Η οικονομική κρίση που πλήττει την Ευρώπη, αλλά και γενικότερα το σύνολο σχεδόν των Δυτικών χωρών, εκτός από κρίσιμες οικονομικές διαστάσεις έχει και άλλο τόσο πολιτικοκοινωνικές.
Η Ευρώπη, που τόσα χρόνια προσπαθούσε με οιονδήποτε τρόπο να προσαρμοστεί στο οικονομικό πρότυπο της Αμερικής, βιώνει μία ετερόκλητη κρίση. Το σοκ επήλθε μοιραία, αλλά τα αντανακλαστικά λειτούργησαν βραδέα. Τα αργά αντανακλαστικά ενεφανίσθησαν κατά αρχήν, και κυρίως από την ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης.
Το πρώτο θύμα της διεθνούς κερδοσκοπίας η Ελλάδα. Και στην Ελλάδα επικεντρώθηκαν και εστράφησαν όλα τα βλέμματα, σαν η τελευταία να ήταν η μόνη χώρα με σοβαρό δημοσιονομικό πρόβλημα. Υπό την πίεση της Γερμανικής γνώμης, το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα βάλθηκε εναντίον της Ελλάδος, κατηγορώντας την (και σε πλείστες εκ των περιπτώσεων δικαίως) ως αναξιόπιστη, ως το απολωλός πρόβατο, το οποίο χρειάζεται να ξαναμπεί στον ίσιο δρόμο. Συζητήσεις επί συζητήσεων, διασκέψεις που η μία διαδεχόταν την άλλη, «πολιτική στήριξη και όχι οικονομική» (και εδώ φέρει σοβαρές ευθύνες στη διαπραγματευτική διαδικασία ο νυν Πρωθυπουργός της Ελλάδος), αλλά κυρίως η όλη στάση της κ. Μέρκελ εμπεριέκλειε στη συνολική της σημασιολογία μία άρνηση στην ανάληψη ευθυνών, αφού η «καυτή πατάτα» δεν ήταν και ούτε διάθεση υπήρχε για να είναι πρόβλημα στα χέρια της Γερμανίας. Το πρόβλημα, σύμφωνα με την Γερμανική κυβέρνηση ήταν Ελληνικό, ήταν εθνικό.
Από πρώτη πολιτικά περιγραφική σκοπιά, η στάση αυτή ήταν δικαιολογημένη. Η Γερμανία δεν έφερε ευθύνη για τα χρόνια κακοδιαχείρισης αναξιόπιστων (και πιθανότατα διεφθαρμένων) πολιτικών κυβερνήσεων στην Ελλάδα. Πάντοτε ήταν συνεπής στις οικονομικές της υποχρεώσεις, πάντοτε διέθετε πλεονασματικούς προϋπολογισμούς και εν γένει, το μεταπολεμικό της προφίλ υπήρξε υποδειγματικό. Τοιουτοτρόπως, όσον αφορά τις επιμέρους εθνικές κλίμακες αξιολόγησης, η Ελλάδα τριάντα σχεδόν χρόνια στην Ευρωπαϊκή Ένωση και δέκα στην νομισματική απέτυχε να εκπληρώσει τους στόχους που έθεσε τη στιγμή που η Γερμανία ήταν απολύτως συνεπής.
Παρά ταύτα, καίτοι όλα τα προαναφερόμενα ευδοκιμούν άρτια σε ένα περιγραφικό σχήμα, ένα ίσως πιο αναλυτικό ερώτημα πρέπει να τεθεί: Σε τί συνίστατο αυτή η στάση της Καγκελαρίου, και εν τέλει ήταν ορθή η διαχείριση της Ελληνικής κρίσης από την Γερμανία;
Είναι περισσότερο από προφανές ότι η κοινωνία στην οποία ζούμε είναι παγκοσμιοποιημένη, και δανειζόμενος το αναλυτικό σχήμα του έγκριτου κοινωνιολόγου Ο. Μπεκ, υπάρχουν κίνδυνοι που ελλοχεύουν συνεχώς είτε τεχνολογικοί (πυρηνικά εργοστάσια), είτε κοινωνικοί (ανεργία). Παγκόσμιος κίνδυνος ή εν πάση περιπτώσει υπερεθνικός είναι και ο κίνδυνος της τρεχούσης ευρωπαϊκής κρίσεως. Σε αυτήν λοιπόν την παγκοσμιοποιημένη κοινωνία του ρίσκου, όταν σού παρουσιάζονται εμπρός σου ευκαιρίες το λογικό είναι να σπεύσεις να τις εκμεταλλευτείς προς ίδιον όφελος. Έτσι λοιπόν, η Γερμανίδα Καγκελάριος, παρατηρώντας τα τεκταινόμενα, θεώρησε ότι εν όψει της βρισκόταν μία σπάνια ευκαιρία, να επαναπροσδιορίσει δηλαδή την οικονομία της Ευρώπης στη βάση των γερμανικών συμφερόντων. Αντικατέστησε το μεταπολεμικό μοντέλο