Μέσα στον χωρίς ιστορική αναλογία 20ο αιώνα, που μόλις πέρασε, ο ελληνικός κόσμος γνωρίζει τη σημαντικότερη ίσως αναδιάταξη της ιστορίας του. Μετά την, ασύλληπτης έκτασης, τρομερή Μικρασιατική Καταστροφή, ο ελληνικός κόσμος είναι πια τελείως διαφορετικός. Οι Έλληνες επιστρέφουν στις αρχέγονες ιστορικές τους εστίες με οδυνηρές διαδικασίες, οι οποίες ακόμη συνεχίζονται. Ο οικουμενικός χαρακτήρας του Ελληνισμού δεν επιβιώνει μέσα στα στενά όρια του νέου ελληνικού κράτους. Δεν υπάρχει πια η ελληνική οικουμένη και ο ελληνικός πολιτισμός αφορά μόνο τούς σχετικά λίγους Έλληνες πολίτες ενός μικρού κρατικοποιημένου έθνους. Αλλά και μέσα στο γεωγραφικό χώρο που εξασφαλίζουν οι Έλληνες, οι ιδιαιτερότητές τους και το πολιτισμικό τους υπόβαθρο κλονίζονται. Η διαχρονική κρίση ταυτότητας του Νέου Ελληνισμού εντείνεται.
Η δημογραφική κάμψη και η συγκυριακή απίσχανση του γεωπολιτικού δυναμικού του Ελληνισμού είναι εμφανείς, ενώ η καθολική εθνική κρίση που χαρακτηρίζει ολόκληρο τον 20οαιώνα φαίνεται να μην έχει τέλος. Επιστέγασμα της εθνικής κρίσης είναι η παρασιτική προσκόλληση του Ελληνισμού προς τη Δύση, πράγμα που, όπως σήμερα φαίνεται, αποδέχεται η ελληνική κοινωνία.
Ακόμη και η οικονομική μας απογείωση είναι αμφίβολη, αφού η παρασιτική ένταξή μας στο δυτικό ευρωπαϊκό οικονομικό σύνολο έγινε με οικονομικό κόστος που δεν έχουμε αποτιμήσει. Εννοώ την κατάρρευση της αδύναμης παραγωγικής μας βάσης. Η ελληνική βιομηχανική παραγωγή παραμένει στάσιμη κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Πολλοί υποστηρίζουν ότι δεν έχουμε βιομηχανική παράδοση και ότι οι βιομηχανικές δραστηριότητες στη χώρα μας είναι, για πολλούς λόγους, ανέφικτες. Δεν ξέρω πόσο ισχυρά είναι αυτά τα επιχειρήματα. Εκείνο που πιστεύω είναι ότι αυτό που μετρά σε μία σύγχρονη οικονομία, μέσα στον ανελέητο κόσμο του ανταγωνισμού και της παγκοσμιοποίησης όπως διαμορφώνεται σήμερα, είναι η ικανότητα ανταγωνιστικής παραγωγής απτών αγαθών και όχι ο παρασιτικός καταναλωτισμός. Άλλωστε, υπάρχουν τα παραδείγματα μικρών δυναμικών χωρών που κατόρθωσαν να στηρίζονται σε ανταγωνιστική παραγωγική βιομηχανική βάση.
Μιλούσαμε για “στρεβλή ανάπτυξη” και κατασπαταλήσαμε τεράστιους πόρους χωρίς να επιτύχουμε κανενός είδους ανάπτυξη, εκτός από τούς καταναλωτικούς δείκτες. Καταναλώνουμε πόρους που δεν προέρχονται από τον δικό μας μόχθο. Δημιουργήσαμε ένα τεράστιο δημόσιο χρέος χωρίς να πραγματοποιήσουμε παραγωγικές επενδύσεις. Καταλήξαμε σε μία οικονομία κακής ποιότητας υπηρεσιών και αγνοήσαμε τη σωστή, ποιοτική, παραγωγή αγαθών. Η πιο πρόσφατη μάλιστα εξέλιξη, είναι η υιοθέτηση των μορφών της παγκοσμιοποιημένης φιλελευθεροποίησης: μία χρηματοπιστωτική οικονομία, όπου οι παραγωγοί έχουν περιθωριακή θέση.
