Η επιλογή της 28ης Οκτωβρίου 1940 ως εθνικής μας εορτής – απόρροια της αντιστασιακής παράδοσης του λαού μας
Γιατί τιμούμε το ΟΧΙ;
Του Θ.Κ.
Τα τελευταία τρία χρόνια και ιδίως τις τελευταίες εβδομάδες έχουμε γίνει μάρτυρες μίας «περίεργης» και ενορχηστρωμένης εκστρατείας ανάδειξης της 12ης Οκτωβρίου 1944, ημέρας απελευθέρωσης της Αθήνας από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής, ως σημαντικότερης επετείου από εκείνη της 28ης Οκτωβρίου 1940 και του ΟΧΙ του ελληνικού λαού στην επιβουλή του ιταλικού φασισμού (και εν συνεχεία του γερμανικού ναζισμού), με απώτερο στόχο -όπως προκύπτει- την κατάργηση της εθνικής μας εορτής. Είναι ενδεικτικό ότι όλες αυτές οι εκδηλώσεις αναφέρονται κυρίως στην περίοδο 1941-1944 και όχι τόσο στην περίοδο 1940-1944. Εκτενέστερη αναφορά σε αυτό το ζήτημα έχει γίνει σε προηγούμενες δημοσιεύσεις της ιστοσελίδας του Άρδην και της Ρήξης με τίτλο: «Το ΟΧΙ του ελληνικού λαού του 1940 ενοχλεί. Να καταργηθεί!» (http://ardin-rixi.gr/archives/201079) και «Γιατί ενοχλεί η 28η Οκτωβρίου;» (http://ardin-rixi.gr/archives/201088).
Ακούμε λοιπόν συχνά και από διαφορετικές πηγές στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο, σε διάφορα έντυπα, στον ηλεκτρονικό τύπο, ακόμα και σε «επιμορφωτικά» σεμινάρια του Υπουργείου Παιδείας το εξής τσιτάτο: «Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα της Ευρώπης που δεν γιορτάζει το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά την έναρξή του», υπονοώντας ότι θα πρέπει να καταργηθεί η εθνική εορτή της 28ης Οκτωβρίου 1940, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό διατυπώνεται και ευθέως. Δεν διευκρινίζουν βέβαια το πώς εισήλθε η Ελλάδα στον πόλεμο, το αν τον προκάλεσε η ίδια ή αν εξαναγκάστηκε να πολεμήσει τη φασιστική επιβουλή αμυνόμενη. Έτσι, εμμέσως πλην σαφώς οι Έλληνες εμφανίζονται περίπου ως «πολεμοχαρείς» και «πολεμοκάπηλοι», εν αντιθέσει προς άλλους Ευρωπαίους «που ως περισσότερο “πολιτισμένοι” δίνουν την προτεραιότητα στην ειρήνη, εορτάζοντας τη λήξη του πολέμου». Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η επιχειρηματολογία τους, ενώ αποφεύγουν να χρησιμοποιήσουν τις «απαγορευμένες» λέξεις «ΟΧΙ», «παλλαϊκή αντίσταση», «αυτοθυσία», «Πίνδος», «πατρίδα», για ευνόητους λόγους.
Ποια όμως είναι η Ευρώπη στην οποία αναφέρονται, την οποία και θα πρέπει να μιμηθούμε ως πρότυπο;
Ας παραθέσουμε εδώ μερικά παραδείγματα χωρών που αντιστάθηκαν στον Άξονα και της χρονικής διάρκειας αντίστασης σε αυτόν, για διαπιστώσουμε ορισμένες διαφορές:
Γαλλία: 45 ημέρες.
Βέλγιο: 18 ημέρες.
Ολλανδία: 4 ημέρες.
Δανία: 2-3 ώρες.
Η δε Σουηδία, η Ελβετία, η Ιρλανδία, η Ισπανία και η Πορτογαλία δεν συμμετείχαν καν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μόνον η Μεγάλη Βρετανία και η Σοβιετική Ένωση πολέμησαν μέχρις εσχάτων και δεν υποτάχθηκαν ποτέ στην ναζιστική Γερμανία, πληρώνοντας μάλιστα έναν βαρύ φόρο αίματος (ιδίως η ΕΣΣΔ).
