Γράφει ο Βαγγέλης Κοροβίνης
Α ΜΕΡΟΣ – (Περιοδικό Ελλοπία τ. 9, Φεβρουάριος-Μάρτιος 1992, σελ. 62-65)
Πῶς μπορεῖ νά ἑρμηνευθεῖ ἡ κατάρρευση τῆς Ῥωμαϊκῆς ἐξουσίας στά δυτικά ἐδάφη τῆς Αὐτοκρατορίας καί ἡ «ἐπιβίὡσῃ» τῆς με τήν μορφή μιᾶς Χριστιανικῆς Αὐτοκρατορίας, τοῦ Βυζαντίου, πού τό κέντρο βάρους της βρίσκεται πλέον στήν ᾿Ανατολή; Τί ὑπαγόρευσε τή μεταφορά τῆς πρωτεύουσας τοῦ κράτους ἀπό τήν Ρώμη στήν Κων/πολη;
Ὁ ἀποφασιστικός νεωτερισμός πού προσκόμισε ἡ Ρώμη στίς παραγωγικές σχέσεις τῆς ὑπαίθρου ἦταν ἡ εἰσαγωγή τοῦ θεσμοῦ τοῦ. δουλοκτητικοῦ λατιφούντιου. Ἤδη ἀπό τήν περίοδο τῆς Ρωμαϊκῆς δημοκρατίας, ἡ μεγάλη ἀγροτική ἰδιοκτησία ἑνώνεται μέ τήν πλατιά χρήση δούλων καί ἀρχίζει νά παρακμάζει ἡ τάξη τῶν μεσαίων ἀγροτῶν, πού ἀπετέλεσε τήν ραχοκοκαλιά τῆς ἀρχαιοελληνικῆς πόλης ἀλλά καί τῆς ἴδιας τῆς Ῥώμης σ᾽ ἕνα βαθμό. Οἱ ἄκληροι ἀγρότες συρρέουν στή Ρώμη καί γιά τήν συντήρηση τοὺς θεσπίζεται ἡ δωρεάν διανομήσιτηρῶν”.
Ἐπειδή ὅμως οἱ δοῦλοι ἦταν αἰχμάλωτοι πολέμου, ἐπειδή δηλαδή ἡ βαρβαρική «περιφέρεια» ἀποτελοῦσε τη δεξαμενή τοῦ πολυτιμώτερου «μέσου παραγωγῆς» τῆς Αὐτοκρατορίας, ὁ ἴδιος ὁ πόλεμος καί ἡ συνεχής ἐπέκταση ὑπῆρξαν δομικός ὅρος ἀναπαραγωγῆς τῆς Αὐτοκρατορίας. Ὁ πόλεμος προσφέρει καινούργια ἐδάφη, φόρους ὑποτέλειας καί προπαντός δού-λους᾿,
Ὅταν μετά τίς ἐκστρατεῖες τοῦ Τραϊανοῦ σταθεροποιήθηκαν τά σύνορα τῆς ἐπικράτειας, ἡ βαρβαρική περιφέρεια συνέχισε μέν νά προσφέρει δούλους, ἀλλά ὄχι πλέον στούς ἀναγκαίους ρυθμούς.
Οἱ δοῦλοι, ἐξάλλου, ἐξαγοράζονταν τώρα ἀπό προμηθευτές καί τό κόστος ἀγορᾶς τους θά ἔπρεπε νά ἐνσωματωθεῖ στό συνολικό κόστος συντήρησής των. Τό ἀποτέλεσμα ἧταν οἱ τιμές τῶν ἀγαθῶν, ἰδίως τῶν σιτηρῶν, νά ἀρχίσουν νά ἀνεβαίνοῦν κατακόρυφα”,
Ἧ κρίση τοῦ δουλοκτητικοῦ τρόπου παραγωγῆς χτύπησε πολύ πιό ἀποφασιστικά τό δυτικό τμῆμα τῆς Αὐτοκρατορίας. Ἧ Ανατολή, μέ τίς πλούσιες καί πολυάριθμες πόλεις της, τό ἀναπτυγμένο δίκτυο διαπεριφερειακοῦ ἐμπορίου πού ἐξασφάλιζε τήν ὁμαλή τροφοδοσία τῶν πόλεων, τήν ἀκμαία τάξη τῶν μικροκαλλιεργητῶν γῆς, ἐπέζησε. Ἢ Δύση, μέ τόν πιό διασκορπισμένο πληθυσμό, τήν πανίσχυρη ἀριστοκρατία τῶν μεγαλογαιοκτημόνων, τήν πολιτική ἀναρχία καί τήν στρατιωτική ἀδυναμία ἀναχαίτισης τῶν ἐπιδρομῶν τῶν γερμανικῶνλαῶν, καταποντίσθηκε”.
Στὴ διάρκεια τῆς Ἑλληνιστικῆς περιόδου, βέβαια, εἶχε ἀναπτυχθεῖ ἡ ἀγροτική δουλεία καί στήν ᾿Ανατολή. Ἡ χρήση τῶν δούλων, ὅμως, δέν εἶχε ὀργανωθεῖ μέ τό σύστημα τῶν λατιφουντίων. Οἱ μεγάλες ἰδιοκτησίες ὑπῆρχαν μέν, ἀλλά ὄχι μέ τήν μορφή τῶν συνεχῶν ἐκτάσεων γῆς. Ἦταν ἄθροισμα μικρῶν κλήρων, γεγονός πού καθιστοῦσε ἀσύμφορη τήν καλλιέργεια τοῦ ἐδάφους μέ συμπαγεῖς «στρατιές» δούλων. Καί ἡ ἴδια ἡ Ῥώμη, ἐξάλλου, σεβάστηκε τήν ἰδιαιτερότητα τῶν παραγωγικῶν σχέσεων στήν ὕπαιθρο τῆς ᾿Ανατολῆς. Ἢ ἀλλαγὴ πού σημειώθηκε στήν ᾿Ανατολή μετά τήν ἐνσωμάτωση στήν Αὐτοκρατορία ἀφοροῦσε τίς πόλεις. Τα περιουσιακά στοιχεῖα θεωρήθηκαν ἀπαραίτητα γιά νά εἶναι κανείς μέλος τοῦ δήμου καί νά ἀσκεῖ τό δικαίωμα τοῦ ἐκλέγειν καί τοῦ ἐκλέγεσθαι΄. Ἢ συρρίκνωση αὐτή τοῦ εὕρους τῆς πολιτικῆς συμμετοχῆς δέν ἀλλοίωσε, πάντως, τόν αὐθόρμητο καί πολυκεντρικό (ἐν σχεσει μέ τή Δύση) χαρακτήρα τῆς ἀστικῆς καί ἐμπορικῆς ἀνάπτυξης στήν ᾿Ανατολή.
᾿Αλλά ἡ ᾿Ανἁτολή, πέραν τῆς σχετικῆς «ἀνοσίας» τῆς πρός τήν κρίση τῆς δουλοκτησίας, διέθετε καί δύο ἀκόμη συγκριτικά πλεονεκτήματα γιά νά διαδεχθεῖ τή Δύση ὡς κέντρο τῆςΑὐτοκρατορίας. Στήν ᾿Ανατολή δέν εἶναι μόνον ἣ κοινωνική δομή πού συνεχίζει νά ἔχει τά χαρακτηριστικά τῶν Ἕλληνιστικῶν βασιλείων. Τά ἴδια τά Ἑλληνικά παραμένουν κυρίαρ-χη γλῶσσα, ἐνῷ ἀκόμη καί στήν ἴδια τήν Ῥώμη ἔχουν πάψει νά εἶναι ἡ κυρίαρχη γλῶσσα τῶν διανοουμένων, ἤδη ἀπό τόν 30 αἰῶνα μ.Χ. Μπορεῖ μέν ὁ Ἑλληνισμός νά δροῦσε σέ ἕνα ξένο ἐν πολλοῖς πολιτικό πλαίσιο (εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι μέ τήν ἐξαίρεση τοῦ Ἑλληνοσύρου Ἡλιογάβαλου, κανείς ἄλλος Ρωμαῖος αὐτοκράτορας δέν ἦταν Ἑλληνικῆς καταγωγῆς), ἀλλά στήν περιοχή αὐτή τῆς Αὐτοκρατορίας παρέμεινε μιά ἀκμαία πολιτιστική δύναμη, ἀκριβῶς ἐπειδή σάν μορφωτικό κίνημα δέν στηρίχθηκε ἀποκλειστικά στήν εὔνοια τῆς κεντρικῆς πολιτικῆς ἐξουσίας καί τῶν λογίων, ἀλλά σέ ἕνα πλατύ δίκτυο πολυεθνικῶν πόλεων πού ἱδρύθηκαν ἀπό τόν Μ. ᾿Αλέξανδρο καί τούς ἐπιγόνους του“.
