Τρίτη, 01 Φεβρουάριος 2011 08:00
Κώστας Χατζηαντωνίου
Η αναζήτηση θεμελιωδών αρχών μιας γενικής θεωρίας για το έθνος και η αναλυτική παρουσίαση των στοιχείων τα οποία συνθέτουν τη νεοελληνική ταυτότητα, δεν είναι ευχερής υπόθεση όταν αναλαμβάνεται στο πεδίο της πνευματικής ελευθερίας. Τα εμπόδια είναι πολλά: ευκολίες και ρητορισμοί ενός διανοητικού ιδεαλισμού, εμμονές και αγκυλώσεις του ιστορικού υλισμού (που αποτελεί την κυρίαρχη ακαδημαϊκή ιδεολογία των καιρών μας), αναπαραγωγή θεωριών από (και για) κοινωνίες με πολύ διαφορετική ιστορική εξέλιξη.
Είναι αναμφισβήτητο ότι τις τελευταίες δεκαετίες κυριαρχεί στις κοινωνικές και ιστορικές επιστήμες ένας αρνητισμός όσον αφορά την εθνική πραγματικότητα. Στο όνομα ενός απόλυτου σχετικισμού (που υπακούει πότε σε μια νεομαρξιστική θεολογία όπου όλα πρέπει να επιβεβαιώνουν τις «ιερές γραφές» και πότε σε μια θεολογία της αγοράς όπου τίποτε δεν πρέπει να θίγει το ιδιωτικό άβατο και να απειλεί την εμποροκρατική παγκοσμιοποίηση) αναζητείται η «διαφυγή» από νοητικές κατηγορίες που θεωρείται ότι έχουν «επιβληθεί» από το έθνος.
Τούτος ο αρνητισμός εντάσσει το έθνος στις «φαντασιακές κοινότητες» και κάνει λόγο για «επινόηση της παράδοσης». Αρνείται δηλαδή ότι το έθνος είναι πριν απ’ όλα συνείδηση, βούληση και εμπειρία ζωής.
Αν και οι ορισμοί σε αυτό το ζήτημα δεν είναι, όπως παρατηρήσαμε, εύκολη υπόθεση, πρέπει να ξεκινήσουμε από την κατανόηση του έθνους ως υπαρκτικού δεσμού. Αυτό που Είναι ο άνθρωπος καθολικά πριν από την εθνική και κοινωνική του διαφοροποίηση δεν μπορεί να προσδιοριστεί μέσα στα όρια του Χρόνου. Ο άνθρωπος δεν νοείται χωρίς την αισθητή του διάσταση, δεν υπάρχει εν κενώ. Γνωρίζουμε το γεγονός της ύπαρξης καθενός μας σε συγκεκριμένο χώρο, χρόνο και μορφή. Γεννιόμαστε μονάχα μία φορά και υπάρχουμε Εδώ και Τώρα. Γεωγραφικοί και φυλετικοί παράγοντες μας σημαδεύουν πριν γεννηθούμε, πολιτιστικοί μας ανατρέφουν, κοινωνικοί μας σφραγίζουν. Το Είναι της υπάρξεώς μας μάς γίνεται προσιτό μόνο ως βίωση του ενθάδε υπάρχειν. Η γη και η ιστορία μας συνεπώς δεν αποτελούν τυχαίες ιδιότητες αλλά υποστασιακά στοιχεία μας.
Αυτή η κοινότητα εμπειρίας που μορφοποιήθηκε ιστορικά στο έθνος, δεν είναι αισθητική ή νοητική κατασκευή, δεν είναι φαντασιακή ή ιδεαλιστική σύλληψη αλλά βαθειά υπαρκτική εμπειρία. Το έθνος ως κοινωνική εμπειρία και πνευματική σχέση δεν εμφανίζεται ούτε αφορά σε ορισμένη ιστορική περίοδο αφού μοναδική είναι η πορεία κάθε κοινωνίας, διαφορετικός ο ρυθμός και η εξέλιξη, τα όρια της προόδου. Οι θεωρίες που αρνούνται την ελευθερία του ανθρώπου και περικλείουν τα πάντα σε μια αυθαίρετη νομοτελειακή εξέλιξη δεν ήταν δυνατόν, ασφαλώς, να ανεχθούν στην περίπτωση του έθνους μια πλουραλιστική αντίληψη. Η ανάλυση της εθνογένεσης των σύγχρονων δυτικών εθνών έγινε το υπόδειγμα στο οποίο πρέπει να υπαχθεί η παγκόσμια Ιστορία. Και αφού στη Δύση «τα έθνη γεννήθηκαν στη νεώτερη εποχή», κανένα έθνος δεν μπορεί να υπήρξε νωρίτερα.
