Monday 7 October 2024
Αντίβαρο
Ιστορία: Βυζάντιο Μακεδονία

Η επίδραση του Αλεξάνδρου στη Βυζαντινή ιστοριογραφία και αποκαλυπτική φιλολογία

Από το βιβλίο του Δημητρίου Κ. Κουγιουμτζόγλου, Ο Μέγας Αλέξανδρπς του Ελληνισμού.

Κατεβάστε ολόκληρο το βιβλίο ΕΔΩ.

Περνώντας στη λόγια παράδοση, επιρροές της διηγήσεως του Αλέξανδρου παρατηρούμε σε διάφορα ιστορικά κείμενα, όπως, πρώτ’ απ’ όλα, σε Χρονογραφίες 291. Αυτές είναι το Αλεξανδρινό Χρονικό, κείμενο του 5ου αιώνα από την Αλεξάνδρεια, το οποίο ξαναγράφτηκε ένα αιώνα αργότερα στο περιβάλλον της Κωνσταντινούπολης, η Χρονογραφία του Ιωάννη Μαλάλα, κείμενο του 6ου αιώνα μ.Χ., το Πασχάλιο Χρονικό, κείμενο που ολοκληρώθηκε λίγο μετά το 628 μ.Χ., η Ιστορία Χρονική του Ιωάννη Αντιοχέα (7ος αιώνας), η χρονογραφία του Γεωργίου Συγκέλλου του 8ου -9ου αιώνα, το Χρονικόν Σύντομον του Γεωργίου Αμαρτωλού (ή Μοναχού) στο β΄ μισό του 9ου αιώνα, οι χρονογραφίες του Συμεών Μάγιστρου και του Θεοδόσιου Μελιτηνού του 10ου αιώνα και άλλες. Το Αλεξανδρινό Χρονικό, όπως και άλλες βυζαντινές χρονογραφίες, ξεκινά με τον Αδάμ κσι την Εύα, για να συνεχίσει με επεισόδια, βιβλικούς βασιλιάδες και προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης και να φτάσει ως τους Πέρσες, τον Αλέξανδρο, τους Πτολεμαίους, τη Ρώμη και την Αλεξάνδρεια του 412 μ.Χ. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο που –ανάμεσα στ’ άλλα – προδίδει την καταγωγή του έργου είναι η αναφορά του Αλέξανδρου ως κτίστη, μοτίβο που τονίζεται και στο Πασχάλιο Χρονικό, με ονομαστική αναφορά των πόλεων που ίδρυσε. Μάλιστα το μοτίβο του κτίστη προβάλλεται και σε μια παράδοση ονοματοδοσίας που αναφέρει το Πασχάλιο Χρονικό, σύμφωνα με την οποία ο Αλέξανδρος ονομάτισε ένα χωριό στη Μεσοποταμία Δορά, επειδή εκεί ακριβώς χτύπησε με το δόρυ του το Δαρείο.292 Στο ίδιο χρονικό, υπάρχει μια περίεργη αναφορά σχετικά με την επίσκεψη του Αλέξανδρου στον τάφο του προφήτη Ιερεμία στην Αίγυπτο, όπου ο Αλέξανδρος έδωσε στη συνέχεια εντολή ανακομιδής των λειψάνων του προφήτη σε περικαλή τάφο στην Αλεξάνδρεια. Ενδιαφέρουσα είναι και η αναφορά του Γεωργίου Αμαρτωλού στον «τῶν Ἑλλήνων βασιλέα Ἀλέξανδρον τόν Μακεδόνα» (έτσι τον αναφέρει και ο επίσκοπος Κύρρου Συρίας Θεοδώρητος κατά το α΄ μισό του 5ου αιώνα), αλλά και αυτή του Ιωάννη του Αντιοχέα, ως έκφραση θαυμασμού στον Αλέξανδρο, καθότι σημειώνει πως «οὐδέ γάρ ἔστιν εὑρεῖν παντί τῶ τοῦ κόσμου κύκλω ἕνα ἄνδρα τοσούτοις κατορθώμασι πλεονεκτοῦντα». Ο Μαλάλας πάλι περιγράφει τον Αλέξανδρο ως ελευθερωτή, που μάχεται ως πάρδαλις με τους στρατηγούς του υπέρ των Ρωμαίων και Ελλήνων (Βυζαντινών) και εναντίον των Περσών, ενώ αναφέρει ως πηγή του και τον Βούττιο, έναν ιστορικό για τον οποίο δε γίνεται πουθενά αλλού λόγος -με εξαίρεση το Αλεξανδρινό Χρονικό (Βασιλακοπούλου 1999: 1310 -1311, Χαριζάνης 2008: 81, 86, 92-93, Garstad 2012: xx – xi, xxviii). Ο βυζαντινός χρονογράφος τονίζει ιδιαίτερα την καταγωγή του Αλέξανδρου από τον Αχιλλέα και προβάλλει το μοτίβο του Αλέξανδρου –κτίστη και κοσμοκράτορα293. Ακόμα και ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Ευτύχιος (876-939), στα Χρονικά του, αναφέρεται λεπτομερώς στον Αλέξανδρο και στη βασιλεία του, στην εκστρατεία του στην ανατολή και στο θάνατό του (Stoneman 2011: 258, Migne 1863: 968-974).

Σε κάποια από αυτά τα χρονικά, βέβαια, η έμφαση της διήγησης δίνεται σε περιστατικά παρμένα από τους αρχαίους συγγραφείς, όπως οι αναφορές στις μάχες του Αλέξανδρου κατά του Δαρείου στην Ισσό, στα Άρβηλα (Γαυγάμηλα) ή οι αναφορές του Συμεών Μαγίστρου και του Θεοδόσιου Μελιτηνού (ο δεύτερος αντιγράφει τον πρώτο) στο όνειρο που είδε ο Αλέξανδρος πριν την άλωση της Τύρου (Χαριζάνης 2008: 86, 89, 93). Ειδικά η χρονογραφία του Γεωργίου Συγκέλλου αναφέρει επιγραμματικά τα κυριότερα γεγονότα του βίου και της εκστρατείας του Μακεδόνα βασιλιά αλλά με κάποιες ανακρίβειες, για παράδειγμα αναφέρεται ότι ο Αλέξανδρος επικράτησε έναντι όλων των Ινδών «μέχρι ποταμού Γάγγου» (Συγκέλλου: 143-144)294.