Ἕνας τρίτος παράγοντας κοινωνικῆς συνοχῆς τῆς Ἕλληνιστικῆς ᾿Ανατολῆς συνδέεται μέ τήν σταθερή ἐξάπλωση τῆς νέας θρησκείας τοῦ Χριστιανισμοῦ, στή διάρκεια τῶν τριῶν πρώτων (μετά Χριστόν) αἰώνων στό ἀνατολικό τμῆμα τῆς Αὐτοκρατορίας, σε ἀντιδιαστολή μέ τήν σχετικά ἀργή διάδοση τῆς στή Δύση. Ὁ Χριστιανισμός προσέφερε κατ᾽ ἀρχήν διέξοδο στήν κρίση νομιμοποίησης πού γνώρισε ὁ αὐτοκρατορικός θεσμός στήν διάρκεια τοῦ 3ου μ.Χ. αἰώνα (λόγω τῆς μονοπώλησης τῆς «ἐκλογῆς» τοῦ αὐτοκράτορα ἀπό τό στράτευμα) καί στήν «κρίση» «ταυτότητας» στά πλαίσια μιᾶς «οἴκουμενικῆς» ἐπικράτειας.
Τό Βυζάντιο καί ἣ Μεσαιωνική φεουδαρχική Εὐρώπη
Ἐπιστρέφοντας καί πάλι στήν κρίση τοῦ δουλοκτητικοῦ τρόπου παραγωγῆς, ἀλλά καί στό πολυσυζητημένο πρόβλημα τῆς ἀνάδυσης τῶν φεουδαρχικῶν παραγωγικῶν σχέσεων, θά πρέπει νά τονίσουμε ὅτι τήν θέση τῶν δούλων στήν ὕπαιθρο δέν τήν πῆραν κατ᾽ εὐθεῖαν οἱ δουλοπάροικοι ἀλλά οἱ ἐναπόγραφοι καί οἱ κολωνοί. Ἔπρόκειτο γιά ἀγρότες πού (σέ ἀντίθεση μέ τούς δούλους) δέν ἧταν δοῦλοι τοῦ γαιούχου ἀλλά τῆς γῆς τήν ὁποία καλλιεργοῦσαν. Οἱ μεγαλογαιοκτήμονες εἶχαν ἐκτεταμένα δικαιώματα ἀαστυνόμευσης πάνω σ᾽ αὐτήν τήν κατηγορία ἐξαρτημένων ἀγροτῶν. Ἂν καί ἡ χρησιμοποίηση τοῦ ὅρου «προσωπική ἰδιοκτησία» σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τούς ἐναπόγραφοὺς καί τούς κολωνούς εἶναι καταχρηστική, δεδομένου ὅτι δέν μποροῦσαν νά διαθέσουν ἐλεύθερα τήν «εἰδιωτική» τοὺς περιουσία, παραμένει σάν γεγονός ὅτι λειτουργική μονάδα ὀργάνωσης τῆς παραγωγῆς καί τῆς ἐργασίας στά πλαίσια θεσμῶν τέτοιου εἴδους ὑπῆρξε ἡ μικρή «ἰδιοκτησία». Ὁ κατατεμαχισμός αὐτός σέ μικρές λειτουργικές μονάδες καθώς καί ἣ παρουσία μιᾶς σχετικά ἰσχυρῆς κεντρικῆς πολιτικῆς ἐξουσίας διαφοροποιεῖ ἀποφασιστικά, ὅπως θά φανεῖ παρακάτω, τήν δουλοπαροικία ἀπό μεταβατικές πρός αὐτήν μορφές ἐξαρτημένῆς ἐργασίας”.
Ἧ διαμόρφωση τῶν φεουδαρχικῶν σχέσεων παραγωγῆς, πού ἀρχική ἑστία ἀνάδυσής τους ὑπῆρξε ἡ Βόρεια Γαλλία, ἀπαίτησε πολλούς αἰῶνες. Οἱ ρίζες τῆς φεουδαρχίας θά πρέπει νά ἀναζητηθοῦν, βέβαια, στήν πολιτική τῶν Καρολίγγειων Φράγκων βασιλέων. Ὁ Κάρολος Μαρτέλος, ὁ θεμελιωτής τῆς δυναστείας, δημεύοντας ἕνα μεγάλο ἀριθμό ἐκκλησιαστικῶν κτημάτων καί οἰκειοποιούμενος τά περιουσιακά στοιχεῖα τῆς παρακμάζουσας δυναστείας τῶν Μεροβίγγειων βασιλέων, ἄρχισε νά τά παραχωρεῖ σάν ἰσόβια Βεπεῆοϊα στούς πιό ἀφοσιωμένους του προσωπικούς ἀκολούθους. (Πολύ ἀργότερα τά Beneficia, κυρίως μετά τόν νόμο τοῦ Κονράδου τοῦ Β΄, μετατράπηκαν σέ κληρονομικά φέουδα – 1039 μ.Χ.). Δημιουργήθηκαν ἔτσι οἱ θεσμοί τῆς Vassalite (ὅλοι οἱ πολύπλοκοι δεσμοί ἐξάρτησης τοῦ ὑποτελοῦς ἀπό τόν ἡγεμόνα) καί τοῦ Βεπεῖϊοε (παραχώρηση γῆς ἔναντι παροχῆς στρατιωτικῆς ὑπηρεσίας) καί ἄρχισε νά ἀναδύεται μιά τάξη βαριά ὁπλισμένων ἱππέων, πού ἀπό μία χρονική περίοδο καί ἔπειτα μονοπώλησε τήν ἔνοπλη δύναμη”.
Θά ἀπαιτηθοῦν πάντως οἱ σκληρές δοκιμασίες τοῦ Θου καί τοῦ Ιου αἰώνα (μέ τίς ἐπιδρομές τῶν Μαγυάρων, τῶν Πετσενέγων καί τῶν Σκανδιναυϊκῶν λαῶν) γιά νά σαρωθοῦν ἐντελῶς οἱ καθιερωμένες μορφές ὀργάνωσης τῆς παραγωγῆς καί ἐργασίας (κατά μικρές λειτουργικές μονάδες) καί νά οἰκοδομηθεῖ πάνω στούς θεσμούς τῆς Vassalite καί τοῦ Benefice ἣ Μεσαιω-νική φεουδαρχική Δ. Εὐρώπη. Ἢ κατάρρευση τῆς κεντρικῆς ἐξουσίας λόγω τῶν βαρβαρικῶν ἐπιδρομῶν καί οἱ ἔκτακτες ἀμυντικές συνθῆκες ἐπέτρεψαν στήν Βόρειο Γαλλία, μιά περιοχή στήν ὁποία ὃ ἀγροτικός πληθυσμός εἶχε χάσει ἀπό πολύ καιρό τήν συνήθεια τῆς αὐτοάμυνας, νά ἐνδυναμωθεῖ ἡ τάξη τῶν βαριά ὁπλισμένων ἱππέων. ᾿Από ἀποκλειστικά στρατιωτικό πού ἦταν ἀρχικά τό δίκτυο αὐτό τῶν κοινωνικῶν σχέσεων, ἁπλώθηκε καί ἀπορρύφησε ὅλη τήν κοινωνία, πού ἀναδιοργανώθηκε καί διαμορφώθηκε μέ πρότυπο αὐτούς τούς νέους στρατιωτικούς θεσμούς. Στά πλαίσια τοῦ κληρονομικά πλέον μεταβιβαζόμενου φέουδου, οἱ κολωνοί ἀπαλλοτριώθηκαν πλήρως ἀπό τά ἰδιοκτησιακά τοὺς δικαιώματα καί ἔγινε δυνατή ἡ χρήση τοῦ ἀλετριοῦ βαθείας ἄρωσης (γνωστοῦ ἀπό τόν Δον αἰώνα μ.Χ.). Τά ἄροτρα αὐτά (πού τά εἵλκυαν τέσσερα ἤ περισσότερα ζεύγη βοδιῶν) δέν μποροῦσαν νά χρησιμοποιηθοῦν ἀποτελεσματικά σέ μικρά τετράγωνα χωράφια. Λίγοι ἐξάλλου χωρικοί μποροῦσαν νά διαθέσουν πλήρη ζεύγη ζώων. Μέ τήν μετατροπή τῶν κολωνῶν σέ δουλοπάροικους κατέστη δυνατή ἡ καλλιέργεια μακρόστενων ζωνῶν σέ ἀνοιχτές ἐκτάσεις, γεγονός πού ἐπέτρεψε νά αὐξηθεῖ δραματικά ἡ παραγωγικότητα τῶν ἐδαφῶν τῆς Δ. Εὐρώπης. Μέχρι τότε ἣ παραγωγικότητα τῶν πιο ξηρῶν ἐδαφῶν τῆς Μεσογείου ἦταν πολλαπλάσια ἐκείνης τῶν ἐδαφῶν τῆς Δ. Εὐρώπης. Ἢ χρήση τοῦ ἀρότρου βαθείας ἄρωσης, ἔλυσε τό ἀποστραγγιστικό πρόβλημα τῶν ἑλωδῶν εὐρωπαϊκῶν πεδιάδων καί μαζί μέ ἄλλους παράγοντες ἐπέτρεψε τήν «ἀπογείωση» τῆς Δ. Εὐρώπης καί τήν μετατόπιση τῆς ἰσχύος πρός τά Δυτικά”,
