Ως
ηθικισμός ή πιετισμός στη σύγχρονη ιστορική και θεολογική μελέτη, αναφέρεται η αρετολογική ατομική προσπάθεια σωτηρίας
του ανθρώπου, η οποία αντικειμενοποιεί τον πρακτικό βίο της ζωής, για να
επιτύχει μετά βεβαιότητας την δικαίωση. Η βάση του ηθικισμού κατά κανόνα, είναι
μία προσωπική προσπάθεια δημιουργίας ενός καλύτερου εαυτού, ο οποίος αφήνει σε
δεύτερη μοίρα την εκκλησιοκεντρική προσπάθεια σωτηρίας, ενώ επιφέρει ασυνείδητο
υποβιβασμό της οντολογικής σωτηρίας του ανθρώπου. Ηθικισμός, είναι η
οπισθοδρόμηση στον πτωτικό άνθρωπο, ο οποίος ζητά ένα σχήμα μετρήσιμης σωτηρίας,
δίχως την αντίληψη ότι ο Χριστός το πρώτιστο γεγονός στη σωτηρία του ανθρώπου
που επέφερε, δεν είναι μία νέα θρησκεία,
ένας νέος τρόπος ζωής ή μία νέα διδασκαλία, αλλά ένας νέος τρόπος ύπαρξης
της ανθρώπινης ζωής στα πλαίσια μίας κοινωνίας, ως συνύπαρξη του
κτιστού και περατού, με το άκτιστο και άπειρο της Θεότητας. Πρώτιστο δηλαδή
γεγονός, σύμφωνα με την 4η Οικουμενική Σύνοδο είναι το γεγονός της
απολυτρώσεως και σωτηρίας του ανθρώπου. Η σωτηρία του ανθρώπου σύμφωνα με τους
πατέρες της εκκλησίας δεν είναι η αποφυγή της καταδίκης, όπως η Δυτική θεολογία
των νομικών αντιλήψεων μας διέδωσε μέσα στο ορθόδοξο χριστιανικό ήθος, αλλά η ακεραιότητα
της εικόνας του Θεού. Σώος άνθρωπος στην
πατερική θεολογία σημαίνει η ακέραιη
εικόνα του ανθρώπου, που σύμφωνα με τους πατέρες της εκκλησίας εντοπίζεται στην
όλη ύπαρξη του ανθρώπου [σώματος και ψυχής][1], και ιδιαιτέρως στο αυτεξούσιο και αυτόβουλο.
Έτσι λοιπόν ο Ηθικισμός είναι η διδαχή αυτή, η οποία σύμφωνα με τους πατέρες
και την ιστορική πορεία της εκκλησίας, αποτελεί τη μεγαλύτερη αίρεση της
ιστορίας, καθώς απομειώνει όχι μόνο τη σωτηρία της ανθρώπινης φύσης, αλλά και το
ίδιο το γεγονός της ενανθρώπησης και της Ανάστασης. Για παράδειγμα, όταν ο
Νεστοριανισμός αρνείται την πραγματική ένωση του Θεού Λόγου με τον άνθρωπο,
αρνείται τη σωτηρία της υπάρξεως, καθώς δίχως αντίδοση ιδιωμάτων δεν μπορεί να
αρθούν οι συνέπειες της αμαρτίας του ανθρώπου, δε μπορεί να καμφθεί και να
νικηθεί ο θάνατος, ενώ ο Χριστός γίνεται ένας απλός διδάσκαλος, ένας ψιλός
άνθρωπος επιτελώντας ένα έργο που ο καθένας θα μπορούσε να διαπράξει. Η
ανθρώπινη φύση τελικά γίνεται, ένας απλός σωλήνας που φέρει το Θεό Λόγο. Οι
λόγοι που οδηγούν εκεί το Νεστόριο είναι καθαρά ηθικοί. Σύμφωνα με την
φιλοσοφική ερμηνεία των αρχαίων Ελλήνων πατέρων, «Θεός ανθρώπω, ου μυγνειται». Έτσι
ο Νεστόριος, ο Ευτυχής ή ο Άρειος, οι μεγάλοι αιρετικοί των πρώτων 5 αιώνων της
εκκλησίας, ακρωτηριάζουν το απολυτρωτικό γεγονός της σωτηρίας, υποβιβάζουν τα
μυστήρια σε μαγικές τελετές ή ακόμα και σε ειδωλολατρικά μυστηριακά γεγονότα,
φέροντας σε δεύτερη μοίρα, πως ο Θεός Λόγος θεράπευσε την ίδια τη φύση του
ανθρώπου κατά την ένωση και κοινωνία με
τον Θείο Του Πρόσωπο.
Ο
Ηθικισμός ή πιετισμός, είναι ένα ιστορικό φαινόμενο το οποίο εμφανίστηκε στην
ακραία του μορφή στην ύστερη μεσαιωνική εποχή, και εξ αρχής στον προτεσταντισμό.
Σκοπό κάνει να απολυτοποιεί τις πράξεις σε ένα κλειστό κανόνα συμπεριφοράς, μέσα
σε μια καταθλιπτική ομοιομορφία πράξεων. Αυτό φυσικά συμβαίνει εξ αιτίας
σοβαρών δογματικών διαφοροποιήσεων της Δύσης και της Ανατολής, ιδίως στη
συνάντηση της λεγόμενης θεολογίας του προσώπου, θέμα που θα αναφερθεί στην
ανάπτυξη του κυρίως θέματος[2].
Αυτό οδήγησε τελικά σε κλειστά απολυταρχικά
θρησκευτικά καθεστώτα, κάτι που η ορθόδοξος εκκλησία ουδέποτε γνώρισε. Και ήταν
λογικό να συμβεί, αφού η Δύση, δε γνώρισε το εμπειρικό βιωματικό ήθος της
Ανατολής, αλλά αντιθέτως αποφάσισε να
βρει καταφύγιο στη σιγουριά των τύπων, στη βεβαιότητα των εξωτερικών κριτηρίων,
και τελικά στην εγωκεντρική ικανοποίηση της ατομικής δικαίωσης. Αντίθετα λοιπόν
από την Ανατολή και το ορθόδοξο ήθος, το οποίο δεν περικλείστηκε ποτέ μέσα σε
κανόνες, μέσα σε καταλόγους αρετών και κακιών[3],
καλών και πονηρών πράξεων, η Δύση επένδυσε στην ατομική βεβαιότητα του «εγώ».
Το
Ορθόδοξο ήθος όμως, αν μπορούσαμε επιγραμματικά να το συνοψίσουμε θα λέγαμε πως
απαντά σε μία δεδομένη πραγματικότητα. Την αγάπη όχι ως συναίσθημα, αλλά ως
οντολογία. Και συμπτώματα αυτής της οντολογίας για τον άνθρωπο είναι η νέκρωση
του προσωπικού θελήματος, η απάρνηση του εαυτού και η προσφορά στον συνάνθρωπο
ή οποία δε δύναται να συμβεί μέσα από την προσωπική ικανότητα του ανθρώπου,
καθώς κατά την πτώση η ανθρώπινη φύση αμαύρωσε το κατ εικόνα του Θεού και
διέρρηξε το καθ ομοίωσιν, ρέποντας με ευκολία προς το κακό και την ανυπαρξία.
Έτσι ένας άνθρωπος μπορεί φαινομενικά στην ορθόδοξη εκκλησία, σύμφωνα με τον
πιετιστικό κατάλογο των αρετών, να αμαρτάνει, αλλά τελικά να μην είναι
αμαρτωλός, αλλά μέγας ασκητής. Στην ορθόδοξη εκκλησία το ήθος δεν είναι συμμόρφωση
σε κανόνες και δεν μπορεί ποτέ να προηγηθεί της θεραπείας της πτωτικής φύσεως.
Αν κάποιο πρόσωπο πράττει φαινομενικά καλές πράξεις, δίχως θεραπεία, αίρει
συνήθως τη δημουργικότητά του[4]
και στρέφεται στο εσωτερικό του αφού δεν πραγματοποιεί αυτό που κατά φύση
επιθυμεί[5],
φορώντας ένα ψευδές προσωπείο. Η αδυναμία αποφυγής του προσωπείου σύντομα
αρχίζει να αντικειμενοποιεί τις πράξεις ως σωτήριο γεγονός, να τον μετατρέπει
σε χλιαρό χριστιανό, πιστεύοντας πως οι καλές πράξεις και η συμμετοχή στα
μυστήρια οδηγούν στη σωτηρία τον άνθρωπο, αγνοώντας προφανώς την πατερική
διδασκαλία, που με έμφαση τονίζει πως στη σωτηρία προηγείται ο καθαρμός της
φύσεως[6]. Ο
άνθρωπος αυτός κατά κανόνα νομίζει πως οι καλές πράξεις, οι φιλανθρωπίες και τα
μυστήρια θα τον σώσουν, δε αντιλαμβάνεται όμως πως ήδη έκανε την πίστη του μια
σύμβαση. Δεν αντιλαμβάνεται πως υπάρχει μόνο ο δρόμος της διαρκούς τελείωσης,
καθώς κατά τον Μάξιμο τον Ομολογητή, ακόμα και η στάση αποτελεί παλινδρόμηση[7].
Γι αυτό η εφαρμογή των κανόνων μπορεί ακόμα
και να μοιάζει αμαρτωλή, αλλά η κεκαθαρμένη φύση του Αγίου να γνωρίζει πολύ
καλά, πως ενεργεί μέσω της χάριτος. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι οι
Σαλοί άγιοι. Άνθρωποι που συναναστρέφονταν γυναίκες στα πορνεία, κατέλυαν τις
νηστείες προκλητικά τη Μεγάλη Εβδομάδα, πείραζαν τις γυναίκες μέσα στο εκκλησιαστικό
γεγονός της λατρείας. Κι όμως αυτοί υπήρξαν από τις μεγαλύτερες ασκητικές
προσωπικότητες της εκκλησίας[8]. Άγιοι,
που εξουθένωναν τον εαυτό τους, ώστε να δείχνουν πόρνοι, μοιχοί, τρελοί προς
όλους και οι οποίοι συνάμα εμφάνιζαν χαρίσματα, όπως η ίαση και η προφητεία. Το παράδειγμά τους μας
δείχνει πως το ορθόδοξο ήθος πρώτιστα
είναι θεραπεία της ύπαρξης, συμπόρευση και ένωση με το θείο και τελικά, εφαρμογή της αγάπης του
πλησίον και άρα του θειου θελήματος. Μη ξεχνάμε άλλωστε πως οι σαλοί άγιοι,
ήταν κλητοί εκ Θεού να πράττουν καθ αυτόν τον τρόπο. Έτσι το ήθος στην ορθόδοξη
πίστη είναι ένα οντολογικό γεγονός. Όσο ο άνθρωπος προοδεύει στην πίστη, δηλαδή
στην αποκάλυψη και μετοχή των θείων ενεργειών, στον καθαρμό και τη θέωση, τόσο
περισσότερο προοδεύει στο ήθος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Παλαιά Διαθήκη. Οι
δίκαιοι άνθρωποι της Παλαιάς Διαθήκης, δε χρειάζονταν κάποιο νόμο να
εφαρμόσουν, αλλά ήσαν δίκαιοι γνωρίζοντας το ήθος του τριαδικού Θεού. Ο δε
νόμος εμφανίστηκε, όταν οι περιστάσεις το υπαγόρευσαν για την επιβίωση του περιούσιου
λαού και όχι για αυτούς, οι οποίοι κατά πολύ ξεπερνούσαν το όριο του νόμου. Δεν
προηγήθηκε κανένας νόμος, αλλά η εφαρμογή του έμφυτου νόμου στην ψυχή των
δικαίων ανδρών. Αλλά και ο Ιερός Χρυσόστομος, δε φείδεται δια των μελιρρύτων
λόγων του να μας κατονομάσει το ψεύδος της Ρααβ, ιερό. Ιερό, διότι έτσι
προωθήθηκε το σχέδιο της σωτηρίας του Θεού. Το ορθόδοξο Ήθος λοιπόν, δεν
υπόκειται στην τυπολογία και φαινομενολογία των πράξεων, αλλά στον παράγοντα
της ευεργεσίας του πλησίον. Αγαθή-ηθική πράξη, δε μπορεί να νοηθεί ποτέ ουδεμία
ατομοκεντρική πράξη, ουδεμία πράξη που στόχο έχει την ατομική εξυπηρέτηση, όσο
κι αν αυτή φαίνεται καλή. Φυσικά, με αυτό που λέμε, δεν καταλύουμε τον τρόπο
λειτουργίας του ορθόδοξου φρονήματος. Μιλούμε πάντοτε για το θεραπευμένο μέλος[9].