Η λαθροχειρία (που ασμένως έγινε δεκτή από τη μεταπρατική διανόηση που κυριαρχεί σήμερα στα ελλαδικά πανεπιστήμια) είναι διττή. Πρώτο, ταυτίζουν την έννοια του έθνους με το πολιτικό σχήμα του εθνικού κράτους (που όντως είναι νεώτερο φαινόμενο) και δεύτερο υποτάσσουν όλα τα έθνη του κόσμου στη δυτικοκεντρική ιδεολογία αφού στη Δυτική Ευρώπη τα έθνη εμφανίζονται τα νεώτερα χρόνια (μετά τις φυλετικές μεταναστεύσεις και τις πολιτιστικές ζυμώσεις του Μεσαίωνα). Επιπρόσθετα, οι πιο ακραίοι θεωρούν ότι το κράτος είναι αυτό που δημιουργεί το έθνος, κάτι που συνέβη μόνο στον Τρίτο Κόσμο με την αυθαίρετη χάραξη συνόρων από την αποικιοκρατία και την τεχνητή συνένωση φυλών πριν αυτές ελεύθερα εξελιχθούν σε έθνη όπως συνέβη στην Ευρώπη.
Πίσω από τη θεωρία αυτή δεν αποκρύπτεται το δόγμα του ιστορικού υλισμού, όπου όλα ακολουθούν την πορεία των παραγωγικών σταδίων, με τα έθνη να αποτελούν ένα ιδεολογικό σχήμα της νεώτερης αστικής περιόδου, καταδικασμένο να αφανιστεί σε συνθήκες σοσιαλισμού. Η ιστορική διάψευση δεν αποθάρρυνε τους οπαδούς του δόγματος αυτού που αποδεικνύονται γνήσιοι απόγονοι των ρατσιστικών αντιλήψεων του Μαρξ και του Ένγκελς για τα έθνη: είναι γνωστό πώς οι δύο αυτοί Γερμανοί διανοούμενοι μιλούσαν για τα «υπολείμματα και τα ερείπια λαών» και πώς προανήγγελλαν το «ολοκληρωτικό ξερίζωμα» μιας σειράς εξ αυτών διότι τούτο επέβαλλε, υποτίθεται, η πορεία προς την κοινωνική πρόοδο, το περιβόητο όσο και κακόηχο «προτσές». Τα έθνη χωρίζονταν έτσι σε «ιστορικά» και «μη ιστορικά» και τα δεύτερα (που θεωρούνταν εμπόδιο στην εξέλιξη και επιβεβαίωση της θεωρίας), έπρεπε να καταστραφούν. Τώρα, αν στα «μη ιστορικά έθνη» υπάγονταν οι Νοτιοσλάβοι των Βαλκανίων (στους οποίους Μαρξ και Ένγκελς, μη προς κακοφανισμόν μας, εντάσσουν και εμάς τους Έλληνες) αυτό δεν φαίνεται να στενοχωρεί τους ημεδαπούς οπαδούς των θεωριών αυτών. Ούτε ότι τις ρατσιστικές αυτές προφητείες, ένας συμπατριώτης του Μαρξ και του Ένγκελς, ο Άντολφ Χίτλερ, επανέλαβε ως έμπνευση για την εξόρμησή του προς κατάληψη της σλαβικής Ανατολής.