Από την άλλη, η ναζιστική Γερμανία (συμπεριλαμβανομένης της Αυστρίας), στοχεύοντας στην κατάκτηση ολόκληρης της Ευρώπης, έκανε συμμαχία, τον λεγόμενο «Άξονα», μαζί με την φασιστική Ιταλία και τη στρατοκρατική Ιαπωνία, έχοντας επίσης ως συμμάχους την Ουγγαρία, τη Ρουμανία, η Βουλγαρία, την Κροατία, τη Σλοβακία, αλλά και τη Φινλανδία, και προκάλεσε το μεγαλύτερο αιματοκύλισμα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Υπήρξαν δε μαζικές προσχωρήσεις εθελοντών στα Waffen SS -κατά χιλιάδες- κυρίως από τις βαλτικές χώρες, τις σκανδιναβικές χώρες, την Ολλανδία, το Βέλγιο, τη Γαλλία, την Κροατία, τη Βοσνία, την Αλβανία, την Ουκρανία και από άλλες περιοχές της τότε ΕΣΣΔ, που ενίσχυσαν τη γερμανική/ναζιστική πολεμική μηχανή, διαπράττοντας φρικτά μαζικά εγκλήματα πολέμου. Σε ποια Ευρώπη λοιπόν αναφερόμαστε; Γι’ αυτήν την Ευρώπη εγκαλούμαστε, που δεν ακολουθούμε το παράδειγμά της;
Απεναντίας, εμείς οι Έλληνες έχουμε κάθε λόγο να εορτάζουμε τις εθνικές μας επετείους σύμφωνα με τις ιστορικές μας παραδόσεις και σύμφωνα με τη δική μας πολιτισμική ιδιοπροσωπία. Ποιος Ευρωπαίος ή ποιος ντόπιος υποτακτικός του μπορεί να μας υποχρεώσει να αλλάξουμε τις ημερομηνίες των εθνικών μας επετείων; Από που αντλούν αυτό το δικαίωμα; Ποιο είναι το ηθικό τους παράστημα για να μπορούν να μας κρίνουν;
Προφανώς αυτό έχει να κάνει με μία αποικιοκρατικού τύπου προσέγγιση της ελλαδικής πραγματικότητας, όπου οι εγχώριες δυτικόφρονες ελίτ πασχίζουν με κάθε μέσο να αποβάλουν οτιδήποτε το ελληνικό, αντικαθιστώντας το με οτιδήποτε το δυτικό, επιχειρώντας έτσι έναν «από τα πάνω» και «παρά φύσει» εκδυτικισμό της κοινωνίας∗. Πρωτίστως όμως τους ενοχλεί το ΟΧΙ του ελληνικού λαού στις ιταμές αξιώσεις του ιταλικού φασισμού (28/10/1940), αλλά και του γερμανικού ναζισμού (6/4/1941) και γενικότερα το ελληνικό αντιστασιακό φρόνημα που έδωσε αργότερα και άλλα ΟΧΙ, όπως εκείνο της ΕΟΚΑ και του αγώνα ενάντια στην αγγλική κατοχή της Κύπρου (1955-59) ή εκείνο πάλι των Ελληνοκυπρίων ενάντια στο σχέδιο Ανάν (24/4/2004).
Εμείς λοιπόν, διαθέτοντας μία μακρά αντιστασιακή παράδοση, έχουμε κάθε λόγο και κάθε δικαίωμα για εορτάζουμε το ΟΧΙ, την αντίσταση και τον αγώνα για την ελευθερία, ανεξαρτήτως συνεπειών. Εορτάζουμε τον αγώνα και τις θυσίες και όχι απαραιτήτως τη νίκη. Τιμούμε δε όσους σκοτώθηκαν για την ελευθερία και όσους έχασαν την σωματική τους ακεραιότητα, αγωνιζόμενοι και θυσιαζόμενοι για όλους εμάς.