Αν ἀπό τήν κρίση τοῦ 3ου αἰώνα μ.Χ. ἡ ᾿Ανατολή ἐξῆλθε σῶα καί ἐν πολλοῖς χωρίς ἰδιαίτερες ἀλλαγές στήν κοινωνική τῆς δομή, ὁ 7ος καί 8ος αἰώνας ὑπῆρξαν οἱ αἰῶνες τῆς δικῆς τῆς ἀποφασιστικῆς δοκιμασίας καί ἡ περίοδος πού διαμορφώθηκαν τά χαρακτηριστικά ἐκεῖνα πού διαφοροποίησαν ὁριστικά τήν ᾿Ανατολική Αὐτοκρατορία, τό Βυζάντιο, ἀπό τήν προγενέστερη της, τήν Ρωμαϊκή. Δέν ἧταν μόνο οἱ τρεῖς μεγάλες ἐπιθέσεις (οἱ ἀβαροσλαβικές ἐπιδρομές στά Βαλκάνια, ἡ περσική ἐξόρμηση στά ἀνατολικά σύνορα τοῦ Βυζαντίοὐ καί, ἀμέσως μετά ἀπ᾿ αὐτήν, ἡ κατάκτηση τῆς Αἰγύπτου τῆς Συρίας καί τῆς Παλαιστίνης ἀπό τούς Ἄραβες) πού ὑποχρέωσαν τό Βυζάντιο σέ ἀναζήτηση μέσων κοινωνικῆς ἀφύπνισης, τήν ἀκριβή ἔκταση καί φύση τῶν ὁποίων δέν γνωρίζουμε, ἀλλά καί φυσικές καταστροφές (σεισμοί) καί ἐπιδημίες. Θά πρέπει νά σημειωθεῖ πάντως, ὅτι ἡ μεταρρύθμιση τῆς κοινωνικῆς δομῆς κάθε ἄλλο παρά ἀπότομη καί ἐκρηκτική ἦταν (πιχ. προῖόν μιᾶς ἀγροτικῆς ἐπανάστασης)”. Ἔτσι ὁ σχετικά μεγάλος ἀριθμός, κατ᾽ ἀρχήν, τῶν ἐξαρτημένων ἀγροτῶν τῆς πρωτοβυζαντινῆς περιόδου (κολωνῶν κλπ.) συρρικνώθηκε, χωρίς νά ἐξαφανισθεῖ ὅμως ὁ θεσμός τῆς προστασίας (οἱ ἐξαρτημένοι ἀγρότες στήν μεσοβυζαντινή περίοδο λέγονται πάροικοι). Τό παμπάλαιο κοινοτικό ὑπέδαφος τῆς Ανατολῆς ἐκφράσθηκε ἐναργέστερα μέσα ἀπό ἕνα ἐκτεταμένο δίκτυο ἀγροτικῶν κοινοτήτων μέ μικρούς ἰδιωτικούς κλήρους καί συλλογικές φορολογικές ὑποχρεώσεις πρός τό κράτος.
Τό δίκτυο αὐτό ἀποτελοῦσε ταυτόχρονα δεξαμενή ἄντλησης ἀφοσιωμένου στήν ὑπεράσπιση τῆς Αὐτοκρατορίας στρατιωτικοῦ δυναμικοῦ (στά πλαίσια καί τοῦ θεσμοῦ παραχώρησης γῆς σέ μικροκαλλιεργητές μέ ἀντάλλαγμα τήν προσφορά ἐν καιρῷ πολέμου στρατιωτικῶν ὑπηρεσιῶν.
Ἧ ἰσχυροποίηση τοῦ ἀγροτικοῦ κοινοτισμοῦ συνδέεται εὐθέως μέ τήν διαμόρφωση ἑνός ρωμαλέου καί ἀποκεντρωμένου ἀμυντικοῦ συστήματος, τοῦ συστήματος τῶν θεμάτων (οἱ βάσεις του τέθηκαν ἐπί Ἰουστινιανοῦ, ἄρχισε νά γενικεύεται ἐπί Ἡρακλείου καί ὁλοκληρώθηκε στή διάρκεια τῆς δυναστείας τῶν Ἰσαύρων), στά πλαίσια τοῦ ὁποίου ἡ στρατιωτική διοίκῆση μιᾶς περιοχῆς ἑνοποιήθηκε μέ τήν πολιτική. Ἧ ἐγκαθίὄρυση τοῦ Βυζαντινοῦ συστήματος τῶν θεμάτων ὁδήγησε σ᾽ ἕνα πολιτικό ὑποβιβασμό τῶν πόλεων, ἐνῶ ἡ παραδοσιακή πολιτική τους ζωή, στήν ὁποία κυριαρχοῦσε μιά γαιοκτητική ὀλιγαρχία πού εἶχε ἑλληνιστική πολιτιστική συνείδηση καί εἰσέπραττε γιά λογαριασμό τοῦ κέντρου τούς φόρους, καταπνίγηκε καί ἀτρόφησε””. (Ὁ Λιβάνιος. χαρακτηριστικός ἐκπρόσωπος αὐτῆς τῆς τάξης, θεωροῦσε τήν πόλη σάν οὐσιαστικό πυρῆνα τοῦ κράτους. Στήν καταδίκη πάντως, ἀπό μέρους του, τῆς προτίμησης τῶν νομικῶν σπουδῶν ἀπό τήν νεολαία ὡς μέσου πρόσβασης στά ἀνώτερα κρατικά ἀξιώματα, θά πρέπει νά ἀναζητηθεῖ ἡ ἄρνηση ἀφομοίωσης τῶν εὐπόρων λογίων ἀπό τή ρωμαϊκή γραφειοκρατία, καί ὄχι ἡ ἀμφισβήτήση αὐτῆς καθ᾽ ἑαυτῆς τῆς ρωμαϊκῆς ἐξουσίας καί τῆς μετακίνησης τῆς ἕδρας τῆς Αὐτοκρατορίας στήν Ἑλληνιστική Ανατολή).
Οἱ πόλεις, ἐν πάσει περιπτώσει, τῶν ὁποίων ὁ ἀριθμός καί ὁ πληθυσμός μειώθηκε, μετατράπηκαν σε πόλεις – φρούρια, σέ ἐνδιάμεσους κρίκους τοῦ συστήματος τῶν θεμάτων. Τά βουλευτήρια των καταργήθηκαν καί μέ τήν κατάληψη τῆς ᾿Αντιόχειας καί τῆς ᾿Αλεξάνδρειας ἡ Κωνίπολη πρόβαλε σάν τό μοναδικό πλέον κέντρο τῆς Αὐτοκρατορίας (ὁ λαός τῆς πρωτεύουσας παρέμεινε σάν ἕνας μεταξύ τριῶν — στρατός καί σύγκλητος οἱ ἄλλοι δύο — ἄτυπος συνταγματικός παράγοντας ἐπικύρωσης τῆς ἐκλογῆς τοῦ Αὐτοκράτορα).
Τίς ἀλλαγές αὐτές συνόδευσε ἡ δημιουργία μόνιμου αὖτοκρατορικοῦ στόλου. Παρά, μάλιστα, τήν παραμέληση τοῦ πολεμικοῦ ναυτικοῦ ἀπό τήν δυναστεία τῶν ᾿Ισαύρων μετά τήν κατάρρευσῃ τοῦ πρώτου χαλιφάτου (Μέσα τοῦ 8ου αἰώνα), ὁ πάντοτε ἀκμαῖος ἐμπορικός στόλος, πού ἀποτελοῦσε τήν βάση ἀναπαραγωγῆς τοῦ πολεμικοῦ ναυτικοῦ, ἐπέτρεψε τήν περιορισμένη ἀναστήλωση τῆς Βυζαντινῆς ναυτικῆς ἰσχύος ἐπί Μακεδόνων καί τόν ἔλεγχο τῆς πειρατικῆς δράσης τῶν ᾿Αράβὼν στή Μεσόγειο””: Συνοψίζοντας τίς μεταρρυθμίσεις πού σημειώθηκαν στήν διάρκεια τῶν λεγόμενων σκοτεινῶν αἰώνῶν (7ος, 8ος καί ἀρχές 9ου), ἐπισημαίνουμε τήν σημασία καθαρά ἐξωοικονομικῶν παραγόντων (ἀμυντικές ἀπαιτήσεις ἀλλά καί ἄλλοι παράγοντες στήν τροποποίηση τῆς κοινωνικῆς δομῆς τῶν προκαπιταλιστικῶν κοινωνικῶν σχηματισμῶν. (Μόνον στά πλαίσια τοῦ καπιταλιστικοῦ τρόπου παραγωγῆς οἱ ταξικές σχέσεις δέν εἶναι σχεδόν τίποτε ἄλλο ἐκτός ἀπό ἔκφραση τῶν παραγωγικῶν σχέσεων).