της γερμανικής πολιτικής, που χαρακτηριζόταν από την πολυμέρεια, με μια μονομερή τακτική. Αυτό έκανε και με την κρίση στην Ελλάδα. Πρώτα δήλωσε ότι δεν βλέπει πουθενά κρίση, ύστερα τη φόρτωσε στην πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων και, τέλος, επέβαλε μονομερώς στην Ευρωπαϊκή Ένωση μια πολιτική, η οποία εμπόδισε την εκδήλωση της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης εισάγοντας στα θεμέλιά της το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Όλα όμως τα προαναφερόμενα δεν αποτελούν απλώς μία απομονωμένη τακτική, παρατηρώντας το σύνολο της στάσεως της Γερμανικής κυβερνήσεως˙ αντιθέτως, πρόκειται για χάραξη μίας νέας ιδεολογίας (ή ιδεολογήματος –ο χρόνος θα είναι κριτής–), του «Ευρωεθνικισμού». Πρόκειται για έναν νέο τύπο οικονομικού εθνικισμού που αντικαθιστά τον πάλαι ποτέ «εθνικισμό του μάρκου». Στόχος είναι η διάτρηση της Ευρωπαϊκής συνοχής, υποτάσσοντας από την μία τα κράτη μέλη στους κανόνες της δημοσιονομικής σταθερότητας που ίσχυαν στη Γερμανία την εποχή του μάρκου και από την άλλη αποξενώνοντάς τα τεχνηέντως ούτως ώστε να υποχρεώνονται να λύνουν από μόνα τους τα προβλήματά τους.
Επονείδιστο και εάν αυτό ακούγεται, δε θα πρέπει να προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση. Ήδη από το 1957, ο νόμος περί των τραπεζών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, είχε ως ακροτελεύτιο στόχο, εν αντιθέσει με τις κεντρικές τράπεζες των περισσοτέρων κρατών, να αποκτήσει μεγάλο βαθμό αυτονομίας, ώστε να μπορεί να εκπληρώσει το βασικό της καθήκον, τη διασφάλιση της σταθερότητος του νομίσματος, με ορθό τρόπο και διατηρώντας την ανεξαρτησία της από κρατικές υποδείξεις. Με την εισαγωγή του Ευρώ ως κοινού Ευρωπαϊκού νομίσματος μεταφέρθηκαν οι περισσότερες αρμοδιότητες της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Τραπέζης (EZB). Ως προς τη δομή και τις λειτουργίες του, αλλά και ως προς τη μεγάλη ανεξαρτησία του, αυτός ο νέος θεσμός είναι έντονα προσανατολισμένος προς το Γερμανικό μοντέλο. Το γεγονός ότι η Γερμανία επέτυχε να οριστεί η Φρανκφούρτη (στον ποταμό Μάιν) ως έδρα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τραπέζης έχει τόσο συμβολική, όσο και απτή πολιτική σημασιολογία. Επομένως οι νέοι οριοθετημένοι στόχοι της γερμανικής πολιτικής δεν προέρχονται από παρθενογένεση.
Επανερχόμαστε ωστόσο στο δεύτερο σκέλος του τιθέμενου ερωτήματος: Ήταν σωστή η διαχείριση της ελληνικής και εν τέλει ευρωπαϊκής κρίσεως εκ μέρους της Γερμανίας; Η εκτίμησή μου είναι πώς όχι. Διότι πέραν των ηθικών διαστάσεων (που εξόχως υποτιμώνται) απέναντι στα άλλα κράτη μέλη, τα οποία θα αντικρίζουν τούδε και στο εξής την γερμανική πολιτική με ισχυρή δόση καχυποψίας, πράγμα οδυνηρό για μία Ένωση που προσπαθεί να ολοκληρωθεί, υπάρχουν συνάμα και οικονομικοπολιτικές διαστάσεις στο ζήτημα. Οικονομικές, διότι στην παγκόσμια αγορά η εθνικοποίηση των χρηματοοικονομικών προβλημάτων τείνει στις περισσότερες εκ των περιπτώσεων να επιστρέφει με τη μέθοδο «μπούμερανγκ»˙ στο δοχείο μίας «παγκόσμιας κοινωνίας διακινδύνευσης» ποτέ δεν πρόκειται να πληγεί μόνον ένας, τα αποτελέσματα θα διαμοιρασθούν και θα πλήξουν όλους τους συμμετέχοντες.