Οι επιρροές των παραπάνω συγγραφέων από το Μυθιστόρημα είναι εμφανείς σε αναφορές, όπως η πατρότητα του Αλέξανδρου από το Νεκτεναβώ, (Πασχάλιο Χρονικό, Γεώργιος Μοναχός, Γεώργιος Σύγκελλος), ο γάμος του με τη Ρωξάνη, που παρουσιάζεται όμως ως κόρη του Δαρείου (Μαλάλας, Γεώργιος Μοναχός, Γεώργιος Σύγκελλος), η επίσκεψή του στο νησί των Βραχμάνων στην Ινδία (Γεώργιος Μοναχός), η συνάντησή του με τη βασίλισσα Κανδάκη (Μαλάλας, Γεώργιος Μοναχός) και το επεισόδιο της συνάντησής του με τον αρχιερέα των Ιουδαίων Ιαδδού και του ερχομού του στα Ιεροσόλυμα, όπου υποτίθεται ότι τέλεσε και θυσία στο ναό του Σολομώντα. Βέβαια, οι τελευταίες αναφορές έχουν τις επιρροές τους και από τις εβραϊκές παραδόσεις, όπως αυτές καταγράφονται από τον Ιώσηπο. Το επεισόδιο αυτό έχει συμπεριληφθεί και σε άλλα βυζαντινά χρονικά, προγενέστερα ή μεταγενέστερα: στου Ευσέβιου (275-339), στου θεολόγου και επισκόπου της Κύρρου στη Συρία Θεοδώρητου (α΄ μισό 5ου αιώνα), στο αλεξανδρινό χρονικό του 5ου αιώνα και στη Χριστιανική Τοπογραφία, έργο του Αλεξανδρινού εμπόρου Κοσμά του Ινδικοπλεύστη (γύρω στα μέσα του 6ου αιώνα)295. Σε αυτές θα πρέπει να προσθέσουμε και κάποιες αναφορές βιβλικού περιεχομένου που απαντώνται στους βυζαντινούς χρονογράφους και είναι σχετικές με το όραμα του Δανιήλ και τον τράγο -Αλέξανδρο που νικά τον κριό –Δαρείο. Ο Κωνσταντίνος Μανασσής (12ος αιώνας) στη δική του έμμετρη Χρονογραφία (Χρονική Σύνοψις) αφιερώνει πολύ λίγους στίχους στον Αλέξανδρο, τονίζοντας το στοιχείο της κοσμοκρατορίας του από τη μια πλευρά, αλλά και της ματαιότητας της επίγειας δόξας του από την άλλη (Χαριζάνης 2008: 84-93, Stoneman 2011: 301, Juanno 2015: 630, 677. Για τις εβραϊκές παραδόσεις βλέπε κεφάλαιο 5.2. του παρόντος τόμου).

Πολύ κοντά στον ιστορικό Αλέξανδρο στέκονται και δύο άλλοι χρονογράφοι του 11ου και 12ου αιώνα αντίστοιχα, ο Γεώργιος Κεδρηνός και ο Ιωάννης Ζωναράς, αν και ο πρώτος, αντλώντας υλικό από το Σύγκελλο, συμπεριλαμβάνει και τις ιστορίες του Νεκτεναβώ αλλά και των Βραχμάνων, προβάλλοντάς τον ως κοσμοκράτορα, ενώ ο δεύτερος ανατρέχει και στον Πλούταρχο, ακολουθώντας τον πιστά ως την κύρια ιστορική πηγή του για το βίο και την εκστρατεία του Αλέξανδρου. Ωστόσο, ο Ζωναράς στέκεται ιδιαίτερα στο όραμα και στις προφητείες του Δανιήλ για τον τράγο -Αλέξανδρο, με το κέρατό του να φύεται ανάμεσα στα μάτια του, κάτι που ο Ζωναράς ερμηνεύει ως σημάδι της αγχίνοιας, της σύνεσης και της γενναιότητας του Αλέξανδρου. Σύμφωνα με το όραμα του Δανιήλ, ο τράγος – Αλέξανδρος, ο «ἀπό λιβός ἐρχόμενος» θα ορμήξει πάνω στον κριό –Δαρείο και θα τον συντρίψει. Ο Ζωναράς προχωρά σε μια αναλυτική ερμηνεία του οράματος του Δανιήλ, παράλληλα, όμως, επιμένει και στο επεισόδιο της συνάντησης του Αλέξανδρου με τον αρχιερέα των Ιουδαίων στην Ιερουσαλήμ, ένα επεισόδιο που, όπως είδαμε, παρμένο από την εβραϊκή παράδοση, εντάχθηκε και στο βυζαντινό Μυθιστόρημα, μια και εξυπηρετούσε άριστα την καθιέρωση του Αλέξανδρου ως αποστόλου του μονοθεϊσμού. Ο Μιχαήλ Γλυκάς πάλι, χρονογράφος του 13ου αιώνα, ακολουθεί τους δύο προηγούμενους (Ζωναράς: 79, 113-122, Juanno 1996: 102, Stoneman 2011: 301).