Η κάμψη μας δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά αφορά και άλλες πολύ σημαντικές παραμέτρους. Η υποδομή γενικώς βρίσκεται σε άσχημο επίπεδο, με εφιαλτικά αποτελέσματα για την ποιότητα ζωής, το περιβάλλον και τον πολιτισμό του Έλληνα. Οι ελληνικές πόλεις έχασαν τον χαρακτήρα και την αισθητική τους ποιότητα. Η ελληνική φύση βιάζεται και σπαράσσεται. Δώσαμε έμφαση σε μία μορφή τουριστικής βιομηχανίας, όπου τα πλήθη των τουριστών σαρώνουν τα πάντα στο πέρασμά τους. Αδιαφορώντας για την αύξηση της παραγωγικότητας μέσα από την οργάνωση της εργασίας και τον αυτοματισμό της παραγωγής, επιδιώξαμε την εκμετάλλευση των εξαθλιωμένων εργαζομένων από την “καθ’ ημάς Ανατολή”, με αποτέλεσμα να κατακλυζόμαστε από οικονομικούς πρόσφυγες. Δημιουργήσαμε μία τυπολατρική παιδεία, που σκοπεύει στην απόκτηση δικαιωμάτων και κοινωνικού κύρους, χωρίς ουσιαστική πολιτιστική βάση. Εκμαυλίσαμε το ποιοτικό ανθρώπινο δυναμικό της χώρας μας και μάθαμε να ζούμε με αδικαιολόγητες απαιτήσεις και ατέλειωτες επιδοτήσεις. Αδιαφορούμε για τούς δημογραφικούς δείκτες, αποφεύγοντας διοικητικά μέτρα προστασίας της μητρότητας και επιτρέποντας σε ιδεολογικές αγκυλώσεις να κυριαρχήσουν. Με τον εθισμό μας στην ευκολία και τον παρασιτισμό καταρρακώσαμε τούς θεσμούς, που πρέπει να μας στηρίζουν. “Μάχεσθαι χρεῖ τόν δῆμον ὑπέρ τοῦ νόμου ὅκωσπερ τείχεος”, λέει ο ΗράκλειτοςΘα πρέπει να υπερασπιστούμε τούς θεσμούς όπως τα σύνορά μας. Αναβιώσαμε, με την κατάρρευση των θεσμών, την κατάρα της κλεπτοκρατίας και την αναγάγαμε σε αποδεκτή πρακτική.
Επιδιώξαμε, ορθά, τη δημιουργία ενός κοινωνικού κράτους με τη φορολόγηση του ελληνικού λαού και την ανάλωση πολύτιμων πόρων και δημιουργήσαμε ένα κρατικοδίαιτο διεφθαρμένο τέρας, μέσα στο οποίο οργανωμένες συντεχνίες και πανίσχυρες μειοψηφίες καταδυναστεύουν παρασιτικά το κοινωνικό σύνολο και αντιδρούν ματαιώνοντας κάθε προσπάθεια ορθολογικής οικονομικής και διοικητικής οργάνωσης και εκσυγχρονισμού. Το κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα, μετά από κοντόφθαλμες παρεμβάσεις και ανεύθυνες παραλείψεις, βρίσκεται στα πρόθυρα κατάρρευσης. Φτάσαμε έτσι, σε μία πραγματικότητα ενός παντοκράτορος οργανισμού, ο οποίος δεν είναι σε θέση να εκτελέσει τις υποχρεώσεις του και παραλύει μπροστά σε κάθε κατάσταση κρίσης.
Ζούμε μία κατάσταση, όπου οργανωμένα συμφέροντα ελέγχουν τα μέσα πληροφόρησης και ιδίως την οργουελιανή ελληνική τηλεόραση.Κάθε απόγευμα αδίστακτοι και αμαθείς έμποροι της πληροφορίας και μωροί θορυβοποιοί θρονιάζονται σε κάθε ελληνικό σπίτι για να επιβάλουν γνώμες και πολιτισμό.