Εγκαλούμαστε επίσης γιατί εορτάζουμε την έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της ανεξαρτησίας (Ελληνική Επανάσταση, 25η Μαρτίου 1821), τιμώντας τη μνήμη όσων αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν για την απελευθέρωσή μας από τον οθωμανικό ζυγό και όχι το πότε υπογράφηκε η συνθήκη της de jure αναγνώρισης του μικρού τότε σε έκταση ελλαδικού κράτους (Πρωτόκολλο Λονδίνου, 22 Ιανουαρίου / 3 Φεβρουαρίου 1830). Υπάρχει πάντως και άλλος ένας λαός, με παρόμοιο αντιστασιακό υπόβαθρο που εορτάζει και αυτός την εθνική του επέτειο βάσει ενός παρόμοιου σκεπτικού: οι Σέρβοι. Η Σερβία έχει ως εθνική της εορτή την ημέρα έναρξης της επανάστασης για αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού (15 Φεβρουαρίου 1804) και όχι το πότε έγινε η διεθνής νομική αναγνώριση της σερβικής κρατικής οντότητας. Δεν θα μπορούσε εξάλλου να θεωρηθεί τυχαίο ότι οι δύο αυτοί λαοί με την ισχυρή αντιστασιακή παράδοση, που εορτάζουν πρωτίστως την έναρξη του αγώνα και τη θυσία και όχι τόσο το τέλος του, δημιούργησαν κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής τα δύο ισχυρότερα αντάρτικα στην κατεχόμενη Ευρώπη: το γιουγκοσλαβικό και το ελληνικό.
Οι Έλληνες λοιπόν θυμούνται και τις ήττες τους, τιμώντας όσους αγωνίστηκαν και σε αυτές, με σκοπό πάντοτε την ελευθερία και την αξιοπρέπεια. Έτσι, γίνονται εκδηλώσεις μνήμης για τη μάχη των Οχυρών (6/4/1941), τη μάχη της Κρήτης (20/5/1941), για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο (20/7/1974), αλλά και για παλαιότερα ιστορικά γεγονότα, όπως για το Ζάλογγο (Δεκέμβριος 1803), την Έξοδο του Μεσολογγίου (Κυριακή των Βαΐων 1826), το ολοκαύτωμα της μονής Αρκαδίου στην Κρήτη (9/11/1866) ή ακόμα την Άλωση της Πόλης (29/5/1453). Ομοίως, οι Σέρβοι τιμούν τη μάχη του Κοσσυφοπεδίου (1389), παρόλο που εκεί ηττήθηκαν και κατακτήθηκαν από τους Οθωμανούς. Αυτή λοιπόν η πρακτική αποτελεί προφανώς χαρακτηριστικό λαών με αντιστασιακό φρόνημα και με παράδοση αντάρτικου, κάτι που φαίνεται να ξενίζει σε όσους δυτικόφρονες θεωρούν εαυτόν «πολίτη του κόσμου» ή «Ευρωπαίο» που κατοικεί νοερά κάπου στις Βρυξέλλες ή το Παρίσι και όχι στην χερσόνησο του Αίμου, που -είτε το θέλουμε είτε όχι- είναι ο τόπος μας.
Ο «από τα κάτω» – λαϊκός χαρακτήρας του εορτασμού του ΟΧΙ
Γι’ αυτό λοιπόν, λόγω της βαθιά ριζωμένης αντιστασιακής παράδοσης του λαού μας, ο εορτασμός της 28ης Οκτωβρίου ξεκίνησε «από τα κάτω», άτυπα. Ήδη κατά τη διάρκεια της Κατοχής, από την 28η Οκτωβρίου 1941, έλαβαν χώρα παράνομες εκδηλώσεις τιμής στο ΟΧΙ, το οποίο πάντως εορτάστηκε επισήμως για πρώτη φορά το 1944, λίγες ημέρες μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την πρωτεύουσα και από το μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Αυτόν λοιπόν, αυθόρμητο – «από τα κάτω» εορτασμό της αντίστασης απέναντι σε υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις έρχονται σήμερα κάποιοι να επιχειρήσουν να καταργήσουν «από τα πάνω», δίνοντας μάλιστα έμφαση στην προπαγάνδιση αυτού τους του ιδεολογήματος στις μικρές ηλικίες (ήδη από το νηπιαγωγείο και το δημοτικό), μέσω «επιμορφωτικών» σεμιναρίων για εκπαιδευτικούς, αλλά και μέσω σχετικών εντολών και οδηγιών από σχολικούς συμβούλους. Σκοπός τους είναι να καλλιεργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες, ώστε στο μέλλον η κοινωνία να φανεί «ώριμη» στο να αποδεχτεί χωρίς αντιστάσεις τις παραπάνω (και πολλές άλλες) επιδιώξεις και σχεδιασμούς εθνομηδενιστικών κύκλων.