Από τους Βυζαντινούς ιστορικούς, είναι ο Προκόπιος ο πρώτος που στο έργο του Περσικοί Πόλεμοι, τον 6ο αιώνα, κάνει αναφορά στη δίοδο εισβολής των Αλανών κοντά στην Κασπία θάλασσα, «ἥν ὁ βασιλεύς Ἀλέξανδρος πύλαις σιδηραῖς κλειστήν ἐποίησε»296. Ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης (580-641) από σύγχυση γράφει ότι ο Αλέξανδρος έφτασε ως την Κίνα, την οποία αποκαλεί Ταγάστη (Stoneman 2011: 58). Ο Αθηναίος ιστορικός Λαόνικος Χαλκοκονδύλης πάλι (μέσα 15ου αιώνα), στην ιστορική αναδρομή στις ρίζες των Ελλήνων που επιχειρεί, δεν παραλείπει να εντάξει και τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου (βλέπε το απόσπασμα σε Βακαλόπουλο 2003: 151). Από τις αναφορές των βυζαντινών χρονογράφων, αλλά και άλλων βυζαντινών συγγραφέων, συμπεραίνουμε πως ο ιστορικός Αλέξανδρος ποτέ δεν έπαψε να αποτελεί μια ζωντανή συνιστώσα του πνευματικού βίου των βυζαντινών Ελλήνων, πλάι στη λαϊκή –φανταστική εκδοχή του στο πλαίσιο της Διήγησης του Αλέξανδρου.

Γενικότερα, στη βυζαντινή λόγια παράδοση συναντούμε αναφορές σε στοιχεία και μεμονωμένα επεισόδια, που τα συναντάμε και στη Διήγηση του Αλέξανδρου (Μυθιστόρημα) και που προφανώς έχουν, ως κοινή πηγή, την αλεξάνδρεια παράδοση των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων. Για παράδειγμα, δύο βυζαντινοί συγγραφείς επέλεξαν να αναλύσουν μια γνωστή ρήση του Αλέξανδρου για τους συντρόφους του, σύμφωνα με την οποία αυτοί αποτελούν το χρυσάφι του κόσμου που κέρδισε στις εκστρατείες του. Ο Λιβάνιος το 4ο αιώνα μ.Χ., στο μεταίχμιο της ύστερης αρχαιότητας με το Βυζάντιο, έγραψε ολόκληρο ρητορικό έργο γι’ αυτό με τίτλο Χρείαν (βλέπε πιο αναλυτικά κεφάλαιο 2.1.) και ο πρωτονοτάριος Τραπεζούντας Στέφανος Σγουρόπουλος, απευθυνόμενος προς τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό, γράφει τους παρακάτω στίχους: «Ζήλωσον τόν Μακεδόνα / τόν Ἀλέξανδρον ἐκεῖνον / ἀντί θησαυρῶν γάρ οὗτος / ἔδειξε τούς ὑπηκόους» (Βασιλακοπούλου 1999: 1308). Σε ένα έργο του 6ου αιώνα με τίτλο «Λόγος για τη θρησκεία της Σασσανιδικής Αυλής» γίνεται αναφορά σε ένα περίεργο όνειρο που υποτίθεται ότι είδε ο Φίλιππος, με ένα φίδι που βγήκε μέσα από ένα αυγό, το οποίο ερμηνεύτηκε ως μια προσήμανση των κατακτήσεων και του θανάτου του Αλέξανδρου, ένα επεισόδιο που απαντάται και στο Μυθιστόρημα (Stoneman 2012 A: xii). Ο Μιχαήλ Ψελός πάλι (1018-1078), σε επιστολή του με τίτλο Τῶ ἐπί τῶν δεήσεων (Σάθας 1876: 246), κάνει μια μεγάλης σημασίας αναφορά στο επεισόδιο της ανάληψης του Αλέξανδρου στους ουρανούς από το Μυθιστόρημα (βλέπε αναλυτικά το απόσπασμα στο κεφάλαιο 3.5.3.). Ο Νικηφόρος Βασιλάκης, εγκωμιάζοντας τον αυτοκράτορα Ιωάννη Κομνηνό για τις νίκες του εναντίον των εμίρηδων της Μικρής Αρμενίας και Συρίας (1137-1138), τον αντιπαραβάλλει με τον Αλέξανδρο, μέσα από ένα επεισόδιο του Μυθιστορήματος, που απαντάται ήδη στη διασκευή α΄ (36-38, Καλλισθένης 2005: 156-166): πρόκειται για την αποστολή πρεσβείας με συνοδευτική επιστολή και περιπαικτικά «δώρα» από το Δαρείο στον Αλέξανδρο, μετά την κατάληψη της Τύρου: έναν ιμάντα (μαστίγιο) για να «εκπαιδεύεται» ο Αλέξανδρος, μία μπάλα (σφαίρα) για να παίζει και ένα κιβώτιο γεμάτο χρυσάφι, για να πληρώσει τους δικούς του, αν δεν έχει, για το ταξίδι της επιστροφής. Ο Αλέξανδρος βέβαια ανταπάντησε, σύμφωνα πάντα με την αφήγηση του Μυθιστορήματος, δίνοντας τη δική του ερμηνεία στα δώρα του Δαρείου. Η αναφορά του Βασιλάκη πιστοποιεί τη γνώση του Μυθιστορήματος όχι μόνο από τον ίδιο, αλλά και από τον αυτοκράτορα και το περιβάλλον του, στους οποίους, άλλωστε, απευθύνεται. Ενδιαφέρον υπάρχει και στη ρητή αναφορά του Βασιλάκη στον Καλλισθένη, ως συγγραφέα του αποσπάσματος και βέβαια του Μυθιστορήματος, «Τί μοι τὸν Ἀλέξανδρον ἀποθαυμάζεις, Καλλίσθενες,… σὺ τὸν ἱμάντα, τὴν σφαῖραν, τὸ χρυσοῦν καί χρυσοῦ κιβώτιον ὡς ἐπὶ τὸ μέλλον ἀνάγεις…»)297, στοιχείο που επιβεβαιώνει ότι ήταν οι βυζαντινοί λόγιοι που απέδωσαν το Μυθιστόρημα στον Καλλισθένη. Στην απαντητική επιστολή που ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης, αυτοκράτορας της Νίκαιας (1254-1258), έστειλε στο Γεώργιο Μουζαλώνα σχετικά με την αξία της φιλίας του ηγεμόνα προς τους υπηκόους του (βλέπε και κεφ. 3.3, 3.4), χρησιμοποιεί ως το κατάλληλο πρότυπο ακριβώς τη σχέση και τη φιλία που έκτισε ο Αλέξανδρος με τους υπηκόους του. Στο τέλος, καταλήγει: «Διά ταῦτα πάντα τοῖς οἰκείοις δοὐλοις ἐξ ἀρετῶν ὁ δεσπότης συναγαλματωθείς εἰκονίζει τό ἄρχον καί τό ἀρχόμενον. ἀλλ’ ἀτενίσατε, ἡγεμόνες καί δοῦλοι ἄπαντες, πρός ταύτην τήν καλήν ἀγαλματουργίαν, ἀναμάξαστε ἀρετάς, ἀντλήσατε ἰδιώματα….»298. Ο Λάσκαρης κάνει σαφή αναφορά στο δεσπότη, δηλαδή στον Αλέξανδρο, που «συναγαλματώθηκε» σε σύμπλεγμα μαζί με τον πιστό του υπήκοο. Πρόκειται για μοτίβο παρμένο από την παράδοση του Μυθιστορήματος και συγκεκριμένα την παραλλαγή γ΄, σύμφωνα με την οποία στον τάφο του Αλέξανδρου, στην Αλεξάνδρεια, τοποθετήθηκε αγαλματικό σύμπλεγμα που τον απεικονίζει με το Χαρμίδη, πιστό του στρατιώτη, λίγο πριν ο Μακεδόνας βασιλιάς φύγει από τη ζωή (Καλλισθένης 2005:514). Επομένως, φαίνεται πως το Μυθιστόρημα ήταν ιδιαίτερα οικείο και στους βυζαντινούς αυτοκράτορες, ώστε να γνωρίζουν τα επεισόδιά του και να τα αξιοποιούν ρητορικά μέσα από εγκώμια, ρητορικά έργα, επιστολές. Η οικειότητα αυτή θα αποδειχθεί με πρόσθετα τεκμήρια και στη συνέχεια.

ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ

Σε πολλά άλλα βυζαντινά κείμενα ανιχνεύεται η παρουσία του Αλέξανδρου, όπως σε κείμενα αποκαλυπτικού χαρακτήρα. Ο Κύριλλος Αλεξανδρείας, στον πρώιμο 5ο αιώνα, συνδέει τον Αλέξανδρο με το όραμα του Ζαχαρία με τα τέσσερα άρματα, αποδίδοντας στον Αλέξανδρο το λευκό άρμα (Demandt 2009: 421). Κατά το έτος 692 γράφτηκε στα συριακά η Αποκάλυψη του Ψευδο –Μεθοδίου και μεταφράστηκε στα ελληνικά περίπου 10 χρόνια αργότερα.299 Στο ελληνικό αυτό εσχατολογικό κείμενο αναφέρονται οι Άραβες ως Ισμαηλίτες, οι οποίοι επιχειρούν εισβολές εναντίον του βιβλικού και χριστιανικού κόσμου, ωστόσο ηττώνται από το Γεδεών και το «βασιλιά των Ρωμαίων» αντίστοιχα, αν και προκάλεσαν τον εξισλαμισμό πολλών πιστών. Μεταξύ της πρώτης και δεύτερης εισβολής των Αράβων εμφανίζονται και οι «ακάθαρτοι», βάρβαροι λαοί Γωγ και Μαγώγ, (που προέρχονται ως ονομασίες από τη βιβλική παράδοση, βλέπε και υποσημείωση 221), λαοί που «τρώνε τις σάρκες των νεκρών και τα έμβρυα», τους οποίους ο Αλέξανδρος απέκλεισε στις εσχατιές του πολιτισμού (στο μακρινό βορρά), όταν τους καταδίωξε και –μετά από προσευχή στο θεό – τους έκλεισε πίσω από δύο βουνά, τους Μάζους του βορρά, οι οποίοι θαυματουργώς μετακινήθηκαν και έκλεισαν, αφήνοντας μόνο ένα μικρό άνοιγμα πλάτους δώδεκα πήχεων. Το άνοιγμα αυτό ο Αλέξανδρος το έκλεισε με αδιαπέραστες, χάλκινες πύλες, επιχρισμένες με «ασίκητο», υλικό απρόσβλητο από φωτιά και σίδερο. Ωστόσο, οι λαοί αυτοί, κατά το τέλος του χρόνου, θα απελευθερωθούν και θα ξεχυθούν εναντίον του πολιτισμένου κόσμου για την τελευταία μάχη. Τότε θα τους αντιμετωπίσει ξανά ο «βασιλιάς των Ρωμαίων και Ελλήνων», ο οποίος θα τους νικήσει, θα βαδίσει προς την Ιερουσαλήμ, όπου και θα πεθάνει, για να ακολουθήσει η εμφάνιση του αντίχριστου, του «γιου του ολέθρου», η εξαπάτηση των πιστών από αυτόν, η ήττα του από τους Ενώχ και Ηλία και τέλος η Δευτέρα Παρουσία. Στο ελληνικό κείμενο του ψευδο –Μεθόδιου , ο Αλέξανδρος παρουσιάζεται ως γιος του Φιλίππου και της Χουσήθ, κόρης του βασιλιά της Αιθιοπίας, και αναφέρεται ως «τύραννος των Ελλήνων», κτίστης της Αλεξάνδρειας, στην οποία βασίλευσε δέκα χρόνια (!) και κατακτητής της γης, ενώ στο συριακό κείμενο αναφέρεται ως «βασιλιάς των βασιλέων» και ως «βασιλιάς των Μακεδόνων» (Alexander 1985: 56, Garstad 2012: xiv-xv, 22-26). Το επεισόδιο με τους Γωγ και Μαγώγ ενσωματώθηκε σχεδόν αυτούσιο στις μεσαιωνικές ελληνικές παραλλαγές της Διήγησης του Αλέξανδρου, με αρχή την παραλλαγή ε΄ των μέσων του 8ου αιώνα ( ή ίσως λίγο αργότερα κατά τον 9ο αιώνα: βλέπε σε αντιπαραβολή Stoneman 2011: 241, 244, Aerts 2011: 27-30, Juanno 2015 (2002): 477-478, 522). Έτσι, σύμφωνα και με την περιγραφή της γ΄ παραλλαγής, ο Αλέξανδρος καταδίωξε τα έθνη αυτά (που αναφέρονται και ως ο στρατός του Ευρυμίνθη) για πενήντα μέρες, έως ότου έφτασαν σε δύο μεγάλα βουνά, στα σύνορα του γνωστού κόσμου, στους Μαστούς του Βορρά. Εκεί προσευχήθηκε στο «θεό των θεών και κύριο ολόκληρης της πλάσης» και τον παρακάλεσε να ενώσει τα δύο βουνά μεταξύ τους, αποκλείοντας τα ακάθαρτα έθνη. Η προσευχή του Αλέξανδρου εισακούστηκε, τα βουνά ενώθηκαν και στο στενό άνοιγμα που απέμεινε, ο Αλέξανδρος έκτισε τις «Κασπίες Πύλες» αλειμμένες με το ασίκητο300, απρόσβλητο υλικό από φωτιά και σίδερο (Καλλισθένης 2005: 461-465). Είναι φανερό ότι με την προσευχή στο Θεό και την ένωση των δύο βουνών ο Αλέξανδρος λαμβάνει βιβλικές διαστάσεις και παραλληλίζεται με το Μωυσή και τη διάβαση της Ερυθράς Θάλασσας. Παράλληλα, πολιτικογραφείται ως πιστός εν Θεώ χριστιανός αυτοκράτορας.