Αλλά έχουμε οφειλή να καταδείξουμε ποιο είναι το ορθόδοξο ήθος και όχι να
πιθηκίζουμε τον ατομοκεντρισμό της Δυτικής νοησιαρχίας, καθώς το πρώτο αποτελεί
λύση για το χρεωκοπημένο σύστημα των δυτικών αξιών .
Η
εκκλησία από τα πρώτα της χρόνια της έδωσε κύρια βάση στο λατρευτικό γεγονός.
Πολύ πριν επέλθει ο Κανόνας της Καινής Διαθήκης, οι άνθρωποι ζούσαν τη βασιλεία
της χάριτος, μέσα στους ναούς, υπό τον Επίσκοπο και εν τη κλάση του Άρτου. Ο
νόμος[10],
αν μπορεί να αποκληθεί έτσι, της εκκλησιαστικής χάριτος άνηκε μόνο στην αγάπη
του πλησίον, στην απέκδυση του εγώ. Μέσα στις πρώτες χριστιανικές κοινότητες το
ήθος ήταν βιωματική μετοχή και εμπειρία και ο Ηθικισμός, ήταν η πρώτη αίρεση
που εμφανίστηκε από το τέλος του εγκόσμιου βίου του Χριστού. Ήταν ο δοκητισμός,
η πρώτη ηθικιστική αίρεση, που υποχρέωσε τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, να την
καταπολεμήσει μέσω του ευαγγελίου του. Εξου και είναι μία αίρεση, που όπως κάθε
αίρεση, τονίζει ένα μέρος της Ζωής, αφήνοντας την καθολικότητα του ορθόδοξου
βίου και της αλήθειας, κερματισμένη και τραυματισμένη. Έτσι παρακάτω θα γίνει
μία προσπάθεια να καταγραφούν ακροθιγώς και μόνο οι συνέπειες του ηθικισμού,
αλλά και η θεραπεία, μέσω της παραδειγματικής-διδακτικής οδού.
Ο
ηθικισμός σε όλες του τις εκφάνσεις παρουσιάζει πάντοτε τρία χαρακτηριστικά.
Πρώτον, την έμφαση στον ατομικό χαρακτήρα. Δεύτερον την έμφαση στον καλό
άνθρωπο. Τρίτον την έμφαση των καλών πράξεων και της κοινωνικής
αποτελεσματικότητας.
Πράγματι
θα λέγαμε ότι τα γεγονότα αυτά εξ ορισμού είναι ζητούμενα. Αν όμως σε αυτά δεν
προηγηθεί το εκκλησιαστικό ήθος, τότε ακουμπούν τα όρια τη ηθικής θρησκείας και
κυριολεκτικά μπορούμε να ισχυριστούμε πως οδηγούν την εκκλησία σε μία μορφή κοινωνικής οργάνωσης και μάλιστα
σε ένα χρησιμοθηρικό κοινωνικό σύλλογο. Αυτό διότι οι συνέπειες της πρότασης
ενός τέτοιου γεγονότος, είναι πράγματι εγκληματικές. Εν αρχή η προσπάθεια αυτή
φέρει τον υποσκελισμό της εκκλησιαστικής κοινότητας στη σωτηρία του ανθρώπου.
Και όταν στην ορθόδοξη εκκλησία ομιλούμε περί εκκλησιαστικής κοινότητας δε
μιλούμε για την λατρεία απλώς, αλλά για την κοινωνία των νοερών όντων, που ως μέλη
ζουν ο ένας για τον άλλον, σε διαρκή δοξολογική σχέση με το Θεό. Υποσκελίζεται δηλαδή το ευχαριστιακό σώμα, και
τελικά υποδαυλίζετε ο μυστικός χαρακτήρας της κοινωνίας της. Αίρουμε
την αξία της ένωσης με το θείο και άρα τη θεραπεία της φύσεως, τη διαδικασία της
κάθαρσης, του φωτισμού και της θέωσης. Μόνο
όμως αν θεραπευτεί η ανθρώπινη φύση, ο άνθρωπος οδηγείται στις αγαθές πράξεις. Αφού
λοιπόν καθαρθεί ο πτωτικός άνθρωπος,
τότε οι πράξεις γίνονται αγαθές, καθώς παύει πλέον να εμπεριέχεται το ατομικό
στοιχείο της αξιομισθίας. Είναι χαρακτηριστική η παράδοση περί του Γρηγόριου
Παλαμά, ο οποίος έκλαιε κατά την προσευχή του, διότι μετά από κάθε αγαθή πράξη,
σκεφτόταν την αξιομισθία του έργου που διετέλεσε και με λυγμούς απευθυνόταν στον
Κύριο, για ποιο λόγο να χάνει και τον
ελάχιστο μισθό μίας καλής πράξης, αφού προ αυτής και μετά από αυτή σκεφτόταν το
κατόρθωμά του. Αυτό είναι πράγματι ένα δείγμα του ορθόδοξου βιωματικού
εκκλησιαστικού ήθους. Η αγάπη, ου ζητεί τα εαυτοίς, ού ζητεί μισθούς και
επαίνους και αυτό κατορθώνεται μόνο στο φυσιολογικό ανθρώπινο βίο. Αγαθή πράξη
είναι η ενέργεια που φανερώνει τη δόξα του Θεού και ποτέ δε μπορεί να νοηθεί σε
ατομικές σφαίρες. Αγαθή πράξη είναι η πράξη που προάγει τη σωτηρία της
κοινότητας. Όπως μας αναφέρει μάλιστα ο Άγιος και απολογητής του β΄ αιώνος Θεόφιλος Αντιοχείας «βασιλείαν εάν είπω, δόξαν αυτού λέγω»[11].
Αντίθετα όμως ο ηθικιστής άνθρωπος, δε μπορεί να
θεωρήσει την αγαθή πράξη ως κοινωνικό φαινόμενο, καθώς μένοντας προσκολλημένος
σε μία κυριολεκτικά αντικειμενική στερεότυπη νευρωτική ηθική αγνότητα, τρέφει
το εγώ του, φουσκώνοντας από υπεροψία, που θεμελιώνεται στην επιτυχία της ηθικής
τελειότητας και φτάνοντας τελικά στο ναρκισσισμό, έτσι ώστε να μπορέσει να
αντιμετωπίσει την κοινωνική του νοσηρότητα, η οποία εδράζει στην αγαπητική
ανεπάρκειά του. Έτσι και επιτυγχάνει πράγματι κορυφαία ηθικά επιτεύγματα, μένοντας
άτεγκτα σκληρός σε κάθε μία απόκλιση του νοήματος που έδωσε στη ζωή, μαχόμενος
απέναντι στους απειλητικούς κινδύνους που μπορούν να εμφανιστούν. Δυστυχώς όμως
διαστρεβλώνοντας το νόημα της ταπεινοφροσύνης του εκκλησιαστικού ήθους.
Το
δεύτερο μεγάλο πρόβλημα που οδηγεί ο Ηθικισμός είναι η υποκρισία ή άλλως το
προσωπείο. Ο άνθρωπος στη κατά φύσιν ζωή του, έχει πρόσωπο και κοινωνία με το Θεό.
Στην κατάσταση όμως της αμαρτίας, κρύπτει όπως οι πρωτόπλαστοι κατά την ενοχή τους
το πρόσωπο του[12].
Οι πρωτόπλαστοι, μετά την παρακοή, κρύφτηκαν ώστε να μην τους δει ο Θεός. Δεν
είχαν πλέον το θάρρος να δουν το Θεό κατά πρόσωπο. Γιατί όμως ο άνθρωπος υποκρίνεται; Αυτό συμβαίνει εξ
αιτίας της θεώρησης της αμαρτίας. Οι Ανατολικοί θεοφόροι πατέρες, είδαν το
προπατορικό αμάρτημα, όπως και κάθε αμαρτία, ως μία αστοχία του ανθρώπου. Πράγματι
η αμαρτία είναι ανάσχεση και ματαίωση της σχέσης Θεού και ανθρώπου. Ο Θεός πάντοτε
παρέχει τις ζωοποιητικές θείες ενέργειες στον άνθρωπο, ενώ ο ίδιος στην
αμαρτητική κατάσταση τις αποκρούει. Έτσι συνέβη και στην Εδέμ. Ο άνθρωπος έχασε
την ευκαιρία να τελειωθεί μέσα από ένα συγκεκριμένο τρόπο και δυνατότητες. Του
δόθηκε όμως η ευκαιρία να τελειωθεί και να παγιωθεί στο καλό και πάλι, αλλά από
διαφορετική βάση. Η ορθόδοξη εκκλησία βλέπει το προπατορικό αμάρτημα όχι σαν κληρονομική
ενοχή, αλλά σαν κληρονομία του θανάτου. Όπου θάνατος φυσικά, δε μιλάμε απλώς
για το βιολογικό θάνατο, αλλά κυρίως για τον πνευματικό, τη μετοχή στις θείες
ζωοποιητικές ενέργειες. Η Δύση όμως εδώ είδε κληρονομικές ενοχές, αντίλυτρα που
πρέπει να πληρωθούν σαδιστικά για την οργή του Θεού. Είναι φανερό που οδηγεί
μια τέτοια θεώρηση. Ο άνθρωπος που βλέπει το Θεό να αποστρέφει το πρόσωπό του
(μία διδασκαλία που όπως μας λέει ο Ιωάννης Δαμασκηνός δε σημαίνει ότι Θεός
αίρει τη χάρη του, αλλά ότι δεν κάνει εμφανή τα έργα του[13])
και ενώπιον της φοβίας πλέον που αναπτύσσει, έχει ανάγκη να πράξει εξωτερικά έργα
που θα ευξεμενίσουν το Θεό, αντικειμενοποιώντας το πρόβλημα. Έτσι θα φορέσει
ένα προσωπείο που θα ικανοποιεί τις φοβικές του τάσεις. Ας δούμε όμως και πάλι
τι λέει ο Δαμασκηνός.«Πόδας δε και
βάδισιν την προς επικουρίαν των δεομένων ή εχθρών άμυναν…»[14].