Φυσιολογικό ἀποτέλεσμα τῆς ἐπώδυνης μεταρρυθμιστικῆς διαδικασίας τῶν σκοτεινῶν αἰώνων ἦταν μία οὐσιαστική στρατιωτική ἀνάκαμψη, πού ἐπέτρεψε ἀρχικά τήν νίκη κατά τῶν Περσῶν καί ἀργότερα τήν ὁριστική ἀναχαίτιση τῶν ᾿Αράβων πέρα ἀπό τά φυσικά σύνορα τῆς ὀροσειρᾶς τοῦ Ταύρου στή Μ. ᾿Ασία, τήν ἀνακατάληψη στρατηγικῶν γιά τόν ἔλεγχο τῆς ᾿Αν. Μεσογείου νήσων, ὅπως ἡ Κρήτη καί ἡ Κύπρος, καί τέλος τήν ἐπανεσωμάτωση τῶν Βαλκανίων στή διοικητική δομή τῆς Αὐτοκρατορίας, μετά τήν θύελλα τῶν σλαβικῶν ἐπιδρομῶν.
Ἧ νίκη τό 1071 στό Μάντζικερτ τῶν Σελτζούκων Τούρκων καί ἡ κατάληψη τοῦ Μπάρι τῆς Ἰταλίας τό ἴδιο ἔτος ἀπό τούς Νορμανδούς, λίγες δεκαετίες μετά τίς λαμπρές νίκες τοῦ Βασιλείου τοῦ Βουλγαροκτόνου, σηματοδότησαν τήν μετάβαση στήν ὑστεροβυζαντινή περίοδο. Καί σ᾽ αὐτήν τήν περίοδο μόνον καταχρηστικά μπορεῖ νά γίνει λόγος γιά «φεουδαρχοποίἢση» τοῦ Βυζαντίου. Πρῶτον, γιατί κάθε ἄλλο παρά ἐξαφανίσθηκε ἀπό τήν ὕπαιθρο ἡ φιγούρα τοῦ ἐλεύθερου μικροκαλλιεργητῆ ἀγρότη. ᾿Αλλά καί, δεύτερον, διότι ὁ θεσμός, γιά παράδεῖγμα, τῆς πρόνοιας, ἡ παραχώρηση δηλαδή στούς μεγαλοκτηματίες φορολογικῶν καί δικαστικῶν ἐξουσιῶν πάνω σε καθορισμένα ἐδάφη μέ ἀντάλλαγμὰ στρατιωτικές ὑπηρεσίες πρός τό κράτος, ἀπέχει παρασάγγας ἀπό τούς θεσμούς τῆς Μεσαιωνικῆς Δ. Εὐρώπης”. Στά πλαίσια τοῦ Βυζαντινοῦ κοινωνικοῦ σχηματισμοῦ ἡ κυριαρχία τοῦ δοσιματικοῦ τρόπου παραγωγῆς ἔχει μέν ἀποσταθεροποιηθεῖ ἀλλά δέν ἔχει καταρρεύσει (ὅπως θά φανεῖ παρακάτω).
Τήν εἰκόνα σ᾽ αὐτήν τήν περίοδο συμπληρώνουν ἡ ἀπώλεια τῆς ἐμπορικῆς ὑπεροχῆς καί τοῦ μονοπωλίου τῆς μετάξης, καθώς καί ἡ δριστική παρακμή τοῦ αὐτοκρατορικοῦ στόλου. Οἱ ἐξελίξεις αὐτές αντανακλοῦν τήν ἐμφάνιση πόλεων «νέου τύπου» στή Δύση. Ἢ παραδοσιακή εὐρωπαιοκεντρική ἱστοριογραφία ἀποδίδει τήν «ἀπογείωση» αὐτῶν τῶν πόλεων νέου τύπου σ᾽ ἕνα συγκριτικό τους πλεονέκτημα, σέ σχέση μέ τίς Βυζαντινές. Τήν ἀπουσία τοῦ «δεσποτισμοῦ» τοῦ κράτους ἀπέναντι στίς ἐμπορικές καί βιοτεχνικές δραστηριότητες. Πράγματι ἡ ὀργάνωση τῆς βιοτεχνίας καί τοῦ ἐμπορίου στό Βυζάντιο εἶναι σωματειακή καί ἐλεγχόμενη στενά ἀπό τίς κρατικές ἀρχές. Δέν ἀποσκοπεῖ στήν προστασία καί προώθηση τῶν συμφερόντων τῶν μελῶν τῶν συντεχνιῶν κατ᾽ ἀρχήν, ἀλλά στή διασφάλιση τῶν συμφερόντων τοῦ κράτους, τοῦ καταναλωτικοῦ κοινοῦ καί τῶν ἀμέσων παραγωγῶν πρώτων ὑλῶν (ἀγροτῶν κλπ.)”.. Ὃ «κρατικός παρεμβατισμός», ἔκφραση τῆς κυριαρχίας τοῦ δοσιματικοῦ τρόπου παραγωγῆς στά πλαίσια τοῦ Βυζαντινοῦ κοινωνικοῦ σχηματισμοῦ, εἶναι μέν ἀναμφισβήτητος, ὀργανώνει ὅμως σέ μιά νέα βάση παλαιότερα κοινωνικά καί πολιτιστικά δεδομένα καί συγκεκριμένα τήν παράδοση ἰσόρροπης ἀνάπτυξης πόλεων καί ὑπαίθρου. ᾿Αντίθετα ἡ χειραφέτηση τῶν ἐμποροβιοτεχνικῶν δραστηριοτήτων στά ἐμπορικά ἄστεα τῆς Δύσης ἀπό τίς αὐθαίρετες ἐπεμβάσεις τῶν ὑπερκείμενων πολιτικῶν ἀρχῶν, καθώς καί οἱ ἀρτιγέννητοι δημοκρατικοί τῶν θεσμοί, ἀποτελοῦν χωρίς ἀμφιβολία ἕναν ἀποφασιστικό νεωτερισμό, ἀλλά ἐκφράζουν ταυτόχρονα τήν «χειραφέτηση» τῆς πόλης στό σύνολό της ἀπό τήν ἀγροτική ἐνδοχώρα καί τήν διαμόρφωση ἑτεροβαρῶν καί ἐκμεταλλευτικῶν σχέσεων πρός αὐτήν.
Πῶς θά μποροῦσαν νά ἀνακεφαλαιωθοῦν συμπερασματικά οἱ διαφορές τοῦ Βυζαντινοῦ κοινωνικοῦ σχηματισμοῦ ἀπέναντι στή Δυτικοί Φεουδαρχία; Οἱ δοσιματικοί κοινωνικοί σχηματισμοί ἀποτελοῦν συναρθρώσεις διαφόρων τρόπων παραγωγῆς (κοινοτικοῦ, δουλοκτητικοῦ, φεουδαρχικοῦ) ὑπό τήν κυριαρχία τοῦ δοσιματικοῦ τρόπου παραγωγῆς. Ἐνῶ ἡ «τάξη -κράτος», ἡ ἄρχουσα τάξη τῶν δοσιματικῶν κοινωνικῶν σχηματισμῶν, παρεμβαίνει στήν παραγωγική διαδικασία ἔμμεσα, ἁπλῶς δηλαδή γιά νά διασφαλίσει τούς γενικούς ὅρους ἀναπαραγωγῆς τῆς κοινωνίας (ἄμυνα, περιοδική ἀνακατανομή τῆς γῆς, ὀργάνωση ἐποικισμῶν, ἐπισιτισμός πόλεων, μεγάλα ἀρδευτικά ἔργα κλπ.), οἱ φεουδάρχες ἐμπλέκονται ἄμεσα στήνδιαδικασία τῆς παραγωγῆς.
Στήν μία περίπτωση ἡ ταξική πάλη ἔχει σάν ἀντικείμενο τῆς, κατ᾽ ἀρχήν, τό ποσοστό τοῦ ἀγροτικοῦ πλεονάσματος πού εἰσπράττεται σάν φόρος καί εὐρύτερο φόντο της τήν προσπάθεια τοῦ ὑποβιβασμοῦ τῆς ἀγροτικῆς κοινότητας σέ ἕνα ἁπλό συλλογικό φορολογικό ὑποκείμενο, ἀποστερημένο ἀπό ὁποιαδήποτε εὐρύτερη πολιτική καί ἄλλη σημασία καί βάρος στή δημόσια ζωή, ἐνῶ στήν ἄλλη, πέραν τοῦ ποσοστοῦ τοῦ ἀποσπωμένου πλεονάσματος (τῆς γαιοπροσόδου), περιεχόμενο τῆς ταξικῆς πάλης εἶναι αὐτή καθ᾽ ἑαυτή ἡ ἔκταση τοῦ ἐλέγχου τῆς παραγωγικῆς διαδικασίας.