Οι πολιτικές ωστόσο διαστάσεις του προβλήματος είναι και οι σοβαρότερες:
Πρώτον. Η πολιτική στάση της Γερμανίας μετακύλησε την κρίση της Ελλάδος, στην Ιρλανδία (που και αυτή ενεπλάκη στον μηχανισμό του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου), την Πορτογαλία και διόλου απίθανα την Ισπανία και την άγνωστη σε εμάς επέκεινα των εκλογών Ιταλία (με την αυτοκινητοβιομηχανία «Φίατ» να έχει πληγεί και να συνδέεται με την Γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία). Το εάν θα διαμοιραστείς το οικονομικό κόστος στην περίπτωση αυτή είναι απόφαση πολιτική.
Δεύτερον. Επέτρεψε στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να εμπλακεί στα της Ευρώπης. Δεν είναι τόσο η εν πολλοίς αμφιλεγόμενη φήμη του οργανισμού που προβληματίζει, αλλά η ήπειρος που κατοικοεδρεύει και το έμμεσο δικαίωμα επεμβάσεως στην υπερατλαντικό σύμμαχο την στιγμή που διαφαινόταν σταδιακά ένας γενικότερος απογαλακτισμός της Ευρώπης μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, ιδίως από την εποχή Σρέντερ και μετά.
Τρίτον. Πολιτικά ομιλώντας πάντοτε, η Γερμανία έχασε μία ιστορική ευκαιρία να εξέλθει ως μπροστάρης για την αντιμετώπιση της Ευρωπαϊκής κρίσεως, να αποκομίσει οφέλη σε επίπεδο αίγλης και να δώσει ένα οριστικό τέλος στην όποια παραφιλολογία για το πόσο έχει αποκοπεί από το πρόσφατο παρελθόν της. Η εικόνα της δημοκρατικής φιλειρηνικής χώρας που χρησιμοποιεί ως όπλο της την ήπια ισχύ έχει υποστεί ισχυρούς κλυδωνισμούς. Μπορεί ο οικονομικός εθνικισμός να μην είναι εφάμιλλος με αυτόν του πρώτου και δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, δεν παύει όμως να είναι και αυτός μη συνεργατικός ,και εν τέλει, αποκρουστικός.
Τέταρτον. Αποδυνάμωσε συνολικώς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επιτρέποντας στις διεθνείς αγορές να διεισδύουν στα κράτη μέλη Ένωσης υπερτόνισε τις αδυναμίες της τελευταίας. Η διεθνής οικονομική κερδοσκοπία, η υποταγή των εθνών κρατών στο φόβο της καθημερινής τους αξιολογήσεως από αντίστοιχους οίκους, ουδόλως προσδίδει μία ασφαλή εικόνα και μία αισιοδοξία για το επερχόμενο μέλλον.
Απέναντι σε ένα τέτοιο δυσοίωνο μέλλον για την Ευρώπη απαιτούνται πλέον και σοβαρές αποφάσεις. Στην Γερμανία, την τελευταία σχεδόν εικοσαετία υπήρξε προσπάθεια αντιγραφής με σχεδόν αυτιστικά μιμητικό τρόπο ενός μονεταριστικού εργαλείου αναλύσεως των κρίσεων, μην καλλιεργώντας το σημαντικότερο από αυτά, το πολιτικό. Η οικονομική δύναμη, όμως, συνεπάγεται και σοβαρή πολιτική ευθύνη τις κρίσιμες στιγμές και αυτή τη χρονική συγκυρία τα πράγματα για την Ευρώπη είναι όντως εξαιρετικά κρίσιμα και περνούν διαμέσου της Γερμανίας και της Καγκελαρίου Μέρκελ. Δεν γνωρίζω εάν είναι οπισθοδρομική η θεώρηση της Ιστορίας ως έργο της κομματικής ηγεσίας, όμως τούτη την κρίσιμη ώρα η συμπεριφορά του Χρηστιανοδημοκρατικού κόμματος φαντάζει ολίγιστη όσον αφορά το ύψος των περιστάσεων και κυρίως δίχως όραμα. Ο υγιής πατριωτισμός, υποτάσσει τα οικονομικά επιμέρους συμφέροντα στην Ευρωπαϊκή ιδέα, ιδίως τη στιγμή που ολοφάνερα οδεύουμε σε έναν γεωπολιτικά «πολυπολικό κόσμο». Εάν η Ευρώπη επιζητεί να καταλάβει στέρεα θέση σε αυτόν τον νέο μόρφωμα που δημιουργείται και να παίζει ρυθμιστικό ρόλο, είναι ώρα να μάθει πότε οι κρίσεις είναι υπερεθνικές και πότε στο πλαίσιο του έθνους κράτους. Η λύση, εν προκειμένω, βρίσκεται στο μέτρο, και η απόφαση της χάραξης αυτού του μέτρου, δεν είναι οικονομική. Είναι πολιτική.
