Απόσπασμα από την έρευνα του Alexander Harmantas, Αρχαία μακεδονική εθνική ταυτότητα: Μια μελέτη με βάση τις βιβλιογραφικές πηγές από τον 5ο π.Χ. ως το 2ο μ.Χ. αιώνα, Βασιλικό Παν/μιο του Κίνγκστον, 2017.
Από το Άρδην τ. 113, Οκτώβριος 2018
Αν τελικά δεν γνωρίζουμε πολλά σε σχέση με την αυτο-αντίληψη των Μακεδόνων ως συλλογική εθνοτική ομάδα, τι μπορούμε να συμπεράνουμε για τη συνολική τους πολιτιστική κληρονομιά; Είναι δυνατόν να περιγράψουμε την κατάκτηση της Αιγύπτου και της Εγγύς Ανατολής σαν μια, ουσιαστικά, ελληνική κατάκτηση; Ίσως, η πιο προφανής προσέγγιση που θα επιτρέψει να απαντήσουμε τα παραπάνω ερωτήματα είναι η θέση του ίδιου του Αλέξανδρου· πραγματικά, δεν θα έπρεπε να βρούμε κάποια σημαντική διατύπωση μακεδονικής ταυτότητας στον πιο φημισμένο Μακεδόνα όλων των εποχών; Είδαμε ότι οι υπάρχουσες πηγές για τον Αλέξανδρο είναι αρκετά μεταγενέστερες και δεν μας προσφέρουν πάντα μια ξεκάθαρη άποψη για τις στάσεις και τις απόψεις των συγχρόνων του απέναντι στον ίδιο και τους Μακεδόνες συμπατριώτες του. Ωστόσο, όλες οι πηγές μας συμφωνούν στην στάση του Αλέξανδρου να εμφανίζει την κατάκτηση της Ανατολής σαν ένα θεμελιακά ελληνικό θρίαμβο. Το μέσο με το οποίο επικοινωνούσε αυτή την άποψη ήταν ο πανελληνισμός, που μπορεί να αποδοθεί κάπως ελεύθερα ως η ελληνική πολιτισμική ή πολιτική ενότητα. Στην περίπτωση του ένδοξου Μακεδόνα κατακτητή, μια κατάλληλη περιγραφή του πανελληνισμού θα μπορούσε να είναι η ιδέα ότι διάφορες πόλεις-κράτη θα μπορούσαν να γίνουν πλουσιότερες χάρη στην ένωσή τους στον κοινό στόχο της κατάκτησης όλης, ή έστω μέρους, της περσικής αυτοκρατορίας. Έστω κι αν δεν μπορεί να παραληφθεί το εγγενές πολιτικό στοιχείο αυτής της πολιτικής, είναι εντούτοις προφανές ότι η σχέση του Αλέξανδρου με τον πανελληνισμό υπερέβαινε τα αμιγώς πολιτικά κίνητρα, δεδομένης της αργεαδικής του καταγωγής, καθώς και της γνήσιας κλίσης του προς το ομηρικό ήθος. Ως υποτιθέμενος απόγονος του Ηρακλή (μέσω του Φιλίππου) και του Αχιλλέα (μέσω της μητέρας του, Ολυμπιάδας), ο Αλέξανδρος κατά πάσα πιθανότητα δεν αμφέβαλλε για την «ελληνικότητά» του. Πράγματι, η προώθηση του πανελληνισμού δεν δίνει απλώς έμφαση στην ελληνική του ταυτότητα, αλλά τον ταυτίζει με τα ελληνικά ηρωικά ιδεώδη και, συνεπώς, ενέχει μεγάλη σημασία για τον ίδιο σε προσωπικό επίπεδο.
Φυσικά, η πανελλήνια πολιτική του Αλέξανδρου στηρίχτηκε στην πολιτική του πατέρα του, Φιλίππου Β’. Ένα χρόνο μετά την επικράτησή του επί των Αθηνών και των Θηβών στη Μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.), ο Φίλιππος εγκαθιδρύει το Συνέδριο της Κορίνθου. Με τον ίδιο εκλεγμένο ηγεμόνα του, οι ελληνικές πόλεις-κράτη (με εξαίρεση τη Σπάρτη), ήταν για πρώτη φορά ενωμένες σε μια ομοσπονδία. Ο Φίλιππος επιθυμούσε να διαφημίσει τη συμμαχία ως πανελλήνια, στόχος της οποίας ήταν η κατάκτηση της περσικής αυτοκρατορίας και η απελευθέρωση των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας. Επέλεξε την Κόρινθο ως έδρα του Συνεδρίου για λόγους τακτικής, καθώς εκεί ήταν η έδρα της προηγούμενης ελληνικής συμμαχίας του 481-480 π.Χ., κατά τη δεύτερη περσική εισβολή στην Ελλάδα. Έτσι, μπορούσε να εμφανίζει τη νέα συμμαχία ως αναγέννηση και συνέχεια της ελληνικής εκστρατείας κατά των παραδοσιακών εχθρών της Ελλάδας, των Περσών. Όπως γράφει ο Διόδωρος, ο Φίλιππος:
διαδοὺς δὲ λόγον ὅτι βούλεται πρὸς Πέρσας ὑπὲρ τῶν Ἑλλήνων πόλεμον ἄρασθαι καὶ λαβεῖν παρ᾽ αὐτῶν δίκας ὑπὲρ τῆς εἰς τὰ ἱερὰ γενομένης παρανομίας ἰδίους τοὺς Ἕλληνας ταῖς εὐνοίαις ἐποιήσατο¹.
