Γράφει ο Λουκάς Κασιάρας
Βλέποντας την αγιά-Σοφιά, το φεγγοβόλο οικουμενικό άστρο της πάλαι ποτέ «Βασιλεύουσας», να πλημμυρίζει από ορδές προσευχόμενων μουσουλμάνων και τον Σουλτάνο να μεγαλαυχεί κομπάζοντας για το ανίερο επίτευγμά του, μια θλίψη συνυφασμένη με οργή κυρίευσε πολλούς από εμάς – Έλληνες και μη. Ήταν η πρώτη ενστικτώδης αντίδραση, ίσως αυτονόητο και ορμέμφυτο γέννημα της εθνικής και πολιτιστικής μας αυτοσυνειδησίας. Όμως, σε έναν δεύτερο χρόνο, αναμηρυκάζοντας εταστικότερα το πολύκροτο συμβάν και την οχληρή συγκίνηση που μας προκάλεσε, κρίνω αυστηρότερα τα συναισθήματα που μας κατέκλυσαν.
Μπορεί να είναι οδυνηρό και ιερόσυλο στον εμβληματικό ναό της Ορθοδοξίας να ηχεί το κάλεσμα του Μουεζίνη και να διαβάζονται σούρες από το κοράνι, αλλά αναρωτηθήκαμε πόσα χειρότερα πνευματικά πλήγματα υπέστη ο ελληνισμός στην αιματοβαμμένη ιστορία του; Πόσες εκκλησιές μας γκρεμίστηκαν, πόσα ιερά μας ποδοπατήθηκαν, πόσα Άγια των Αγίων περιήλθαν «τοις κυσί»…; Τουλάχιστον η αγια-Σοφιά μας, παρότι 567 χρόνια τουρκοκρατούμενη, παραμένει όρθια, άσβεστη πολιτισμική δάδα για 15 αιώνες, εις πείσμα πλήθους αλλόφυλων πολεμίων και επίδοξων παραχαρακτών. Αποτελεί προφανώς ιστορικό παράδοξο το γεγονός ότι διατηρείται ακόμη αρχιτεκτονικά αλώβητη και δεν είναι τυχαίο ότι κατά καιρούς φημολογούνται δοξασίες και θρύλοι των Τούρκων που την περιβάλλουν με δέος αποτρέποντάς τους να την καταλύσουν. Είναι ξεκάθαρο ότι οι ίδιοι, οι πάλαι ποτέ στυγεροί κατακτητές της Πόλης – πέρα από τη σκοπιμότητα του τουριστικού κέρδους – αδυνατούν να αποδομήσουν αυτόν τον περίοπτο ναό και με την ανίερη χρήση του σαν μουσουλμανικό τέμενος υποδηλώνουν, αν μη τι άλλο, την απεγνωσμένη προσπάθειά τους να οικειοποιηθούν κάτι που ίδιοι ποτέ δεν μπόρεσαν ούτε θα μπορέσουν να δημιουργήσουν στον ρουν της ιστορίας. Αυτή ακριβώς η συμπεριφορά τους, ως αλαζονική αυταρχικότητα και προκλητική περιφρόνηση των θρησκευτικών και πολιτισμικών σημαινομένων της αγια-Σοφιάς, καταδεικνύει εμφανώς τη μεγάλη τους μειονεξία και τον υφέρποντα φόβο τους ότι αργά ή γρήγορα θα κριθούν για τα ιστορικά τους αμαρτήματα. Θα τους κρίνουν πρωτίστως οι λαοί που γενοκτόνησαν, τα έθνη που ενέπαιξαν, αλλά και όλη η οικουμένη για τα πολιτισμικά τους ανοσιουργήματα. Και τέτοιες ιταμές προκλήσεις των γειτόνων μας – όπως η πρόσφατη – μοιάζουν με κινήσεις πανικού, με απονενοημένες εξάρσεις που χαρακτηρίζουν εκείνον που γνωρίζει το προδιαγεγραμμένο τέλος του και ρίχνει πικαρισμένος το τελευταίο, καμένο χαρτί στο τραπέζι…