Αξιοσημείωτο πάντως είναι ότι και οι επέτειοι μνήμης για κοινωνικούς αγώνες δεν τιμούν το τέλος τους και την επιτυχή έκβασή τους, αλλά την έναρξή τους και τη θυσία όσων αγωνίστηκαν σε αυτούς. Παραδείγματος χάριν, εορτάζουμε την αιματηρή εξέγερση των κολλήγων στο Κιλελέρ (6 Μαρτίου 1910) και όχι το πότε θεσπίστηκαν στη συνέχεια μέτρα από το κοινοβούλιο υπέρ των αγροτών, αρχής γενομένης από την κυβέρνηση Βενιζέλου (1911). Επίσης, εορτάζουμε σε παγκόσμια κλίμακα την Εργατική Πρωτομαγιά, την αιματηρή εξέγερση των εργατών στο Σικάγο (1η Μαΐου 1886) και όχι το πότε οι αγώνες των ανθρώπων αυτών δικαιώθηκαν δια της ψηφίσεως νόμων υπέρ των εργατών. Το ίδιο βεβαίως ισχύει και για το Πολυτεχνείο, όπου εορτάζεται η ημερομηνία φοιτητικής εξέγερσης (17 Νοεμβρίου 1973), παρόλο που αυτή κατεστάλη και δεν σηματοδότησε αυτομάτως το επιτυχές τέλος του αγώνα για αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στη χώρα μας.
Είναι λοιπόν προφανές ότι οι πολέμιοι του εορτασμού του ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου 1940 στερούνται επιχειρημάτων, για να υποστηρίξουν τις θέσεις τους, τουλάχιστον σοβαρών. Απλώς το μόνο κίνητρο το οποίο διαθέτουν είναι η προσήλωσή τους στην πραγμάτωση των στόχων του ιδεολογήματος του εθνομηδενισμού, κάτι που συνδέεται φυσικά και με την προσωπική τους ανέλιξη. Τα δε μέσα που διαθέτουν για την πραγμάτωση του στόχου τους, έχοντας εισχωρήσει στον κρατικό μηχανισμό, είναι άφθονα, όπως προφανώς και η χρηματοδότησή τους. Αυτό όμως δεν μας εμποδίζει από το να πηγαίνουμε κόντρα, λέγοντας ένα ακόμα, μικρό έστω, ΟΧΙ σε όλα όσα αυτοί απεργάζονται, αγωνιζόμενοι για τις δικές μας εθνικές επετείους, τιμώντας τη μνήμη των νεκρών μας παππούδων, επιζητώντας ένα καλύτερο αύριο.
Θα πρέπει στο σημείο αυτό να επισημάνουμε ότι όλες οι παραπάνω επέτειοι, εθνικές και κοινωνικές, ανεξαρτήτως βαρύτητας, έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: την ανεξαρτήτως συνεπειών αντίσταση και τον αγώνα για ελευθερία, που σε καμία από τις παραπάνω περιπτώσεις δεν γίνεται αναίμακτα, όχι διότι είμαστε λάτρεις των πολέμων και του θανάτου, αλλά επειδή δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς την ελευθερία.