Ο Ραφαήλ Καλυβιώτης είναι απόφοιτος του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών, με ειδίκευση στην πολιτική ανάλυση. Έχει επιτελέσει βοηθός Αρχισυντάκτη στο περιοδικό “ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ” των Εκδόσεων Παπαζήση, όπου τακτικά αρθρογραφούσε.
5 comments
“Ο υγιής πατριωτισμός, υποτάσσει τα οικονομικά επιμέρους συμφέροντα στην Ευρωπαϊκή ιδέα, ιδίως τη στιγμή που ολοφάνερα οδεύουμε σε έναν γεωπολιτικά «πολυπολικό κόσμο».”
Ο υγιής πατριωτισμός, για να μην έχει τα ίδια αποτελέσματα όπως τώρα στην Ελλάδα, οφείλει να υποτάσσει το συναίσθημα στην λογική, συνεπώς και την εμπιστοσύνη (η οποία ούτως ή άλλως, από γερμανικής σκοπιάς δεν υπάρχει πλέον έναντι των εταίρων και δικαιολογημένα) σε μηχανισμούς υπερεθνικού και ενδοευρωπαϊκού δημοσιονομικού ελέγχου!
Υποτίθεται ότι η Ευρωπαική `Ενωση ιδρύθηκε το 1956 για την οικονομική πρόοδο της Ευρώπης με
την συνεργασία των ανεπτυγμένων κρατών και την βοήθεια των αδύναμων μελών της Μεσογείου.Με
αυτό το σκεπτικό θεσπίστηκαν τα κονδύλια στήριξης και η περιοχή άρχισε να κινείται ανταγωνιστικά και να παρουσιάζει υψηλή άνοδο του βιοτικού επιπέδου.
`Ολα άλλαξαν από το 1992 όταν τα ηνία της `Ενωσης ανέλαβε η Γερμανία.Αμέσως υπογράφηκαν
οι συνθήκες του Μάαστριχτ και του Γκάτ που αποσυντόνισε την αστική και αγροτική παραγωγή
των περιφερειακών κρατών και προώθησε την εξάρτηση τους από τις κινέζικες εισαγωγές και τον
κρατικό τραπεζικό δανεισμό που χειριζόταν ο Γερμανός μεγαλοαστός.
`Ετσι δημιουργήθηκε η Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων,της επιλεκτικής ευημερίας και της ελεγχόμενης χρεοκοπίας των χωρών της Μεσογείου και της Αν.Μεσογείου πρός δόξα της τοκογλυφικής ανάπτυξης της Γερμανίας και των δορυφορικών της χωρών στο Βορρά.
Νεκτάριος Κατσιλιώτης
Ιστορικός-Εκδότης
Αυτό δεν ισχύει, κατά την άποψή μου, για δυο λόγους:
α.) δύο ταχύτητες υπήρχανε κυρίως πριν από το 1992. Έπειτα, στα πλαίσια του ταμείου συνοχής, έγινε μια σύγκλιση.
β.) οι παθογένιες της ελληνικής οικονομίας, έχουνε την αφετηρία των μάλλον στην ανάληψη της κυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ το οποίο δόμησε όλη την επικυριαρχία του στην κοινωνική πολιτική με δανεικά. Η δημοσιονομική κρίση σε αυτή την πολιτική έχει την αιτία της.
Δὲν ἦταν τόσο ὑποδειγματικὴ ἡ δημοσιονομικὴ διαχείριση τῆς Γερμανίας ὅσο τὴν παρουσιάζει ὁ ἀρθρογράφος. Πρώτη αὐτὴ, σὲ συνεργασία μὲ τὴν Γαλλία, παραβίασαν τὸ ὅριο τοῦ 3% τοῦ ΑΕΠ γιὰ τὸ δημοσιονομικὸ ἔλλειμμα. Ὅταν οἱ μεγάλες χώρες καλύπτουν ἡ μία τὴν ἄλλη σὲ τέτοιες παρασπονδίες, δέν τοὺς εἶναι εύκολο νὰ πειθαρχήσουν τὶς μικρότερες.
Ὅσον ἀφορᾶ τὴν διαχείριση τῆς κρίσεως, πράγματι ἡ Γερμανία τὴν ἔκανε ἄσχημα, ἀλλὰ πρώτη αὐτὴ ἔχει καταλάβει τὸ λάθος της καὶ προσπαθεῖ, πρὸς τιμήν της, μὲ τεράστιο κόστος, νὰ τὸ διορθώσει. Ἡ Εὐρώπη εἶχε αὐτὴν τὴν φορὰ τὴν καλὴ τύχη νὰ κάνει σφάλματα ποὺ ἔχει τὴν δυνατότητα να τὰ ἐπανορθώσει. Φυσικά, ἐφ` ὅσον τὸ θελήσει …
Αισθάνομαι υπερήφανος για τις απόψεις ενός ταλαντούχου και χαρισματικού νέου όπως εσύ! Ο καθηγητής σου…