Ο Αλέξανδρος, φυσικά, ήθελε σφόδρα να συνεχίσει την Πανελλήνια πολιτική του πατέρα του και να επιβεβαιώσει την ελληνικότητα της αργεαδικής δυναστείας. Επιπλέον, παρατηρούμε ότι ο Αλέξανδρος ευθυγράμμισε τους Μακεδόνες συνολικά σε μια ελληνική εθνική συνείδηση· όπως σημειώνει ο Αρριανός, σε μία «επιστολή στο Δαρείο», ο Αλέξανδρος, αφενός αναφέρει ότι οι Πέρσες εισέβαλαν στη Μακεδονία και την υπόλοιπη Ελλάδα (ἐλθόντες εἰς Μακεδονίαν καὶ εἰς τὴν ἄλλην Ἑλλάδα), αφετέρου δηλώνει εμφατικά ότι έχει οριστεί αρχηγός των Ελλήνων (ἐγὼ δὲ τῶν Ἑλλήνων ἡγεμὼν κατασταθεὶς)².
Μελετητές έχουν υπογραμμίσει τον προπαγανδιστικό χαρακτήρα με τον οποίο ο Αρριανός περιγράφει την επιστολή του Αλέξανδρου και επισημαίνουν ότι πιθανότατα αποτελεί κατασκευή του ίδιου του Αρριανού. Ειδικότερα, κάποιοι θεωρούν ότι η επίκληση του Αλέξανδρου σε έναν ελληνικό εθνικισμό ήταν ένα τέχνασμα για να εκμαιεύσει την υποστήριξη των ελληνικών πόλεων, χωρίς αυτός να υπάρχει πράγματι. Ωστόσο, τέτοια αφελής προσέγγιση είναι υπερβολικά απλοϊκή και δεν αναγνωρίζει ένα ουσιαστικό στοιχείο αλήθειας στην επιμονή του Μακεδόνα βασιλέα για την εθνοπολιτισμική ενότητα Μακεδόνων και Ελλήνων. Πράγματι, παραβλέπει το γεγονός ότι σε αυτήν την «επιστολή», ο Αλέξανδρος δεν προωθεί απλώς την ιδέα μιας κοινής κληρονομιάς Μακεδόνων και Ελλήνων στους Έλληνες συμμάχους του· δίνει έμφαση στην εθνική τους ευθυγράμμιση απέναντι στους Πέρσες και θέλει να προβληθεί ως ο Έλληνας ηγέτης προς όλες τις ομάδες. Έτσι, ο Αλέξανδρος τοποθετούσε τον εαυτό του μέσα στη συλλογική ελληνική συνείδηση της σύγκρουσης με την Περσία και προωθούσε την ενότητα μεταξύ Ελλήνων και Μακεδόνων9 ως δυο συστατικά στοιχεία μιας κοινής εθνοπολιτισμικής ενότητας. Υπάρχουν κι άλλα επεισόδια, τόσο στην Αλεξάνδρου Ανάβασιν του Αρριανού όσο και στο Βίο Αλεξάνδρου του Πλούταρχου, που ενισχύουν την άποψη ότι ο Αλέξανδρος πήρε τον πανελληνισμό του στα σοβαρά και σε προσωπικό επίπεδο, οδηγώντας τον πέραν της αμιγούς πολιτικής του διάστασης.
Η στέψη του Αλέξανδρου. Μικρογραφία από τον βρετανικό κώδικα Peniarth 481 του 15ου αιώνα, που περιλαμβάνει μια λατινική μετάφραση του «Μυθιστορήματος του Αλέξανδρου».
Μετά τη Μάχη του Γρανικού –την πρώτη μεγάλη σύγκρουση Μακεδόνων και Περσών στην Ασία– ο Αλέξανδρος έστειλε τριακόσιες περσικές πανοπλίες στην Αθήνα, κάτι που σημειώνει τόσο ο Αρριανός, όσο και ο Πλούταρχος. Μια επιγραφή που συνόδευε αυτές τις πανοπλίες, αναφέρει:
Ἀλέξανδρος Φιλίππου καὶ οἱ Ἕλληνες πλὴν Λακεδαιμονίων ἀπὸ τῶν βαρβάρων τῶν τὴν Ἀσίαν κατοικούντων³.
Και σ’ αυτήν, ενώ δεν γίνεται να παραβλεφθεί ο προπαγανδιστικός τόνος της αφιέρωσης (που καθίσταται ακόμη σαφέστερος με την εξαίρεση των Σπαρτιατών, που δεν ήταν μέλη του κορινθιακού Συνεδρίου και της εκστρατείας του Αλέξανδρου), η σημασία της, όσον αφορά την αυτο-αντίληψη του Αλέξανδρου ως Έλληνα ηγέτη ενός πανελλήνιου αγώνα κατά των Περσών, δε μπορεί να αγνοηθεί. Πράγματι, αυτή η επιγραφή αντανακλά την αντίληψη του Αλέξανδρου για τη σημασία που είχε η εκστρατεία του για το αίσθημα δικαίωσης της συλλογικής ελληνικής ψυχής για όσα είχε υποφέρει από τον Ξέρξη και είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι ο Αλέξανδρος θα είχε ασχοληθεί τόσο με το ζήτημα αυτό, εάν τα κίνητρά του ήταν καθαρά πολιτικά και δεν είχε πραγματική προσωπική ταύτιση με τον ελληνικό πολιτισμό. ΄
΄Ενα ενδιαφέρον (αν και πρόδηλα φανταστικό) εδάφιο του Πλούταρχου, περιγράφει πως από μια πηγή κοντά στην πόλη Ξάνθος, στη Λυκία, ανάβλυσε ένα χάλκινο πλακίδιο «με αρχαίους χαρακτήρες που προέβλεπε ότι η περσική αυτοκρατορία θα καταστραφεί από τους Έλληνες»4. Στη συνέχεια, ο Πλούταρχος αναφέρει πως ο Αλέξανδρος, εμψυχωμένος από αυτόν τον οιωνό, προχώρησε προς την Κιλικία και την Παμφυλία. Αυτή η περιγραφή είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα καθώς φωτίζει περαιτέρω την προσωπική ταύτιση του Αλέξανδρου με έναν αληθινό ήρωα των Ελλήνων. Πράγματι, ο Πλούταρχος με το κομμάτι αυτό, συλλαμβάνει την ιδέα ότι η ευθυγράμμιση του Αλέξανδρου με τον πανελλήνιο χαρακτήρα της εκστρατείας του ήταν ταυτόχρονα φυσική και αναγκαία, ενώ επιπλέον διέθετε θεϊκό χρίσμα. Συνολικά, τεκμηριώνει την παρουσίαση του Αλέξανδρου ως ηγέτη που είχε γνήσια απορροφηθεί από το ελληνικό ήθος και δεν ασχολούνταν με τον πανελληνισμό απλώς για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας.