Στό πεδίο τῶν πολιτικῶν θεσμῶν οἱ διαφορές ἔχουν νά κάνοῦν μέ τόν κατατεμαχισμό τῆς πολιτικο – στρατιωτικῆς ἐξουσίας τῶν φεουδαλικῶν βασιλείων (οἱ δουλοπάροικοι ἑνός φέουδου ἔχουν μέν ἕνα καί μόνον βασιλέα ἀλλά πολλούς κυρίοὐς στά πλαίσια τοῦ βασαλικοῦ θεσμοῦ), τήν παγίωση κληρονομικῶν δικαιωμάτων τίτλων εὐγενείας (στούς ὁποίους μέ μεγάλη δυσκολία ἔχουν πρόσβαση «νέοι ἄνδρες») καί τήν ἀνάδυση πόλεων νέου τύπου, «χειραφετημένων» ἀπό τήν ἀγροτική τοὺς ἐνδοχώρα, σέ ἀντιδιαστολή μέ τήν πολιτική ἑνότητα τῶν δοσιματικῶν κοινωνικῶν σχηματισμῶν, πού τήν ἐγγυᾶται μιά ἑνιαία καί πάγια ἐν πολλοῖς νομοθεσία καί μιά πολυπληθής καί πανταχοῦ παροῦσα ὑπαλληλία. Ἢ ἀνανέωση τῆς κρατικῆς γραφειοκρατίας ἐξάλλου (πού δέν ταυτίζεται στό σύνολό της μέ τήν ἄρχουσα τάξη) καί στά ἀνώτερα κλιμάκιά της μέ «νέο αἷμα», κάθε φορά πού θα πρέπει νά «τακτοποιηθοῦν» οἱ «ἡμέτεροι» τοῦ νέου αὐτοκράτορα, καί ἡ ἀπουσία διακρίσεων θεμελιωμένων πάνω στήν ἀνωτερότητα τοῦ «αἵματος», διασφαλίζει μιά ἔντονη κοινωνική κινητικότητα πού «ἀπορροφᾶ» καί ἐκτονώνει τίς κοινωνικές ἀντιθέσεις. ᾿Ακόμη καί ἡ ἴδια ἡ αὐτοκρατορική πορφύρα ποτέ δέν ἔγινε στό Βυζάντιο κληρονομικό δικαίωμα μιᾶς χρισμένης «ἐλέῳ Θεοῦ» δυναστείας!”
Ἡ συνέχεια τῆς «δυναστείας» διασφαλίζονταν μέ τήν ἀναγόρευση τοῦ διαδόχου σέ συναυτοκράτορα, πού χρειάζονταν τήν τυπική ἔστω ἐπικύρωση τῶν τριῶν ἐκλογικῶν παραγόντων (τοῦ στρατοῦ, τῆς συγκλήτου — πού σέ ἀντίθεση μέ τή ρωμαϊκή ἀπετελεῖτο πλέον ἀπό τούς ἐν ἐνεργεία ἀνώτερους ὑπαλλήλους— καί τοῦ «λαοῦ», δηλαδή τοῦ πληθυσμοῦ τῆς πρωτεύουσας, ὅπως αὐτός ἐκφράζονταν ἀπό τά κόμματα τοῦ ἱπποδρόμου ἀρχικά καί τίς συντεχνίες ἀργότερα).
Β’ ΜΕΡΟΣ – (Περιοδικό Ελλοπία τ. 10, Απρίλιος-Μάιος 1992, σελ. 60-63)
Κίνα, στέππα και ο Δρόμος του Μεταξιού
Μιά σύντομη ἀναφορά στίς διαφορές μεταξύ Βυζαντίου καί ἄλλων δοσιματικῶν ἐπικρατειῶν θά διευκολύνει τή σαφέστερη ὁριοθέτηση τῆς Βυζαντινῆς ἰδιαιτερότητας. Ἡ Κίνα (ὅπως καί ἡ ἀρχαία Αἴγυπτος), ἕνας δοσιματικός κοινωνικός σχηματισμός μέ ζωή χιλιετιῶν, χαρακτηρίζεται κατ᾽ ἀρχήν ἀπό τήν συντριπτικά ὑψηλότερη παραγωγικότητα τῶν ἀρδευόμενων κοιλάδων της. Ἐδῷ ὁ δοσιματικός τρόπος παραγωγῆς τείνει νά γίνει ὄχι ἁπλᾶ κυρίαρχος ἀλλά καί σχεδόν ἀποκλειστικός, γεγονός πού ἐκφράζεται μέ τήν ἀδιατάρακτη ἐπί μεγάλα χρονικά διαστήματα πολιτική σταθερότητα, τήν περιορισμένη σημασία τοῦ μακρυνοῦ ἐμπορίου καί τήν χωρίς ἀμφισβήτηση οἰκειοποίηση τῆς ψιλῆς κυριότητας τῆς γῆς ἀπό τό κράτος.
Στό Βυζάντιο τά ἀδύνατα σημεῖα τῆς γεωργίας καί τό χαμηλό (συγκριτικά μέ «κεντρικούς» δοσιματικούς κοινωνικούς σχηματισμούς ὅπως ἡ Κίνα) ὕψος τῶν δοσιμάτων ἀντισταθμί-ζει μιά σχετική ἐμπορική καί βιοτεχνική εὐρωστία. Σπονδυλική στήλη τοῦ διαπεριφερειακοῦ ἐμπορίου εἶναι ἡ πανάρxαια στή Μεσόγειο ἀνταλλαγή κρασιοῦ καί λαδιοῦ (παραγόμενου στή Ν. Εὐρώπη) μέ δημητριακά (παραγόμενα στήν Αἴγυπτο καί τή Β. ᾿Αφρική ἀρχικά καί, μετά τίς ἀραβικές κατακτήσεις, στή Θράκη, τή Μ. ᾿Ασία καί ἀλλοῦ). Τίς ἐπισιτιστικές ἀνάγκες τῶν πόλεων καί ἰδιαίτερα τῆς Κων/λης δέν μπορεῖ νά καλύψει ἡ παραγωγή τῆς ἀγροτικῆς ἐνδοχώρας των και γι’ αὐτό τό λεπτό δίκτυο διαπεριφερειακοῦ ἐμπορίου ἑπομένως καί ἕνα ἀκμαῖο ἐμπορικό καί πολεμικό ναυτικό, εἶναι όρος επιβίωσης τῆς Αὐτοκρατορίας (σέ ἀντίθεση μέ τήν Κίνα όπου κάθε ἐπαρχία εἶναι σχεδόν αὐτοσυντουρούμενη) ἀπό τό διαπεριφερειακό ἐμπόριο, γιά δοσιματικές ἐπικράτειες ὄπως τό Βυζάντιο, ὅπου τό ἀποσπώμενο ἀγροτικό πλεόνασμα εἶναι περιορισμένο, τό μακρυνό ἐμπόριο εἰδῶν πολυτελείας εἶναι ἀποφασιστικό γιά τήν ἀναπαραγωγή τους. Τό μακρυνό ἐμπόριο δέν εἶναι ξεχωριστός τρόπος παραγωγης αλλά τρόπος σύνδεσης αὐτόνομων κοινωνικῶν σχηματισμῶν. Επιτρέπει τήν μεταβίβαση ἑνός μέρους τοῦ πλεονάσματος από τήν μιά κοινωνία στήν ἄλλη. Ἱστορικά οἱ σταθερές προϋποθέσεις γιά τήν ἀνάπτυξη μακρυνοῦ ἐμπορίου μεταξύ των διάφόρων ἐπικρατειῶν τῆς Εὐρασίας διαμορφώθηκαν τον 2ο αἰώνα π.Χ. Μέ τήν ἐπέκταση τῆς κυριαρχίας τῶν Χάν στις ὀάσεις τῆς Κεντρικῆς ᾿Ασίας ἄνοιξε κατ᾽ ἀρχήν ὁ περίφημος Δρόμος τοῦ μεταξιοῦ. Ἕνα τακτικό δρομολόγιο καραβανιῶν κινούμενο ἀπό ὄαση σέ ὄαση, ἔφερνε σέ ἐπαφή τήν Κίνα με την ἑλληνιστική Μέση ᾿Ανατολή καί ᾿Αν. Μεσόγειο. Τήν ἴδια περίποῦ χρονική περίοδο, οἱ ναυτικοί τοῦ Πτολεμαίου τοῦ Β΄ τοῦ Εὐεργέτη διασχίζουν, ἐκκινώντας ἀπό τήν ᾿Αλεξάνδρεια, ὅλο τόν θαλάσσιο δρόμο πρός τίς Ἰνδίες.