Στον τύπο της αμαρτίας, που είναι η πτώση των πρωτοπλάστων, μετά την ενοχή εμφανίζεται
ο Θεός με βήματα. Ο Θεός κινείται προς ενίσχυση του αμαρτάνοντος. Αυτούς δηλαδή
που αστόχησαν στο καλό, διότι το κακό κατά τους πατέρες είναι το μη ον[15].
Το ανύπαρκτο. Και παρότι αυτοί είναι αμαρτωλοί, κινείται να τους δει πρόσωπο
προς πρόσωπο, να μετάσχουν των θείων ενεργειών Του. Αλλά εδώ δεν μπορούν πια εξ
αιτίας της αμαρτίας τους και της δικής τους προσωπικής κατάστασης. Τι σημαίνει η
πρόταση του Θεού να τους δει πάλι πρόσωπο με πρόσωπο όμως; Κλήση στη μετοχή των
ζωοποιών ενεργειών του. Όχι ενοχή και απελπισία, αλλά πρόταση άμεσης επιστροφής
και μετάνοιας. Αντιθέτως, ο ηθικιστής άνθρωπος,
νιώθει ενοχή, αναξιότητα, δεν καταλαβαίνει ότι η σωτηρία δεν είναι απλώς ηθική
καθαρότητα πράξεων, αλλά πάνω από όλα κατανόηση της αδυναμίας του και προσφυγή
στο έλεος του Θεού. Δεν οργίζεται ο Θεός, όπως επισημαίνει πάλι ο μακάριος Δαμασκηνός.
Οργή σημαίνει αποστροφή προς την κακία και ποτέ φυσικά προς τον άνθρωπο[16],
που ο θεός είναι μεγαλύτερος εραστής του. Ο ηθικιστής όμως ακολουθεί τους
τύπους, σκοτώνει την ουσία των πραγμάτων (Β΄ Κορινθ. 3, 6) κατά τον Απόστολο
Παύλο και εισάγει στη ζωή του το μανιχαϊσμό, το διαχωρισμό δηλαδή καλού και
κακού που αποτελεί νέα έκπτωση από την πατερική θεολογία της όρασης του θείου.
Ο
υποκριτής αυτός άνθρωπος, βάζει ένα ενδιάμεσο στοιχείο στη ζωή του με το Θεό.
Αυτό είναι ο νόμος. Υπακοή και παρακοή, απολαβή και τιμωρία. Στον ίδιο δε αυτό
νόμο πρέπει να υπακούει και ο Θεός. Η νομικοποίηση της θρησκείας είναι μια
ατραπός, που οδηγείται μοιραία ο
ηθικιστής. Ο υποκριτής φέρνει το θεό στα μέτρα του. Αποφεύγει τη θεραπεία που
απαιτεί διαρκή τιτάνιο αγώνα σε συνέργια με την εκκλησία και το Θεό, και
προσπαθεί με ένα δικανικό πνεύμα, να εφαρμόσει εντολές, ώστε να έχει τη
βεβαιότητα της σωτηρίας. Γίνεται τυπολάτρης και αγκιστρώνεται φανατικά στην
τήρηση ενός νόμου, στη συνέπεια της εφαρμογής μίας αντικειμενικά παραδεδομένης
ιδεολογικής ή θρησκευτικής νομικής συμπεριφοράς. Οι άνθρωποι αυτοί, συνήθως οικειοθελώς
στερούνται πλέον την ίδια της ζωή[17],
χάνοντας κάθε αυθορμητισμό, που η στέρηση του αποτελεί μήτρα των απρόσωπων
σχέσεων και της αφιλίας. Από τη μια
λοιπόν ο άνθρωπος καταφεύγει στην ηθική, οποιαδήποτε μορφής, για να καλύψει
πίσω από αυτή την τραγική βιολογική του ύπαρξη -την ύπαρξη των προσωπείων- ενώ
σύντομα καλείται να αντιμετωπίσει το φόβο της ενοχής, επειδή ο άνθρωπος, δεν μπορεί
και λογικά, να τηρεί τις εντολές πάντοτε κατά γράμμα. Άλλοτε μάλιστα έρχεται σε
σύγκρουση η φαινομενικά καλή πράξη, με τη δική του ουμανιστική φορά. Ο άνθρωπος
χάνει σε αυτόν τον κυκεώνα τον κοινωνικό
του χαρακτήρα, φθονεί και δεν επιτρέπει στον εαυτό Του να γίνει φίλος του Θεού.
Όσο υπάρχουν φοβικά σύνδρομα κάτι τέτοιο παραμένει αδύνατο. Αίρεται η βούλησή
του και πλέον παλινδρομεί από την αδυναμία να εμπιστευτεί την εκκλησιαστική
κοινωνία, λόγω των ενοχών, μέχρι και την αίσθηση μίας χριστιανικής ελίτ καθαρότητος,
αν θεωρεί ότι επιτυγχάνει τον αντικειμενικό του σκοπό. Αυτό το μέλος, θεωρεί τον
εαυτό του καθαρό και γνήσιο και τον αντιδιαστέλλει από τους κακούς και αμαρτωλούς
συνανθρώπους, γινόμενος αυστηρός κριτής των άλλων. Βλέπει σχεδόν τους πάντες
καχύποπτα, ενώ η ειρήνη του διαταράσσεται από την εμφάνιση νέων ατόμων που δεν
ακουμπούν το απόλυτα ηθικιστικό-επιφανειακό πλαίσιο του. Τελικά περνούν σε
δεύτερη μοίρα η εκκλησία (και τα μυστήρια), η οποία πρέπει να μεταρρυθμιστεί,
να μεταμορφωθεί, να βρει τις ρίζες του καθαρού παρελθόντος, διαγράφοντας και
απεμπολώντας την ενδιάμεση εμπειρία της θείας οικονομίας και του ζωντανού
σώματος του Χριστού. Γι αυτόν είναι πιο ουσιαστικός ο αυτοέλεγχος και όχι τα
μυστήρια, η αυτοκατάκριση και όχι η μετοχή στο κοινωνικό γεγονός της λατρείας, ή
η ατομική προσευχή κ.α.
Μία σοβαρή
ιστορική παράμετρος, που προκύπτει από τον πιετισμό συνάμα είναι ο μοιραίος
υποβιβασμός του ιερατείου. Εν αρχή είναι βέβαιο ότι ο ηθικισμός ουδέποτε κατανόησε
την αξία του. Συνήθως στην εκκλησία και όχι εσφαλμένα, προτάσσεται ο ιδρυματικός
παράγοντας. Αναφέρουμε το Αποστολικό αξίωμα, την Τάξη των Προφητών, των άμεσων
συνεργατών των αποστόλων, φυσικά τους διακόνους, τις χειροθεσίες και
χειροτονίες, αλλά και τον Ιγνάτιο το θεοφόρο, οποίος ήδη κατά τον πρώτο αιώνα
μας μιλά για μετάβαση από το θεσμό του Αποστόλου στο θεσμό του επισκόπου. Άλλες
φορές προτάσσουμε τον ιστορικό χαρακτήρα του ιερατείου. Αλλά συνήθως μας διαφεύγουν
δύο πολύ βασικά ζητήματα, τα οποία ξεφεύγουν λόγο φιλοσοφίας και από τον
ηθικιστή άνθρωπο. Πρώτον ο τρόπος εκλογής των διακόνων (Πράξεις 6, 1-7), που
είναι μία ζωντανή απόδειξη της λειτουργίας του ζωντανού εκκλησιαστικού σώματος
και κυρίως την έννοια του βασιλείου ιερατεύματος και της χαρισματικής, αλλά όχι
ταξικής διαφοροποίησης του ειδικού κλήρου. Οι ιερείς της εκκλησίας, για πρώτη
φορά στην ανθρωπότητα δεν αποτελούν κάστα ανώτερης κλήσης ή στάθμης ανθρώπων,
αλλά μία κατηγορία μέσα στην ποικιλία των χαρισμάτων του εκκλησιαστικού
σώματος, που φέρει μάλιστα υψηλή ευθύνη για την κλήση της. Επίσης δε νοείται
μεσιτικά, καθώς όπως μας αναφέρει ο Απόστολος Παύλος, μόνος μεσίτης είναι ο Χριστός
(Προς Εβραίους 7, 1-28). Ο Ηθικισμός
όμως δε μπορεί να κατανοήσει την αξία μίας τέτοιας λειτουργίας. Ο πουριτανισμός
είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι οδηγεί σε αντικληρικαλισμό, διότι δεν μπορεί
να γίνει αντιληπτός ο οντολογικός χαρακτήρας της σωτηρίας του ανθρώπου, όπως
ήδη ειπώθηκε, αλλά και η έννοια των λειτουργικών χαρισμάτων της εκκλησίας, αφού
ο ίδιος τρέφεται από το εγώ και την ολοκληρωτική ατομική προσπάθεια. Και ο
ολοκληρωτισμός δεν επιτρέπει την ύπαρξη κοινωνίας, καθώς αντικειμενοποιεί την
Αλήθεια, τη θεώρει δεδομένη -και όχι κατά δεκτικότητα- και δεν επιτρέπει τις
διαφοροποιημένες προσωπικές προσβάσεις στην κοινωνούμενη αλήθεια, που επιτρέπει
να φανερωθεί η ετερότητα και η ελευθερία του. Ο ιερέας στην ορθόδοξη εκκλησία
όμως τελεί αναγκαίες λειτουργίες με τις οποίες πραγματοποιείται και
καρποφορεί μεταξύ των ανθρώπων το σωτηριώδες έργο του Ιησού Χριστού, ενώ άνευ
ιερατείου είναι βέβαιο πως θα είχαμε μία άκρως πνευματοκεντρική και
ατομοκενρική αντίληψη της σωτηρίας, που άμεσα θα αναιρούσε την ίδια
την ύπαρξη της κοινότητας και της εκκλησιαστικής σωτηρίας. Ο ιστορικός
παράγοντας και ο ανθρώπινος δε μπορεί να εκλείψουν από τη ορθόδοξη εκκλησία, η
οποία με πιστότητα διατήρησε την αρραγή σχέση ύλης και πνεύματος. Για τον
ηθικιστή όμως, ο ιερέας μοιραία εντάσσεται σε μία τυπολογία, αφού εξ αιτίας των
διαρχικών αντιλήψεων καλού και κακού απορρίπτει την ύλη και την ιστορία και
τελικά υποβαθμίζεται, ακόμα και αν το άτομο φανερώνει το αντίθετο. Ο ιερέας γι
αυτόν δεν επιτελεί το χαρισματικό αυτό έργο της ανάπτυξης και καρποφορίας ενός
κατά φύση οργανισμού, αφού ο άνθρωπος προτάσσει την ατομική καλλιέργεια των
πράξεων και εφόσον η οντολογία έχει παραμερισθεί, δηλαδή η σωτηρία ως ένωση του
θείου με το ανθρώπινο. Θωρεί πως ο ιερέας ουσιαστικά επιτελεί απλά μαγικές επενέργειες
της κάθαρσης της ψυχής, πολλές φορές μάλιστα νομίζοντας πως το σώμα δε
συμμετέχει.