Ένα γεγονός από την εκστρατεία του Αλέξανδρου που δεν είναι δυνατό να παραβλεφθεί λόγω της μεγάλης σημασίας που έχει για τον πανελληνισμό του, είναι ο εμπρησμός της περσικής βασιλικής πρωτεύουσας, της Περσέπολης. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Μάικλ Φλάουερ (Michael Flower), ο Αλέξανδρος έπρεπε να επιλέξει έστω μια μεγάλη περσική πόλη για να καταστρέψει, «ώστε να εκπληρώσει τις υποσχέσεις που ο ίδιος και ο πατέρας του είχαν δώσει στους Έλληνες του Συνεδρίου της Κορίνθου»5. Παρά την άποψη του Πλούταρχου ότι ο εμπρησμός της Περσέπολης ήταν αποτέλεσμα παρόρμησης ενός μεθυσμένου Αλέξανδρου και αυτήν του Αρριανού ότι ήταν λανθασμένη πολιτική επιλογή, πρέπει να λάβουμε απολύτως σοβαρά υπόψη τη δήλωση του Αλέξανδρου ότι στόχος της ήταν να τιμωρήσει τους Πέρσες για την επιδρομή τους στην Ελλάδα και την καταστροφή της Αθήνας και των ναών της
ὁ δὲ τιμωρήσασθαι ἐθέλειν Πέρσας ἔφασκεν ἀνθ᾽ ὧν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα ἐλάσαντες τάς τε Ἀθήνας κατέσκαψαν καὶ τὰ ἱερὰ ἐνέπρησαν, καὶ ὅσα ἄλλα κακὰ τοὺς Ἕλληνας εἰργάσαντο, ὑπὲρ τούτων δίκας λαβεῖν6.
Πώς θα έχανε ο Αλέξανδρος τέτοια ευκαιρία να ενισχύσει την αυτο-αντίληψή του ως ήρωα του πανελλήνιου αλλά και την ίδια αυτή αντίληψη στα μάτια των Ελλήνων; Ακόμη κι αν υπάρχει ένα εγγενές στοιχείο πολιτικής σκοπιμότητας σε αυτήν την πράξη –καθώς ο Αλέξανδρος σίγουρα περίμενε ότι η καταστροφή της Περσέπολης θα τον βοηθούσε να διατηρήσει τη στήριξη και την ευμένεια των ελληνικών πόλεων– είναι ταυτόχρονα άλλο ένα παράδειγμα της σημασίας του πανελληνισμού του σε προσωπικό επίπεδο. Ουσιαστικά, η καταστροφή της Περσέπολης έδωσε στον Αλέξανδρο την αποφασιστική ευκαιρία να αναπαραστήσει τον ομηρικό και πανελλήνιο θρίαμβο επί της Τροίας. Φέροντας εις πέρας αυτή την τελεσίδικη πράξη συμβολικής εκδίκησης σε βάρος των Περσών, ο Αλέξανδρος επικοινωνούσε την αυτο-αντίληψή του ως Έλληνα ήρωα και θριαμβευτή επί των παραδοσιακών «βάρβαρων» εχθρών της Ελλάδας, δημιουργώντας έναν πρόδηλο παραλληλισμό με τον θρίαμβο των Ελλήνων επί των Τρώων.
Ο Αλέξανδρος καταδύεται στον ωκεανό. Μικρογραφία από γαλλικό χειρόγραφο του «Μυθιστορήματος» του 13ου αιώνα.