Η Αποκάλυψη του Ψευδο –Μεθοδίου παρουσιάζει τον Αλέξανδρο ως ιδρυτή και βασιλιά του τέταρτου βασιλείου της προφητείας του Δανιήλ, της τελευταίας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και ως χριστιανό προπάτορα όλων των ηγεμόνων της Ρώμης, της Κωνσταντινούπολης και της Αλεξάνδρειας. Η Αποκάλυψη του Ψευδο –Μεθοδίου υπήρξε μια από τις πρώτες αντιδράσεις στην εξάπλωση του Ισλάμ σε εσχατολογικό επίπεδο και επηρέασε και μεταγενέστερα αποκαλυπτικού χαρακτήρα ελληνικά συγγράμματα, όπως Ο Βίος του Ανδρέα του Σαλού, γραμμένος από το Νικηφόρο τον Πρεσβύτερο της Αγίας Σοφίας, κατά το πρώτο μισό του 10ου αιώνα, με παρόμοια αναφορά για την πύλη του Αλέξανδρου και τους βάρβαρους λαούς, που αυτή τη φορά τοποθετούνται στην Ινδία301. Αναφορά στον Αλέξανδρο και στον αποκλεισμό των Γωγ και Μαγώγ κάνει και ο Νικήτας Βυζάντιος, Έλληνας φιλόσοφος του 9ου αιώνα στο έργο του Ανατροπή της παρά του Άραβος Μωάμετ Πλαστογραφηθείσης Βίβλου302 (Migne 1862: 768, Aerts 2011: 25, 28, 32, Doufikar-Aerts 2011: 42). Αντίστοιχη αναφορά στους αποκλεισμένους από τον Αλέξανδρο Γωγ και Μαγώγ, που θα ξεχυθούν στους έσχατους χρόνους να καταστρέψουν την οικουμένη, υπάρχει και στην Αποκάλυψη του Λέοντα πρεσβυτέρου του Κωνσταντινουπολίτη, κείμενο αποκαλυπτικό με έμφαση στα οράματα του Δανιήλ των αρχών του 9ου αιώνα.303 Τέλος, ο Αλέξανδρος αναφέρεται και στο αποκαλυπτικό κείμενο του ψευδο-Δανιήλ ως «Μέγας Φίλιππος», θεόσταλτος ηγεμόνας των πόλεων Ρώμης, Αλεξάνδρειας, Θεσσαλονίκης και Κωνσταντινούπολης (Stoneman 2012 A: xii).

Το στοιχείο που ξεχωρίζει ιδιαίτερα από τις καταγραφές του Αλέξανδρου στα αποκαλυπτικά βυζαντινά κείμενα είναι ακριβώς η σύνδεσή του με τη χριστιανική πίστη, τη γραμμή άμυνας που προτάσσει η αυτοκρατορία έναντι των μουσουλμάνων Αράβων, οι οποίοι, εμπνεόμενοι από τον «Ιερό Πόλεμο», απειλούν την ίδια την ύπαρξη της αυτοκρατορίας, φτάνοντας δύο φορές μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Η ιδέα αυτή του χριστιανικού έθνους, που μάχεται κατά των απίστων υπέρ βωμών και εστιών, έχει περιγραφεί στην έρευνα ως ένας πρώτος βυζαντινός εθνικισμός, βασισμένος στη χριστιανική πίστη (Αρβελέρ 1997: 42-48). Το ότι στα αποκαλυπτικά κείμενα της εποχής εμφανίζεται κι ο Αλέξανδρος να εντάσσεται σε αυτό το χριστιανικό πλαίσιο, οπωσδήποτε όχι μόνο φανερώνει τη δυναμική του συμβολισμού του και την αναγνωρισιμότητά του από τις λαϊκές μάζες – μεταξύ των οποίων κυκλοφορούσαν οι διάφορες αποκαλύψεις -, αλλά και πιστοποιεί πως το Βυζάντιο στηριζόταν πάντα, εκτός από τη χριστιανική πίστη και στην αρχαιοελληνική κληρονομιά -εκφραστής της οποίας είναι ο Αλέξανδρος – ως πλαίσιο ταυτότητας, άμυνας και αντίστασης, πέρα από το πολιτισμικό πλαίσιο.

