατί αυτό δεν
έγινε από την ελλαδική και κυπριακή πλευρά είναι ένα πολύ μεγάλο ερώτημα. Αν δεν
το απαντήσουμε είμαστε στο σκοτάδι και αυτό βλάπτει. Το ερώτημα ποτέ δεν έπρεπε
να ήταν κατά πόσο το σχέδιο Αναν όπως προτάθηκε είναι καλό ή κακό. Ήταν το
χειρότερο δυνατό γιατί παραβίαζε συλλήβδην την διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα
και αναπόδραστα θα προκαλούσε μύρια δεινά σε όλους. Για να το πούμε διαφορετικά,
ενώ η ένταξη θα μπορούσε να γίνει η μεγαλύτερη διπλωματική επιτυχία του
νεοελληνικού κράτους οι χειρισμοί την περίοδο 2000-2004 την κατέστησαν μια
μεγάλη αποτυχία η οποία στον βαθμό που οι τάσεις δεν αντιστραφούν ενδέχεται να
εξελιχθεί στην μεγαλύτερη καταστροφή μετά το 1922 (αυτό θα ισχύσει αν όπως
προειδοποίησε ο Γιάννος Κρανιδιώτης μια εκτρωματική λύση οδηγήσει σε
αιματοχυσίες, εκτοπισμούς, διεύρυνση της διένεξης και κατάρρευση των προσδοκιών
για σταθεροποίηση της περιφέρειάς μας. Όσον αφορά το σχέδιο Αναν, το ερώτημα που
πρέπει να απαντηθεί είναι το εξής: Γιατί δεν απετράπη η υποβολή του και γιατί
δεν επιτύχαμε ένα άλλο με αποδεκτό περιεχόμενο και γιατί πολλά χρόνια μετά την
απόρριψή του δεν αξιώνουμε ανένδοτα και ανυποχώρητα κάτι που άλλοι δεν μπορούν
να απορρίψουν, δηλαδή την εφαρμογή της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας ως
την μόνη διέξοδο ειρηνικής επίλυσης του κυπριακού ζητήματος και των
ελληνοτουρκικών προβλημάτων.
[1]
Τα θέματα αυτά, αν και όχι ρητά σε αναφορά με την πορεία του νεοελληνικού
κράτους, έχουν αναλυθεί εκτεταμένα στο Κοσμοθεωρία των Εθνών, Συγκρότηση
και συγκράτηση των κρατών, της Ευρώπης και του κόσμου (Ποιότητα, Αθήνα
2009)
[2]
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο ΓΚ συνταυτιζόταν απόλυτα με την αντίληψη
ότι γόνιμες και περιεκτικές διαπραγματεύσεις απαιτούν ισορροπία δυνάμεων.
Έτσι, για την αμυντική κάλυψη της Κύπρου, δήλωνε: «Για την ανωμαλία στην
Κύπρο δεν ευθύνεται η αμυντική προσπάθεια της κυπριακής κυβέρνησης. Έχει
προκληθεί από τη συνεχή στρατικοποίηση των κατεχομένων από την τουρκική
πλευρά, με όπλα αμερικανικής προέλευσης κατά παράβαση και της αμερικανικής
νομοθεσίας. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η Κυπριακή Δημοκρατία έχει το
δικαίωμα και την ευθύνη να ενισχύει την αμυντική της ικανότητα για την
αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής. Αρωγός της Κύπρου προς την κατεύθυνση
αυτή παραμένει η Ελλάδα, της οποίας η αποφασιστικότητα να συμβάλει στην
ενίσχυση των αποτρεπτικών δυνατοτήτων της Κυπριακής Δημοκρατίας
αντανακλάται μέσα από το Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα». Γ.Κρανιδιώτης, Τρεις
διπλωματικοί δίαυλοι για προώθηση του Κυπριακού, ομιλία στο «Σπίτι της
Κύπρου» το 1998, δημοσιευμένη και αναρτημένη σε πολλούς δικτυακούς τόπους,
βλ.
http://www.cyprusnet.gr/ske/SkePages/PAGE72.html και
http://infognomonpolitics.blogspot.com/2009/09/blog-post_7678.html. Όπως
ήδη αναφέραμε, είναι σωστό και ορθολογιστικό να εξεταστούν οι θέσεις και οι
στάσεις για το ίδιο θέμα όλων των εμπλεκομένων κατά την διάρκεια των
δεκαετιών του 1980 και 1990.