Περιπτώσεις εθνικής διάκρισης μεταξύ Ελλήνων και Μακεδόνων που υποτίθεται ότι έκανε ο Αλέξανδρος
Τα όσα προείπαμε καταδεικνύουν ότι όντως ο Αλέξανδρος είχε συνείδηση της ταυτότητάς του ως ΄Ελληνα. Ωστόσο, ένα παράξενο απόσπασμα από το Βίο του Αλεξάνδρου του Πλούταρχου έχει συγκεντρώσει την προσοχή των μελετητών, καθώς φαίνεται να υπονοεί ότι η ταύτιση του Αλεξάνδρου με την ελληνική κουλτούρα συνεπαγόταν μια ρήξη με τη μακεδονική του ταυτότητα. Περιγράφοντας τη διαβόητη αντιδικία των μεθυσμένων φίλων, Αλέξανδρου και Κλείτου, ο Πλούταρχος βάζει τον Αλέξανδρο να λέει ενώπιον δυο Ελλήνων:
ὑμῖν οἱ Ἕλληνες ἐν τοῖς Μακεδόσιν ὥσπερ ἐν θηρίοις ἡμίθεοι περιπατεῖν; 7
Αυτή η φράση ερμηνεύτηκε από κάποιους ιστορικούς σαν μια στιγμή κατά την οποία ο Αλέξανδρος αποκηρύσσει τη μακεδονική του καταγωγή, προτιμώντας την ελληνική κουλτούρα, γεγονός που καταδεικνύει ότι ο ίδιος είχε συνείδηση του σοβαρού πολιτιστικού χάσματος μεταξύ Ελλήνων και Μακεδόνων 8. Ωστόσο, έπειτα από μια προσεκτικότερη ανάλυση είναι προφανές ότι το απόσπασμα αυτό εκφράζει αυστηρά τις απόψεις του ίδιου του Πλούταρχου για τις αξίες που χαρακτήριζαν τον Αλέξανδρο ως Έλληνα. Δε θα πρέπει να θεωρείται ως μια αντικειμενική, ιστορική δήλωση που έκανε ο ίδιος ο Αλέξανδρος, πράγμα που επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι το χωρίο δεν επαναλαμβάνεται από κάνεναν άλλον «ιστορικό του Αλέξανδρου». Όπως λέει ο κλασικιστής Τιμ Γουΐτμαρς (Tim Whitmarsh): «Για τον Πλούταρχο, το να είναι κανείς Έλληνας σημαίνει να σκέπτεται και, κυρίως, να πράττει μ’ έναν ηθικό τρόπο». Ο Γουΐτμαρς επιπρόσθετα σημειώνει ότι η εξιστόρηση του Πλουτάρχου είναι έτσι διαμορφωμένη ώστε να αξιολογεί τα ελληνικά χαρακτηριστικά του Αλεξάνδρου με βάση τα υποκειμενικά φιλοσοφικά ιδεώδη του συγγραφέα. Εδώ, η πάλη ανάμεσα στο μέτρο και την υπερβολή διερευνάται από τον Πλούταρχο ως κεντρικό στοιχείο της προσωπικότητας του Αλεξάνδρου. Μπορούμε να κατανοήσουμε πως ένα περιστατικό σαν το συμπόσιο παρείχε στον Πλούταρχο την ιδανική βάση για να κρίνει τον Αλέξανδρο σύμφωνα με τα δικά του κλασικά πρότυπα περί ελληνικότητας. Ενώ οι Έλληνες που συμμετείχαν στο συμπόσιο έπρεπε να δείξουν εγκράτεια, καλούς τρόπους και σεβασμό, το μακεδονικό συμπόσιο όπου συμμετέχουν ο Αλέξανδρος και ο Κλείτος, είναι μια σύναξη άγριας κρασοκατάνυξης, καβγάδων, γενικευμένου χάους – που θα καταλήξει σε φόνο. Οπότε ο Πλούταρχος θεωρεί την αδυναμία του Αλεξάνδρου να οργανώσει ένα πολιτισμένο συμπόσιο, ως αντανάκλαση της «επικράτησης του πάθους πάνω στη λογική» 10, ενώ το γεγονός ότι ο βασιλιάς καταφεύγει στα «μακεδονικά» στο συγκεκριμένο περιστατικό χρησιμοποιείται για να καταδείξει ακόμα περισσότερο την έμφυτη, ανυπέρβλητη «ετερότητά» του ως Μακεδόνα. Έτσι, ο Πλούταρχος παρουσιάζει τον Αλέξανδρο να ταυτίζει τον εαυτό του με τους Έλληνες, αν και, κατά ειρωνικό τρόπο, αποτυγχάνει να ανταποκριθεί στα κριτήρια της ελληνικότητας, όπως θ’ αποτύγχανε οποιοσδήποτε άλλος Μακεδόνας.
Όπως και να έχει, το ίδιο το γεγονός ότι οι Μακεδόνες απεικονίζονται να συμμετέχουν σ’ ένα συμπόσιο δείχνει πόσο ενσωματωμένοι ήταν στην ελληνική κουλτούρα από αυτήν τη σκοπιά και ο Πλούταρχος στηρίζει την κριτική του για τον Αλέξανδρο σε μια κάπως ανεπεξέργαστη διάκριση μεταξύ ελληνικών και μακεδονικών συμποσίων, πράγμα που ίσως δεν είχε παρά ελάχιστη σημασία για τους ίδιους τους Μακεδόνες. Ενώ οι Έλληνες μπορεί εύλογα να περιγελούσαν μια τόσο βαρβαρική μετενσάρκωση συμποσίου, οι ίδιοι οι Μακεδόνες είναι πιθανό να θεωρούσαν τη συμμετοχή τους στο συμπόσιο ως επιβεβαίωση της δικής τους ελληνικής ταυτότητας. Τελικά, το να προσπαθεί κανείς να χρησιμοποιήσει αυτό το απόσπασμα για να καταδείξει ότι ο ίδιος ο Αλέξανδρος προέβη σε μια αντικειμενική, συνειδητή εθνοπολιτισμική διάκριση μεταξύ Ελλήνων και Μακεδόνων είναι τόσο παραπλανητικό, όσο το να ισχυρίζεται κανείς ότι η μακεδονική γλώσσα με την οποία διατυπώθηκαν τα λόγια του ήταν μια διακριτή γλώσσα και όχι μια διάλεκτος της Ελληνικής. Όντως, ο Πλούταρχος είναι ο μόνος που διαφοροποιεί πολιτισμικά τους Έλληνες από τους Μακεδόνες σε αυτό το σημείο, υπαινισσόμενος ότι η μακεδονική καταγωγή του Αλεξάνδρου ήταν ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο στην προπάθειά του να εκφράσει τις φιλοσοφικές αξίες ενός μορφωμένου Έλληνα άρχοντα.
