Δευτέρα, Ιανουάριος 24, 2011 Τελευταία Ενημέρωση: 5:24 μμ
ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ. Η θεωρία που αφορά το «χωνευτήρι» (melting pot), σύμφωνα με την οποία σε κάθε γενιά ο μετανάστης χάνει την εθνική του ταυτότητα και γίνεται πιο πολύ Αμερικανός δεν ικανοποίησε ποτέ τον ψυχολόγο Τζέιμς (Δημήτρη) Κουτρελάκο. Ελεγε στον εαυτό του: «Εάν οι Ελληνες διατήρησαν το χαρακτήρα τους για 400 χρόνια επί τουρκοκρατίας, θα τον έχαναν τόσο γρήγορα στην Αμερική σε μια γενιά;».
Ετσι, εδώ και τρία χρόνια ο συνταξιούχος πρώην ψυχολόγος του Κολεγίου Χάντερ της Νέας Υόρκης αποφάσισε να ξεκινήσει τη δική του μελέτη για την εθνική ταυτότητα, μοιράζοντας ερωτηματολόγια σε πάνω από 700 μαθητές και φοιτητές από Λύκεια και Πανεπιστήμια της Νέας Υόρκης. Μεταξύ τους υπήρχαν 257 Ελληνοαμερικανοί.
Η έρευνα αυτή απέδειξε ότι η εθνική ταυτότητα δεν σβήνει απαραιτήτως αλλά μπορεί να διατηρείται καλά σε κάθε γενιά εάν υπάρχουν οι σωστές συνθήκες.
Ο μύθος του Melting Pot
Ο Δρ. Κουτρελάκος, 83 ετών, ο οποίος είναι γιος μεταναστών που μεγάλωσε στο «Ελληνικό χωριό» (τότε) του Ντόβερ (Dover), Νιου Χαμσάιρ, είναι πολύ παθιασμένος με το θέμα της μελέτης. Οταν τον συναντώ για να συζητήσουμε τη μελέτη, που δεν έχει ακόμα εκδοθεί και ονομάζεται «Εθνική Ταυτότητα: Διαφορές Ομάδων Ανάλογα με την Πολιτιστική Eκπαίδευση (Ηeritage Εducation), Γλώσσα και Θρησκεία» στο γεμάτο βιβλία και έργα τέχνης διαμέρισμά του κοντά στο «Νιου Γιορκ Γιουνιβέρσιτι» (New York University), εξηγεί την έρευνά του με άφθονες αναφορές σε ψυχολογία, κοινωνιολογία, ιστορία και προσωπικές εμπειρίες.
Είναι η τρίτη μελέτη που έχει κάνει σε παρόμοια θέματα από τότε που πήρε σύνταξη το 2004, μεταξύ των οποίων είναι και μία μελέτη για την πολιτιστική προσάρμοση (acculturation) των Ελλήνων της Αμερικής που εκδόθηκε στο International Journal of Psychology.
«Συνήθως θεωρείται ότι η πορεία της πολιτιστικής προσάρμοσης των μεταναστών είναι μια απλή διαδικασία που ξεκινάει στο Ellis Island», εξηγεί ο Δρ. Κουτρελάκος «και με κάθε γενιά το άτομο γίνεται πιο πολύ ‘Αμερικανός’ και πιο λίγο Ελληνας’ – ή όποια άλλη εθνικότητα». Μεταξύ των ακαδημαϊκών υποστηρικτών της θεωρίας αυτής είναι ο καθηγητής Ρίτσαρντ Δ. Αλβα της CUNY. Αλλά ο Δρ. Κουτρελάκος βρήκε κάτι διαφορετικό με τη δική του έρευνα.
Εθνική ταυτότητα στη Νέα Υόρκη
Για τη μελέτη αυτή, ο δραστήριος, κομψός, χαμογελαστός συνταξιούχος με τόση εμπειρία εξετάζοντας την εσωτερική ζωή των άλλων, το έβαλε στα πόδια μοιράζοντας τα 20 λεπτά ερωτηματολόγιά του σε μαθητές και φοιτητές σε διάφορα σχολεία στη Νέα Υόρκη. Τα πάνω από 700 άτομα που συμμετείχαν στη μελέτη ήταν όλοι παιδιά μεταναστών, από πρώτης (με γονείς μετανάστες), δεύτερης, τρίτης, κτλ. γενιάς. Η μελέτη ήταν σχεδιασμένη να εξετάσει τους εξής παράγοντες σε σχέση με εθνική ταυτότητα: ηλικία, φύλο, γενιά, πολιτιστική εκπαίδευση («heritage education», ή μαθήματα της κουλτούρας και γλώσσας μίας εθνικής ομάδας), διατήρηση πατρικής γλώσσας και αυτοεκτίμηση.