[3]
Ο υποφαινόμενος σε πολλές δημοσιεύσεις και υπηρεσιακά σημειώματα ως δημόσιος
λειτουργός ή ακαδημαϊκός την περίοδο 1988-1992 ανέλυσε τους λόγους για τους
οποίους η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ θα γινόταν «ανεξαρτήτως λύσης». Όπως
υποστήριζα, συντρέχουν οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας, οι συμβάσεις
των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι αποφάσεις άλλων διεθνών θεσμών και οι
δημόσιες θέσεις πολλών δεκαετιών της ΕΕ για το διεθνές δίκαιο και τα
ανθρώπινα δικαιώματα. Η ευρωστία της οικονομία της Κυπριακής Δημοκρατίας,
εξάλλου, καθιστούσε τα κεφάλαια των οικονομικών τομέων σχετικά εύκολη
υπόθεση. Οι εκτιμήσεις αυτές που έγιναν την περίοδο 1989-1991 επαληθεύτηκαν
πλήρως. Με αυτά τα δεδομένα και δεδομένου ότι η ΕΕ είναι πρωτίστως ένας
νομικός δρων και λιγότερο ένας συλλογικός διπλωματικός ή πολιτικός δρων,
καθιστούσε την αποδοχή της ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας μονόδρομο και
αλλόκοτο ή αδύνατο την απόρριψή της. Πολλές θέσεις συνοψίστηκαν στο δικό μου
πρώτο μέρος του βιβλίου Η ένταξη της Κύπρου στην ΕΟΚ (Παπαζήσης
1991) που γράφτηκε για να αντικρούσει το βιβλίο του ΕΛΙΑΜΕΠ με τίτλο Η
ένταξη της Κύπρου στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, χρονικό και αποτίμηση
μιας πρότασης Ελληνικό Ίδρυμα Αμυντικής και Εξωτερικής Πολιτικής –
ΕΛΙΑΜΕΠ). Στο βιβλίο γίνεται εκτενέστατη ανάλυση των θέσεων του Γιάννου
Κρανιδιώτη και του Θεόδωρου Πάγκαλου την περίοδο αυτή και αιτιολογημένη
κριτική αυτών που αντέκρουαν την υποβολή αίτησης ένταξης, καθώς και
παραπομπές στην σχετική συζήτηση στον Οικονομικό Ταχυδρόμο τέλος της
δεκαετίας του 1980 και αρχές της δεκαετίας του 1990 –βλ. για παράδειγμα τα
τεύχη 9.11.2009 και 11.07.2009– που επεκτάθηκε στην συνέχεια και στα
υπόλοιπα μέσα πληροφόρησης, σε άρθρα και βιβλία. Λίγο πριν την δημοσίευση
των προαναφερθέντων βιβλίων προηγήθηκε συζήτηση κατ’ αντιπαράθεση σε ημερίδα
που διοργάνωσε το ΕΛΙΑΜΕΠ με τον υποφαινόμενο στο κτίριο της ΕΕ στην
Βασιλίσσης Σοφίας στις 13.6.1990, με τον υποφαινόμενο από την μια πλευρά και
τους συντελεστές του ΕΛΙΑΜΕΠ που αντέκρουαν την υποβολή αίτησης ένταξης, από