Σε μια παραλλαγή του γραπτού Ad Theophilum, – ένα βυζαντινό κείμενο, που αποδίδει μια υποτιθέμενη επιστολή των τριών Πατριαρχών της ανατολής στον αυτοκράτορα Θεόφιλο και χρονολογείται μάλλον μετά την αναστήλωση των εικόνων – η συνάντηση του εικονομάχου αυτοκράτορα Λέοντα Ε΄ με τον εικονόφιλο ερημίτη Σαββάτιο αντιπαραβάλλεται με τη συνάντηση του Αλέξανδρου με το θεό Σάραπη και το πνεύμα του Φαραώ Σεσόνχωση στην Αιθιοπία, επεισόδιο της διήγησης του Μυθιστορήματος. Η αντιπαραβολή αυτή δεν είναι απλώς μια επίδειξη γνώσης κλασικής παιδείας από έναν ανώνυμο βυζαντινό λόγιο, αλλά συμβολικά στοχεύει σε σχολιασμό προσώπων και καταστάσεων της σύγχρονης του συγγραφέα βυζαντινής πραγματικότητας, ακόμα και ως λανθάνουσα κριτική. Το ίδιο ακριβώς επιτυγχάνεται και σε άλλο σημείο της παραλλαγής του Ad Theοphilum, όταν το τέλος της βασιλείας του ειρηνόφιλου αυτοκράτορα Μιχαήλ Α΄ σημαδεύεται από τη γέννηση ενός τερατόμορφου παιδιού, στοιχείο που αντλείται επίσης από το Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου (Gero 1992: 83-85, Καμπούρη 1997:203). Επίσης, στο Βίο του Μακαρίου Ρωμανού, ένα κείμενο των αρχών του 7ου αιώνα, περιγράφεται το περιπετειώδες ταξίδι κάποιων μοναχών από τους Αγίους Τόπους και τη Μεσοποταμία, στην Περσία και στην Ινδία και ακόμη πιο πέρα. Στο ταξίδι αυτό, αντιμετωπίζουν κάθε λογής τέρατα και τερατόμορφους ανθρώπους και βρίσκουν την αψίδα του Αλέξανδρου, με μια επιγραφή του ίδιου του Μακεδόνα βασιλιά, που περιέχει οδηγίες για το σωστό δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουν, προκειμένου να περάσουν από τη Γη του Σκότους… Είναι σαφές ότι η διήγηση αυτή αντλεί πολλά στοιχεία από το Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου, συμπεριλαμβανομένης και της αψίδας. Σε ένα ακόμα βυζαντινό αγιολογικό κείμενο, ένας Παλαιστίνιος ερημίτης, ο Γεράσιμος, χρησιμοποιεί το «βιβλίο του βασιλιά Αλέξανδρου», προκειμένου να βρει τη γη των Μακάρων. Επομένως διαπιστώνεται η δημιουργική χρήση μοτίβων του Μυθιστορήματος, αλλά και της μορφής του Αλέξανδρου, στη χριστιανική παράδοση του Βυζαντίου καί μέσα στα αγιολογικά και εσχατολογικά κείμενα. (Gero 1992: 86-87). Σε ένα ανώνυμο βυζαντινό στιχούργημα του 14ου αιώνα, ο Αλέξανδρος επισκέπτεται την Ιερουσαλήμ και πείθεται εκεί να προσηλυτιστεί στην αληθινή πίστη (Оэтингоф / Турилов), μια αναφορά που είναι βέβαια παρμένη από την εβραϊκή παράδοση της επίσκεψης του Αλέξανδρου στην Ιερουσαλήμ, όπως αυτή ενσωματώθηκε στο Μυθιστόρημα. Τέλος, ένα μικρό κείμενο, με τίτλο Βίβλος Ἀλεξάνδρου περιέχων τάς γλώσσας τῆς κοσμοποιίας, βασίζεται στο μοτίβο του πολύγλωσσου Αλέξανδρου, το οποίο, όπως είδαμε, υπήρχε στη διασκευή λ΄ και ανάγεται στον 8ο ή 9ο αιώνα (Juanno 2015 (2002): 525).

Ακόμα και ο τίτλος «Μέγας» για τον Αλέξανδρο διατηρήθηκε στη βυζαντινή γραμματεία, έστω και σποραδικά, όπως μας επιτρέπει να συμπεράνουμε μια αναφορά του λεξικού της Σούδας, το οποίο γράφτηκε το 10ο αιώνα: στο λήμμα Βραχμάν του λεξικού διαβάζουμε «…παραγενόμενος Ἀλέξανδρος ὁ Μακεδὼν καὶ στήσας στήλην ἐπέγραψεν: ἐγὼ μέγας Ἀλέξανδρος βασιλεὺς ἔφθασα μέχρι τούτου», σηματοδοτώντας το τέλος της εκστρατείας του στην Ινδία, μια αναφορά βέβαια αναληθής ως προς το περιεχόμενο της στήλης. Ας σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο λήμμα είναι καταφανώς επηρεασμένο από τη Διήγηση του Αλέξανδρου, την οποία ο συντάκτης του λήμματος προφανώς θα γνώριζε πολύ καλά. Το συμπέρασμα αυτό βγαίνει αβίαστα, καθότι γίνεται λόγος στο περιεχόμενο του λήμματος για τους μακρόβιους Βραχμάνες που κατοικούν σε ένα νησί του Ωκεανού, το οποίο επισκέφτηκε ο Αλέξανδρος -σε έναν επίγειο παράδεισο χωρίς αρρώστιες, χωρίς τους μόχθους και τα βάσανα της καθημερινής ζωής, με διαρκή προσευχή και μακροζωία που φτάνει τα 150 χρόνια -μακριά από τις γυναίκες τους, τις οποίες επισκέπτονται σε τόπο εκτός του νησιού τους μόνο άπαξ ετησίως κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και για 40 μέρες με σκοπό την τεκνοποίηση304. Η αναφορά αυτή του λεξικού της Σούδας αποτελεί άλλη μια απόδειξη για την καθολική επίδραση του Μυθιστορήματος του ψευδο-Καλλισθένη στο Βυζάντιο μια και πρόκειται ουσιαστικά για μεταφορά του οικείου επεισοδίου του Μυθιστορήματος.