Το
ύστατο και μείζων τελικά αποτέλεσμα του ηθικισμού είναι η θρησκειοποίηση και η
χρησιμοθηρία. Ο Ηθικισμός, γνήσιο τέκνο της δυτικής νοησιαρχίας, οδηγεί τον
άνθρωπο στην αίσθηση εξευμενισμού του θεού. Αυτό συμβαίνει μέσω της ατομικής
κατοχύρωσης, πίσω από ένα σύνολο αποδοτικών συμπεριφορών. Έτσι το άτομο εκκλησιάζεται, μετέχει στα μυστήρια,
όχι όμως για να μετάσχει οντολογικά και υποστατικά στο Θείο, αλλά για να γίνει
απλά ένας καλύτερος και χρήσιμος άνθρωπος, που η εικόνα του στα μάτια των
άλλων, θα ικανοποιεί την αυταρέσκειά του. Γι αυτό ίδιος έχει πραγματικά μεγάλο κίνητρο,
να είναι πραγματικά δραστήριος, να δείχνει διαρκώς τα καλά του έργα. Άλλωστε
είναι γνωστή η σχέση καπιταλισμού και προτεσταντισμού. Ο άνθρωπος στον
ηθικισμό, θεωρεί πως τα καλά έργα είναι αξιόμισθα και οι κοινωνίες αυτές θωρούν
πως οι άνθρωποι αυτοί είναι ευλογημένοι. Οι αξιόμισθες αυτές πράξεις μάλιστα,
οδήγησαν στο να θεωρείται ότι όποιος ευημερεί είναι κατά Θεόν πιο αγαπητός
(αφού τελικά είναι πιο αποτελεσματικός, πιο αποδοτικός, απολαμβάνοντας
μεγαλύτερο κέρδος), ενώ θεωρήθηκε ντροπή και κατάρα η φτώχεια. Έτσι οι άνθρωποι
αυτοί συντονίζονται με τις πράξεις του ευαγγελίου στην κατά γράμμα μορφή τους
(καθώς είναι και η πιο βεβαία). Γνωστή περίπτωση ο κατά τα άλλα χαλκέντερος
αλληγοριστής Ωριγένης ο οποίος αυτοευνουχίστηκε. Τελικά αντί να προηγείται η
εκκλησία (όχι ως ιερατείο, αλλά ως κοινωνία όντων), προηγείται ο άνθρωπος, ενώ
όπως είπαμε κατά την πρώτη φάση της βιομηχανικής ανάπτυξης αναδύθηκε με αυτόν
τον τρόπο η διασύνδεση του κέρδους με τον εργασιομανή και αποτελεσματικό άνθρωπο,
που οδήγησε στον καπιταλισμό. Η πίστη όμως
είναι ενεργειακή σχέση Θεού και ανθρώπου και όχι αφηρημένος ή στοχαστικός συναισθηματισμός,
τυφλή εμπιστοσύνη σε πράγματα που δεν βεβαιώνονται ή έστω χάρη που βοηθά τον
άνθρωπο φαινομενικά να ζει ηδύ βίο. Άλλωστε τον 12ο αιώνα οι πατέρες
της Ορθόδοξης Εκκλησίας, για αυτή την αποδεικτική μέθοδο καταπολέμησαν τους
σχολαστικούς. Και τους καταπολέμησαν εναντία στη χρησιμοθηρική αποτελεσματικότητα της δυτικής
θεογνωσίας – γνωσιολογίας και κάθε εμφανισιακής ατομικής βεβαιότητας. Δεν είναι
οι καλές πράξεις που σώζουν, αλλά η θέληση Θεού και ανθρώπου, ο διάλογος αυτός
μέσω της εκκλησίας, που επιφέρει και το αποτέλεσμα των αγαθών πράξεων.
Το
ερώτημα πλέον που τίθεται είναι πως θα μπορέσει η ορθόδοξη θεολογία και κατ
επέκταση ο γενικότερος φιλόσοφος κοινωνικός βίος, να ξεπεράσει αυτά τα
συμπτώματα, τα οποία εισήλθαν στην ελληνική και ευρύτερη ορθόδοξη παράδοση, σταδιακά
από την εποχή του σχολαστικισμού και εντατικώς μετά το διαφωτισμό. Η αυθόρμητη απάντηση
είναι πάντοτε μένοντας πιστοί στο
πατερικό πνεύμα, που οδηγεί σε μία εκ των έσω μετατροπή της κοινωνικότητας και
όχι σε εξωτερικά συστήματα, τα οποία κρύβουν από μόνα τους είτε την επιβολή,
είτε τον ομογενοποίηση, είτε τελικά την ασυδοσία του ηθικισμού. Εδώ και πάλι θα
γίνουν ορισμένες νύξεις, που επ ουδενί ο γράφων θεωρεί ότι αποτελούν μοναδικό
και ολοκληρωμένο τρόπο αντιμετώπισης.
Οι
πατέρες τη εκκλησίας, παρότι ακόμα κι σήμερα λοιδορούνται από τον δυτικό τρόπο
σκέψης, υπήρξαν κορυφαία πνεύματα της διανόησης. Όχι απλώς άνθρωποι μορφωμένοι,
αλλά άνθρωποι με σπάνια χαρίσματα, που αν ο ιστορικός μανιχαϊσμός και η
μεσαιωνική και διαφωτιστική προπαγάνδα δεν είχαν εξοβελίσει, εξ αιτίας της
αδυναμίας τους να κατανοήσουν το πνεύμα μέσα στο οποίο έδρασαν και λειτούργησαν,
θα άνηκαν στην ελίτ, όπως και ανήκουν, της παγκόσμιας διανόησης. Η απάντηση των
μεγάλων πατέρων της εκκλησίας ήταν η λέξη Δόγμα. Η λέξη δόγμα πράγματι είναι
μία από τις πλέον παρεξηγημένες λέξεις-όρους της ιστορίας. Θα λέγαμε πως η
γενική αντίληψη δεν είναι εσφαλμένη, καθώς είδαμε πολλά θρησκευτικά κινήματα εξ
ονόματος των δογμάτων, να πράττουν εγκλήματα. Ακόμα και άγιοι της εκκλησίας,
μεταχειρίστηκαν πολλές φορές βάναυση γλώσσα σε βάρος των αιρετικών, δείχνοντας
μία απροκάλυπτη και πρωτόγνωρη θα λέγαμε εχθρότητα στο φαινόμενο της αίρεσης.
Εδώ όμως κρύπτεται και η παγίδα. Η αδυναμία του μέσου σημερινού ανθρώπου να
κατανοήσει την αξία και το ρόλο του δόγματος, τον οδηγεί σε τέτοιες αξιολογήσεις.
Οι ίδιοι οι πατέρες ουδέποτε όμως μπορούσαν να αποχωρίσουν την έννοια των
δογματικών αληθειών από την ποιμαντική διδασκαλία, κάτι που αντιθέτως συνέβη,
εξ αιτίας εσφαλμένων κριτηρίων[18].
Δίχως δόγμα, αναμφισβήτητα ακρωτηριάζουμε την ορθόδοξη διδασκαλία. Η απάντηση
λοιπόν είναι περισσότερο δόγμα, κόντρα στο πείσμα της εποχής, για να καταπολεμηθεί
ο Ηθικισμός.
ΕΝ
αρχή, στην ορθόδοξη παράδοση, δεν προηγείται το ήθος του δόγματος, αλλά το
δόγμα του ήθους. Το δόγμα δεν αποτελεί μία λεκτική επεξεργασία θεωρητικών ή υπερβατικών γεγονότων, αλλά πραγματικά
ιστορικά συμβάντα μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Συμβάντα τα οποία
καθορίζουν το ίδιο το ήθος της εκκλησίας, καθώς φανερώνουν το ήθος του Θεού και
τη σχέση Του με την εκκλησία. Συνάμα το δόγμα, είναι καταγραφή και μάλιστα
ελλιπής της δόξας του Θεού και ποτέ της ουσίας του. Είναι καταγραφή της
δυνατότητας να γίνουν ορατές[19]
οι θείες ενέργειες. Ας δώσουμε δύο παραδείγματα χαρακτηριστικά. Ο Θεός καλεί
τον Αβραάμ στο σωτήριο έργο της απολυτρώσεως. Τρεις άγγελοι εμφανίζονται, ως τύπος
της Τριάδος. Ο Αβραάμ πλέον αναλαμβάνει οικειοθελώς το έργο που εκλήθη να φέρει
σε πέρας. Εδώ ο προπάτορας, βιώνει την ελευθερία του ήθους του Θεού. Αντίστοιχα
έπραξε και Υπεραγία Θεοτόκος. Ο Μωυσής στο Σινά, βλέπει πρόσωπο με πρόσωπο το
Θεό, ο οποίος καλείται ο Ων-ο Υπάρχων. Είναι γεγονότα εμφάνισης του Θεού στην
ιστορία. Προηγούνται μέσα στην ιστορική πραγματικότητα, εν συνεχεία καταγράφονται
από τους θεοφόρους πατέρες, που ικανώθηκαν να βιώσουν το γεγονός και εν
συνεχεία γίνονται κοινωνία ενεργειών, που εν προκειμένω βίωσε ο Ισραήλ μέσα
στην πορεία του στην έρημο. Η κοινότητα, ο λαός, η εκκλησία βλέπουν τις
ενέργειες του Θεού μέσα στην ιστορία σαν αποκάλυψη και τις ερμηνεύουν ο καθένας
με δικό του τρόπο, κατά την κάθαρση τους. Εν συνεχεία έπαιτε η καταγραφή αυτή
και εφόσον τα μέλη βιώνουν τα περιγραφόμενα γεγονότα αντιλαμβάνονται ότι βρίσκονται
στην ορθή πορεία. Όπως υπομνηματίζει ο Γεώργιος Φλορόφσκι, το καταγεγραμμένο δόγμα
είναι ένα χάρτης και ένα όριο[20].