την άλλη. Τονίζεται ακόμη κάτι πολύ σημαντικό: Ανάγνωση των εκτεταμένων
πολιτικοστοχαστικών θέσεων και στάσεων γύρω από αυτό το ζήτημα την περίοδο
1988-1992 ετίθετο και ένα ακόμη καίριο ερώτημα της ελληνικής διπλωματίας:
Κατά πόσο η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ αποτελούσε σταθμό για μια πολιτική
ανάδειξης των εθνικών συμφερόντων σύμφωνα με την διεθνή και ευρωπαϊκή
νομιμότητα ή κατά πόσο, αντίθετα, η ΕΕ θα εκλαμβανόταν ως ένας Ενιαίος
Πολιτικός και Διπλωματικός δρων (που ποτέ δεν υπήρξε και καμιά τάση τότε ή
τώρα δεν έδειχνε ή δείχνει ότι τεκμηριώνει μια τέτοια θέση). Όπως πιο πάνω
και επανειλημμένα τονίσαμε στο παρελθόν, η ΕΕ είναι πρωτίστως και κυρίως
ένας εξαιρετικά σημαντικός νομικοπολιτικός δρων που εδραιώνει την ευρωπαϊκή
νομιμότητα ως ένα επισφαλές μεν αλλά υποδειγματικό δε μετανεοτερικό
παράδειγμα. Για αποκρυστάλλωση αυτής της θέσης στα ύστερα κείμενα του
υποφαινόμενου βλ. το κεφ. 6, Κοσμοθεωρία των Εθνών, ό.π. Στο υπό
συζήτηση θέμα της Κύπρου στην ΕΕ, τα εκατέρωθεν επιχειρήματα αφορούσαν
καίρια το εξής: Επιδιώκουμε την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας ανεξαρτήτως
λύσεως και λίγο πριν ή λίγο μετά την ένταξη διεκδικούμε την εφαρμογή της
διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας ως προσέγγιση ειρηνικής επίλυσης; Ή,
αντίθετα, θεωρούμε την Ελλάδα ως περίπου αδιαφοροποίητο συντελεστή ενός
κοινωνικά και πολιτικά ενοποιημένου ευρωπαϊκού χώρου εντός του οποίου η
διεκδίκηση των εθνικών συμφερόντων –για παράδειγμα η ένταξη της ΚΔ στην ΕΕ–
είναι περίπου απαγορευμένη στάση. Περιττό να πω ότι ακούστηκαν και
χονδροειδή επιχειρήματα του είδους «η υποβολή της αίτησης ένταξης είναι
αντιευρωπαϊκή στάση που θα μας καθιστούσε μαύρο πρόβατο», «η επιδίωξη
ισορροπίας δυνάμεων στο Αιγαίο και στην Κύπρο είναι εθνικιστική ή και
πολεμοκάπηλη στάση» και η επιδίωξη της εφαρμογής της διεθνούς και ευρωπαϊκής
νομιμότητας περίπου εξωπραγματική και ριψοκίνδυνη αν όχι άκρως επικίνδυνη.
[4]
Γ.Κρανιδιώτης, Λευκωσία Απρίλιος 1997, αναρτημένο στην διεύθυνση
http://www.opek.org.cy/kranidiotis_tools/kranidiotis_bio.htm.