Η σύγχρονη πολεμική κατά του έθνους δεν διστάζει να φθάσει και στην ευθεία αμφισβήτηση των αξιών της εθνικής αυτοδιάθεσης, της θεμελιώδους δημοκρατικής αρχής που η Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη εισήγαγε στο σύγχρονο κόσμο: του γεγονότος ότι η κοινωνική μονάδα που δικαιούται και οφείλει να αυτοκυβερνάται είναι το έθνος και αυτή η αυτοκυβέρνηση πηγάζει από το φυσικό δικαίωμα αυτοκαθορισμού του ανθρώπου. Πίσω από μια «αντιεθνικιστική» ρητορεία δύσκολα αποκρύπτεται η νέα ιερά συμμαχία μιας διπλής αντίδρασης: Ο ιμπεριαλισμός που επιθυμεί να πλήξει τη μοναδική ιδεολογία που τον αντιμάχεται πραγματικά και οι ομάδες ταξικών συμφερόντων που θέλουν να επιβάλουν την κυριαρχία τους επί του λαού και του έθνους. Μια απόπειρα ιδεολογικής δικαίωσης του προεπαναστατικού (1789) καθεστώτος και των πολυεθνικών αυτοκρατοριών που καταπίεζαν τους λαούς συντελείται, όχι φυσικά στο όνομα των αρχών εκείνων ή των ηθικών αξιών τους (που μέχρι τώρα κατασυκοφαντούνταν) αλλά για να επιστηριχθεί η δικτατορία του χρήματος και η εμμονή στα δόγματα του ιστορικού υλισμού.
Ασφαλώς τα πεπρωμένα των εθνών είναι σήμερα όσο ποτέ στενά συνδεδεμένα κι υπάρχουν προβλήματα (π. χ. οικολογικά) που απαιτούν παγκόσμιο προγραμματισμό, παγκόσμια γνώση, αποδοχή ενός κοινού μέλλοντος. Όμως γιατί αυτό πρέπει να γίνει με την κατάργηση και όχι με τη συνεργασία των εθνικών κρατών; Η εθνική ταυτότητα, με τη βαθειά ηθική και δημοκρατική της ουσία, αποτρέπει –δεν προκαλεί συγκρούσεις, που δημιουργούνται όταν η φυσική μας κοινωνικότητα καταστρέφεται και ο εθνισμός, το θεμελιώδες υποστασιακό χαρακτηριστικό του ανθρώπου, αποχρωματίζεται. Δεν είναι τα έθνη που προκαλούν τη σύγκρουση και τον πόλεμο αλλά οι μονιστικές αντιλήψεις, οι μεγάλες παγκοσμιοποιητικές ιδεολογίες που αποδεδειγμένα έχουν εξαπολύσει εδώ και αιώνες πολέμους, καταστροφές, γενοκτονίες. Αντίθετα, το εθνικό κράτος είναι το μόνο στην ανθρώπινη Ιστορία που θεσμοθέτησε συνταγματικά τις οικουμενικές αξίες του δικαίου, της ισότητας, της ελευθερίας. Χωρίς εθνικό κράτος, χωρίς πατριωτισμό δεν μπορεί να διασφαλιστεί η δημοκρατία, η ανοχή, η ελευθερία. Και δεν αρκεί προς αντικατάστασή του μια κοσμοπολίτικη κουλτούρα. Εκτός κι αν έχουν κατά νου οι εχθροί του εθνικού κράτους κάποιαν περίεργη παγκόσμια αστυνομία.
Ας το πούμε ξεκάθαρα. Πίσω από την επιδίωξη καταστροφής του εθνικού κράτους κρύβεται ο νέος μεσαίωνας, ένας νέος ολοκληρωτισμός. Χωρίς εθνικό κράτος δεν θα υπάρχει διεθνές σύστημα, δεν θα μπορούν να τεθούν σε ισχύ διεθνείς συμφωνίες και οικουμενικές αρχές. Ο ιμπεριαλισμός, η επιβολή (βίαιη ή με το γάντι), η περιφρόνηση της ιδιαιτερότητας, η άρνηση του δικαιώματος στη διαφορά, αυτά είναι η ρίζα του κακού και των συγκρούσεων. Η πιο συνεπής πολιτική ειρήνης και συνεργασίας είναι η πολιτική που θεμελιώνεται επί της παραδοχής της διαφοράς. Μια πολιτική που θα αποδέχεται ότι ζούμε σε συγκεκριμένο τόπο και κοινωνία και όχι σε μια κοσμοπολίτικη κοιλάδα ευτυχίας.