Μέσα από αυτό βλέπει το μέλος της εκκλησίας την πρόοδο του ή την αστοχία του
και την αδυναμία του να βιώσει τα ορώμενα υπό των θεοφόρων πατέρων. Τα γεγονότα
αυτά συνάσουν την κοινότητα, δημιουργούν σχέσεις μεταξύ των μελών και τελικά
παράγουν το ήθος της κοινότητας, το οποίο ουδέποτε ιστορικά προηγήθηκε. Πριν το
βιβλίο της ΚΔ υπήρχε εκκλησία και πριν το βιβλίο της ΠΔ, ικανώθηκαν άνθρωποι λόγω καθαρότητος βίου
να δουν τον Άσαρκο Λόγο. Γι αυτό και όταν πληρώθηκε ο νόμος της χάριτος, δηλαδή
ήλθε ο ίδιος ο Λόγος, η σπουδαιότερη θεοφάνεια στην ιστορία της ανθρωπότητας,
αφού το δόγμα είναι θεοφάνεια, ως ήθος όρισε την Αγάπη. Η αγάπη αυτή δεν είναι
πρακτικός συναισθηματισμός. Είναι ο τρόπος ύπαρξης της Αγίας Τριάδας, αφού ο Θεός
αγάπη εστί (Α΄ Ιωάννην 4, 16). Μιλάμε για ένα καθαρό οντολογικό περιεχόμενο,
μία παροχή χάρης, αφού αν ο άνθρωπος ζήσει εν αγάπη, είναι πράγματι ενωμένος με
το θείο, με τον άκτιστο τρόπο ζωής.
Το
ήθος δεν αποτελεί μια σειρά κανόνων υπερβατικής φύσης. Σκοπό κάνει να προάγει την
ακεραιότητα της θείας εικόνας και της ανθρώπινης φύσης. Δηλαδή τη σωτηρία. Ο
ηθικιστής συνήθως αντιλαμβάνεται ένα
κόσμο, μονοσήμαντο και με ένα εκκωφαντικό τέλος, που ικανοποιεί τις σαδιστικές
του ορέξεις. Η ατομοκεντρική προσπάθειά του, πωρώνει το αισθητήριο της εσχατολογικής
προοπτικής του, όσο και αν το μόνο πράγμα που τον απασχολεί είναι η Αποκάλυψη.
Αλλά εδώ είναι η διαφορά των πατέρων της εκκλησίας. Η εσχατολογία της εκκλησίας
δεν είναι ένα απλό μελλοντολογικό γεγονός όπως το βλέπει ο αθεράπευτος
ηθικιστής, ο οποίος μάλιστα ως αυστηρός κριτής, έχει λάβει τη θέση του δικαίου
κριτού, αλλά ένα δυναμικό γεγονός το οποίο μετατρέπει, ανακεφαλαιώνει και
μεταμορφώνει την ιστορία της ανθρωπότητας. Γι αυτό και οι 10 εντολές φερ ειπείν,
δεν είναι ένας υπερβατικός νόμος, διαρκών προσευχών, λατρευτικών συνάξεων και
καθάρσεων, αλλά πρώτιστα ένας οδηγός επιβίωσης μέσα στην έρημο και νόμος σχέσης
των ανθρώπων μίας κοινωνίας. Έτσι το ήθος συνάμα αποτελεί αρωγή και προαγωγή
της ζωής, μέσα στην ιστορική διάσταση της δημιουργίας. Ο Θεός συγκαταβαίνει
στις ανάγκες της ανθρώπινης τρωτότητας. Δεν έχει ανάγκη να τιμωρήσει τους
Ισραηλίτες επειδή έφαγαν από τη Κιβωτό της Διαθήκης, ούτε έχει πρόβλημα να
απολογηθεί στον Ιωνά (Ιωνάς 4, 1), επειδή ενώ του διεμήνυσε πως η καταστροφή
της Νινευή είναι αναπόφευκτη, τελικά μετά από μετάνοια δεν το έπραξε[21].
Αυτές όμως οι πράξεις, ενός διαλογικού συγκαταβατικού Θεού, είναι πράξεις του
Θεού της αγάπης, όπως πράξεις του Θεού της αγάπης είναι η εντολή του Μωυσή να
δολοφονηθούν όσοι θυσίασαν και λάτρεψαν τα είδωλα (Έξοδος 32, 27). Ο Θεός εδώ για τον ηθικιστή,
που δε χρειάζεται να είναι οπωσδήποτε χριστιανός, αλλά απλά χριστιανοθρεμένος,
αποτελεί σκάνδαλο. Δεν αντιλαμβάνεται πως σκοπός της δημιουργίας είναι η
σωτηρία της ανθρωπότητας. Αγαθή πράξη, είναι η προαγωγή του εκκλησιαστικού
σκοπού της δημιουργίας και των εσχάτων. Και πως στο θάνατο ή την κακουχία, δε
βρίσκεται η εφήμερη ηθική του ανθρώπου. Ο θάνατος είναι τιμωρία για τον πτωτικό
άνθρωπο, όχι όμως στην ανακεφαλαιωμένη κτίστη της Αναστάσεως, όπου πλέον
γίνεται φιλανθρωπία, κατά τον Ιωάννη το Δαμασκηνό[22],
αφού το νέο μήνυμα του Χριστού είναι η ελευθερία από τη φύση και το θάνατο και
ματαίωση της αιωνίου φθοράς του πραγματικού θανάτου -και όχι του βιολογικού-,
που είναι η αμαρτία.
Έτσι δεν
αποτελεί το δόγμα φιλοσοφική ερμηνεία υπερβατικών νοητικών σχηματικών παραστάσεων.
Το εσφαλμένο όμως δόγμα οδηγεί σε παρενέργειες, όχι μόνο σωτηριολογικού
περιεχομένου, αλλά και κοινωνικού. Άλλωστε η ιστορία μέχρι σήμερα κυβερνάται από
τις ιδέες, κατά τον Πλάτωνα. Όπως αναφέρθηκε, το δόγμα είναι η σταθερή κοινωνία
με το περιεχόμενο της θείας Ζωής. Πράγματα απτά, ιστορικά, βιωμένα μέσα στο
σώμα της εκκλησίας. Η θεια κοινωνία είναι επίσης μία θεοφάνεια. Η αίρεση,
αποτελεί απειλή προς αυτή τη ζωή. Ο σημερινός άνθρωπος, επειδή δεν αντιλαμβάνεται
πως η αίρεση αποτελεί διαστροφή της κοινωνίας με την ίδια τη Ζωή, δεν αντιλαμβάνεται
πως η αίρεση αποτελεί ζήτημα ζωής ή θανάτου. Ας δούμε ένα απτό παράδειγμα. Το
φιλιόκβε.
Σήμερα
γνωρίζουμε πως οι πατέρες στην ανατολή έδωσαν κύρια έμφαση στο πρόσωπο. Ο Πατήρ
Θεός είναι πρώτιστα ένα πρόσωπο, το οποίο αυτοκαθορίζει την ουσία του. Είναι
Αυτός, ότι θέλει να είναι. Θέλει να είναι Θεός, θέλει να είναι αγαθός, θέλει να
είναι Πατέρας και δημιουργός. Στη Δύση όμως δόθηκε προτεραιότητα στην ουσία, γεγονός
το οποίο πέρασε και στην ορθόδοξη θεολογία ορισμένες φορές. Η ουσία προκαθορίζει
και εξαντλεί τον θεό, με αποτέλεσμα από θεός της ελευθερίας και της αγάπης, να
γίνονται τα Πρόσωπα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, υπόχρεα
στις ιδιότητες της ουσίας τους. Είναι λοιπόν φανερό, πως εδώ οδηγούμαστε στην
αρχαιοελληνική θεολογική σκέψη που τόσο πολέμησε η Ανατολή. Οι Ανατολικοί
πατέρες θεολόγησαν τις δυο λεγόμενες τριάδες, την εκφαντορική και την
οικονομική, την αΐδια τριάδα καθώς και τις άκτιστες ενέργειες, τη
βούληση-θέληση της Αγίας Τριάδας. Αντιθέτως οι δυτικοί εξ αιτίας της πρότασης
της ουσίας[23],
δε μπορούσαν να διανοηθούν κάτι τέτοιο, καθώς αυτά κατά τον τρόπο σκέψης τους, θα
επέφεραν ένα είδος νεοπλατωνισμού. Τελικά οδηγηθήκαν μοιραία στο filioque και από εκεί στην αλλοτρίωση
της ζωής του παπισμού, με τα κοινωνικά παρεπόμενά της, τις ιερές εξετάσεις,
αλλά και τον εγκλωβισμό ενός συνολικού
πολιτισμού, σε ένα τρόπο σκέψης, με ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο ζωής[24].
Είναι επίσης εμφανές δηλαδή, πως δίχως τη διδασκαλία του δόγματος μερίζουμε την
ποιμαντική και ηθική διδασκαλία τη εκκλησίας, την ακρωτηριάζουμε και τελικά την
οδηγούμε και σε νέα προβλήματα, με κυριότερο το δογματικό αποχρωματισμό, που
φλερτάρει με τα φαινόμενα του εκκοσμικευμένου πιστού.
Το
δόγμα ή αλλιώς όρος είναι το όριο το οποίο προφυλάσσει την αποκεκαλυμμένη
αλήθεια. Αν όμως δεν προάγουμε την δογματική αυτή διαφορά και διαφοροποίηση,
τότε αφήνουμε αποκλειστικά στα χέρια του ήθους, ενός επιβαλλόμενου ήθους δίχως
απαντήσεις στα υπαρξιακά ερωτήματα, την ερμηνεία της όντως ζωής του ορθόδοξου
βίου. Σε τι διαφέρει η Ορθόδοξη Εκκλησία τότε από τους προτεστάντες και τους
καθολικούς; Σύμφωνα με τους περισσότερους ορθοδόξους, η επιμονή στην παράδοση,
δίχως αλλαγή στο δόγμα. Αυτό όμως ερμηνεύεται ως μετοχή και κοινωνία με το
αληθές περιεχόμενο της Ζωής, δια μέσου της ιστορίας. Εφόσον όμως δε μιλάμε γι
αυτή τη διασύνδεση και δεν τονίζουμε αυτές τις παραμέτρους, επιτρέπουμε στον
ηθικισμό να ομογενοποιεί αντιλήψεις και να κάνει το δόγμα αχρείαστη αναχρονική
και φιλαρχική διεργασία. Εμμονή σε φιλοσοφικές ανάγκες παρελθόντων περιόδων.
Και μπορεί ακόμα ένα άτομο να συμφωνεί για την αξία του, η άγνοια όμως είναι βέβαιο
πως τον οδηγεί σε αδυναμία κατανόησης της αξίας του, διότι γι αυτόν η θεολογία
δεν αφορά απτά και άμεσα την ίδια τη ζωή, καθώς η πίστη πια είναι μία απλή
ηθική γυμναστική. Έτσι και φτάνουμε στη γενική μέση αντίληψη κατανόησης της
αξίας του δόγματος και της θεολογίας. Δεν αρκεί όμως να είμαστε ορθοί χαρακτήρες.
Το ορθό δόγμα και η ορθή θεολογία στην κατάσταση της κάθαρσης, οδηγούν στον
ορθό χαρακτήρα και όχι το αντίστροφο.
Η
δεύτερη προσπάθεια είναι η μελέτη και η προοπτική της ιστορίας. Όπως αναφέρει ο
Γεώργιος Φλορόφσκι, η πίστη των χριστιανών είναι η πίστη των ιστορικών[25].
