Ξεκαθαρίζει η στρατηγική της Τουρκίας στη Μ. Ανατολή και τη ΝΑ Μεσόγειο
Του Σάββα Καλεντερίδη*
Όταν τον Ιανουάριο του 2009 ο πρωθυπουργός της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, άφηνε άναυδο τον Ισραηλινό ομόλογό του, Σιμόν Πέρες, και εγκατέλειπε το φόρουμ στο Νταβός, στο οποίο συμμετείχαν αμφότεροι, με συντονιστή τον αρμενικής καταγωγής δημοσιογράφο Ντέιβιντ Ιγνάτιους, όλοι προσπαθούσαν να δώσουν εξήγηση για την πρωτοφανή για τα διπλωματικά ειωθότα κίνηση του Τούρκου πρωθυπουργού.
Οι περισσότερες εξηγήσεις συνέκλιναν στο γεγονός ότι ο Ερντογάν ήθελε να δείξει τη δυσφορία του για τη σφοδρή και πολυαίμακτη επίθεση που είχε εξαπολύσει το Ισραήλ εναντίον
της Λωρίδας της Γάζας, μόλις ένα μήνα πριν το διπλωματικό επεισόδιο. Άλλοι αναλυτές, πάλι, μιλούσαν για προσχεδιασμένοι ενέργεια που είχε ως στόχο την ηρωοποίηση του Ερντογάν στον αραβικό και τον μουσουλμανικό κόσμο.
Όλες οι παραπάνω εξηγήσεις ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά κάπου έπασχαν και δεν ήταν πειστικές. Και αυτό γιατί η κίνηση του Ερντογάν έθετε τις ‘βάσεις’ μιας απότομης στροφής στις τουρκο-ισραηλινές σχέσεις, που από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ ήταν περίπου σχέσεις ‘μάνας-παιδιού’.
Αν μελετούσε κανείς με προσοχή τον τουρκικό τύπο την περίοδο εκείνη, θα έβλεπε ότι διπλωματικές πηγές στην Άγκυρα δεν απέδιδαν την σφοδρή και οργίλη αντίδραση του Ερντογάν στην επίθεση του Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας, αλλά στην απότομη υπαναχώρηση από την ειρηνευτική διαδικασία με τη Συρία, στην οποία η Τουρκία είχε επενδύσει πολλά και διεκδικούσε ρόλο ρυθμιστή, όπως ρόλο ρυθμιστή διεκδικούσε και στο Παλαιστινιακό αλλά και στη διαδικασία επίλυσης των προβλημάτων που υφίστανται μεταξύ Ισραήλ και Λιβάνου. Και ο ρόλος αυτός τινάχτηκε στον αέρα με την επίθεση στη Γάζα, η οποία, όπως φαίνεται, ήταν η αφορμή και όχι η αιτία. Δηλαδή, πίσω από την αντίδραση του Ερντογάν, δεν κρυβόταν ο πόνος του ιδίου και των Τούρκων για το δοκιμαζόμενο λαό της Παλαιστίνης ή για την τύχη των υψωμάτων του Γκολάν, αλλά η στρατηγική της Άγκυρας να εμπλακεί ενεργά και καθοριστικά στις πολιτικο-διπλωματικές διαδικασίες της Μέσης Ανατολής, με σκοπό να αποτρέψει αυτά που συμβαίνουν στις μέρες μας και εννοούμε τις κινήσεις που γίνονται για την εκμετάλλευση των υποθαλασσίων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου στη ΝΑ Μεσόγειο και όχι μόνο.
Η Τουρκία διακατέχεται από το σύνδρομο του αποκλεισμού από τις ανοιχτές θάλασσες, από ποιόν άλλον, από τους ‘κακούς Έλληνες’ αλλά και από τη Δύση, που συνωμοτεί εις βάρος της, όπως προσφιλώς αρέσκονται να χαρακτηρίζουν την ιστορική διεθνή πραγματικότητα που έχει καθορίσει τα ίδια της τα σύνορα και το διεθνές νομικό πλαίσιο που αφορά το Δίκαιο της Θάλασσας, που, είναι αλήθεια, δεν της δίνει για εκμετάλλευση τις θαλάσσιες περιοχές που θα επιθυμούσαν οι ίδιοι οι (παραδοσιακά) άπληστοι Τούρκοι. Όμως, τί να κάνουμε, αυτά έχει η ζωή. Θα μπορούσαν να είναι και πολύ χειρότερα τα πράγματα για την Τουρκία -που μάλλον ξεχνάει ότι ήταν με την πλευρά των ηττημένων στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο- αν η Ελλάδα και η ‘κακή’ Δύση χειριζόταν λίγο διαφορετικά τα πράγματα το 1919-1922. Τότε το τουρκικό κράτος μπορεί να ήταν αποκλεισμένο εντελώς από τις θάλασσες, κάτι που, άλλωστε, είναι και απολύτως συμβατό με την ιστορία του τουρκικού έθνους, που έλκει την καταγωγή του από την Κεντρική Ασία.