Γιατί ο εορτασμός για την απελευθέρωση της Αθήνας δεν θα πρέπει να υποσκελίσει τον εορτασμό για το ΟΧΙ και την καθολική εθνική μας αντίσταση
Ο δε εορτασμός για την απελευθέρωση της πόλεως των Αθηνών (12/10/1944), μολονότι σηματοδοτεί το πέρασμα από τη γερμανική κατοχή στην ελευθερία, όσο σημαντικό και χαρμόσυνο γεγονός να είναι (το οποίο και θα πρέπει φυσικά να εορτάζουμε), δεν εμπεριέχει τα παραπάνω βασικά χαρακτηριστικά, ώστε να είναι σε θέση να υποσκελίσει τον εορτασμό του ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου 1940 ως εθνικής μας επετείου. Αποτελεί τη δικαίωση των αιματηρών αγώνων του ελληνικού λαού για εθνική ανεξαρτησία και ελευθερία των προηγούμενων χρόνων, αρχής γενομένης από το ΟΧΙ, όντας προϊόν -σε μεγάλο βαθμό- των διεθνών συγκυριών (επέλαση του Κόκκινου Στρατού στο ανατολικό μέτωπο που ανάγκασε τους Γερμανούς να αποσύρουν τις δυνάμεις τους από τα Βαλκάνια, αφενός για να μην εγκλωβιστούν και αποκοπούν αφετέρου να υπερασπιστούν την ίδια τη Γερμανία). Επιπλέον, δεν τιμώνται στην περίπτωση αυτή ούτε οι νεκροί αλλά και ούτε οι ακόμα εν ζωή Έλληνες πολεμιστές που αγωνίστηκαν να εκδιώξουν τον Ιταλό και Γερμανό εισβολέα, απλώς επικρατεί ένα διάχυτο κλίμα ευφορίας για το ευτυχές αποτέλεσμα των αιματηρών αυτών αγώνων, στο οποίο συνέβαλε βεβαίως καθοριστικά και η διεθνής συγκυρία, η νίκη των Συμμάχων στα μέτωπα του πολέμου. Εκ των πραγμάτων δε στους εορτασμούς για τη λήξη του πολέμου γίνονται εκτενείς αναφορές και στον ρόλο των μεγάλων ευρωπαϊκών συμμαχικών δυνάμεων, κάτι που φυσικά δεν συμβαίνει στην «εθνοκεντρική» επέτειο για την έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, του ΟΧΙ του ελληνικού λαού στον εισβολέα. Θα ήταν πάντως άδικο, σε περίπτωση υλοποίησης των σχεδιασμών των εθνομηδενιστών, ο λαός μας να υποχρεωθεί να εορτάζει τις εθνικές μας επετείους, ωσάν η χώρα μας να ήταν βορειοευρωπαϊκή, με έλλειψη αντιστασιακής παράδοσης, ή -ακόμα χειρότερα- να είχε συμμετάσχει και η ίδια στον Άξονα, διοργανώνοντας όμως πλέον εορτασμούς κατά του φασισμού και του ναζισμού, για να αποσείσει από πάνω της αυτό το όνειδος. Γιατί, όπως είχε πει και ο Αριστοτέλης: «Δεν υπάρχει τίποτε το πιο άδικο από την ίση μεταχείριση των ανίσων». Ευτυχώς η χώρα μας δεν ανήκει σε καμία από αυτές τις κατηγορίες, οπότε εμείς, ο ελληνικός λαός, με το κεφάλι ψηλά υπερασπιζόμαστε το δικαίωμά μας να τιμούμε τους αγώνες και τις θυσίες του λαού μας, σε όποιες ημερομηνίες εμείς θέλουμε και με τον τρόπο που εμείς κρίνουμε.
Θα πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο ελλοχεύει ο κίνδυνος καλλιέργειας ενός διχαστικού κλίματος, δεδομένου ότι ο αγώνας του ΟΧΙ ήταν ομόθυμος και ταυτόχρονος για όλα τα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας μας, ενώ η απελευθέρωση έγινε σταδιακά, με την αποχώρηση των γερμανικών κατοχικών στρατευμάτων από Νότο προς Βορρά, με κάποιες μόνο γερμανικές φρουρές να παραμένουν απομονωμένες σε ορισμένα νησιά του Αιγαίου μέχρι και την παράδοση της ναζιστικής Γερμανίας (1 Σεπτεμβρίου 1944 – 10 Μαΐου 1945). Άρα πόσο δίκαιο θα ήταν και πόσο ισοβαρές το να εορτάζεται σε πανελλαδική κλίμακα η επέτειος απελευθέρωσης της Αθήνας, της ήδη υδροκέφαλης πρωτεύουσας του κράτους, όπως και η υποβάθμιση ή η αγνόηση των επετείων απελευθέρωσης όλων των υπόλοιπων περιοχών της χώρας μας;