Είναι σκληρή η αλήθεια για τους κοσμοπολίτες και τους ποικίλους οικουμενιστές. Πίσω από τη γλυκανάλατη αγάπη τους για όλους τους ανθρώπους (γενικώς και αορίστως) αποκρύπτεται η αδιαφορία τους για το διπλανό τους, για τους ανθρώπους της οικογένειας, της πόλης, της πατρίδας τους. Λατρεύουν μονάχα τον εαυτό τους και ας προσποιούνται τους φιλάνθρωπους. Δεν θέλουν να έχουν υποχρεώσεις παρά μόνο δικαιώματα. Κι είναι εύκολο να αγαπάς τον αφηρημένο άνθρωπο και όχι το συμπολίτη σου τον οποίο περιφρονείς ως επαρχιώτη. Ο κοσμοπολιτισμός τους που θέλει ένα κόσμο ανέστιων ξεριζωμένων, ένα κόσμο χωρίς ταυτότητες, επιθυμεί μονάχα ένα κόσμο συμβολαίων, αγορών, νομικών προσώπων. Όμως τα έθνη δεν είναι πακέτα μετοχών, είναι οι πιο εναργείς κοινωνικές και πολιτισμικές πραγματικότητες. Γι’ αυτό και αληθινός κοσμοπολιτισμός χωρίς πατριωτισμό δεν μπορεί να υπάρξει. Θα οδηγεί πάντα στην αφαίρεση και την υποκρισία, σ’ έναν ηθικισμό πολύ διάφανο για να καλύψει τον κυνισμό και τον αμοραλισμό.
Εν κατακλείδι: Αν δεν αγαπάς την πατρίδα σου, δεν αγαπάς την ανθρωπότητα. Από το μέρος πάει κανείς στο Όλον. Από το Όλον μόνο στο τίποτα πας. Η Ισραηλίτιδα καθηγήτρια Γερτρούδη Χίμμελφαρμπ έχει δώσει μια έξοχη απάντηση σε όλες τις επικίνδυνες κοσμοπολίτικες ψευδαισθήσεις.
«Αυτό που συσκοτίζει ο κοσμοπολιτισμός και επιπλέον αρνείται, είναι τα δεδομένα της ζωής: Οι γονείς, οι πρόγονοι, η οικογένεια, η φυλή, η θρησκεία, η κληρονομιά, η ιστορία, ο πολιτισμός, η παράδοση –και η εθνική ταυτότητα. Αυτά δεν αποτελούν «τυχαία» χαρακτηριστικά του ατόμου. Αποτελούν ουσιώδη χαρακτηριστικά. Δεν ερχόμαστε στον κόσμο ως αυτόνομα άτομα που ελεύθερα αρμενίζουν. Ερχόμαστε σ’ αυτόν ολοκληρωμένοι, με όλα τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που μας καθορίζουν και μας οδηγούν ώστε να γίνουμε πλήρως σχηματισμένα ανθρώπινα όντα, με μια συγκεκριμένη ταυτότητα. Η ταυτότητα δεν αποτελεί ούτε τυχαίο γεγονός ούτε ζήτημα επιλογής. Είναι δεδομένη και δεν εναπόκειται στη θέλησή μας (…) Προσφέροντας κανείς την πρωταρχική του αφοσίωση στον κοσμοπολιτισμό, είναι σαν να προσπαθεί να υπερβεί όχι μόνο την ιθαγένεια, αλλά και όλες τις πραγματικότητες, τις ιδιαιτερότητες και τις αλήθειες της ζωής οι οποίες συνιστούν τη φυσική ταυτότητα του καθενός. Ο κοσμοπολιτισμός παρουσιάζεται σαν κάτι ωραίο και υψηλό, αλλά είναι μια ψευδαίσθηση. Και όπως όλες οι ψευδαισθήσεις είναι επικίνδυνος».
Αλλά δεν είναι μόνο η ευθεία αμφισβήτηση που απειλεί τη εθνική ταυτότητα. Στον καιρό μας, εξ αιτίας της προφανούς αδυναμίας του κοσμοπολιτισμού να διαβρώσει την ελληνική εθνική συνείδηση, βλέπουμε να εκτυλίσσεται μια μεθοδική προσπάθεια παραχάραξης ή ακόμη και άρνησης της νεοελληνικής ταυτότητας, στο όνομα μιας αρχαιόπληκτης επιστροφής. Η προσπάθεια αυτή αποτελεί άρνηση της εθνικής μας συνέχειας, άγνοια της ουσίας του έθνους που επιβίωσε χάρη στην ικανότητά του να προσλαμβάνει νέα μορφή απαντώντας κάθε φορά στην ιστορική πρόκληση. Η νεοελληνική ταυτότητα είναι προϊόν του διμέτωπου αγώνος των Ελλήνων της υστεροβυζαντινής περιόδου κατά της λατινικής- παπικής Δύσεως και κατά της τουρκικής- ισλαμικής Ανατολής. Η ταυτότητα αυτή δεν ολοκληρώθηκε ποτέ εξαιτίας της ιστορικής αποτυχίας του Νέου Ελληνισμού να επιτύχει την εθνική του ολοκλήρωση. Το καταθλιπτικό ορόσημο του 1922 διέρρηξε τη συνεκτική ιδέα της νεοελληνικής κοινωνίας και το συνθετικό χαρακτήρα της ταυτότητάς της.