Τέλος, το πώς το Μυθιστόρημα επηρέασε τη βυζαντινή γραμματεία αποδεικνύεται και από ένα βυζαντινό στιχούργημα, που περιστρέφεται γύρω από το μοτίβο της υπόμνησης του θανάτου και της ματαιότητας των επίγειων μεγαλείων:

Κἄν οὐρανούς, ἄνθρωπε, καί νέφη φθάσης,
κἄν γῆς μετρήσης καί θαλάττης τά βάθη,
κἄν τοῖς ἐλάφοις ὑπεραρθῆς ἐν δρόμοις
κἄν τό χρυσίον, τό σουφίρ κυριεύσης,
λίθον τάφου τρίπηχυν οὐχ ὑπεκδράμης.

Στους παραπάνω στίχους, εκτός από το χρυσό και τα ζαφείρια που αποκτά ο Αλέξανδρος από την εκστρατεία του στην Ινδία, σύμφωνα με το Μυθιστόρημα, στοιχείο που επισημαίνει ο Stichel (1972: 137, όπου και οι στίχοι και η προέλευσή τους), αναγνωρίζουμε δύο ακόμη διάσημα επεισόδια του Μυθιστορήματος: την ανάληψη στους ουρανούς και την κατάδυση στη θάλασσα. Παρόμοιους στίχους συνέγραψε και ο Άγιος Μάρκος Ευγενικός, ο Εφέσιος, στους οποίους συνδυάζεται το επεισόδιο της ανάληψης στους ουρανούς με το μοτίβο του θανάτου (1393-1445, Stichel 1971: 137).

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

291 Η Χρονογραφία αποτελεί κλάδο της βυζαντινής ιστοριογραφίας. Ως παγκόσμιο χρονικό, ξεκινά την εξιστόρηση από κτίσεως κόσμου (5508 ή 5492 π.Χ.), με αφήγηση σε δημώδη συνήθως γλώσσα και με βάση πληροφορίες τόσο από την Παλαιά Διαθήκη όσο και από διάφορους αρχαίους συγγραφείς (Χαριζάνης 2008: 81).

292 L. Dindorf, Chronicon paschale, vol. 1 [Corpus scriptorum historiae Byzantinae Bonn: Weber, 1832, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu/ (26.9.2015).

293 Thurn, Ioannis Malalae chronographia [Corpus Fontium Historiae Byzantinae. Series Berolinensis 35. Berlin – New York: De Gruyter, 2000, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu/ (1.10.2015).

294 Ο Γεώργιος Σύγκελλος αναφέρεται ξεκάθαρα σε έναν κοινό τόπο για τους Βυζαντινούς, πως οι Μακεδόνες ήταν Έλληνες: «Ἕλληνες γάρ καί Μακεδόνες οἱ αὐτοί» (Συγκέλλου:142).

295 Στο έργο του Κοσμά του Ινδικοπλεύστη υπάρχει και αναφορά στο όραμα του προφήτη Δανιήλ, με τη βασιλεία του Αλέξανδρου να αντιπροσωπεύει το τέταρτο στη σειρά θηρίο του οράματος, δηλαδή «θηρίον ἔκθαμβον καὶ φοβερόν, ὄνυχας χαλκοῦς καὶ ὀδόντας σιδηροῦς ἔχον» (Χριστιανική Τοπογραφία, 2.66), ενώ τα υπόλοιπα είναι ο Ναβουχοδονόσορ, ο Κύρος και ο Δαρείος. Ενδιαφέρουσες είναι ακόμη οι πληροφορίες που δίνει ο Κοσμάς για την ύπαρξη χριστιανικής εκκλησίας και κοινότητας στην Ταπροβάνη –σημερινή Σρι Λάνγκα – καθώς και η περιγραφή της χώρας και του μακρινού, υπερπόντιου εμπορίου που έκαναν εκεί βυζαντινοί και Πέρσες έμποροι (Χριστιανική Τοπογραφία, 3.65, 11.13 – 11.19, βλέπε το κείμενο στη διεύθυνση:
http://users.uoa.gr/~nektar/history/tributes/byzantine_historians/cosmas_indicopleustes_topographia_christiana.htm (27.6.2015).