[5]
Γ.Κρανιδιώτης, Αθήνα, Δεκέμβριος 1997, αναρτημένο στην διεύθυνση
http://www.opek.org.cy/kranidiotis_tools/kranidiotis_bio.htm. Παρομοίως,
σε άλλη περίπτωση, απαντώντας στον κ Θοδωρή Κουλουμπή σε ημερίδα του
ΕΛΙΑΜΕΠ, ο ΓΚ σημειώνει ότι «Υπάρχει μια μεγάλη διαφορά μεταξύ λύσης του
Κυπριακού και κλεισίματος… Ένα κλείσιμο του Κυπριακού ασφαλώς δεν λύνει το
πρόβλημα, το διαιωνίζει και το περιπλέκει. Υποθηκεύει την τύχη του Κυπριακού
ελληνισμού, και στην συνέχεια επηρεάζει και την τύχη του υπόλοιπου
ελληνισμού. Μια κακή λύση του Κυπριακού που θα δώσει δικαιώματα
επικυριαρχίας στην Τουρκία επί της Κύπρου θα μεταβάλει την Τουρκία σε μια
μεγάλη δύναμη της περιοχής. Η εξέλιξη αυτή θα δημιουργήσει γενικότερους
κινδύνους και απειλές για όλα τα κράτη της περιοχής και ειδικότερα για την
Ελλάδα. Οι συνέπειες για το Αιγαίο και τη χώρα θα είναι μοιραίες. Υπάρχει
λοιπόν άμεση σύνδεση μεταξύ Κύπρου και Ελλάδας. Σύνδεση η οποία έχει σχέση
και με την εθνική ασφάλεια της Ελλάδας.». Συνεχίζει, «Όσον αφορά, τέλος, τα
θέματα που έθεσε ο κύριος Κουλουμπής, για το δίλημμα του είδους «μπροστά
γκρεμός και πίσω ρέμα», , «ναι, είναι δύσκολη η σημερινή φάση. Το δίλημμα
όμως δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Από τη μία πλευρά υπάρχει ο κίνδυνος
να υπογράψουμε κάτι το οποίο να δεσμεύει τον ελληνισμό για πάντα, δηλαδή να
καταδικάσουμε τον κυπριακό ελληνισμό, και από την άλλη πλευρά, αν δεν
υπογράψουμε, ενδεχομένως να έχουμε αναγνωρίσεις του ψευδοκράτους του
Ντεντκάς. Να έχουμε ίσως κρίση στο εσωτερικό μέτωπο και τις διεθνείς
πιέσεις. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι ψευτοδίλημμα διότι με το να αποδεχτώ
το σχέδιο δεν αποφεύγω τίποτα. Αντίθετα, είναι σαν να αναγνωρίζω πρώτος εγώ
το ψευδοκράτος του Ντενκτάς». Για τις προτάσεις Γκουεγιάρ που τότε
βρίσκονταν στο προσκήνιο ο Γιάννος έγραψε: «οι ρυθμίσεις που προβλέπει ο
Κουέγιαρ στο σχέδιό του είναι βέβαιο ότι δεν θα μπορέσουν να εφαρμοστούν
ούτε να φέρουν ειρήνη στο νησί. Αντίθετα, θα οδηγήσουν σε νέα αδιέξοδα και
νέες προστριβές τόσο μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας όσο και μεταξύ των
εμπλεκομένων μερών στην Κύπρο. Το ζητούμενο είναι ότι η οποιαδήποτε λύση θα
πρέπει να ικανοποιεί τις επιταγές του δικαιούχου και να εξασφαλίζει τη
βιωσιμότητά της. Είναι κακή λύση του Κυπριακού αυτή που θα “νομιμοποιεί” στα
χαρτιά λεπτές και εύθραυστες ισορροπίες που θα πυροδοτούν συνεχώς στην πράξη
νέες αμφισβητήσεις και οξύτητες». Στην ίδια συνάντηση ο αείμνηστος Κρατερός
Ιωάννου τόνισε τους αναμενόμενους κινδύνους αν εξουδετερωθεί η κυριαρχία της
ΚΔ ενώ παρέπεμψε στον Κώστα Οικονομίδη που είχε δηλώσει με νόημα πως «αν
αποδεχθούμε την εμπλοκή μας σε διαπραγματεύσεις που προτείνει ο γ.γ.
απεμπολούμε πλέον και τον τελευταίο μας σύμμαχο και μένουμε εντελώς άοπλοι».
Βλ. αφιέρωμα του «Επενδυτή», 8-11 Απριλίου 2004, αναρτημένο στην διεύθυνση
http://www.antibaro.gr/anan/ependuths.htm.