Η στρατιωτική και πολιτική ήττα της Μεγάλης Ιδέας οδήγησε στην καθολική άρνησή της ως νοήματος αποκατεστημένου βίου των Ελλήνων. Μια άρνηση που δεν έδωσε τη θέση της σε ένα νέο κοινό όραμα. Το πνευματικό κενό μοιραία απλώθηκε, η ρήξη με την παράδοση διευρύνθηκε και παιδευτικό όραμα έγινε πλέον η κοινωνία της αφθονίας και της ατομικιστικής καταξίωσης. Το έπος του 1940 λησμονήθηκε μέσα στα εμφύλια πάθη που διαδέχθηκαν την τελευταία εκείνη έξαρση των Ελλήνων. Ό, τι ακολούθησε, ήταν άφευκτη συνέπεια της εθνικής ηττοπάθειας η οποία είχε ρίζες στα πρώτα χρόνια της Παλιγγενεσίας. Πριν στερεώσουμε τις παραδόσεις μας στο νεοελληνικό κράτος, πριν γνωρίσουμε και δοκιμάσουμε τον εαυτό μας στο διεθνές στερέωμα, πριν κατακτήσουμε την εθνική ολοκλήρωση και την ανεξαρτησία, παραδοθήκαμε στην πολιτική ωραιολογία της προόδου –που δεν τη θεωρήσαμε σαν πραγματικό προχώρημα της ζωής αλλά την ταυτίσαμε με κάθε νεοφανή, κατεδαφιστική ή τυχοδιωκτική εκδήλωση. Θεωρήσαμε την επίκληση του εκσυγχρονισμού όχι σαν μια σύγχρονη μορφή εκτέλεσης των εθνικών μας καθηκόντων αλλά σαν λυτρωτική απαλλαγή από κάθε καθήκον. Γίναμε κοσμοπολί
τες πριν γίνουμε πολίτες.
«Και ό, τι είναι κατά βάθος δειλία, ψεύδος, κενότης, δουλική μίμησις –έγραφε ο Φώτος Πολίτης– επρόβαλεν εδώ ως κήρυγμα και εύρημα διανοιών φωτισμένων». Ήταν μοιραίο συνεπώς να μείνει χωρίς ανάλογη συνέχεια το λαμπρό ξεκίνημα με το Σολωμό και να ξεπέσει η πνευματική μας ζωή στην άθλια λογοτεχνία της μεταπολιτευτικής ηδονοθηρίας και στο πολύχρωμο τηλεοπτικό τέλμα.
Η αποδόμηση της νεοελληνικής ταυτότητας που επιχειρείται σήμερα, είτε στο όνομα μιας φαντασιακής αρχαιοπληξίας είτε στο όνομα των αναγκών του εκσυγχρονισμού, είτε στο όνομα μιας δήθεν ορθόδοξης καθαρότητας, εστιάζεται, διόλου τυχαία, στη σχέση Έθνους και Εκκλησίας. Αγνοούν ότι η ταυτότητα αυτή προέκυψε μέσα στο καμίνι της δουλείας, του πόνου και της απαντοχής. Δεν ήταν προϊόν διανοητικών ζυμώσεων που αντικαθίσταται μοιραία από μια νέα σύνθεση σύγχρονων ιδεολογικών αξιών αλλά αποτέλεσμα αιματηρών αγώνων. Δεν ήταν αποτέλεσμα παραγωγικών σχέσεων αλλά θεμελίωσης ενός νοήματος ζωής. Και αυτό το νόημα παραμένει πάντα επίκαιρο και σύγχρονο. Αν μια νέα μορφή σχέσεων είναι πρόσταγμα των καιρών, αυτή θα είναι προϊόν δημιουργικής σύνθεσης των εθνικών σκοπών και της σύγχρονης πραγματικότητας και όχι άρνηση της εθνικής μας ουσίας ή της κοινωνικής παρουσίας της Εκκλησίας. Θα είναι αποτέλεσμα της ελληνικής ικανότητας να μένουμε ανοιχτοί στον κόσμο χωρίς να παρασυρόμαστε απ’ αυτόν. Θα είναι αποτέλεσμα οικονομίας και όχι ρήξεως.