Συνάμα ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο ορθόδοξος πλέον γιος ενός εκ των
σπουδαιότερων απολογητών παστόρων του Αμερικανοποιημένου προτεσταντισμού, ο
Φρανκ Σάεφερ, ο οποίος μας αναφέρει πως η εκκλησιαστική ιστορία στα μυαλό των
προτεσταντών φαντάζει να έχει αφαιρεθεί με εγχείρηση. Και αναφερόμαστε στον προτεσταντισμό
καθώς αποτελεί το προπύργιο του ηθικισμού, αν και ο ευρωπαϊκός προτεσταντισμός
δείχνει να έχει ξεπερνά μερικές από τις παιδικές αυτές ασθένειες. Ο Σάεφερ κατά
βάση ομολογεί αυτό που ανακαλύπτει κάθε ηθικιστής. Η ιστορία είναι ένα μεγάλο
θέατρο της κακίας και της διαφθοράς. Ένα πεδίο αισχύνης της ανθρώπινης ύπαρξης.
Σε όλες τις εποχές του ιστορικού βίου του ανθρώπου ο θάνατος και η δολοπλοκία είναι παρόντες. Ακόμα και η Παλαιά
Διαθήκη, περιγράφει όλο το βόρβορο της κακίας και του μισανθρωπισμού. Αλλά ο
χριστιανός ιστορικός οφείλει να δει την ιστορία μέσα από εσχατολογική ματιά.
Ένα κόσμο που οδηγείται από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, στη μεταμόρφωση και την
αιώνια αφθαρσία. Η εκκλησία, στρατεύεται σε αυτή τη μάχη, όχι μέσα σε ηθικούς
και γλυκερούς ιστορικούς χρόνους, σε προσπάθειες αποφυγής συναλλαγής με την
αλλοτρίωση και την αμαρτία, αλλά μέσα στη δυσωδία του θανάτου. Έρχεται να ανακεφαλαιώσει,
ανακαινίσει, αφθαρτοποιήσει. Τελικά να υπερκεράσει το θάνατο. Και φλερτάρει και
η ίδια με τη σήψη, με τη διαφθορά, διότι ο ρόλος της είναι ακριβώς αυτός. Δεν
είναι η εκκλησία (όχι μόνο ως ιερατείο, αλλά ως σώμα) κοινωνία αγίων, είναι
κοινωνία αμαρτωλών που οδηγεί στην θεραπεία της αλλοτρίωσης που παρατηρείται.
Είμαστε όμως υποχρεωμένοι ως χριστιανοί να προάγουμε την πραγματική ιστορία της
εκκλησίας και του κόσμου. Όχι να αποκρύψουμε την αλήθεια. Δεν το έκαναν ποτέ οι
μεγάλοι συγγραφείς της ΠΔ, δεν το έπραξαν οι καινοδιαθηκικοί ιστορικοί. Κι αυτό διότι είδαν την ιστορία ως
μία μεγάλη ευκαιρία να φέρουν στο φως ασχήμια και να τη φωτίσουν στις ακτίνες
της θείας δόξης ώστε να καλλυνθεί. Έχει καθήκον ο χριστιανός ιστορικός, να
διδάξει τη δική του φιλοσοφία της ιστορίας, διότι αυτό είναι το μεγάλο κληροδότημα
της ορθόδοξης εκκλησίας στον κόσμο, ώστε να νοηματοδοτήσει μέσα από το
ασκητικό-νηπτικό ιδεώδες και την αισιοδοξία της Ανάστασης, την ορθή ερμηνεία
των πραγμάτων [26].Έτσι
και οι συγγραφείς τη Αγίας Γραφής, δεν αποτελούν κοινούς ιστορικούς συγγραφείς,
αλλά συγγραφείς που ερμηνεύουν την ιστορία της σωτηρίας. Είναι λοιπόν απαραίτητο
να δείξουμε τη διάσταση της εκκλησιαστικής ιστορίας, διότι μέσα από εκεί αντλούμε
τα παραδείγματα των μεγάλων στρατηγών της εκκλησίας στα μεγάλα προβλήματα που
ενέκυψαν. Είναι σημαντικό να δίνουμε τη ιερή μορφή της ιστορίας, του ερχομού της
βασιλείας του Θεού[27]
και όχι την ερμηνεία μίας βέβηλης ιστορίας, όπως ο ηθικισμός την αντιλαμβάνεται,
δίχως αυτό όμως να σημαίνει απόκρυψη της αλλοτρίωσης. Ο Ηθικισμός δε μπορεί να
δει την ορθόδοξη αισιοδοξία στην ελπίδα στο Πρόσωπο του Χριστού, υπό την
τελείωση του Αγίου Πνεύματος, μέσω της εκκλησίας, πολύ απλά γιατί αυτά τα
φαινόμενα του δείχνουν να άπτονται των ίδιων κακών κριτηρίων αλλοίωσης.
Επιθυμεί γλυκερούς χριστιανισμούς και κοινωνίες καθαρών. Δείγματα της
νοοτροπίας του δυαλισμού, ο οποίος πλέον εξοβελίζει το αγαθό κτιστό και εκτονώνεται
στην «κακία» της ύλης, του κτιστού και της ιστορίας. Από αυτά όμως μας διασώζει
η πρόταξη της εκκλησιαστικής ιστορίας, που συνάμα οδηγεί τον άνθρωπο από τον
πεσιμισμό της καταδίκης, σε ένα τέλος με ένα μοναδικό δυναμικό αναστάσιμο ρεαλισμό.
Συνάμα
δε μπορεί να παραθεωρείτε το ασκητικό ιδεώδες. Πριν προχωρήσουμε στο ασκητικό
ιδεώδες πρέπει να αντιληφθούμε ποια είναι η αξία της άσκησης μέσα στην ορθόδοξη
εκκλησία. Υπάρχει ανάγκη να δοθούν τέτοιου είδους απαντήσεις και επ ουδενί δεν
επαρκούν στον ηθικιστή άνθρωπο οι εκφράσεις υπακοή, καθώς η υπακοή της
εκκλησίας δεν είναι άτεγκτη επιβολή νόμων, αλλά κατανόηση και εν συνεχεία
κατάφαση στο περιεχόμενο της κλήσης του ανθρώπου, στο σημείο της προσωπικής
συνάντησης με το Θεό. Η άσκηση λοιπόν στην ορθόδοξη εκκλησία, δεν έχει κατά
βάση κάποιο πλατωνικό υπόβαθρο, όπως συνήθως κατηγορείται ή ερμηνεύουν ελαφρά
τη καρδία πολλοί ορθόδοξοι πιστοί. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η άσκηση είναι η
προσπάθεια εξαΰλωσης και φθίσης της σάρκας. Η άσκηση υποπιάζει το σώμα προκειμένου
να πειθαρχηθεί η απαξιωμένη και αυτονομημένη ύλη στις επιταγές του υπέρτερου πνεύματος.
Αλλά
για τους πατέρες της εκκλησίας δεν αποτελεί μία αξιόμισθη πράξη ή δεν αποτελεί επίτευξη
συνέπειας στην τήρηση ενός νόμου, παρά ένα σπουδαίο εκκλησιαστικό γεγονός.
Είναι η μεταβολή του ατομικού τρόπου υπάρξεως σε γεγονός κοινωνίας, δυναμική
ένταξη στη ζωή της κοινότητας. Σκοπός της είναι η μεταμόρφωση των ατομικών
επιθυμιών και αναγκών σε φανέρωση της αγάπης. Παύση των ενστικτωδών αναγκών και
μετατροπή αυτών σε ευχαριστιακό γεγονός. Αυτοδιάθεση των χαρισμάτων στο καλό
της κοινότητας. Δε γίνεται λοιπόν διάκριση τροφών ή ύλης-πνεύματος κατά το
πλατωνικό ή και λευιτικό πρότυπο, αλλά απόφαση και θέληση του ανθρώπου να ακολουθήσει
την κοινή πράξη της εμπειρίας της εκκλησίας. Είναι πράξη για την παύση της
ανθρώπινης ανταρσίας της αμαρτίας, επικράτηση του γνωμικού θεραπευμένου θελήματος,
έναντι του φυσικού. Είναι πράγματι μίμηση της εν Χριστώ παρουσίας, η οποία ήταν
μία διαρκής νίκη του θεοφόρου νοέως έναντι της ανθρώπινης πτωτικής φύσης.
Ελέγχει η άσκηση και η νηστεία την επανάσταση της πτωτικής ανθρώπινης φύσης και
οδηγεί σε ένα πραγματικά κοινωνικό γεγονός, υποτάσσοντας το εγώ και την ατομική
ύπαρξη στη διάσταση της κοινωνίας των προσώπων. Η νέκρωση των παθών όμως δεν
αρκεί από μόνη της. Έχει ανάγκη τις ζωοποιητικές θείες ενέργειες. Έτσι εδώ θα
λέγαμε ότι υπάρχει μια αντινομία. Η ανθρώπινη προσπάθεια είναι εξ αρχής μάταιη,
δίχως τη βοήθεια του Θεού. Εδώ ο άνθρωπος με την κίνηση αυτή σκοπό έχει να
βεβαιώσει ότι επιθυμεί την εξάλειψη της ανταρσίας της φύσης και να συντονιστεί,
παρά τη αδυναμία του στο θείο θέλημα.
Ο Ηθικισμός
όμως ιστορικά απορρίπτει το φαινόμενο αυτό. Την άσκηση, την ακραία εμφάνιση της
άσκησης που είναι ο μοναχισμός. Η νηστεία στη Δύση πλέον έχει σχεδόν
καταργηθεί, καθώς το βάρος πέφτει στην προτεραιότητα της ατομικής βελτίωσης και
την πειθαρχία του Νόμου, αλλά και ο μοναχισμός όπου υπάρχει έχει αλλάξει το
περιεχόμενο της δημιουργίας του. Ο τρόπος ζωής του ηθικιστή λοιπόν, αλλοτριώνεται
σε εκκοσμίκευση ανθρώπινου βίου, που τείνει στον κομφορμισμό των ανθρώπινων
αξιολογικών απαιτήσεων και την κοινωνική ευπρέπεια. Η άσκηση γι αυτούς αποτελεί
ακατανόητη έννοια, σκάνδαλο με μυστικιστικές προεκτάσεις, καθώς η χριστιανική ζωή
έχει προ πολλού απολέσει την ορθή έννοια του αμαρτήματος, που είναι ο θάνατος
και όχι η ατομική ενοχή. Έχει υποβιβάσει την προτεραιότητα της ζωοποιού ένωσης
του Χριστού, το λυτρωτικό αγαπητικό σταυρικό τέλος Του, προτάσσοντας τη δικανική
εξαγορά της λύτρωσης από το κράτος του διαβόλου ή ακόμα και του ιδίου του Θεού.
Η νοησιαρχία του δυτικού τρόπου σκέψης αναμφισβήτητα δε μπορεί να κατανοήσει
την αξία της άσκησης και των πατέρων της εκκλησίας. Των στυλιτών, των αβάδων
της ερήμου, καθώς όλες οι οντολογικές προοπτικές του ευαγγελικού κηρύγματος δε
μπορούν να υπερβούν κάτι περισσότερο από μία απλή ηθική, εξωτερική και συγκινησιακή
κατανόηση.