Αν και όχι τόσο εμφανώς όσο στο παραπάνω απόσπασμα του Πλουτάρχου, μια άλλη περίπτωση όπου ο Αλέξανδρος θεωρείται ότι βλέπει τους Μακεδόνες ως «διαφορετικούς από τους Έλληνες»11 εμφανίζεται στην εξιστόρηση του Κούρτιου Ρούφου. Σύμφωνα με τον Κούρτιο, πριν τη μάχη της Ισσού, ο Αλέξανδρος απευθύνει έναν ενθαρρυντικό λόγο στα βασικά τμήματα του στρατού του: τους Μακεδόνες, τους Έλληνες, και τους Θράκες/Ιλλυριούς. Όπως γράφει: «Cum que agminio bequitaret, varia oratione, ut cuius que animis aptum erat, milites allo que batur»12. Ο Κούρτιος συνεχίζει λέγοντας ότι ο Αλέξανδρος κάλεσε τους Μακεδόνες να θυμηθούν τη γενναιότητά τους στον πόλεμο, και το κύρος τους ως «απελευθερωτές» του κόσμου· την ίδια στιγμή, ζητούσε από τους Έλληνες να θυμηθούν την προαιώνια έχθρα τους με τους Πέρσες, που είχαν καταστρέψει την πατρίδα τους κατά την εισβολή του Ξέρξη. Τέλος, ο Αλέξανδρος συνέγειρε το πολεμικό πνεύμα των Θρακών και των Ιλλυριών, αναφερόμενος στα μεγάλα πλούτη και τα λάφυρα της περσικής αυτοκρατορίας, που τους περίμεναν εφόσον έβγαιναν θριαμβευτές από τη μάχη. Ενώ ο Κούρτιος σίγουρα επιστράτευσε το λογοτεχνικό του ταλέντο για να συνθέσει αυτό το χωρίο, φαίνεται λογικό ο Αλέξανδρος να αισθάνθηκε την υποχρέωση να αναφερθεί με ξεχωριστό τρόπο σε κάθε τμήμα του στρατού του – τόσο σε αυτήν την περίσταση, όσο και σε άλλες. Αλλά, έχει όντως αυτό το επεισόδιο κάτι αξιοσημείωτο να καταδείξει για την ίδια την αντίληψη του Αλεξάνδρου σχετικά με την ύπαρξη μιας εθνικής σχέσης, ή διαίρεσης, μεταξύ Ελλήνων και Μακεδόνων; Σίγουρα, ο Αλέξανδρος θα είχε αναγνωρίσει τη βασική κοινωνικο-πολιτική διαφοροποίηση μεταξύ των συμμάχων του που προέρχονταν από τις ελληνικές πόλεις-κράτη και των δικών του μακεδονικών στρατευμάτων. Καθώς αυτές οι ομάδες θήτευαν σε διαφορετικά σώματα, ήταν φυσιολογικό ο επικεφαλής τους να τους απευθυνθεί ξεχωριστά στο πλαίσιο μιας στρατιωτικής επιχείρησης. Αλλά είναι κάτι παραπάνω από εμφανές ότι η εξιστόρηση του Κούρτιου δεν αποκαλύπτει κάτι καθοριστικό για την εθνική αυτο-αντίληψη των Μακεδόνων, ούτε καν για την αντίληψη που είχε ο Αλέξανδρος γι’ αυτούς. Παρ’ όλο που ο ίδιος ίσως είχε αντιληφθεί την τάση των Ελλήνων να διαχωρίζουν εαυτούς από τους Μακεδόνες, αυτό το απόσπασμα δεν έχει να συνεισφέρει τίποτε συγκεκριμένο στο πώς αντιλαμβανόταν τη σχέση των Μακεδόνων με τον ελληνικό πολιτισμό και ταυτότητα.
Ο Αλέξανδρος νικάει στους Ολυμπιακούς Αγώνες τον γιο του Δαρείου Νικόλαο. Μικρογραφία από αρμενικό χειρόγραφο του «μυθιστορήματος», του 1544
Τελευταίες παρατηρήσεις: η κληρονομιά των αρχαίων Μακεδόνων
Φυσικά, δεν επηρεάστηκαν όλοι οι σύγχρονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου Έλληνες από τις συνεχείς εκκλήσεις του για πανελλήνια ενότητα. Το αντιμακεδονικό αίσθημα ήταν απτό σε πολλά μέρη της Ελλάδας κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του στην Ασία, με αποτέλεσμα την εκδήλωση του Λαμιακού Πολέμου σχεδόν αμέσως μετά το θάνατό του, το 323 π.Χ. Παρ’ όλα αυτά, το τι μπορεί να σκέφτονταν οι άλλοι Έλληνες για τον Αλέξανδρο δεν αποκλείει με κανένα τρόπο το γεγονός ότι ο ίδιος είχε μια σαφώς ελληνική εθνοτική ταυτότητα και πραγματικά θεωρούσε τις κατακτήσεις του κατά βάση ελληνικές. Είναι περισσότερο ο ίδιος ο μακεδονικός λαός που κρατάει έναν πιο ενδιαφέροντα ρόλο προς αναδίφηση μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των πολιτιστικών επιπτώσεων των κατακτήσεων του Αλέξανδρου. Η αξιολόγηση της πολιτιστικής κληρονομιάς των αρχαίων Μακεδόνων απαιτεί τελικά να ξεπεράσουμε τις υπάρχουσες γραπτές πηγές μας. Πέρα από την επίπονη δουλειά της λεπτομερούς εξέτασης των έργων διαφόρων συγγραφέων, υπάρχουν κάποια βασικά, λογικά συμπεράσματα που μπορεί κανείς να συναγάγει σχετικά με το βαθμό στον οποίο οι Μακεδόνες μπορεί να είχαν μια ελληνική εθνοτική συνείδηση.