Με τη δημαγωγία και τη μετριότητα του πολιτικού κόσμου και τη συνενοχή των πολιτών, οδηγήσαμε το πολιτικό σύστημα σε μία κατάσταση ανυποληψίας. Οι ολέθριες αντιλήψεις του πολιτικού κόστους, του πελατειακού κράτους και της νομής της εξουσίας επιβιώνουν και θριαμβεύουν. Το πολιτικό σύστημα βρίσκεται σε κρίση, οι πολιτικοί μας στερούνται το οποιοδήποτε όραμα. Είναι συνήθως μέτριοι έως κακοί πολιτικοί, αλλά ικανοί δημαγωγοί. Το πολιτικό μας σύστημα δεν μπορεί να σχεδιάσει και να στηρίξει μακροπρόθεσμες πολιτικές και στρατηγικές σε ουσιαστικά προβλήματα, όπως η οικονομία, η εξωτερική πολιτική, η παιδεία, η υγεία, ή το περιβάλλον. Φαντασιακές, ανεδαφικές και παράλογες αντιλήψεις εδραιώνονται και κυριαρχούν. Αδιανόητες και καταστρεπτικές καταστάσεις επιβάλλονται και μονιμοποιούνται. Αντιδημοκρατικές και αντικοινωνικές συμπεριφορές εφαρμόζονται και γίνονται ανεκτές.
Βρισκόμαστε σήμερα σε μία κατάσταση κατάπτωσης. Ένα πέπλο απογοήτευσης έχει καλύψει το έθνος μας, όλοι καταφεύγουμε στην ατομική τακτοποίηση και δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι μπορούμε να κατορθώσουμε οτιδήποτε.
Τώρα, μπροστά στη σκληρή πραγματικότητα ενός ανταγωνιστικού κόσμου, είναι ανάγκη κατεπείγουσα να αναλάβουμε δράση όπως και σε άλλες περιόδους της ιστορίας μας, με χαρακτηριστική αποτελεσματικότητα, έχουμε επιχειρήσει. Μέσα από τα χαλάσματα και τις καταρρεύσεις ανορθώνεται το Ελληνικό, και αυτό δεν έχει γίνει μόνο μία φορά.
Πρόκειται για το πάντα επίκαιρο για τη Νέα Ελλάδα ζήτημα του εκσυγχρονισμού, που σήμερα έχει τον χαρακτήρα της προσαρμογής σε ένα κόσμο με άτεγκτες ανάγκες. Πρέπει, βεβαίως, πρωτίστως να επιβιώσουμε, και η εθνική οικονομία είναι σήμερα προϋπόθεση εθνικής επιβίωσης.
Ο εθνικός μας προσανατολισμός είναι πλέον δεδομένος. Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι ο εκσυγχρονιστικός μας εξευρωπαϊσμός δεν είναι δυνατός, ούτε επιθυμητός. Είμαστε, είτε το θέλουμε είτε όχι, μία άλλη μορφή της Ευρώπης. Αυτό δεν πρέπει να σημαίνει την αυτοπαγίδευσή μας σε μία φτωχοαλαζονική περιχαράκωση. Αφού ο οικονομισμός δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι η βάση της ταυτότητάς μας, όπως επιδιώκουν άλλοι λαοί και αφού δεν πρέπει ούτε μπορούμε να εξομοιωθούμε, είναι ανάγκη επιτακτική να προσαρμόσουμε τις ιδιομορφίες μας στον σύγχρονο κόσμο. Πως είναι δυνατό να γίνει αυτό; Μήπως είναι ανέφικτο; Μήπως είναι αίτημα αντιφατικό; Σίγουρα, ένα τέτοιο αίτημα χρειάζεται μία μεγάλη και ουσιαστική προσπάθεια αυτογνωσίας, όχι λιγότερο από όσο χρειάζεται και μία προσπάθεια εθνικής δημιουργίας.
.