Η
άσκηση όμως ήταν το έξοχο επιστέγασμα μίας αυτοκρατορίας που διήρκεσε γι
περισσότερα από 1000 έτη και μιας παράδοσης στον τόπο μας για περισσότερο από
2500 χρόνια . Υπήρξε για τους Ρωμιούς
ένα υψηλό ιδανικό μίας ανώτερης ποιότητας ζωής. Διότι μέσω της άσκησης μπορεί
να ξεπεραστεί η ενασχόληση του εγώ, η μη απαίτηση ικανοποίησης της τρυφής και η
διαρκής αναζήτηση κέρδους, που οδηγεί στο φθόνο και την πραγματική επαιτεία.
Όπως μας λέει ο Ιερός Χρυσόστομος, ο πλούσιος είναι δύο φορές επαίτης. Διότι ενώ
φτωχός επαιτεί για να κορέσει την πείνα του, ο πλούσιος δεν μπορεί ποτέ να
χορτάσει πλούτο. Άλλωστε τρεις είναι οι μεγαλύτερες αδυναμίες του ανθρώπου. Η
φιλαργυρία, η φιληδονία και ο ναρκισσισμός. Και η άσκηση με τη συνεργό βοήθεια
του αγίου πνεύματος είναι η απάντησης και στα τρία.
Κλείνοντας,
πρέπει να τονίσουμε πως η μετάνοια, δεν αποτελεί μία απλή ηθική μεταβολή ή
βελτίωση της ατομικής συμπεριφοράς, αλλά αποτελεί αλλαγή του τρόπου υπάρξεως,
αλλαγή του τρόπου σκέψης και ζωής. Παύει ο άνθρωπος να εμπιστεύεται τον εαυτό
του, συνειδητοποιώντας πως η ατομικότητά του δε μπορεί να τον σώσει από το θάνατο,
με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στην εκκλησία προσπαθώντας να άρει τα προσωπικά του
πάθη και να ζήσει ως αγαπών και αγαπώμενος. Αγωνίζεται πλέον να υπερνικήσει το
ατομικό θέλημα, παραμένοντας μέσα στην εκκλησία, άσχετα από την αμαρτωλότητά
του. Η αμαρτία, όποια και αν είναι, όσο βαριά και να φαίνεται, δε μπορεί πια να
τον οδηγήσει έξω από την εκκλησία, διότι δεν είναι η καθαρότητα που τον κάνει
άξιο μέλος, αλλά η ταπείνωση ενώπιων της αδυναμίας του να σωθεί. Η μετάνοια είναι
αρχή, η δυναμική έξοδος από την αυτάρκεια, η επίγνωση της ανεπάρκειας. Αλλά αυτός ο άνθρωπος για τον ηθικιστή, είναι συνήθως
κατακριτέος. Η ανθρώπινη προσπάθεια του ηθικού ανθρώπου, το μόνο που μπορεί να κατανοήσει
είναι εξωτερικές επιδόσεις και συμπεριφορές, κάτι που όμως δε μπορεί να
μεταβάλλει τη φύση και να αναιρέσει τη θνητότητά της, διότι αυτό απαιτεί εγκεντρισμό
στο σώμα του ζώντος Χριστού, που είναι η εκκλησία του, όπου συντελείται η
πραγματική κοινωνία με την ίδια τη σάρκα του και τη θεότητά Του. Ο φυσιολογικός
άνθρωπος είναι ο άνθρωπος που έχει πρόσωπο και κοινωνία με το Θεό και τους συνανθρώπους
του, αντίθετα με τον ηθικιστή, ο οποίος διέπεται από συνέπειες της αμαρτητικής-πτωτικής
εμπειρίας, παρότι κατά κανόνα πράττει το ορθό. Αυτονομείται από την εκκλησία
και τους συνανθρώπους του, τείνει -ακόμα και αν ξεπερνάει- στις ενστικτώδεις
φυσικές ανάγκες, διχάζεται αφού δεν φαίνεται να πράττει τη φυσιολογική φορά των
πραγμάτων[28].
Η θέλησή του βιάζεται, αφού αδυνατεί να ανταποκριθεί στο κάλεσμα του Θεού, το
οποίο είναι καρπός ελευθερίας της θελήσεώς του, με αποτέλεσμα να βλέπει τους
άλλους ως αφορμή για τη δική του κόλαση, ενώ η πραγματικότητα είναι η πως αυτή βρίσκεται
στον εγκλωβισμό της εγωκεντρικής αυτονομίας του και την αδυναμία σχέσης με το
πλησίον. Γι αυτό η εκκλησιαστική ευχαριστία
κάνει πράξη την κατάφαση του ανθρώπου την πρόσληψη της φύσης από το Χριστό, που
αποκαταστά τη ζωή ως κοινωνία και τη μετοχή του σύμπαντος κόσμου. Η σύνδεση πλέον
του ανθρώπινου ήθους είναι ανταπόκριση της προσωπικής ελευθερίας στη γνησιότητα
του ανθρώπου, ένα υπαρκτικό γεγονός κοινωνίας και σχέσης με το Θεό και τους συνανθρώπους
του, καθώς δίχως το ένα, αναιρείται το άλλο. Τελικά ευχαριστία είναι η
ιερουργία της ζωής ως υποστατική ένωση κτιστού και ακτίστου, η μεταβολή των ειδών
του κόσμου σε σάρκα του Θεού Λόγου.
[1] Χρήστος Γιανναράς, «Η ελευθερία του Ήθους», Ίκαρος 2006, σελ. 26.
[2].Η διαφοροποίηση αυτή έγκειται στην προτεραιότητα του προσώπου ή της
ουσίας. Ενώ η ορθόδοξη θεολογία διείδε την προτεραιότητα του αυτοκαθορισμού του
Είναι της θεότητας να είναι αυτό που επιλέγει,
οι δυτικοί έδωσαν προτεραιότητα στην ουσία έναντι του προσώπου. Κάτι
τέτοιο υποχρέωσε τα πρόσωπα να καθοριστούν από τις ιδιότητες της ουσίας. Η
αγαθότητα για παράδειγμα φτάνει να μην είναι αιτία επιλογής, αλλά καθορισμού.
Αποτέλεσμα είναι και οι αγαθές πράξεις να μένουν αναλλοίωτες και άτρεπτες, σε
ένα κλειστό κανόνα αρετών, αφού η
προτεραιότητα στον τρόπο αντίληψης ενέργειας της τριάδος, δε μπορεί να οδηγήσει
σε άλλο συμπέρασμα πλην μιας δεδομένης πρακτικής ατρεψίας, όπως η ουσία
καθορίζει τα πράγματα. Έτσι στη Δύση, ως στοιχείο της εικόνας του Θεού στον
άνθρωπο, θεωρήθηκε αποκλειστικά η ψυχή -εν αντιθέσει με την ανατολή (Γρηγόριος Παλαμάς «Μη αν ψυχην μόνην, μητε σώμα μόνον λέγεται
άνθρωπον, αλλά το συναμφότερον, ον δη και κατ εικόνα πεποιηκέναι Θεός λέγεται»
Προσωποποιΐαι, Migne PG 150, 1316C)- και οι λειτουργίες της με
αποτέλεσμα να προσδιορίζονται έτσι οι υποχρεωτικές αντικειμενικές ιδιότητες που
πρέπει να έχει το άτομο, αίροντας την ελευθερία του προσώπου στη λειτουργία του
ήθους.
[3] Παρόλα αυτά υπάρχουν πρωτοχριστιανικά συγγράμματα τα οποία πράττουν
κάτι τέτοιο. Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι ο ηθικισμός είναι ψυχολογικό φαινόμενο
και εμφανίζετε σε όλες τα εποχές και τα ιδεολογικά, πολιτικά ή θρησκευτικά
κινήματα μέσα στην ιστορία.
[4] Η δημιουργικότητα του ανθρώπου είναι παράγοντας της έμφυτης
ελευθερίας. Αν ο άνθρωπος τελεί τυφλά ταγές ενός συστήματος, δίχως την
κατανόηση της ανάγκης εφαρμογής του, τότε μοιραία οδηγείται σε εσωστρέφεια,
αφού δε διοικείται από την αυθόρμητη φορά του, αλλά από το ανελεύθερο
εκφοβιστικό γεγονός των συνεπειών της παρακοής.
[5] Ακόμα και αν είναι παρανομία για το σύστημα που πρεσβεύει. Αν δε
θεραπευτεί ακόμα και ο νόμος του Θεού μοιάζει στείρα επιβολή, ενάντια στο
βιολογικό θέλημα.
[6] Μάξιμος Ομολογητής, Μυσταγωγία PG 91, 708D-709A
[7] Νίκος Ματσούκας, Κόσμος – Κοινωνία- Άνθρωπος κατά το Μάξιμο Ομολογητή,
Γρηγόρης, Αθήνα 1980, σελ. 214.
[8] Διαβάζουμε για παράδειγμα το βίο του Αγίου Συμεών του δια Χριστόν
σαλού (ΘΗΕ, τ. 11, Αθήνα, 1962-1968.)
[9] Φυσικά πάντοτε μία σημειολογία πράξεων είναι απαραίτητη γιατί απαντά
συνήθως στις ανάγκες της πλειοψηφίας που δεν έχουν καθαρθεί ή δεν έχουν το
κριτήριο να αντιληφθούν το πνεύμα του νόμου. Ο «νόμος» αυτός είναι χρήσιμος
γιατί δείχνει στα υπόλοιπα μέλη κατά πόσο βρίσκονται σε μία ορθή πορεία. Αν
δηλαδή εφαρμόζεται μετά δυσκολίας η σημειλογία αυτή, απαιτείται ακόμα
μεγαλύτερος αγώνας για κάθαρση. Όταν όμως το μέλος φτάσει στη θέωση, τότε ο
νόμος πια είναι αχρείαστος παντελώς, διότι το μόνο που κάνει ο νόμος είναι να
δείχνει ένα όριο. Και πάντοτε ο νόμος σε κάθε κοινωνία, δεν είναι τίποτε
περισσότερο από το έσχατο σημείο ανοχής, ώστε να μην οπισθοδρομεί. Γνωρίζουμε
όμως πως υπάρχουν σημαντικώς ανώτεροι ηθικοί κανόνες σε κάθε κοινωνία από τους
οριζόμενους. Αυτό τονίζει και η εκκλησία δια της θεώσεως. Τότε και μόνο τότε
νόμος είναι η Αγάπη.
[10] Σύμφωνα με τον Ιωάννη Δαμασκηνό, «Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου
Πίστεως» κεφ. 95: «Νόμος είναι η εντολή που διδάσκει το αγαθό, για να είμαστε
στο φως, παραμένοντας σε αυτό.». Φυσικά όπου φως εννοούνται οι θείες ενέργειες.
[11] Ιωάννου Ρωμανίδου, «Δογματική και Συμβολική Θεολογία», Τόμος Α΄,
Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, Εκδ. 4η, σελ. 184
[12] Όπως υπογραμμίσαμε μέσω του Δαμασκηνού, οδηγείται στο σκότος,
αποκρούοντας την παροχή της θείας ενέργειας. Έτσι και ο Μωυσής είδε πρόσωπο
προς πρόσωπο τον Θεό. Όχι φυσικά τη θεια ουσία που είναι απρόσιτη και
ακατάληπτη, αλλά τη θεία δόξα, την τριαδική θεία ενέργεια.