[6]
Βλ.
“Πλαίσιο Αρχών για
μια δίκαιη λύση και βιώσιμη λύση του Κυπριακού με γνώμονα το Διεθνές και
Ευρωπαϊκό Δίκαιο”, από το Διεθνές Συμβούλιο Εμπειρογμωμόνων συκληθέν από την
Πανελλήνια Επιτροπή για Ευρωπαϊκή Λύση του Κυπριακού”,
δημοσιευμένη στην Καθημερινή το 2005. Αναρτημένη σε 5 γλώσσες στην διεύθυνση
http://www.ifestosedu.gr/32RuleofLaw.htm. Ο προεδρεύων της ημερίδας
Στέλιος Περράκης και ο υπογράφων υπήρξαν συνσυγγραφείς αυτής της Έκθεσης,
μαζί με άλλους συναδέλφους τους από την άλλη και το εξωτερικό. Το κείμενο
αυτό αποτελεί και μια πρωτότυπη και ακριβή μελέτη για την έννοια «διεθνής
και ευρωπαϊκή νομιμότητα». Δεν αντικρούστηκε παρά μόνο με αξιολογικές θέσεις
ιδεολογικοπολιτικού χαρακτήρα και σε επιφυλλίδες εφημερίδων. Παραμένει όμως
το καίριο ερώτημα που ήδη θέσαμε εντός κειμένου: Γιατί η ελληνική πλευρά την
περίοδο 2000-2004, αντί να αποδεχθεί την σύνταξη του σχεδίου Αναν από
πολιτικά μη ελεγχόμενους υπαλλήλους του ΟΗΕ και αξιωματούχους της Μεγάλης
Βρετανίας, δεν αξίωσε και δεν απαίτησε την σύνταξη σχεδίου συμβατού με την
διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα; Γιατί δεν συνέταξαν μια τέτοια
νομικοπολιτικά ακλόνητη θέση οι υπηρεσίες του ελληνικού και κυπριακού
κράτους και γιατί πλήθος νομικών, συνταγματολόγων και διεθνολόγων αντί με
δεοντολογική αυστηρότητα να κρίνουν τα πολλά σχέδια Αναν υπό το πρίσμα της
διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας, διατύπωσαν δημοσίως λανθασμένες
επιστημονικές θέσεις στολισμένες με ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις που
συνταυτίζονταν με την διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την παντοτινή
καθυπόταξη της ανεξαρτησίας ενός κράτους μέλους της ΕΕ. Αν έχει κάποιο νόημα
να προβληματιζόμαστε για την πορεία του Γιάννου Κρανιδιώτη αν δεν πέθαινε,
είναι να προβάλουμε την πιθανή στάση του στις προτάσεις που ακολούθησαν την
ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων ένταξης, στην βάση των θέσεων που είχε
διατυπώσει την περίοδο του 1980 και 1990.
[7]
Ό.π.
[8]
Τα εντός εισαγωγικών και ta verbatim από την ιστοσελίδα του Βάσου Λυσσαρίδη,
http://www.lyssarides.com/main.shtml.
[9]
Μερικές πτυχές αυτής της συνόψισης των εκατέρωθεν παραδοχών αντλεί κυρίως
από το Grieco Joseph, «Anarchy and the limits of
Cooperation: a Realist Ctitique of the Newest Liberal Institutionalism»,
International Organization, vol. 42, no 3, Summer 1988. Επαυξάνονται
και με δικές μου επισημάνσεις και αναφορές σε άλλους στοχαστές.