Ὁ ἔλεγχος τῶν δρόμων αὐτῶν καί ἡ ὑπεράσπιση των ἀπέναντι στούς συνεχεῖς «σπασμούς» τῶν λαῶν τῆς Εὐρασιατικῆς στέππὰς (πρόκειται γιά τήν τεράστια χορτολιβαδική ἔκταση πού ἐξαπλώνεται μεταξύ Μογγολίας καί νοτίας Ρωσίας καί Οὐγγαρίας, στήν ὁποία ἤδη ἀπό τόν 4ο αἰώνα π.Χ. ἔχει διαδοθεῖ ἡ ἱππονομαδική κτηνοτροφία, ἀποτελεῖ τόν καμβά πάνω στόν ὁποῖο οἰκοδομήθηκαν οἱ σχέσεις καί οἱ συσχετισμοί δύναμης μεταξύ τῶν διαφόρων πολιτισμένων κέντρων τῆς «Εὐρασιατικῆς οἰκουμένης»,
Χερσαῖο κέντρο τῶν ἐπαφῶν ἀνάμεσα στίς ἐπικράτειες τῆς Εὐρασίας ὑπῆρξε ἐπί αἰῶνες ἣ Μ. ᾿Ανατολή. Καί εἶναι σ᾽ αὐτήν τήν περιοχή πού πρωτοεμφανίσθηκε ὁ νεωτερισμός ἐκεῖνος στήν ἀμυντική τεχνική, ἡ ἀνάπτυξη βαριά ὁπλισμένου ἱππικοῦ, πού ἀποτέλεσε πολύ ἀργότερα (ὅπως εἴδαμε) ἕνα ἀπό τά κύρια χαρακτηριστικά τῆς μεσαιωνικῆς Δ. Εὐρώπης, καθιστώντας δυνατή τήν ἄμυνα ἀπέναντι στό ἐλαφρό ἱππικό τῶν βαρβάρων ἐπιδρομέων (το θωρακισμένο ἱππικό ἦταν μέν λιγώτερο εὐκίνητο ἀπό τό ἐλαφρό, ἀλλά ἦταν ταυτόχρονα ἄτρωτο στά βέλη τῶν βαρβάρων). Ἄν ἐντάξουμε τίς ἐπιδρομές τῶν Οὕγγρων καί Πετσενέγων στό δεύτερο κύμα τῶν «σπασμῶν» τῆς Εὐρασιατικῆς στέππας (πού τό ἐγκαινίασαν οἵ ᾿Αραβοσλαβικές ἐπιδρομές), τότε οἱ ἐπιδρομές τῶν Ἰρανόφωνῶν λαῶν (Πάρθων, Σακκῶν, Κουσάνων καί Σαρματῶν) συγκροτοῦν τό πρῶτο κύμα (ἀρχίζουν τόν 20 αἰώνα π.Χ. γιά νά ὁλοκληρωθοῦν τόν 5ο αἰώνα μ.Χ. μέ τίς ἐπιδρομές τῶν Οὕννων), ἐνῶ ὃ χείμαρρος τῶν Τουρκικῶν καί Μογγολικῶν λαῶν πού διευθετήθηκε τελικά μέσα στήν κεντρική «κοίτη» τοῦ Ἰσλάμ, ἀνάμεσα στό 1000 καί 1500 μ.χ., ἀποτελεῖ τό τρίτο κύματοῦ δυναμισμοῦ τῆς νομαδικῆς βαρβαρικῆς περιφέρειας,
Η Περσία των Σασσανιδών
Ἢ Σασσανιδική Αὐτοκρατορία θεμελιώνεται στίς ἀρχές τοῦ 3ου αἰώνα μ.Χ. ἀξιοποιώντας καί ἐμπλουτίζοντας τήν παράδοση τοῦ Παρθικοῦ βασιλείου. Ἢ ἰδιομορφία τῆς δοσιματικῆς αὐτῆς ἐπικράτειας ἔγκειται στό γεγονός ὅτι ἐπί τέσσερεις αἰῶνες (ϑος ἕως καί ἀρχές 7ου) σημείωσε ἐντυπωσιακές ἐπιτυχίες στή φρούρηση τοῦ μετώπου τῆς στέππας. ᾿Ανάλογες προσπάθειες τῆς Κίνας καί τοῦ Βυζαντίου ὠχριοῦν μπροστά στίς περσικές ἐπιτυχίες. Τό κλειδί στήν ἀποτελεσματική φρούρηση τῶν Βορείων συνόρων τῆς Σασσανιδικῆς αὐτοκρατορίας ἦταν ἕνα δυαδικό σύστημα ἄμυνας. Τό ἕνα σκέλος τοῦ συστήμᾶτος εἶχε σάν βάση τοὺ μιάν ἀνατολική καί ἤπια παραλλαγή τῆς φεουδαρχίας. Στηρίζονταν στήν ἄρρηκτη σύνδεση συγκεκριμένων πολεμιστῶν μέ συγκεκριμένες ἀγροτικές κοινότητες. Οἱ πολεμιστές διέθεταν τόν ἀπαραίτητο χρόνο καί τό ἀναγκαῖο εἰσόδημα γιά νά ἀσκοῦνται στήν τέχνη τοῦ βαριά ὁπλισμένου ἱππέα. Τό δεύτερο σκέλος αὐτοῦ τοῦ ἀμυντικοῦ συστήματος τό συγκροτοῦσε μιά βασιλική μισθοφορική δύναμη, ἱκανή νά προσδώσει συνοχή στήν ὅλη ἀμυντική προσπάθεια καί νά ἐξισορροπήσει ταυτόχρονα τίς κεντρόφυγες τάσεις τῆς Ἰρανικῆς ἀριστοκρατίας. Ἢ πολυέξοδη, ὁπωσδήποτε, συντήρηση τῶν μισθοφορικῶν σωμάτων ἑδράζονταν πάνω σέ δύο πηγές ἐσόδων. Τούς τελωνειακούς δασμούς πού ἀπέφερε ὁ ἔλεγχος τῶν ἐμπορικῶν δρόμων ἐπαφῆς τῆς Κίνας καί τῶν Ἰνδιῶν μέ τήν ᾿Αν. Μεσόγειο’ καί τα δοσίματα ἀπό τίς ἀρδευόμενες καί εὔφορες κοιλάδες τῆς Μεσοποταμίας.
Μπροστά σ᾽ αὐτές τίς ἐξελίξεις τό Βυζάντιο ὑποχρεώθηκε νά ἐγκαταλείψει ἐν μέρει τήν ἀρχαία πεζική παράδοση τῆς Ν. Εὐρώπης (ἀρχαιοελληνική κυρίως καί σ᾽ ἕνα βαθμό καί Ρωμαϊκή). Παρά τό γεγονός, πάντως, ὅτι ἤδη ἀπό τόν καιρό τοῦ Ἰουστινιανοῦ οἱ θωρακισμένοι ἱππεῖς πού χειρίζονταν λόγχες καί τόξα (οἱ «κατάφρακτοι») ἀποτελοῦσαν τήν κύρια δύναμη κρούσης τοῦ αὐτοκρατορικοῦ στρατοῦ, τό Βυζάντιο οὐδέποτε συμμορφώθηκε πλήρως μέ τό Ἰρανικό πρότυπο (ἔστω κι ἄν οἱ στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις τῶν Ἰσαύρων ἔβαλαν τά θεμέλια γιά τήν διαμόρφωση μιᾶς στρατιωτικῆς ἀριστοκρατίας πού τό εἰδικό βάρος της αὐξήθηκε σταδιακά ἐπί Μακεδόνων γιά νά καταστεῖ ἀποφασιστικό ἐπί τῶν Κομνηνῶν).
Στήν φρούρηση τῶν χερσαίων του συνόρων, τό Βυζάντιο, ἀναπλήρωνε τίς σοβαρές του ἐλλείψεις μέ μία στρατηγική παρόμοια μέ τήν Κινέζικη. Ἢ καταβολή φόρων ὑποτέλειας στούς πολεμάρχους τῶν βαρβαρικῶν νομαδικῶν φύλων κρίνονταν λιγώτερο δαπανηρή καί ἐπικίνδυνη γιά τήν κεντρική ἐξουσία ἀπό τήν συντήρηση στρατευμάτων ἱκανῶν νά ἀντιμετωπίσουν κάθε ἐξωτερική ἀπειλή (κεντρόφυγες τάσεις πανίσχυρων καί μέ αὐτόνομη βάση ἰσχύος στρατηγῶν).