Μερικές φορές, οι μελετητές δεν έχουν λάβει υπόψη τους μερικές αξιοσημείωτα προφανείς συνέπειες του γεγονότος ότι οι κατακτήσεις του Αλέξανδρου οδήγησαν στη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού σε όλη την Αίγυπτο και την Εγγύς Ανατολή, ακόμα και στην Ινδική υποήπειρο. Αν υποθέσουμε ότι ο μακεδονικός λαός στερούνταν μιας πραγματικής και ουσιαστικής εμβάπτισης στον ελληνικό πολιτισμό, τότε με ποιο όχημα εξαπλώθηκε ο ελληνισμός; Σίγουρα αυτό δε θα μπορούσε να επιτευχθεί εάν μόνο οι Αργεάδες και οι άλλες ελίτ της μακεδονικής κοινωνίας ταυτίζονταν με τον ελληνικό πολιτισμό. Υπάρχουν κι άλλα στοιχεία που πρέπει να εξεταστούν εδώ. Στο παρελθόν, μερικοί μελετητές υποστήριξαν ότι η ανάδειξη της Μακεδονίας στον ελληνικό κόσμο κατά τον 4ο αιώνα οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό στη διαδικασία του εξελληνισμού που επέβαλαν οι Αργεάδες, κάτι που σηματοδότησε η ευρεία υιοθέτηση της ελληνικής κοινής. Αυτό που υπονοείται είναι ότι οι Μακεδόνες ήταν αρχικά ξένοι προς τον ελληνικό πολιτισμό, οπότε εγκατέλειψαν τις ιθαγενικές πρακτικές τους για τις ελληνικές. Η ιστορία έχει δείξει με έμφαση ότι οι λαοί τείνουν να χάνουν τη γλωσσική και πολιτισμική τους ταυτότητα (είτε αποκτώντας σταδιακά μια άλλη, είτε παύοντας εξ ολοκλήρου να υπάρχουν) μέσω της κατάκτησης από μια εξωτερική ομάδα.
Ωστόσο, καμία ομάδα, από την περσική κατοχή του 5ου αιώνα ως την άφιξη των Ρωμαίων, δεν κατέκτησε ποτέ τη Μακεδονία. Γιατί, λοιπόν, τόσο οι Αργεάδες, όσο και ο κοινός λαός τους, αποδέχονται τόσο εύκολα τον ελληνικό πολιτισμό παρότι δεν αντιμετώπιζαν εξωτερική πίεση από μια ελληνική ομάδα; Εδώ, θα μπορούσαμε, ίσως, λογικά να συμπεράνουμε ότι οι Μακεδόνες αισθάνονταν κάποια φυσική προτίμηση για τον ελληνικό πολιτισμό. Ο απλός άνθρωπος δε θα τον ασπαζόταν τόσο βαθιά απλά και μόνο μέσα από τις προσπάθειες «εξελληνισμού» των βασιλιάδων του. Αντίθετα, φαίνεται ότι οι Αργεάδες είχαν συναίσθηση της εγγενούς, προϋπάρχουσας προσκόλλησης του λαού τους στον ελληνικό πολιτισμό κι έτσι έκαναν το καλύτερο που μπορούσαν για να τον καλλιεργήσουν, εκθέτοντάς τον στις πιο προχωρημένες εξελίξεις του νότιου ελληνικού πολιτισμού από τον 5ο αιώνα και μετά. Έχουμε δει ότι ο λαός της Μακεδονίας διέθετε μια κάπως πρωτόγονη, «στοιχειώδη» μορφή ελληνικού πολιτισμού, λόγω της χρήσης μιας ελληνικής διαλέκτου και των θρησκευτικών τους εθίμων. Ουσιαστικά, αυτή είναι η βασική, αλλά θεμελιώδης σύνδεση με τον ελληνικό πολιτισμό, που έδωσε στους Μακεδόνες μια αρχική βάση για να αφομοιώσουν τελικά τόσες πτυχές του νότιου ελληνικού πολιτισμού.
Αυτή η συλλογιστική μάς φέρνει πίσω στο ερώτημα του πώς οι Μακεδόνες σχετίζονταν με τον πανελλήνιο χαρακτήρα των κατακτήσεων του Αλεξάνδρου. (…) Υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις στις σωζόμενες αναφορές των ιστορικών του Αλεξάνδρου, στις οποίες βλέπουμε τόσο τους Έλληνες, όσο και τους Μακεδόνες, να ευθυγραμμίζονται σε μια ενιαία εθνοπολιτισμική ομάδα. Πράγματι, συγγραφείς όπως ο Αρριανός και ο Πλούταρχος παρέκκλιναν από τους κλασικούς προκατόχους τους παρέχοντας περιστασιακές, αλλά άμεσες αποδείξεις για την πολιτιστική ταύτιση του μακεδονικού λαού (όπως εκπροσωπούνται από τους στρατιώτες του στρατού του Αλεξάνδρου), με τους Έλληνες. Επιπλέον, στις αντίστοιχες αφηγήσεις τους, οι Έλληνες και οι Μακεδόνες φαίνεται να σχηματίζουν μια συλλογικότητα στο ένα άκρο της δυαδικότητας «Έλληνας» και «βάρβαρος», σαφώς ενωμένοι εθνοπολιτιστικά απέναντι στους Πέρσες. ‘Όντως, τόσο οι Έλληνες, όσο και οι Μακεδόνες, προσβάλλονταν από τη γοητεία που ασκούσε στον Αλέξανδρο ο ανατολικός πολιτισμός (ιδιαίτερα η πράξη του προσκυνήματος) και από τις προσπάθειές του αργότερα να «εξανατολίσει» τον στρατό.
