Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
makr
Ο Στρατηγός Γιάννης Μακρυγιάννης (1797-1864) υπηρέτησε την Πατρίδα κατά την Επανάσταση του 1821 ως στρατιωτικός και μετά την απελευθέρωσή Της ως πολιτικός και ναΐφ συγγραφέας. Η πορεία του μακροχρόνια. Χαρακτηριστικό του, ότι με όλες του τις ιδιότητες, αλλά κυρίως με αυτή του συγγραφέα αποτέλεσε τον εκφραστή της συνείδησης του λαού. Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος έγραψε σχετικά:
«Ο Μακρυγιάνης δε μελετούσε το 21 – την Πατρίδα – όπως οι σημερινοί επιστήμονες μελετητές, το ζούσε. Και ακόμα δε μελετούσε τη θρησκεία, όπως οι σημερινοί επιστήμονες μελετητές, τη ζούσε. Η διαφορά είναι τεράστια». (Ζησ. Λορεντζάτου « Το τετράδιο του Μακρυγιάννη», Εκδ. «Δόμος», 1984, σελ. 51). Και προσθέτει ο σημαντικός στοχαστής: «Ο Μακρυγιάννης ανακατεύθηκε από την αρχή στα κοινά, ελπίζοντας να φέρει τους άλλους σε θεογνωσία, τουλάχιστον στις δύο κορυφαίες περιπτώσεις, τη στρατιωτική (του Αγώνα) και την πολιτική (του Συντάγματος), αλλά αργότερα έχασε τις ψευδαισθήσεις του με τις προκοπές που έβλεπε γύρω του». (Αυτ. σελ. 64-65).
Στην διάσωση και δημοσίευση του συγγραφικού έργου του Μακρυγιάννη αποφασιστική είναι η συμβολή του Γιάννη Βλαχογιάννη. Ειδικότερα για τα «Οράματα και Θάματα» και του συνεργάτου του και συνεχιστού του έργου του Αγγέλου Ν. Παπακώστα. Για τη θαυμαστή ιστορία της εύρεσης των Απομνημονευμάτων έγραψε ο Γιώργος Θεοτοκάς ότι η οικογένεια του Στρατηγού δεν γνώριζε την ύπαρξή τους. Αρχές του περασμένου αιώνα ο Βλαχογιάννης είχε την πληροφορία ότι πιθανότατα υπήρχε χειρόγραφό του. Αποτάθηκε στον γιό του, Κίτσο Μακρυγιάννη, και τον παρακίνησε να ψάξει. Σε περίπου δεκαπέντε ημέρες ο Κίτσος τον ειδοποίησε πως είχε βρει ένα χειρόγραφο, χωμένο σε έναν τενεκέ, παραριγμένο σε μιαν απόμερη γωνιά του σπιτιού. Το χειρόγραφο ήταν μουχλιασμένο από την υγρασία, αλλά δεν είχε αποσυντεθεί. Υπό τις συνθήκες αυτές είναι θαύμα πώς διατηρήθηκε για πάνω από πενήντα χρόνια και πώς το διάβασε ο Βλαχογιάννης. (Από το βιβλίο του Γ. Θεοτοκά «Τετράδια Ημερολογίου», Εκδ. Βιβλ. «Εστία», Αθήνα, 2005).
Στην εκτεταμένη (80 σελίδες) εισαγωγή που έγραψε για την πρώτη έκδοση, το 1907, των «Απομνημονευμάτων» ο Βλαχογιάννης, περιγράφει τις δυσκολίες που βρήκε για να παρουσιάσει το ιστορικό αυτό έργο. Σκοπός του ήταν, όπως γράφει, «να παράσχη τον γενικόν καθ’ ημάς χαρακτήρα του ανδρός εις τον μέλλοντα να επιδοθή περί την μελέτην του ιστορικού αυτού έργου». (Στρ. Μακρυγιάννη «Απομνημονεύματα», Εκδ. Γαλαξία, Αθήναι1964, σελ. 7).
Ο Μακρυγιάννης δεν υπήρξε ούτε αρματωλός, ούτε κλέφτης. Δεν είλκε την καταγωγή από κάποιο «τζάκι» της Ρούμελης, ούτε ήταν γόνος οικογένειας δημογερόντων. Ήταν παιδί οικογένειας αγροτών και ποιμένων, από μικρό χωριό του Λιδωρικίου. Ο πατέρας του λεγόταν Δημήτριος Τριανταφύλλου και τον σκότωσαν οι Τούρκοι, όταν ο Γιάννης ήταν ενός έτους. Όταν κάψαν το χωριό τους η μητέρα του τον έσωσε από τους κατακτητές προσφεύγοντας στο κοντινό δάσος και από τους συγχωριανούς της, που ήθελαν να τον σκοτώσουν για να μην προδοθεί ο τόπος που βρίσκονταν, προτείνοντας τα στήθη της και λέγοντας μαζί και εκείνην να φονεύσουν.