Κάποιες δε «περίεργες», άμεσες ή έμμεσες, αναφορές σε γεγονότα του β΄ μισού της δεκαετίας του ’30 και κυρίως του β΄ μισού της δεκαετίας του ’40, οι οποίες εντάσσονται εμβόλιμα στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για την απελευθέρωση της Αθήνας, θα πρέπει επίσης να μας προβληματίσουν και να μας θέσουν σε εγρήγορση ώστε να μην πέσουμε στην παγίδα του μηδενισμού, αλλά και της αναβίωσης και τροφοδότησης ενός εμφυλιοπολεμικού κλίματος, που σίγουρα δεν έχει καθόλου ανάγκη ο τόπος μας. Απεναντίας, η μαζική και ομόθυμη απόφαση του λαού μας για αντίσταση και αυτοθυσία θα πρέπει να είναι ο οδηγός μας για το μέλλον και αυτό προϋποθέτει την ενότητά του, κάτι που όμως δεν είναι επιθυμητό από όσο θέλουν τη πατρίδα μας και τον λαό μας διηρεμένο και αδύναμο. Ενοχλεί π.χ. το γεγονός ότι στον ελεγχόμενο από το μεταξικό καθεστώς Τύπο της εποχής δημοσιεύτηκε επιστολή (η πρώτη) του πολιτικού κρατουμένου Νίκου Ζαχαριάδη, Γ.Γ. του ΚΚΕ, που καλούσε τον ελληνικό λαό στα όπλα για την υπεράσπιση της ελευθερίας του απέναντι στον ιταλικό φασισμό. Η άτυπη συνεργασία των δύο αυτών θανάσιμων κατά τα άλλα ιδεολογικών αντιπάλων, που προέβησαν σε υπέρβαση με σκοπό την σωτηρία του λαού και της χώρας, αποδεικνύει ότι ο μόνος δρόμος για την ευημερία του τόπου μας είναι η καλλιέργεια ενός κλίματος αλληλοπεριχώρησης και ενότητας, απαλλαγμένου από εμφύλια τα πάθη του παρελθόντος.
Επίσης, η πάγια επικέντρωση των εθνομηδενιστών στην ανάδειξη αρνητικών πτυχών της περιόδου -και όχι ηρωικών πράξεων- έχει ως στόχο την αποδόμηση στα μάτια του ελληνικού λαού και ακύρωση του μεγαλείου και της σημασίας της εθνικής μας αντίστασης και του αγώνα για εθνική ανεξαρτησία, μέσα από την σχετικοποίηση των πάντων, μέσα σε ένα κλίμα γενικότερου μηδενισμού, ώστε να μην αντλούμε αισιόδοξα διδάγματα από το παρελθόν για ένα καλύτερο μέλλον.
Η δε εμμονή δυτικόφρονων και εθνομηδενιστών για ευθυγράμμισή μας με τα έθη και τις πρακτικές λαών που είτε δεν πολέμησαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είτε δεν παρουσίασαν αξιόλογη αντιστασιακή δράση είτε ακόμα συμμετείχαν στις δυνάμεις του Άξονα, έχει ως προφανή σκοπό την υπονόμευση του μακραίωνου αντιστασιακού φρονήματος του λαού μας. Επιπλέον, αυτό μάς υπενθυμίζει ότι ο αγώνας για εθνική ανεξαρτησία είναι πάντα επίκαιρος, ιδίως όσο συνεχίζεται η εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας στον Ευρωπαϊκή Ένωση και τους δανειστές μας. Η Ευρώπη αυτή που ονειρεύονται -του κεφαλαίου και όχι των λαών- η «Νέα Ευρώπη» (“Neue Europa”) κατά τον Αδόλφο Χίτλερ, προϋποθέτει την καθυπόταξη των μικρών λαών και των εθνικών κρατών τους υπό μία νέα “Pax Europea”. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η διατήρηση της πολιτισμικής μας ιδιοπροσωπίας και της ιστορικής μας μνήμης είναι άκρως ανεπιθύμητη, καθώς ο «εθνοκεντρισμός», όπως λένε, δεν συμβάλλει στο «όραμα» της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης». Μοιραία λοιπόν αυτή τίθεται το στόχαστρο των κέντρων εξουσίας της Ευρώπης και των εδώ τοποτηρητών τους, εμφορούμενων από τη νεοφιλελεύθερη (και τη “left liberal”) ιδεολογία.
Εμείς από την πλευρά μας διεκδικούμε το αναπαλλοτρίωτο δικαίωμά μας στην εθνική και συλλογική μνήμη. Να πούμε λοιπόν ένα νέο ΟΧΙ στον πολιτιστικό ιμπεριαλισμό και στον δια της βίας -αποικιακού τύπου- επιχειρούμενο δήθεν «εξευρωπαϊσμό» μας, ένα ΟΧΙ στον εθνομηδενισμό και τον ραγιαδισμό. Να τιμήσουμε τους πολυαίμακτους αγώνες του ελληνικού λαού για ελευθερία, εορτάζοντας το ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου 1940.