Ὁ Ἀλέξανδρος ἐμβαίνει εἰς τήν Τρωάδα
(…) Ἔφεράν του καί Βιβλίον τοῦ Ὁμήρου, ὁπού εἶχε γραμμένους ἀπό τήν ἀρχήν τούς πολέμους καί τόν χαλασμόν τῆς Τροίας ἕως εἰς τό τέλος. Ἄρχισεν ὁ Ἀλέξανδρος νά ἀναγνώθῃ τούς πολέμους τῶν ἀνδρειωμένων, καί ἐλυπήθη, καί πάλιν ἐχάρη καί εἶπεν. ὧ, πόσοι ἀνδρειωμένοι ἐχάθηκαν διά μίαν μιαράν γυναῖκα! Τότε ἐρώτησε τούς ἄρχοντας, λέγωντας.ποῦ εἶναι τά μνήματα τῶν ἀνδρειωμένων; Ἐπῆγαν οἱ ἄρχοντες καί ἔδειξάν του τα, ὁ δέ Ἀλέξανδρος ἐπέζευσε καί ἐθύμιασέ τα μέ Σμύρναν καί Λίβανον, λέγωντας μέ πολήν λύπην.ὧ ἀνδρειωμένοι μου, Ἀχιλλεῦ καί Ἕκτορ, ἄμποτες νά σᾶς ἤθελα εὕρῃ ζωντανούς, ἤθελα σᾶς τιμήσῃ μέ δῶρα πολλά, καί ἤθελα χαρῇ τόν Κόσμον μετ’ ἐσᾶς, τώρα δέ ὁποῦ σᾶς ηὗρα ἀποθαμένους, τί νά σᾶς δωρήσω, καί νά σᾶς τιμήσω; Δέν εἶναι ἄλλη τιμή τῶν ἀποθαμένων παρά Σμύρνα καί Λίβανον. οἱ θεοί νά σᾶς ἀνταμείψουν διά τάς ἀνδραγαθίας ὁποῦ ἐκάμετε, καθώς γράφει ὁ Ὅμηρος.
Ἱστορία τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου τοῦ Μακεδόνος, 1699
Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν έχουμε απολύτως καμία ένδειξη στις υπάρχουσες πηγές ότι οι Μακεδόνες διαφωνούσαν με την πανελλήνια πολιτική του Αλεξάνδρου. Κατά ειρωνικό τρόπο, μόνο κάποιοι Έλληνες ήταν αμφίθυμοι ως προς τα ελληνικά διαπιστευτήρια και τη δικαιοδοσία του Αλέξανδρου ως ηγέτη στο όνομα όλης της Ελλάδας. Θα περίμενε σίγουρα κάποιος ότι, εάν οι Μακεδόνες διατηρούσαν μια αυστηρά και περήφανα «μακεδονική» ταυτότητα χωρίς καμιά επιθυμία να ευθυγραμμιστούν με τους Έλληνες, οι ιστορικοί του Αλεξάνδρου θα είχαν κάτι να πουν γι’ αυτό. Όντως, δε θα μας παρείχαν κάποια βασικά αποσπάσματα όπου οι Μακεδόνες θα έδειχναν να προσβάλλονται επειδή των κατακτήσεών τους ηγείται ένας αυτοαποκαλούμενος Έλληνας, που αγωνίζεται για όλους τους Έλληνες; Επιπλέον, πώς θα ήταν δυνατόν ο Αλέξανδρος να έχει τον απόλυτο σεβασμό και την τυφλή αφοσίωση των μακεδονικών του στρατευμάτων αν υπήρχε αμοιβαίο συναίσθημα σοβαρής εθνοτικής διαφοράς μεταξύ τους; Καθώς οι Μακεδόνες έδειχναν ακλόνητη αφοσίωση όχι μόνο στον Αλέξανδρο, αλλά σε όλους τους Αργεάδες, μπορούμε λογικά να συμπεράνουμε ότι σέβονταν αλλά και ασπάζονταν την μετοχή των ηγεμόνων τους στην ελληνική ταυτότητα.