[10]
Τα ζητήματα αυτά έχουν εξεταστεί και επαληθευτεί σε αναρίθμητες μελέτες που
κτίζουν την επιστημονική μελέτη των διεθνών σχέσεων πάνω στα θεμέλια του
Παραδοσιακού Παραδείγματος. Εδώ σημειώνω μόνο ότι η εκκόλαψη, προώθηση και
προσπάθεια επιβολής του σχεδίου Αναν ενάντια στην διεθνή και ευρωπαϊκή
νομιμότητα αποτελεί μοναδική περίπτωση στο πλαίσιο της οποίας μπορούν να
ελεγχτούν οι πλείστες υποθέσεις για τον χαρακτήρα και τις λειτουργίες του
διεθνούς συστήματος και τα παρεμβαλλόμενα αίτια πολέμου που εμποδίζουν την
εφαρμογή του διεθνούς δικαίου. Πιο πάνω σημειώθηκε ήδη ότι στον ελληνικό
πολιτικοστοχαστικό χώρο η εξέταση θέσεων, στάσεων και συμπεριφορών που
αφορούσαν την εθνική στρατηγική της Ελλάδας μπορεί να φωτίσει πλήρως αυτές
τις πτυχές που αφορούν τον χαρακτήρα και τις λειτουργίες του διεθνούς
συστήματος.
[11]
Βλ. Morgenthau J. Hans, Politics Among Nations: The
Strunggle for Power and Peace (Alfred Knopf, NY, 1948,1978, 5th ed.).
Το βιβλίο κυκλοφορεί στα ελληνικά (εκδόσεις Ποιότητα) το 2010.
[12]
Μερικά από αυτά τα εμβληματικά βιβλία έχουν κυκλοφορήσει στα Ελληνικά. Βλ.
Bull Hedley, Η Άναρχη Κοινωνία, Μελέτη της
Τάξης στη Παγκόσμια Πολιτική (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2001)
Carr H.
Edward,
Η Εικοσαετής Κρίση, Εισαγωγή στη Μελέτη των Διεθνών Σχέσεων (Εκδόσεις
Ποιότητα, Αθήνα 2000),
Gilpin Robert,
Πόλεμος και Αλλαγή στην διεθνή πολιτική (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα
2004), Rawls J.
Το Δίκαιο των Λαών (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2002).
[13]
Η ανάλυση βρίσκεται στο τελευταίο μέρος του βιβλίου του Morgenthau, ό.π.
[14]
Για δοκίμια του υποφαινόμενου που αναλύουν αυτή την στρατηγική βλ. το
δοκίμιό μου στο βιβλίο Αλεξάνδρου Χρ. / Μαλκίδης Θ. (επιμ), Προκλήσεις
Ασφαλείας για την Ελλάδα και την Κύπρο (|Εκδόσεις Παπαζήση 2008). Επίσης
το επεξεργασμένο δοκίμιο παρέμβασης σε ημερίδας τα πρακτικά της οποίας
δημοσιεύτηκαν στο στο Περράκης Στέλιος (Επιμ.) Μνήμη Γιάννου Κρανιδιώτη
(Εκδόσεις Σάκκουλα – Πάντειον Πανεπιστήμιο 2005), σελ. 35-44.
[15]
Στις στρατηγικές σπουδές και στην θεωρία της αποτρεπτικής στρατηγικής τα
εντός εισαγωγικών είναι κεντρικές έννοιες που εξετάζονται νυχθημερόν υπό το
πρίσμα του χαρακτήρα και των λειτουργιών του διεθνούς συστήματος και των
προϋποθέσεων ειρηνικής επίλυσης των διαφορών. Στην ελληνική βιβλιογραφία βλ.
Π. Ήφαιστος / Αθ. Πλατιάς, Ελληνική Αποτρεπτική Στρατηγική (Εκδόσεις
Παπαζήση 1992).
[16]
Έκθεση εμπειρογνωμόνων ό.π., στην διεύθυνση
http://www.ifestosedu.gr/32RuleofLaw.htm
Παναγιώτης
Ήφαιστος
Καθηγητής,
Διεθνείς Σχέσεις-Στρατηγικές
Σπουδές
Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών
www.ifestos.edu.gr —
www.ifestosedu.gr —
info@ifestosedu.gr —
info@ifestos.edu.gr
.