[13] Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, κεφ. 1, 11
[14] Ο.π.
[15] Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία 6 PG 151, 80AB.
[16] Ιω. Δαμασκηνού, ο.π.
[17] Δίχως εδώ να εννοούμε συγκατάβαση στην αμαρτία
[18] Τα κριτήρια αυτά είναι ο ίδιος ο ηθικισμός, καθώς
μέσα στην ιστορική πραγματικότητα των φίλαρχων δογματικών μαχών της ιστορίας,
επικαλύπτει την ουσία της αφορμής των, όπως θα αποδειχτεί παρακάτω. Και είναι
αλήθεια πως ο ηθικισμός, ως ιδεολογία, υπήρξε η μεγαλύτερη δύναμη της ιστορίας
στο να παραπλανά τους ανθρώπους από την ουσία των πραγμάτων.
[19] Η όραση κατά του πατέρες, δεν είναι η φυσική όραση του ανθρώπου, αλλά
μία υπαρξιακή μετοχή, της όλης φύσης του ανθρώπου, δίχως να νοείται σε
υπερβατικές σφαίρες, αλλά σε διαρκή κοινωνία με το πραγματικό περιεχόμενο και
φυσικό τρόπο της ζωής μας.
[20] Γεώργιος Φλορόφσκι, Το σώμα του ζώντος Χριστού, Αρμός, Αθήνα 1999,
σελ. 103
[21] Εδώ όσο «αιρετικό» κι αν φαίνεται, ο παντογνώστης Θεός διεμήνυσε στον
Ιωνά ένα ψεύδος. Ο Θεός ως παντογνώστης γνώριζε ότι θα μετανοήσουν οι κάτοικοι
της Νινευή. Γνώριζε όμως ότι και η
μετάνοια θα έρθει μέσω της συγκεκριμένης απειλής, που ήταν η αμετάκλητη θέλησή
Του για καταστροφή της. Να λοιπόν που ο Θεός σώζει μέσω των ενεργειών μία
ολόκληρη πόλη, μέσα από ένα φαινομενικό ψεύδος.
[22] Εδώ κατ ουδένα τρόπο δεν πρέπει να νοηθεί πως η δολοφονία εν ψυχρώ, ή
με οποιοδήποτε τρόπο μπορεί να σημάνει κάποιου είδους δικαίωση, για μία από εκ
Θεού άνευ όρων απαίτηση θανάτωσης. Εδώ απλά καταδεικνύεται η τραγικότητα της
ιστορίας και πως αυτή μέσω αιμάτινων αγώνων,
προωθείται ως σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία της ανθρώπινης φύσης.
Καταδεικνύεται όμως και η ελευθερία του Ήθους του Θεού, ο οποίος είναι Μόνος και αποκλειστικά υπεύθυνος για την άρση
της ζωής ή της διατήρησης αυτής. Εν προκειμένω ο θάνατος δεν επέρχεται στους
Ισραηλίτες, διότι δεν λάτρευσαν το Θεό αποκλειστικά. Κάτι τέτοιο θα έπραττε ένας
ανθρωποπαθής και ζηλόφθων Θεός. Πάνω από όλα ο Θεός του Ισραήλ, έχει συνάψει
μια διαθήκη με αυτό το λαό, μία σχέση από την οποία απορρέουν και για τις δυο
πλευρές υποχρεώσεις. Η μη τήρηση διαθήκης με το περιεχόμενο της Ζωής, που είναι ο Θεός, αυτόματα σημαίνει
ανάσχεση του σωτηρίου έργου και ματαίωση της υπόσχεσης του Θεού για απολύτρωση
του ανθρωπίνου γένους, εκ μέρους της ανθρωπότητας. Κι αυτό διότι αν δεν ήταν η
πρώτη και ανωτερη εντολή που θα επισκίαζε και τι άλλες και θα τι εξαρτούσε, η
αποκλειστική λατρεία Του, σίγουρα γρήγορα θα καταλύονταν και οι άλλοι νόμοι, οι
οποίοι αποτελούσαν και νόμο επιβίωσης ενός νομαδικού λαού. Οι αντιφρονούντες
στην πίστη του Ενός Θεού μας δείχνουν πως μία ανοχή σε τέτοιο γεγονός, θα έβαζε
σε κίνδυνο το σκοπό της δημιουργίας, που είναι η μετοχή στη μακαριότητα του
Τριαδικού Θεού.
[23] Σίγουρα υπάρχουν και άλλα ιστορικά, ακόμα και γνωσσολογικά αίτια για
την εμφάνιση του αιτίου. Εξάπαντος εδώ αναφέρεται μία πτυχή του θέματος.
[24] Π.χ. το δικανισμό, τον ορθολογισμό άνευ της εμπειρίας κ.α.
[25] Γ. Φλορόφσκι, Χριστιανισμός και Πολιτισμός, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη
2000, σελ. 40.
[26] Άλλωστε κατά τον Γρηγόριο Παλαμά, Ορθόδοξος
σημαίνει η περί των πάντων ορθή σχέση και αντίληψη.
[27] Την έλευση της οποίας έχουμε από τη Μεταμόρφωση στο
όρος Θαβώρ
[28] Η φορά αυτή μπορεί να είναι και αμαρτητική. Αλλά όταν δεν προκύπτει
κάθαρση, τότε ο άνθρωπος πράττει διαρκώς το αντίθετο των επιθυμιών του. Αυτή η
κατάσταση όμως είναι βέβαιο πως θα οδηγήσει σε νευρωτικές καταστάσεις. Χαρακτηριστικό
επίσης σε αυτόν τον τομέα είναι απαγορεύσεις που μπορούν να ξεπεράσουν κάθε φαντασία
και που καμία σχέση δεν έχουν με το ορθόδοξο φρόνημα. Π.χ απαγορεύεται κάποιος
να χρησιμοποιεί άρωμα διότι είναι αμαρτωλό. Αντιθέτως βλέπουμε μέσω της Καινής
Διαθήκης, πόσο σπουδαία είναι η χρήση και που χρησιμοποιούνταν αρωματικές ύλες.
Αν η σχέση με τα πράγματα είναι ορθή, τότε τα υλικά πράγματα είναι και αυτά
αγαθά, όπως υπομνηματίζει ο ιερός Χρυσόστομος (PG 58,707). Δεν είναι τα υλικά
κακά, αλλά η σχέση με αυτά. Σε γεγονότα σαν αυτό, μπαίνει ο έντονος μανιχαϊσμός
και ο άνθρωπος βρίσκεται μέσα σε ένα τραγικό
αδιέξοδο όπου δεν μπορεί να εκφράσει την φυσιολογική του φορά. Κακίζεται
η ύλη, αποτρέπεται η χρήση του ανακαινισμένου κόσμου, που πλέον έχει μεταβληθεί
σε θεωμένη σάρκα Θεού και αποτελεί και αυτή φανέρωση της θείας δόξας, συνεργό
της δοξολογικής σχέσης όπως το λιβάνι στο ναό. Όσο όμως θα συνεχίζονται οι
ατομοκεντρικές δυαλιστικές ερμηνείες των ηθικιστών, τόσο θα δυσκολεύεται η
κοινωνία αφενός να απαγκιστρωθεί από τέτοιες πρακτικές, αφετέρου να πάψει να
ρέπει στην ασυδοσία των χυδαίων πράξεων.
.
4 comments
Μου άρεσε η σύνδεση προτεσταντισμού και καπιταλισμού: κάνω καλές πράξεις, είμαι και πλούσιος, άρα είμαι άγιος. Ο Θεός με αντάμειψε για την καλοσύνη μου!
Για τη σύνδεση αυτή, μπορείτε να διαβάσετε και ένα δικό μου παλαιότερο άρθρο. Πρόκειται για τη γνωστή «Θέση Βέμπερ»
ΟΧΙ: Η θρησκεία δεν είναι «ιδιωτική υπόθεση»
Πολύ ωραίο κείμενο, αν και δεν κατάφερα να το τελειώσω! Είναι βέβαιον ότι ο Θεός έχει δίκιο πάντοτε, και, αν στα ιερά κείμενα των Διαθηκών τούτο δεν είναι πάντοτε εμφανές, φταίει ο ηθικισμός μας, ο εξ απαλών ονύχων, οι δέκα εντολές και ο νόμος, ο φόβος του θεού– με την κακή έννοια–που μας ενστάλαξαν με γερά ξυλοφορτώματα και απειλές, ηλικιώτεροι ημών, και πλέον θεοσεβάμενοι– με την δυτική έννοια…
Είναι φιλοσοφικό κείμενο, και αυτό φτάνει για μιαν αναθεώρηση.Η αλήθεια είναι ότι βαριέμαι ωρισμένες παρέες, ενώ αγαπώ πολλούς νοητούς ανθρώπους, άρα , ελπίζω!
Ο συγγραφεύς πρέπει να είναι νέος, ηλικιωθείς μετά την επκαιδευτική μεταρρύθμιση, εξ ού και η γλώσσα του κατεβάζει ενίοτε κοτρώνες– μαζί με πολλά ροδοπέταλα. πχ,Η κλάσις, στη δοτική: τη κλάσει (όχι κλάση).
Εκλασα απιών, και χαίρετε!
Και στην Ορθόδοξη εκκλησία υφίσταται ηθικισμός.
Αυτό γιατί δεν το λέτε;
Η Εκκλησία δε δέχεται τον άνθρωπο στην ολότητά του, όπως διατείνεται ότι διδάσκει.
Ας μου πει κάποιος· έχει δει κανείς πουθενά σε καμία εικόνα κανέναν Άγιο να γελάει;
Εγώ σε όσες εκκλησίες έχω πάει εικονίζονται όλοι σοβαροί, αγέλαστοι, στρυφνοί, αυστηροί και “καθώς πρέπει”..
Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι συγκεκριμένοι πέτυχαν την “κατά χάριν θέωση” , να υποθέσουμε πως έτσι – σε τέτοια κατάσταση υπάρχει – και ο Θεός;
Υπάρχει ο Θεός “εν καθωσπρεπισμώ”;
“Ναι”, θα μου απαντήσουν πολλοί θρησκευόμενοι, διότι ο Χριστός δε γέλασε ποτέ!
Είναι έτσι ή δεν είναι;
Ο ηθικισμός εκπορεύεται και είναι φυσική συνέπεια της ίδιας της διδασκαλίας της Εκκλησίας! Όταν διδάσκεις τον αιώνιο κολασμό είναι φυσικό να δέχεσαι άκαμπτες αρχές, πόσο μάλλον να μάχεσαι για την αποτροπή της διαστρέβλωσής τους…. Διότι το παραμικρό λάθος επισύρει και αυστηρή ποινή!
Λοιπόν, δεν καταλαβαίνω γιατί μερικοί πιστεύουν ακόμα ότι η Εκκλησία τιμά το αυτεξούσιο και την ελευθερία του ανθρώπου………………