Σε αυτή την δυσμενή συγκυρία, ίσως ο νους μας πέταξε και στο «περικείμενον ὑμῖν νέφος» των προγόνων μας. Σε όλους εκείνους της πρώιμης Βυζαντινής περιόδου, που υπήρξαν η γενεσιουργός αιτία της αγια-Σοφιάς, αλλά και σε όσους την έζησαν και την ένιωσαν ως πνευματικό τους έρεισμα, εθνικό τους ενδιαίτημα, ιστορικό τους καταφύγιο. Ανάμεσα σε αυτούς και οι ψυχές των Μικρασιατών παππούδων μας. Τους φαντάζομαι να προστρέχουν στα κράσπεδα του ουρανού καταθέτοντας (όπως και τόσους αιώνες) στην Υπέρμαχο Στρατηγό το διηνεκές αίτημά τους για δικαίωση. Θέλουν να ηχήσει ξανά στην αγια-Σοφιά ο αντίλαλος της Ιστορίας, να απαστράψει το πνευματικό κάλλος της, να αποκρυπτογραφηθούν τα πατρογονικά της ιερά. Αλήθεια, δεν τους φαντάζομαι να θρηνούν πια. Στέρεψε το δάκρυ τους, όχι όμως κι η ελπίδα τους. Πιστεύω ότι και η οργή τους έχει εκπέσει. Οι ατέρμονοι κατατρεγμοί και η επιπολάζουσα αδικία τούς δίδαξε την υπομονή και την ανεξικακία. Έχουν διέλθει «δια πυρός και σιδήρου» και ακόμη βλέπουν να αργεί η …αναψυχή. Η πίστη τους όμως στη Θεία δίκη παραμένει αδιάπτωτη. Η πεποίθησή τους ότι θα σημάνουν ξανά τα σήμαντρα της αγια-Σοφιάς και το λαβωμένο αηδόνι (του δημοτικού τραγουδιού) θα ξαναλαλήσει φέρνοντας το χαρμόσυνο μήνυμα, εδραιώνεται όλο και περισσότερο στα έγκατα της αιώνιας ύπαρξής τους. Νιώθω ότι ετοιμάζονται, μαζί με τους αγέννητους, τόσο για το ρόλο του κριτή, (κατά τον παλαμικό στίχο: «κριτές θα μας δικάσουν οι αγέννητοι, οι νεκροί») όσο και για τη χαρά της Ανάστασης!
Δε μας πρέπει λοιπόν το πένθος. Δεν μας ταιριάζει η μικρόψυχη θλίψη. Η αγια–Σοφιά, ως εθνική ιδέα, ως ιστορικό ορόσημο, ως προγονική παρακαταθήκη, ως οικουμενικός πολιτισμικός οδοδείκτης βρίσκεται μέσα μας, διαμηνύει τα πιστεύω μας, εγκαταβιώνει στα παραδοσιακά μας ήθη, σηματοδοτεί τις αξίες μας, ορίζει διαχρονικά τις ζωές μας. Όσο την θάλπουμε μέσα μας και εντρυφούμε στο ακτινοβόλο μεγαλείο της, τόσο μεταλαμβάνουμε αδιάφθορο πολιτισμό, τόσο ξεδιψούμε από τα ζείδωρα νάματά της! Την ιστορική μας άγνοια πρέπει να πενθούμε, τον απεχθή γραικυλισμό, την αναξιοπρέπεια της εθνικής και πνευματικής μας μειοδοσίας. Από αυτά κινδυνεύει η αγια-Σοφιά! Σε αυτά αποστρέφει το βλέμμα της και δακρύζει πιότερο η «κυρα – Δέσποινα»…
Μήπως, λοιπόν, αυτός ο περιλάλητος ναος θα μπορούσε να αποτελέσει ένα κριτήριο – αισθητήριο πρωτίστως πνευματικό για τον καθένα μας; Μήπως η πρόσφατη διαπόμπευσή του θα ήταν μια ευκαιρία να αυτοκριθούμε προσωπικά, αναστοχαζόμενοι τη στάση και τα απορρέοντα συναισθήματά μας;
Αν στ’ αλήθεια ισχύει η υπέροχη φράση του Βίκτωρος Ουγκώ: «Ο κόσμος είναι η Ελλάδα που διαστέλλεται και η Ελλάδα είναι ο κόσμος που συστέλλεται», τότε πιστεύω ότι ψυχή αυτής της Ελλάδας είναι η αγια-Σοφιά!
Λουκάς Κασιάρας Θεσσαλονίκη
Φιλόλογος 28/7/20
Προτεινόμενη εικόνα