Ποιό εἶναι τό μυστικό τῆς τελικῆς κατάρρευσης τῆς Σασσανιδικῆς Αὐτοκρατορίας στήν παρατεταμένη σύγκρουση της μέ τό Βυζάντιο; ᾿Από τήν παραδοσιακή ἱστοριογραφία εἶχε ὑπερτονισθεῖ ἡ σημασία τῆς μεταφορᾶς τῆς καλλιέργειας τοῦ μεταξοσκώληκα καί τῆς ἀνάπτυξης ἐναλλακτικῶν δρόμων ἐπαφῆς (μέσα ἀπό τήν Εὐρασιατική στέππα) μέ τά κέντρα τῆς Ἄπω ᾿Ανατολῆς στήν διάρκεια τοῦ όου αἰώνα μ.Χ., πού δέν ἐλέγχονταν ἀπό τούς Πέρσες. Εἶναι βέβαιο ὅτι οἱ ἐξελίξεις αὐτές ἀποστέρησαν τήν Σασσανιδική αὐτοκρατορία ἀπό μέρος τῶν εἰσοδημάτων της καί ὅτι ἐπέτειναν τόν ἀνταγωνισμό ἀνάμεσα στίς δύο δοσιματικές ἐπικράτειες. Τά αἴτια ὅμως τῆς κατάρρευσης τῆς αὐτοκρατορίας τῶν Σασσανιδῶν πρέπει νά ἀναζητηθοῦν πρός ἄλλες κατευθύνσεις:
Στήν πανίσχυρη ἀμυντικά πρωτεύουσα τοῦ Βυζαντίου κατ᾽ ἀρχήν, στόν αὐτοκρατορικό στόλο πού χάριζε στίς δυνάμεις τοῦ στρατοῦ ξηρᾶς ἕνα βαθμό περιορισμένης ἀλλά κρίσιμης γιά τά μέτρα τῆς ἐποχῆς στρατηγικῆς κινητικότητας (μεταφορά στρατευμάτων στά μετόπισθεν τοῦ ἀντιπάλου κλπ.)”7, στοὺς βαθεῖς δεσμούς τῆς κεντρικῆς ἐξουσίας μέ τήν ὕπαιθρο καί τό στράτευμα (πού ἦταν ὁ κεντρικὸς μοχλός μαζί μέ τήν ἐκκλησία τῆς διαβόητης «κοινωνικῆς κινητικότητας» στό Βυζάντιο, ὅπου πολλοί ἱδρυτές «δυναστειῶν» δέν ἦταν τίποτε ἄλλο ἀπό ἀγροτόπαιδα πού διακρίθηκαν στά πεδία τῶν μαχῶν) καί στήν πόλωση τέλος ἀνάμεσα στόν «ἀναπαλαιωμένο» ζωροαστρισμό τῆς Ἰρανικῆς ᾿Αριστοκρατίας καί τίς θρησκευτικές ἀναζητήσεις τῶν πληθυσμῶν τῶν πόλεων (Μανιχαῖσμός κλπ.) σέ ἀντιδιαστολή μέ τήν σχετικά συμπαγέστερη κοινότητα τῶν πιστῶν στό Βυζάντιο.
Άραβες και Ισλάμ
Τό εἰδικό χαρακτηριστικό τῶν δοσιματικῶν Ἰσλαμικῶν ἐπικρατειῶν εἶναι ἡ ὀργανική ἐνσωμάτωση τοῦ νομαδισμοῦ τῆς ᾿Αραβικῆς ἐρήμου, ἀρχικά, καί τοῦ ποιμενικοῦ νομαδισμοῦ τῶν Τουρκικῶν καί Μογγολικῶν φύλων τῆς στέππας, ἀργότερα, στή ζωή μιᾶς περιοχῆς, τῆς Μέσης ᾿Ανατολῆς, πού ὑπῆρξε ἕνα ἀπό τά πανάρχαια λίκνα τοῦ πολιτισμοῦ. Τό χαρΡακτηριστικό αὐτό, συγκρινόμενο μέ τήν πολιτική καταβολῆς φόρων ὑποτέλειας (Βυζάντιο, Κίνα) καί τήν ἀποτελεσματική φρούρηση τῶν συνόρων τῆς στέππας (αὐτοκρατορία τῶν Σασσανιδῶν), ἀποτελεῖ ἀποφασιστική καινοτομία. Τῆς συγκριτικῆς δριοθέτησης τοῦ Βυζαντίου ἀπέναντι στό πρῶτο καί τό δεύτερο Χαλιφάτο, θά ἔπρεπε νά προταχθεῖ μιά λεπτομερής ἀνάλυση τοῦ νομαδισμοῦ τῆς ᾿Αραβικῆς Ἐρήμου καί τοῦ ποιμενικοῦ νομαδισμοῦ τῶν λαῶν τῆς στέππας᾿. Γιά λόγους χώρου, ἀναφέρουμε ἁπλά ὅτι μέχρι τήν ἐμφάνιση τοῦ Ἰσλάμ τά «ληστρικά» κράτη τῶν νομάδων (ὅπως τό κράτος τῶν Οὕννων ἐπί ᾿Αττίλα) ἀντλοῦν ἕνα ὑπέρμετρο πλεόνασμα ἀπό τό ὑπάρχον παραγωγικό σύστημα, ἀφήνοντας τό κατά τά ἄλλα ἐντελῶς ἀνέγγιχτο, ᾿Ακριβῶς ἐπειδή οἱ νομάδες κυρίαρχοι δέν διαθέτουν καμμιά ρίζα στά προὔπάρχοντα συστήματα παραγωγῆς, εἴτε ἐνσωματώνονται γρήγορα στίς ὑπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις καί ἀποβάλλοντας τά νομαδικά τοὺς χαρακτηριστικά ἀνανεώνουν ἁπλῶς μέ νέο αἷμα τίς κυρίαρχες τάξεις,εἴτε ἐφ᾽ ὅσον ἐπιμείνουν στόν νομαδισμό τοὺς παύουν νά κυριαρχοῦν.
Τό πρῶτο χαλιφάτο, τό χαλιφάτο τῶν Ὀμμευαδών μέ πρωτεύουσα τή Δαμασκό τῆς Συρίας, συγκρινόμενο μέ τά «ληστρικά» κράτη τῶν νομάδων, διαθέτει μιά σταθερότερη δομή καί μιά ἀσύγκριτα πλουσιώτερη πολιτιστική ζωή, ὑπό τόν ὅρο ὅμως τῆς συνεχοῦς ἐπέκτασης. Ὁ στρατός, ὀργανωμένος σέ φρουρές στίς σημαντικώτερες πόλεις τῆς ἐπικράτειας, στρατολογεῖται σχεδόν ἀποκλειστικά ἀπό τούς ἀραβικούς νομαδικούς πληθυσμούς. Τά ἔξοδα συντήρησής του προέρχονται ὄχι μόνον ἀπό τά δοσίματα τῆς ὑπαίθρου (πού εἰσπράττονται ἀπό τούς παλιούς βυζαντινούς καί περσικούς γραφειοκρατικούς μηχανισμούς), ἀλλά καί ἀπό τή σταθερή ροή λαφύρων πού ἐξασφαλίζει ἡ συνεχής ἐπέκταση τοῦ χαλιφάτου. Ἢ σταθερή ροή λαφύρων δέν ἀπαλύνει μόνον τήν φορολογική συμπίεση τῶν πληθυσμῶν τῆς ὑπαίθρου, ἀλλά ἐξασφαλίζει καί τήν νομιμοφροσύνη τῶν ᾿Αράβων φυλάρχων πρός τήν κεντρική ἐξουσία τῆς Δαμασκοῦ. Ὅσο ἡ ἐπέκταση συνεχίζεται ἀπρόσκοπτα, ἡ πολιτική σταθερότητα εἶναι ἐγγυημένη, παρά τό γεγονός ὅτι τό καθεστώς δέν διαθέτει σπουδαία ἐρείσματα στήν ὕπαιθρο (συγκρινόμενα γιά παράδειγμα μέ τό Βυζάντιο)”.
Στά πλαίσια τοῦ δευτέρου χαλιφάτου, τοῦ χαλιφάτου τῶν Ἀββασιδῶν τῆς Βαγδάτης, ἡ κατάργηση τῶν διακρίσεων μεταξύ ᾿Αράβων καί μή ᾿Αράβων Μουσουλμάνων, ἡ ἀποσύνδεσῃ τῆς τρέχουσας διαχείρισης τῶν πολιτικῶν ὑποθέσεων ἀπό τόν ἀδιάκοπο ἀγώνα ἀνάπλασης τῆς κοινωνίας σύμφωνα μέ τή θέληση τοῦ ᾿Αλλάχ, ὁ συνδυασμός τοῦ «λεγκαλισμοῦ» τῶν οὐλεμάδων μέ τόν «χαρισματικό ἀντινομικισμό» τῶν Σούφι καί τήν καλλιέργεια τῶν κλασσικῶν γραμμάτων καί τῶν τεχνῶν ἀπό τούς διανοούμενους τῆς αὐλῆς, καί τέλος μιά ἀμοιβαῖα ἐπωφελής ρύθμιση τῶν ἐμπορικῶν σχέσεων μέ τό Βυζάντιο, δημιουργοῦν τίς προῦποθέσεις γιά μεγαλύτερη πολιτική σταθερότητα καί ἐπιτρέπουν στό Ἰσλάμ νά ἀνταγωνίζεται τίς ἄλλες σωτηριολογικές θρησκεῖες ὄχι πιά ἀποκλειστικά στά πεδία τῶν μαχῶν, ἀλλά καί μέσα στούς κόλπους τῶν μόνιμα ἐγκατεστημένων ἀγροτικῶν πληθυσμῶν. Σημειώνουμε ὅτι ἀπό τόν καιρό τοῦ χαλίφη Μουτασίμ (833 μ.Χ.) οἱ Τοῦρκοι σκλάβοι – στρατιῶτες εἶναι τό κυριώτερο στήριγμα τῆς χαλιφικῆςἐξουσίας καί ὅτι, γιά λόγους στούς ὁποίους δέν θά ἀναφερθοῦμε ἐδῶ, ὁ μιλιταριστικός καί ἐπεκτατικός χαρακτήρας τοῦ πρώτου χαλιφάτου ὑποτροπιάζει καί ἀναπαράγεται στό τετράγῶνο στά πλαίσια τῆς ᾿Οθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας”,
Οι τρεις κύκλοι
Μετά τήν περιληπτική αὐτήν ἀντιδιαστολή τοῦ Βυζαντίου πρός τίς δοσιματικές μουσουλμανικές ἐπικράτειες, ὑπάρχει πλέον ἡ δυνατότητα νά ἀνασυγκροτηθεῖ καί ὁ τρόπος ἔνταξης τοῦ Βυζαντίου στό συνεχῶς μεταβαλλόμενο σύστημα διακρατικῶν σχέσεων τῆς Εὐρασιατικῆς Οἰκουμένης. Μποροῦμε νά ἐπισημάνουμε, συγκεκριμένα, τρεῖς διαδοχικούς κύκλους τρόπων ἔνταξης στίς διεθνεῖς σχέσεις.