Πέρασε παιδικά χρόνια με στερήσεις, κακουχίες, βάσανα. Επτά ετών μπήκε στη δούλεψη εμπόρου, που τον βασάνιζε. Δεκατεσσάρων ετών έφυγε από τη Ρούμελη και πήγε στην Άρτα. Δούλεψε εκεί σκληρά και εξελίχθηκε σε ικανό έμπορο. Γράφει στα «Απομνημονεύματα»: «Απόχτησα ό, τι ήθελα και δεν είχα την ανάγκη αλλουνού»(Αυτ. σελ. 97). Το 1820 μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία. Γράφει: «Μπήκα ΄σ το μυστικόν και αναχώρησα από τον πατριώτη μου και πήγα εις το σπίτι μου και εργαζόμουνε δια την πατρίδα μου και θρησκείαν μου να την δουλέψω ΄λικρινώς, καθώς την δούλεψα, νε μην με ειπή κλέφτη και άρπαγον, αλλά να με ειπή τέκνο της και εγώ μητέρα μου» (Αυτ. σελ. 98).
Μπήκε αμέσως στην προετοιμασία του Αγώνα. Πήγε με αποστολή στην Πάτρα, όπου συνελήφθη και βασανίστηκε. Όμως άντεξε και δραπέτευσε από τη φυλακή δείχνοντας πολλές ικανότητες, όπως αφοβία απέναντι στον θάνατο, ευστροφία, αποφασιστικότητα, σωματική ρώμη. Στον Αγώνα ώρμησε «ως πειναλέος ιέραξ εις το κυνήγιον», όπως γράφει ο Βλαχογιάννης. (Αυτ. σελ. 16). Έλαβε μέρος σε πολλές μάχες. Η πρώτη του ήταν στον Σταυρό της Άρτας και η δεύτερη στο Πέτα, όπου πληγώθηκε στο πόδι. Τάχθηκε υπό τον πολύπειρο οπλαρχηγό Γώγο Μπακόλα και συμμετέσχε στην άλωση της Άρτας. Στη συνέχεια έφυγε από την Ήπειρο και έγινε οπλαρχηγός τεσσάρων χωριών των Σαλώνων. Το 1822 κατέβηκε στην Αθήνα, με την οποία συνδέθηκε άρρηκτα. Γράφει ο Βλαχογιάννης ότι γι΄ αυτήν υπήρξε «πιστός φίλος, αφωσιωμένος υποστηρικτής και συμπολίτης πολυτίμητος». (Αυτ. σελ. 21). Ο Μακρυγιάννης κατέβηκε στην Πελοπόννησο και έλαβε μέρος στις μάχες του Νεοκάστρου (Πύλου), των Μύλων (το 1825), της Αθήνας, του Πειραιά, του Φαλήρου. Ο Γ. Βλαχογιάννης σημειώνει πως σε όλες τις μάχες εμφάνισε τον πολεμικό του χαρακτήρα: «Αμυνόμενος καθίσταται απαράμιλλος δια την άτεγκτον επιμονήν και το σιδηρούν πείσμα μεθ’ ων μάχεται. Αμυνόμενος ουδέποτε θα παραδώση την κατεχόμενην θέσιν ειμή νεκρός μόνον». (Αυτ. σελ. 29).
Ως προς το πολιτικό μέρος ο Μακρυγιάννης κατά τον εμφύλιο πόλεμο 1824-1827 ετάχθη υπέρ της κυβέρνησης Κουντουριώτη και εναντίον των στρατιωτικών, κυρίως της Πελοποννήσου. Εκτελούσε τις διαταγές της γιατί αυτό νόμιζε ότι ήταν για το καλό της Πατρίδας. Τότε, όπως γράφει ο ίδιος ο Μακρυγιάννης, «ήταν άμαθος από τα πολιτικά…». Αργότερα κατάλαβε ποιους υποστήριζε και πήγε εναντίον τους, ενώ έδειξε την συμπάθεια και την εκτίμησή του προς τους στρατιωτικούς.
Στην εποχή του Καποδίστρια διορίσθηκε Αρχηγός της Εκτελεστικής δυνάμεως της Πελοποννήσου, έως το 1830. Πολλές φορές ήρθε σε σύγκρουση με τον Κυβερνήτη, παρά τις πεποιθήσεις του. Το 1830 επείσθη ότι οι αντιπολιτευόμενοι τον Καποδίστρια ήσαν δημοκράτες, που ήθελαν την εφαρμογή του Συντάγματος και όσοι ήσαν με τον Κυβερνήτη ήσαν διεφθαρμένοι και αυταρχικοί. Μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη έδρασε ως στρατιωτικός και πολιτικός – πληρεξούσιος Άρτας – και συμμετέσχε στην ανατροπή των Καποδιστριακών και στην άφιξη, ως βασιλέως των Ελλήνων, του Βαυαρού πρίγκιπα Όθωνα. Για την άφιξη του ο Μακρυγιάννης γράφει: «Σήμερα ξαναγεννιέται η πατρίδα κι αναστένεται, οπού ήταν τόσον καιρό χαμένη και σβησμένη. Σήμερα ανασταίνονται οι αγωνισταί, πολιτικοί, θρησκευτικοί και στρατιωτικοί, ότι ήρθε ο Βασιλέας μας, οπού αποχτήσαμε με την δύναμη του Θεού…». Όμως στη συνέχεια ήρθαν για τον Μακρυγιάννη οι διαψεύσεις, οι απογοητεύσεις και οι εξομολογήσεις.-