296 Οι παλαιότερες αναφορές στις «σιδερένιες πύλες», τις οποίες υποτίθεται ότι έκτισε ο Αλέξανδρος κάπου στην Κασπία προκειμένου να αποτρέψει εισβολές βαρβαρικών (σκυθικών) εθνών στον πολιτισμένο κόσμο, υπάρχουν στο έργο του Εβραίου Φλάβιου Ιώσηπου Ιουδαϊκός Πόλεμος (Bellum Judaicum) τον 1ο αιώνα μ.Χ. (Aerts 2011: 27), καθώς και στο έργο του Ρωμαίου Πλίνιου του Πρεσβύτερου (23 -79 μ.Χ., Πάλλης 1935/1968:27). Κατά την Juanno είναι πιθανόν ο θρύλος αυτός να είχε δημιουργηθεί πολύ πιο πριν από τον Ιώσηπο (Juanno 2015 (2002): 489). Αντίστοιχα, για τις Κασπίες Πύλες γράφει και ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος το 10ο αιώνα: «Ὅτι κατά τάς Κασπίας καλουμένας πύλας ὁ Φιλίππου Ἀλέξανδρος πύλας τεκτηνάμενος φυλακτήριον κατεστήσατο» (Πορφυρογέννητου, De legationibus). Η αναφορά αυτή βέβαια δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, καθότι ο Αλέξανδρος ποτέ δεν έφτασε στον Καύκασο και στην Κασπία. Ίσως, όπως παρατηρεί ο Chevallier, να οφείλεται στις συγκεχυμένες γεωγραφικές γνώσεις που είχαν οι αρχαίοι για τις περιοχές που έφτασε ο Αλέξανδρος στην ανατολή, και συγκεκριμένα σε σύγχυση της οροσειράς του Παραπάμισου (Χίντου –Κους), όπου πράγματι ο Αλέξανδρος έκτισε πόλεις ή φρούρια, με αυτήν του Καυκάσου. Η σύγχυση, βέβαια, αυτή μπορεί να ήταν και εσκεμμένη, προκειμένου να εξυμνήσουν ακόμα περισσότερο το Μακεδόνα βασιλιά. Ο Στράβων πάντως, που είχε καλύτερες γεωγραφικές γνώσεις, επικρίνει την πλάνη αυτή (Πάλλης 1935/1968: 29-31). H Juanno σημειώνει ακόμη πως, σύμφωνα με τον Άντερσον, είναι συνολικά τρία τα γεωγραφικά περάσματα στα οποία, ήδη από την αρχαιότητα, τοποθετούνταν οι «Πύλες του Αλέξανδρου»: ένα στα νότια της Κασπίας Θάλασσας (το μόνο στο οποίο πράγματι πήγε ο Έλληνας στρατηλάτης), το πέρασμα Ντάριαλ στο κέντρο του Καυκάσου (στο οποίο αναφέρονται και οι Ιώσηπος και Προκόπιος) και μεταγενέστερα (από τα χρόνια της βασιλείας του Ηρακλείου κι εξής) το πέρασμα Ντερμπέντ στη δυτική όχθη της Κασπίας θάλασσας. Σε κάθε περίπτωση, οι θρύλοι δείχνουν να αποδίδουν στον Αλέξανδρο την κατασκευή οχυρωματικών έργων, τα οποία στην πραγματικότητα είναι πολύ μεταγενέστερα και έγιναν μάλλον από τοπικούς Γεωργιανούς άρχοντες (Juanno 2015 (2002): 490-491). Γεγονός είναι πως στη συνέχεια η αναφορά της σιδερένιας πύλης θα συνταιριάξει με αυτήν των βιβλικών λαών Γωγ και Μαγώγ, όπως αποκρυσταλλώνεται στη μεταγενέστερη Αποκάλυψη του Ψευδο-Μεθοδίου, και εν τέλει θα ενσωματωθεί ως επεισόδιο στις παραλλαγές ε΄ και γ΄ του Μυθιστορήματος του Αλέξανδρου (βλέπε αμέσως παρακάτω στο κυρίως κείμενο). Μια ερμηνεία γένεσης του μοτίβου του «τείχους του Αλέξανδρου» δίνει ο Παπαδόπουλος (1964 (2004) Β: 192), αναφέροντας πολύ απλά πως αυτό ανάγεται στα πολυάριθμα φρούρια που έκτισε ο Αλέξανδρος στις βόρειες εσχατιές των κατακτημένων περιοχών, προκειμένου να εξασφαλίσει το κράτος του από επιδρομές γειτονικών λαών, όπως των Σκυθών.

297 R. Maisano, Niceforo Basilace. Gli encomi per l’imperatore e per il patriarca [Byzantina et neo-hellenica neapolitana 5. Naples 1977, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (10.10.2015).

298 L. Tartaglia, “L’opuscolo De subiectorum in principem officiis di Teodoro II Lascaris,”Δίπτυχα 2 (1980-1981): 196-209, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (1.10.2015).

299 Ο πραγματικός Μεθόδιος ήταν επίσκοπος Πατάρων κατά το 311 (Stoneman 2011: 244). Ο Garstad τοποθετεί τη χρονολόγηση του ελληνικού κειμένου μεταξύ των ετών 694-727, καθώς το 727 περίπου έχουμε και την πρωιμότερη λατινική μετάφραση από τα ελληνικά (Garstad 2012: ix).

300 Το οποίο ίσως να μπορεί να ταυτιστεί με το διαμάντι, βλέπε Juanno 2015 (2002): 502-503.

301 Τό γάρ ἒτος ἐκεῖνο ἀποφράξει Κύριος ὁ Θεός τάς πύλας τάς ἐν Ἰνδία, ἂς ἒκλεισεν Ἀλέξανδρος ό τῶν Μακεδόνων, καί ἐξελεύσονται βασιλεῖαι ἑβδομήκοντα δύο ἂμα τῶ λαῶ αὐτῶν, τά λεγόμενα ῥυπαρά ἒθνη…καί διασκορπισθήσονται ἐν πάση τῆ γῆ ὑπ’ οὐρανόν, σάρκας ἀνθρώπων ζώσας ἐσθίοντες, καί τό αἷμα πίνοντες… (απόσπασμα από το Βίο του Ανδρέα του Σαλού από Aerts 2011: 25).

302 J.P. Migne, PATROLOGIAE GRAECAE, TOMUS CV, 1862, Ελεγκτικός ΙΖ’, 768.

303 R. Maisano, L’Apocalisse apocrifa di Leone di Costantinopoli [Nobilità dello spirito (nuova serie) 3. Naples: Morano, 1975, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu (2.10.2015).

304 http://www.stoa.org/solbin/search.pl?db=REAL&search_method=QUERY&login=guest&enlogin=guest&user_list=LIST&page_num=1&searchstr=Brahman&field=any&num_per_page=100 (διαδικτυακή έκδοση του λεξικού της Σούδας με δυνατότητα αναζήτησης, προσπέλαση 26.1.2014). Αυτή την αναφορά μάλιστα την παίρνει και ο Μάρκο Πόλο και τη μεταφέρει στο πλαίσιο της αφήγησης του «βιβλίου των θαυμάτων» του.

1 comment

Δημήτριος Γ. Παναγιωτίδης 7 December 2020 at 18:06

Διάβασα αποσπασματικά και από διάφορα κεφάλαια περίπου 100 σελίδες από αυτό το βιβλίο και έχω μείνει εκστατικός. Πρόκειται για συγκλονιστικό έργο. Ευχαριστούμε τον κύριο Κουγιουμτζόγλου και το Αντίβαρο για την προσφορά!

Reply

Leave a Comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.