Ὁ πρῶτος σχετίζεται μέ τήν ἀντιμετώπιση τῶν γερμανικῶν φύλων στό Βορρᾶ καί τή Δύση καί τοῦ Περσικοῦ ἀνταγωνιστῆ στή Μ. ᾿Ανατολή καί λήγει στίς ἀρχές τοῦ 7ου αἰώνα μέ τήν ἐπανάκτηση τῶν παράλιων περιοχῶν τῆς νότιας Εὐρώπης καί τῆς Βόρειας ᾿Αφρικῆς καθώς καί μέ τήν δημιουργία ἑνός σημαντικοῦ κενοῦ στά νοτιανατολικά σύνορα τῆς Αὐτοκρατορίας (κατάρρευση τῆς Σασσανιδικῆς Αὐτοκρατορίας). Οἱ ἐπιτυχίες εἶναι ἀναμφισβήτητες, ἀλλά στή Δύση τήν συντριβή τῶν γοτθικῶν βασιλείων (πού οἰκοδομήθηκαν μετά τίς ἐπιδρομές τῶν Οὕννων) συνοδεύει ἡ ἐμφάνιση τοῦ πρώτου φραγκικοῦ βασιλείου (Μεροβίγγειοι), ἐνῷ στήν ᾿Ανατολή ἡ ἕτεροδοξία τῶν πληθυσμῶν τῆς Συρίας καί τῆς Αἰγύπτου ἐπενδύεται καί μέ ἰδιαίτερα ἐθνικά καί κοινωνικά χαρακτηριστικά,
Ὁ δεύτερος κύκλος, πού τόν ἐγκαινιάζουν οἱ ἀβαροσλαβικές ἐπιδρομές καί ἡ προέλαση τοῦ Ἰσλάμ στίς νοτιανατολικές ἐπαρχίες τῆς Αὐτοκρατορίας, ἀρχίζει μέ τήν ὁριστική ἀπώλεια αὐτῶν τῶν ἐπαρχιῶν καί τήν διαμόρφωση ἀργότερα (8ος αἰώνας μ.Χ.) τῆς πρώτης ἐπικράτειας στή Δύση πού ἀμφισβητεῖ τό μονοπώλιο τοῦ Βυζαντίου στή Ρωμαϊκή κληρονομιά, τῆς Καρολίγγειας Αὐτοκρατορίας. Ὃ ἐκχριστιανισμός τῶν σλαβικῶν φύλων καί ἣ μορφοποίηση τοὺς σέ συντεταγμένα ἔθνη καθώς καί ἡ ὁλοκλήρωση τῆς μεταστοιχείωσης τοῦ ἀρχαίου σέ νέο ἑλληνισμό συμπληρώνουν τήν εἰκόνα τοῦ δεύτερου κύκλου.
᾿Ανάμεσα στό δεύτερο καί τρίτο κύκλο μεσολαβεῖ ὁ παρατεταμένος Βυζαντινο – βουλγαρικός πόλεμος μέ τίς καταστροφικές του συνέπειες.
Ὁ τρίτος κύκλος ἐπαναλαμβάνει, μέ τό σχήμα τῆς διευρυμέης ἀναπαραγωγῆς, τό γνωστό ἀπό τούς δύο ἄλλους κύκλους μοντέλο περίσφιγξης τοῦ Βυζαντίου ἀπό μία λαβίδα πού τό ἕνα της ἄκρο βρίσκεται βορειοδυτικά καί τό ἄλλο νοτιοανατολικά. Αὐτή τήν φορά ἡ Δύση δέν ἀμφισβητεῖ ἁπλά καί μόνον τό μονοπώλιο τοῦ Βυζαντίου στήν Ῥωμαϊκή πολιτειακή κληρονομιά, ἀλλά καί τό ἀποκλειστικό του δικαίωμα νά ὑπερασπίζεται τή Χριστιανοσύνη ἀπέναντι στούς ἄπιστους (σταυροφορίες), ἐνῶ στήν ᾿Ανατολή οἱ Ὀσμανλῆδες προβάλλουν σάν «ἐγγυητές» τῆς πολιτισμικῆς ἰδιαιτερότητας τῆς ᾽Αν. Μεσογείου, τῶν Βαλκανίων καί τῆς Μ. ᾿Ανατολῆς ἀπέναντι στήν «σχισματική» καί φεουδαρχική Δύση καί τήν ἀνευθυνότητα καί τήν ἀφερεγγυότητα τῆς Βυζαντινῆς ἀριστοκρατίας “. Ἢ παλαιολόγεια ἀναγέννηση. ὀργανικό στοιχεῖο τῆς ὁποίας ὑπῆρξε ἡ «παλαμική σύνθεση», καθώς καί ἡ διαμόρφωση μιᾶς κοινοπολιτείας ὀρθοδόξων λαῶν, ἐξισσοροποῦν τόν καταθλιπτικό συγχρονικό ἀπολογισμό, πού εἶχε σάν τελική του κατάληξη τήν Ἀλωση.
Εἰδικά γιά τόν δεύτερο κύκλο ὁ Βέλγος ἱστορικός H. Pirenne πε ἔχει διατυπώσει τήν περίφημη θέση του σύμφωνα μέ τήν ὁποία χωρίς τόν Μωάμεθ ὁ Κάρολος ὁ Μέγας θά ἦταν ἀδιανόητος. Ἧ θέση αὐτή, ἄν καί ἐκκινεῖ ἀπό λανθασμένες προκείμενες, ἀποδίδοντας τή χειραφέτηση τοῦ Γερμανικοῦ Βορρᾶ ἀπό τόν ἐκρωμαϊσμένο νότο καί τό Βυζάντιο (στά πλαίσια τῆς Καρολίγγειας Αὐτοκρατορίας) σέ μιά ὑποτιθέμενη διακοπή τοῦ ἐμπορίου μεταξύ ᾿Ανατολικῆς καί Δυτικῆς Μεσογείου λόγὼ τῶν ἀραβικῶν κατακτήσεων, συνοψίζει μέ ἐπιγραμματικό τρόπο τήν ὀργανική σχέση πού συνδέει τίς ἐξελίξεις στά δύο μέτωπα τοῦ Βυζαντίου στή διάρκεια, θά ἔλεγε κανείς, καί τῶν τριῶν κύκλων ἔνταξής του στίς διεθνεῖς σχέσεις. Ἔν πάσει περιπτώσει, σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τόν δεύτερο κύκλο εἶναι βέβαιο ὅτι τό ἐμπόριο μεταξύ ᾿Ανατολῆς καί Δύσης δέν διεκόπη ποτέ, ἀφοῦ συνεχίσθηκε μέ διάμεσο ὄχι πιά τήν ᾿Αντιόχεια καί τήν ᾿Αλεξάνδρεια, ἀλλά τήν ἴδια τήν Κων λη (καί μάλιστα μέ τήν συμφωνία τῶν ᾿Αββασιδῶν χαλίφηδων τῆς Βαγδάτης). Παρά ταῦτα, ἣ ἀδυναμία τῶν ᾿Ισαύρων νά παράσχουν προστασία στήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἀπέναντι στίς ἐπιδρομές τῶν Λομβαρδῶν (λόγω τῆς ἀπασχόλησής τοὺς μέ τούς Ἄραβες) καί κυρίως ἡ εἰκονομαχική ἐκκλησιαστική τους πολιτική πού δέν ἦταν ἀποδεκτή ἀπό τόν Πάπα, ἔσπρωξε τήν Ἐκκλησία τῆς Ῥώμης νά συνάψει μιά στρατηγικοῦ χαρακτήρα συμμαχία μέ τήν Καρολίγγεια Β.Δ. Εὐρώπη μέ ἀνυπολόγιστες μακροπρόθεσμες συνέπειες.