* Το φαινόμενο αυτό βεβαίως δεν μάς είναι άγνωστο, αλλά εντάσσεται στο ευρύτερο φαινόμενο του πολιτιστικού ιμπεριαλισμού, το οποίο αναλύει ο Μπερνάρ Κασέν:
«Ο Herbert Schiller περιγράφει τον πολιτιστικό ιμπεριαλισμό ως «το σύνολο εκείνων των διαδικασιών μέσα από τις οποίες μία κοινωνία εισάγεται στο διεθνές σύγχρονο σύστημα και εκείνων των μεθόδων με τις οποίες η κυρίαρχη τάξη οδηγείται με τη γοητεία, την πίεση, τη διαφθορά, να σφυρηλατήσει τους κοινωνικούς θεσμούς, με τρόπο ώστε να ανταποκρίνονται στις αξίες και τις δομές του “κέντρου” του συστήματος ή να κάνει αυτή η ίδια την προπαγάνδα του». Σύμφωνα δε με τον Roy Preiswerk: «ο πολιτιστικός ιμπεριαλισμός έχει τη δική του φύση. Το να απογυμνώνεις ένα λαό από τον πολιτισμό του, ισοδυναμεί με το να τον απογυμνώσεις από τις πρώτες του ύλες ή την αυτονομία του: αυτός ο τύπος ενεργείας από μόνος του είναι ένα είδος ιμπεριαλισμού και όχι μόνο επειδή αργότερα μπορεί να οδηγήσει σ’ αυτόν τον τελευταίο, όπως συχνά έχει λεχθεί στο παρελθόν».
[1] Σε σεμινάριο του Υπουργείου Παιδείας για εκπαιδευτικούς πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (δασκάλων, νηπιαγωγών, καθηγητών γυμνασίου και λυκείου) που πραγματοποιήθηκε σε σχολείο των Αθηνών στις 24 Οκτωβρίου 2016, αναδείχθηκε η ανάγκη επικέντρωσης των τιθεμένων στόχων στις εύπλαστες μικρές ηλικίες των πρώτων τάξεων του δημοτικού και του νηπιαγωγείου, ενώ σχεδόν πανομοιότυπο σεμινάριο έλαβε χώρα στην Καλαμάτα την 1η Οκτωβρίου 2016 για τους εκπαιδευτικούς της Μεσσηνίας, όπως και στην Αθήνα πέρυσι, στις 10 Οκτωβρίου 2015. Όπως τόνισε και ο αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής κ. Παύλος Χαραμής: «το μάθημα της ιστορίας είναι ένα από τα βαρυσήμαντα μαθήματα γιατί συνδέεται άμεσα με τη διαμόρφωση της συλλογικής ταυτότητας· και η συλλογική ταυτότητα περισσότερο χτίζεται και δυναμώνεται στα πρώτα χρόνια της σχολικής πορείας, παρά στα μεταγενέστερα». Διανεμήθηκαν δε φυλλάδια και εκπαιδευτικό υλικό του Freeathens44, στο πλαίσιο του οποίου άλλωστε διεξήχθη το σεμινάριο, ενώ η εισήγηση της δρος Βασιλικής Σακκά, σχολικής συμβούλου Μεσσηνίας, με τίτλο «Να γιορτάσουμε την απελευθέρωση και όχι την κήρυξη του πολέμου» ματαιώθηκε απρόσμενα. Στη συνέχεια η δρ Ευαγγελία Κουνέλη, σχολική σύμβουλος Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Ανατολικής Αττικής, ανέπτυξε τη θέση ότι θα πρέπει κατά την εθνική μας εορτή να αναδεικνύουμε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο γενικά στην Ευρώπη και όχι να αναλωνόμαστε στο να ασχολούμαστε με τον ελληνοϊταλικό πόλεμο αποκλειστικά, καθότι είμαστε «πολίτες του κόσμου», ως προς τη συνείδηση και τη στάση ζωής μας. Διατυπώθηκε επίσης η άποψη ότι θα πρέπει να «ιστορικοποιηθούν» τα γεγονότα, να μάθουν οι μαθητές να τα βλέπουν «από απόσταση», ενώ οι εκπαιδευτικοί «δεν θα πρέπει να ενδίδουν στο καθήκον της μνήμης». Τονίστηκε δε από την κα Ιωάννα Δεκατρή, Μsc, Υπεύθυνη Πολιτιστικών Θεμάτων Δ.