Τα άτομα που πήραν μέρος ήταν σε τρεις κατηγορίες – λευκοί, μειονότητες και άτομα από πρόγονους πολυεθνούς καταγωγής. Αλλά ο Δρ. Κουτρελάκος χώρισε την κατηγορία «λευκοί» σε δύο – «λευκοί» και «λευκοί συγκεκριμένης καταγωγής (specific white)». Η τελευταία ομάδα ήταν μαθητές/φοιτητές αρμενικής, εβραϊκής και ελληνικής καταγωγής και αντιστοιχούν στο 45% του συνόλου της μελέτης.
Εξηγεί ο ψυχολόγος ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ των όρων «φυλή» και «εθνική ταυτότητα». Οπως εκτιμά, ο όρος «φυλή» χρησιμοποιείται από αυτούς που έχουν εξουσία για να βάλουν τους άλλους σε μια τάξη. Σε αντίθεση, ο όρος «εθνική ταυτότητα» έχει να κάνει με το πώς μια ομάδα βλέπει τον εαυτό της. Πιστεύει ότι δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την ιστορία του ρατσισμού στην Αμερική, αλλά όλες οι εθνότητες στην κατηγορία «λευκοί» δεν είναι το ίδιο. Αποφάσισε να συγκεντρώσει το ενδιαφέρον του σε απόγονους Αρμενίων, Εβραίων και Ελλήνων μεταναστών λόγω κάποιων ομοιοτήτων στις κουλτούρες και ιστορίες τους.
Για να μετρήσει την εθνική ταυτότητα στη μελέτη χρησιμοποίησε μια επιστημονική εκτίμηση της εθνότητας (Multiethnic Identity Measure). Υπήρχαν ερωτήσεις όπως «Είμαι υπερήφανος για την εθνική μου ομάδα;» με απαντήσεις, όπως 1 = Διαφωνώ απόλυτα, μέχρι 4 = Συμφωνώ εντελώς. Η μελέτη επίσης είχε ερωτήσεις που εξέταζαν την αυτοεκτίμηση, πολιτιστική εκπαίδευση («heritage education»), διατήρηση πατρικής γλώσσας και θρησκευτική συμμετοχή.
Πολιτιστική εκπαίδευση, Γλώσσα και Θρησκεία Οι κύριοι παράγοντες
Το πιο σημαντικό αποτέλεσμα της μελέτης είναι ότι οι κυριότεροι παράγοντες στη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας είναι η πολιτιστική εκπαίδευση, η γλώσσα και η θρησκεία. Αυτά συνδέονται παραπάνω από άλλα με μια ισχυρή εθνική ταυτότητα. Οταν υπάρχει συμμετοχή σε κάποια πολιτιστική εκπαίδευση για την κουλτούρα της ομάδας, «η εθνική ταυτότητα δεν διαφέρει (δηλαδή δεν μειώνεται) από τη δεύτερη στην τρίτη γενιά».
Επίσης, στη μελέτη, τα άτομα που είχαν αρμενική, εβραϊκή ή ελληνική καταγωγή είχαν πιο ισχυρό αίσθημα της εθνικής ταυτότητας ακόμα και από τα άτομα στην κατηγορία μειονοτήτων. Στη μελέτη, το 86% των «συγκεκριμένων λευκών» απάντησαν ότι θεωρούν την εθνική τους ταυτότητα «πολύ σημαντική» σε σχέση με μόνο το 44% των «λευκών» και το 70% των μειονοτήτων (Αφροαμερικανοί, Ασιάτες, Λατινο-Αμερικανοί, κ.τλ.). «Ηταν η πρώτη φορά που έγινε μελέτη στην οποία μια λευκή ομάδα έχει πιο υψηλή εθνική ταυτότητα από ομάδα μειονοτήτων», επισημαίνει ο Δρ. Κουτρελάκος.
«Αυτά τα αποτελέσματα», γράφει στην ερευνά του, «μας δείχνουν πόσο σημαντικό ρόλο έχει η εκπαίδευση και η θρησκεία στη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας».
Ελληνοαμερικανοί
Από τους φοιτητές/μαθητές ελληνικής καταγωγής στη μελέτη 80% ονομάζουν τον εαυτό τους «Ελληνοαμερικανοί», σχεδόν 1/5 «Ελληνες» και λιγότερο από 1% «λευκός, Καυκάσιος ή Ορθόδοξος». Από το Κουίνς στο Μπρούκλιν και Μανχάταν, οι πιο σημαντικοί παράγοντες στην εθνική τους ταυτότητα ήταν η γνώση της ελληνικής γλώσσας και η θρησκευτική συμμετοχή.