Επανερχόμενοι στη σκληρή πραγματικότητα, η Τουρκία ‘έβλεπε’ ότι η εξάντληση των αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου στις χώρες και τις περιοχές που παραδοσιακά παράγουν αυτά τα ‘αγαθά’, θα οδηγούσε αργά ή γρήγορα τους μεγάλους παγκόσμιους παίκτες στην εκμετάλλευση νέων περιοχών, που μέχρι τώρα παρέμεναν ανεκμετάλλευτες είτε για τεχνικούς (μεγάλο βάθος κλπ) είτε για πολιτικούς λόγους. Στην περίπτωσή μας, τέτοιες περιοχές, πλούσιες σε κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, με βάση τις έρευνες και τις επιστημονικές εκτιμήσεις που έχουν γίνει, βρίσκονται στη ΝΑ Μεσόγειο, στη θάλασσα μεταξύ Κύπρου-Ρόδου και Κρήτης και φυσικά στο Αιγαίο. Και επειδή η Τουρκία, με βάση τα διεθνώς παραδεδεγμένα σύνορα και το διεθνές δίκαιο, είναι αποκλεισμένη από τις αυτές τις περιοχές, ανέπτυξε και υπηρετεί επί δεκαετίες με συνέπεια μια στρατηγική διεκδίκησης και απόκτησης ‘δικαιωμάτων’ στις επίμαχες περιοχές, με καθαρά πολιτικά κριτήρια, με την απειλή χρήσης βίας και με την επίκληση ‘ζωτικών συμφερόντων’ εδώ κι εκεί.
Και λέμε εδώ κι εκεί, για τους εξής λόγους. Το 1997, η Τουρκία, συνεπικουρούμενη και από τις ΗΠΑ, απαίτησε να συμπεριληφθεί στη Διακήρυξη τη
ς Μαδρίτης άρθρο που αναφέρεται σε νόμιμα ζωτικά συμφέροντα της Τουρκίας στο Αιγαίο, παρότι είναι γνωστό ακόμα και σε φοιτητές του πρώτου έτους της πολιτικής επιστήμης ότι η επίκληση ζωτικών συμφερόντων κατά κάποιο τρόπο ΄νομιμοποιεί’ τη χρήση βίας και άρα και το casus belli της Άγκυρας στο Αιγαίο.
Πριν λίγες μέρες, μετά την υπογραφή της μείζονος σημασίας συμφωνίας καθορισμού των ορίων της ΑΟΖ μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και του κράτους του Ισραήλ, ο Τούρκος υπηρεσιακός υφυπουργός εξωτερικών, Φεριντούν Σινιρλίογλου, κάλεσε τον πρέσβη του Ισραήλ στην Άγκυρα και διαμαρτυρήθηκε έντονα εξ ονόματι της τουρκικής κυβέρνησης για την υπογραφή της εν λόγω συμφωνίας. Ο Τούρκος αξιωματούχος, αφού υπενθύμισε στον πρέσβη του Ισραήλ ότι σε προηγούμενη απόπειρα της Κύπρου να κάνει έρευνες εντός της δικής της ΑΟΖ, η Άγκυρα έστειλε στην περιοχή πολεμικά πλοία, κάτι που προτίθεται να πράξει και οποιαδήποτε άλλη φορά επιδιώξει να πράξει μονομερώς κάτι ανάλογο, υπονοώντας και την περίπτωση της συνεκμετάλλευσης του κοιτάσματος Λεβιάθαν, αναφέρθηκε και πάλι σε ζωτικά συμφέροντα της Τουρκίας σε μια περιοχή με την οποία όχι μόνο δεν συνορεύει, αλλά παρεμβάλλονται οι ΑΟΖ τριών άλλων χωρών, και εννοούμε τις ΑΟΖ της Συρίας, του Λιβάνου και της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η στάση της Τουρκίας στο θέμα, ξεκαθαρίζει την ακολουθούμενη στρατηγική και ‘φωτίζει’ πλέον τους λόγους για τους οποίους η Άγκυρα έχει προβεί τα προηγούμενα χρόνια σε μια σειρά από ενέργειες, μερικές από τις οποίες -και πολύ κρίσιμες- είναι η διπλωματική αλλά και έμπρακτη αμφισβήτηση της Γαύδου, που κόστισε και τη ζωή του σμηναγού Ηλιάκη, η ναύλωση του νορβηγικού ερευνητικού πλοίου και η δραστηριοποίησή του στην εξαιρετικής σημασίας θαλάσσια περιοχή νότια του Καστελόριζου, που είναι εκτός της τουρκικής ΑΟΖ και οι ‘βόλτες’ των φρεγατών του τουρκικού πολεμικού ναυτικού στη Μύκονο, τον Καφηρέα, τη Ραφήνα και την Κύμη.
Μετά από όλα αυτά, θεωρούμε ότι ξεκαθαρίζει η στρατηγική της Άγκυρας, κάτι που μας δίνει το δικαίωμα να πούμε ότι πλέον ‘Έχουν γνώσιν οι φύλακες’.
Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στη στήλη “ΜΕ ΤΟ ΧΕΡΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ”, της εφημερίδας “ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑ”, φύλλο 24-12-2010
http://infognomonpolitics.blogspot.com/2010/12/blog-post_4710.html