Ε. Γ΄ Αθήνας, η ανάγκη να αναδειχθούν πτυχές που αποδομούν τον «εξωραϊσμένο μύθο της ομοιογένειας», τον «μεταπολεμικό ομογενοποιητικό μύθο της ενιαίας και καθολικής αντίστασης», (όπως π.χ. τα τάγματα ασφαλείας, οι δωσίλογοι κτλ), με κριτική εις βάρος του βιβλίου ιστορίας της Γ΄ Λυκείου (με τη χρήση και σχετικού PowerPoint της Β. Σακκά, ενώ απουσίαζε φυσικά η εστίαση στο ΟΧΙ του ελληνικού λαού της 28ης Οκτωβρίου 1940 και στην παλλαϊκή εθνική αντίσταση που ακολούθησε, καθώς η έμφαση δόθηκε στην «καθημερινότητα» και τον «υλικό βίο» της Κατοχής. Κινούμενη στο ίδιο πλαίσιο, διαφώνησε και με το περιεχόμενο του σχολικού βιβλίου της Στ΄ Δημοτικού, επισημαίνοντας στους επιμορφούμενους εκπαιδευτικούς ότι Γερμανοί δεν σκότωσαν Έλληνες πατριώτες ούτε έκαψαν ελληνικά χωριά ως αντίποινα για την αντίσταση του λαού μας στους κατακτητές, αλλά άφησε να εννοηθεί ότι αυτού του είδους η εγκληματική αντιμετώπιση ήταν καθολική και γενικευμένη από τους ναζί, ανεξαρτήτως της στάσης των κατεχόμενων πληθυσμών (αποσιωπώντας βεβαίως ότι σε χώρες όπως η Δανία, η Ολλανδία ή οι βαλτικές χώρες και άλλες φίλιες προς τον Άξονα χώρες της ανατολικής Ευρώπης δεν παρατηρήθηκε ανάλογη αντιμετώπιση των εκεί φίλιων πληθυσμών από τους Γερμανούς, σε αντιδιαστολή π.χ. με την Ελλάδα, τη Σερβία ή την ΕΣΣΔ). Τέλος, υποδείχθηκε στους εκπαιδευτικούς να παρουσιάζουν στους μαθητές πρωτοσέλιδα εφημερίδων της απελευθέρωσης (π.χ. «Ελευθερία» και «Απελευθερωτής», Οκτώβριος 1944), με εμφανέστατα διαφορετικό μεταξύ τους περιεχόμενο, και να εντοπίσουν τις διαφορές τους, ώστε να αναδειχθούν οι ιδεολογικές διαφορές μεταξύ των Ελλήνων της εποχής και οι μικροί μαθητές να επικεντρωθούν σε διχαστικές καταστάσεις, ενσπείροντάς τους εμφυλιοπολεμικές λογικές. Σημειωτέον, μετά το πέρας των εισηγήσεων δεν δόθηκε το περιθώριο στους εκπαιδευτικούς να κάνουν ερωτήσεις προς τους σχολικούς συμβούλους, κάτι το πρωτοφανές για τέτοιου είδους σεμινάρια, που αποτυπώνει αφενός την τρέχουσα καθεστηκυία αντίληψη περί δημοκρατίας, ισότητας και περί ελευθερίας λόγου, που αναδεικνύει αφετέρου την ανεπάρκεια των επιχειρημάτων τους και το σαθρό από επιστημονική άποψη υπόβαθρό τους, μη δυνάμενο να αντεπεξέλθει στη βάσανο της κριτικής, του διαλόγου και των ερωταπαντήσεων. Οι λέξεις λοιπόν «ΟΧΙ» και «παλλαϊκή εθνική αντίσταση» είναι πλέον στην πράξη απαγορευμένες για τους εκπαιδευτικούς μας -συνεπώς και για τα παιδιά μας- κάτι που βεβαίως αποτελεί απόρροια της κυριαρχίας της ιδεολογίας του εθνομηδενισμού και γενικότερα του μηδενισμού στη δημόσια/κρατική εκπαίδευση.