Ο Δρ. Κουτρελάκος απολαμβάνει της απαντήσεις τους, λέγοντας πως «είναι έξυπνα παιδιά» και διαβάζει μερικές από τις απαντήσεις τους. «Αγαπώ και αυτήν την πατρίδα και την Ελλάδα», λέει ο ένας. «Είμαι πιο πολύ Ελληνας στο σπίτι και πιο πολύ Αμερικανός με τους φίλους μου από το σχολείο», γράφει ό άλλος. Μερικές απαντήσεις εξέφραζαν μια εθνική ταυτότητα ακόμα πιο πολύπλοκη, όπως αυτή που γράφει: «Είμαι πολύ χαρούμενος που είμαι από την Ελλάδα και από το Περού». Ελάχιστα άτομα από μεικτούς γάμους ομολογούν ένα προβληματισμό, όπως «Νοιώθω πολύ μπερδεμένος όσον αφορά την εθνική καταγωγή μου».
Ο ψυχολόγος επαίνεσε την ικανότητα των Ελληνοαμερικανών στη μελέτη να ζουν μεταξύ δύο κόσμων. «Εχει κανείς το συναίσθημα ότι τα πάνε καλά με τον εαυτό τους», είπε. Ο Δρ. Κουτρελάκος πιστεύει ότι η μελέτη απέδειξε πως μια πολιτιστική προσαρμογή ήταν αποτέλεσμα της πολιτιστικής επανάστασης της δεκαετίας του 1960, όταν -σύμφωνα με τον επιστήμονα Αλέξανδρο Κιτροέφ-, έγινε «σικ» να είσαι «έθνικ». Αυτό είναι το αντίθετο, τόνισε ο Δρ. Κουτρελάκος, με την προηγούμενη άποψη ότι έπρεπε να αφομοιώνεται (assimilate) o μετανάστης, με αρνητικές επιπτώσεις στη νοηματική του υγεία, προσπαθώντας να αντικαταστήσει την εθνική του ταυτότητα με μια εντελώς άλλη, νέα αμερικανική ταυτότητα.
Κάνει καλό ψυχολογικά να νοιώθεις μέλος μιας ομάδας και να συμμετάσχεις στους θεσμούς της, πιστεύει ο Δρ. Κουτρελάκος. «Να μάθεις Ελληνικά δεν είναι μόνο κάτι που κάνεις για να ασκείς το μυαλό σου, σε κάνει να πάρεις μέρος σε μια ομάδα και να δείξεις την ελληνικότητά σου. Να πας στην εκκλησία, δεν είναι μόνο πνευματική διαδικασία, αλλά προσφέρει μια ευκαιρία να έχεις επαφές με άλλα άτομα της ομάδας σου… Δεν μπορούμε να είμαστε μόνοι και να είμαστε άνθρωποι», πρόσθεσε.
Ο Δρ. Κουτρελάκος, όμως, υποστηρίζει ότι μια υγιής εθνική ταυτότητα δεν περιλαμβάνει φανατισμό και μια λανθασμένη ιδέα της σημασίας της ομάδας σου.
Ενα ελληνικό χωριό στη Νέα Αγγλία
Μιλώντας για την ερευνά του, ο ψυχολόγος επιστρέφει συχνά στα πρώτα του χρόνια στην πόλη του Ντόβερ, Νιου Χαμσάιρ, μια πόλη που είχε παλιά μεγάλη κλωστοϋφαντουργική βιομηχανία. Εκεί κατέληξαν οι μετανάστες γονείς του όταν ήρθαν στην Αμερική, και συγκεκριμένα στο «Ελληνικό χωριό» του Ντόβερ, που ήταν τοποθετημένο σε ένα κάπως ανεπιθύμητο μέρος της πόλης δίπλα στο ποτάμι.
Υπήρχε μια εκκλησία, σχολείο, μαγαζιά και δύο καφενεία μόνο για τους άνδρες. Στο «χωριό» του, δεν ήταν τότε ο «Δρ. Κουτρελάκος», αλλά «ο Δημήτριος, γιος του Αναστάσιου», εξηγεί. «Εκείνοι μου έδιναν την ταυτότητα, μου λέγανε ποιος ήμουν και που ανήκα. Δεν υπήρχε καθόλου η αμερικανική ιδέα ότι έπρεπε να φύγεις από το σπίτι για να βρεις τον εαυτό σου. Ηδη ήξερες ποιος ήσουν», τόνισε.