Η νεοελληνική ταυτότητα βρίσκεται και πάλι ενώπιον μιας παλαιάς διπλής πρόκλησης. Από τη μια η ξενόφερτη ασυναρτησία και ο δυτικός σπαραγμός. Από την άλλη η περιχαράκωση στο παλιό και ο ανατολίτικος λαϊκισμός. Η εποχή μας, εποχή απιστίας και αποθάρρυνσης, είναι ωστόσο, για τον ίδιο λόγο, η πιο κατάλληλη για αναζήτηση του αληθινού μας προσώπου, για τη συνειδητοποίηση ότι εθνική και ατομική ελευθερία είναι αξεχώριστες. Δεν μπορεί να υπάρξει πρόοδος χωρίς τη βίωση της Ιστορίας μας, χωρίς τη συναίσθηση ότι είμαστε υπεύθυνοι απέναντί της στην καθημερινή μας ζωή και ότι το χρέος μας δεν το επιτελούμε με επετειακές ωραιολογίες. Η κατάσταση των ιστορικών σπουδών σήμερα στην Ελλάδα, με τη συστηματική αμφισβήτηση της εθνικής μας συνέχειας, την επίμονη καλλιέργεια της αλλοτρίωσης, της σχετικοποίησης και της ηττοπάθειας, προκαλεί και θέτει το υπεύθυνο άτομο (το Πρόσωπο) ενώπιον του πιο σοβαρού υπαρκτικού διλήμματος: την ενσωμάτωσή του στην Ευρώπη ως στοιχείου μιας μάζας ξεριζωμένων που θα αναζητά φθηνές ηδονές ή τη διαμόρφωση ενός σύγχρονου υποδείγματος βίου, οργανικής εξέλιξης μιας μακράς παράδοσης που γεννήθηκε σ’ αυτό τον τόπο με θεμέλια την Πίστη και την Ελευθερία.
Πηγή: Αντίφωνο, antifono.gr, Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ευθύνη», τ. 408, Δεκ. 2005.
.
2 comments
Καλὸς ὁ Κώστας Χατζηαντωνίου. Ἔχει ἐκδόσει καὶ τὸ βιβλίο «Ἐθνικισμὸς καὶ Ἑλληνικότητα» ὅπου ἀναπτύσσει εἰς βάθος τὸ θέμα.
Μήπως τοῦ ξεφεύγει, ὅμως, κάτι μετὰ τὴν Μικρασιατικὴ Καταστροφή ; Δίνει ἒναν πῆδο άπὸ `κεῖ καὶ φθάνει στὴν μεταπολιτευτικὴ ἡδονοθηρία. Ἔκανε πατάτες ἡ γενεὰ τοῦ ’30 καὶ οἱ ἐπίγονοι, ἀλλὰ μὲ τίποτε δὲν μποροῦμε νὰ ἀγνοήσουμε τὰ πολλὰ ἐπιτεύγματά τους. Καὶ ὁ μέσος Ἕλληνας ἀνέβηκε πολύ στὸ ὑλικὸ πεδίο, πρᾶγμα ποὺ ἐπέτρεψε σὲ περισσοτέρους νὰ ξυπνήσουν πνευματικῶς. Ἴσως ὄχι σὲ ὂσους θὰ θέλαμε. Πάντως, τὰ περὶ ὀργανωμένης ἐκστρατείας ἀνθελληνισμοῦ δὲν πείθουν. Οἱ ποικίλοι ἐκφραστὲς τῶν ἐθναποδομητικῶν διηγήσεων εἶναι μᾶλλον φυγόπονοι καὶ αὐτὸ εἶναι προφανές. Θέλουν τὴν προβολὴ, τὸ σκάνδαλο, ὅπως οἱ ἀστέρες τοῦ λάιφστάιλ, καὶ τὰ εὔκολα κέρδη ἀπὸ τὴν δημοσιότητα.