Ο ίδιος -που ήταν πάντα από τους πρώτους μαθητές στο αμερικανικό σχολείο (μάλλον γιατί του έκαναν πολλά μαθήματα οι μεγαλύτερες σε ηλικία του αδελφές) ένοιωσε για πρώτη φορά το ρατσισμό όταν ήταν στο Γυμνάσιο στη δεκαετία του ‘40. Μια ημέρα διάβασε στην ίδια την εφημερίδα που μοίραζε για να βγάλει το χαρτζιλίκι του ότι η επιτροπή της κοντινής πόλης της Hampton Beach είχε ψηφίσει ότι «απαγορεύεται στους Ελληνες η άλλους ‘μελαμψούς Ευρωπαίους’ να είναι ιδιοκτήτες επιχειρήσεων ή να αγοράσουν ακίνητα στην πόλη». Την ίδια εποχή, θυμάται «μερικά Ιρλανδάκια μας φώναξαν grease balls», μια ρατσιστική έκφραση. Εχουν περάσει αρκετές δεκαετίες από τότε, αλλά περνάει για μια στιγμή από το συνήθως χαμογελαστό πρόσωπό του η έκφραση ενός αδικημένου παιδιού. «Αυτό μας πλήγωσε».
Σήμερα ξέρει ότι αυτές οι δυσάρεστες εμπειρίες είχαν να κάνουν με την αρνητική αντίδραση στο κύμα μεταναστών από τη Νότιο Μεσόγειο στις αρχές του 1900 και το «φόβο της βαλκανοποίησης».
Ωστόσο, δεν ήταν αρκετά δυνατό το κύμα για να σταματήσει την πρόοδο του «γιου του Αναστάσιου». Στα 18 του, το 1946, υπηρέτησε στο αρχηγείο του Στρατηγού Ντάγκλας Μακάρθουρ στο Τόκιο της Ιαπωνίας, και μετά σπούδασε, καταλήγοντας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια στη δεκαετία του ‘50. Εκανε το δοκιμαστικό του και ήταν κλινικός ψυχολόγος στο Veteran’s Administration, και μετά δούλεψε ως ψυχολόγος σε ανώτερα εκπαιδευτήρια όπως τη μουσική σχολή Julliard και, για πολλά χρόνια, στο Hunter College.
Σήμερα περνάει πολλές ώρες στο διαμέρισμά του στην Πέμπτη Λεωφόρο, δουλεύοντας στις μελέτες του αλλά βρίσκει και χρόνο να συμμετάσχει σε θεσμούς όπως την επιτροπή του Ελληνικού Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης.
Αλλες μελέτες
Αυτή η μελέτη μπορεί να έχει συνέχεια. Μεταξύ άλλων, η μελέτη επίσης απέδειξε μια ισχυρή σχέση μεταξύ εθνικής ταυτότητας και αποτελεσματικότητας στο σχολείο, αλλά και αυτοεκτίμησης. Διευρύνεται επίσης σε ένα μέρος, επισημαίνοντας ότι το θηλυκό γένος των «συγκεκριμένων λευκών» έχει πιο υψηλή εθνική ταυτότητα, που ίσως, λέει ο Δρ. Κουτρελάκος, έχει να κάνει με πολιτιστικές συμπεριφορές.
Παρόλο που είναι ενθουσιασμένος με τα αποτελέσματα της μελέτης του, ο ψυχολόγος είναι προσεκτικός. Υποστηρίζει ότι έχει τα όριά της γιατί ήταν περιορισμένη στην πόλη της Νέας Υόρκης και Ελληνοαμερικανοί που δεν έχουν πρόσβαση στην ελληνική πολιτιστική εκπαίδευση μπορεί να έχουν άλλες εμπειρίες. Ηταν δύσκολο επίσης λογικά- να μελετήσει την εθνική ταυτότητα των Ελλήνων που δεν παίρνουν μέρους σε ελληνικούς θεσμούς. «Εάν δεν πάνε σε ελληνικό σχολείο ή στην εκκλησία, είναι πολύ δύσκολο να τους βρούμε», υποστήριξε.
Ομως, τα συμπεράσματα που βγαίνουν άνετα από την έρευνα είναι ότι αυτοί οι θεσμοί έχουν ένα σημαντικό κοινωνικό και ψυχολογικό ρόλο. Ο Δρ. Κουτρελάκος τελειώνει, λέγοντας: «Η μελέτη μου δείχνει ότι οι ομογενείς αναπλάθουν τους παραδοσιακούς εκπαιδευτικούς και θρησκευτικούς θεσμούς για να διατηρήσουν την κληρονομιά και την ταυτότητα τους».
.