Κλείνοντας, θα πρέπει να θυμηθούμε ότι η εθνική ταυτότητα είναι κοινωνικό οικοδόμημα, αλλά και ρευστή και συχνά διαμορφώνεται μέσα από τις παραδοχές των ίδιων των μελών της ομάδας. Μια ομάδα χρειάζεται να αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως διακριτή οντότητα για να αποτελέσει τελικά μια αυτούσια εθνική ομάδα. Επομένως, μέχρις ότου αποκτήσουμε άμεση μαρτυρία του μακεδονικού λαού, θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε με περίσκεψη τον ισχυρισμό ότι δεν είχαν αίσθηση εθνικής ή πολιτιστικής συνείδησης ως Έλληνες. Η αντίληψη αυτή ουσιαστικά υποστηρίζει ότι όλα τα διαθέσιμα στοιχεία μάς επιτρέπουν να δούμε τους Μακεδόνες ως μια εθνοτική ομάδα που μοιραζόταν μια προγονική σχέση αίματος με τους Έλληνες, αλλά που γενικά θεωρούνταν από εκείνους ως μη ελληνική, κυρίως λόγω της φύσης της κοινωνικο-πολιτικής τους οργάνωσης. Έτσι, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η συνήθης έκφραση «Έλληνες» και «Μακεδόνες» είναι απολύτως αποδεκτή, αλλά μόνο στο βαθμό που αντικατοπτρίζει με ακρίβεια μια στάση της κλασικής ελληνικής αρχαιότητας έναντι της Μακεδονίας. Δε συμπίπτει κατ’ ανάγκη με το πώς οι Μακεδόνες έβλεπαν τον εαυτό τους, ούτε τον τρόπο με τον οποίο τους έβλεπαν οι Αργεάδες βασιλιάδες τους. Σε κάθε περίπτωση, είναι αδιαμφισβήτητο ότι, μέχρι τα τέλη του 4ου αιώνα, οι Μακεδόνες είχαν επιτυχώς «προβάλει τους εαυτούς τους ως τους κυριότερους εκπροσώπους του ελληνικού πολιτισμού, τόσο στην πατρίδα τους, όσο και στις κατακτητικές εκστρατείες τους στην Ανατολή»13.
Κατά την ελληνιστική περίοδο, η διαφορά Ελλήνων και Μακεδόνων άρχισε να γίνεται δυσδιάκριτη και σχημάτισαν μια ενιαία εθνική ομάδα σε σχέση με τους λαούς της Αιγύπτου, της Εγγύς Ανατολής και της Ρώμης. Μέχρι τότε, πολλοί Έλληνες της νότιας Ελλάδας είχαν φτάσει να θεωρούν ότι οι Μακεδόνες είχαν μια ουσιώδη συγγένεια με τους υπόλοιπους Έλληνες. Αυτό αποδεικνύεται σαφώς στην ιστορική αφήγηση του Πολύβιου, Έλληνα συγγραφέα που έδρασε κατά την ταχεία άνοδο στην εξουσία της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας στη Μεσόγειο του 2ου αιώνα. Ο Πολύβιος θυμάται πως, το 210 π.Χ., ένας πρεσβευτής της Ακαρνανίας, ονομαζόμενος Λυκίσκος, στάλθηκε στη Σπάρτη εξ ονόματος των Μακεδόνων, μετά από τη συμμαχία που συνήψαν οι νότιοι Έλληνες – το Κοινό των Αιτωλών – με τη Ρώμη ενάντια στο βασιλιά Φίλιππο Ε’ της Μακεδονίας. Ο Λυκίσκος είχε την εντολή να αποτρέψει τους Σπαρτιάτες από το να ενταχθούν στην Αιτωλική Συμπολιτεία, σε μια αντιπαράθεση που ήταν η πρώτη στρατιωτική σύγκρουση της Μακεδονίας με τη Ρώμη. Πράγματι, η υπεράσπιση των Μακεδόνων από τον Λυκίσκο έχει επαινεθεί ως «ο υψηλότερος φόρος τιμής που έχει αποδοθεί καθ’ όλη την ελληνική αρχαιότητα στη σημασία του μακεδονικού ελληνισμού»14.
Ο Πολύβιος καταγράφει την ομιλία του Λυκίσκου στη Σπάρτη:
καὶ πρὸς οὐδὲν τούτων ἀπολογηθῆναι δυνάμενοι σεμνύνεσθε, διότι τὴν ἐπὶ Δελφοὺς ἔφοδον τῶν βαρβάρων ὑπέστητε, καὶ φατὲ δεῖν διὰ ταῦτα χάριν ἔχειν ὑμῖν τοὺς Ἕλληνας. ἀλλ᾽εἰ διὰ μίαν ταύτην χρείαν Αἰτωλοῖς χάρις ὀφείλεται, τίνος καὶ πηλίκης δεῖ τιμῆς ἀξιοῦσθαι Μακεδόνας, οἳ τὸν πλείω τοῦ βίου χρόνον οὐ παύονται διαγωνιζόμενοι πρὸς τοὺς βαρβάρους ὑπὲρ τῆς τῶν Ἑλλήνων ἀσφαλείας; ὅτι γὰρ αἰεί ποτ᾽ ἂν ἐν μεγάλοις ἦν κινδύνοις τὰ κατὰ τοὺς Ἕλληνας, εἰ μὴ Μακεδόνας εἴχομεν πρόφραγμα καὶ τὰς τῶν παρὰ τούτοις βασιλέων φιλοτιμίας, τίς οὐ γινώσκει (15).
Εδώ, ο Λυκίσκος δίνει έμφαση στην αντικειμενική ιστορική πραγματικότητα για το ότι οι Μακεδόνες ήταν, για αιώνες, άμεσα υπεύθυνοι για την προστασία του ελληνικού πολιτισμού από τις βαρβαρικές επιδρομές, με αποτέλεσμα την ευημερία και την ανάπτυξή του. Αλλά συνεχίζει λέγοντας ακόμη περισσότερα. Μπροστά στους Σπαρτιάτες, ο Λυκίσκος δηλώνει με πάθος:
Τότε μὲν γὰρ ὑπὲρ ἡγεμονίας καὶ δόξης ἐφιλοτιμεῖσθε πρὸς Ἀχαιοὺς καὶ Μακεδόνας ὁμοφύλους καὶ τὸν τούτων ἡγεμόνα Φίλιππον: νῦν δὲ περὶ δουλείας ἐνίσταται πόλεμος τοῖς Ἕλλησι πρὸς ἀλλοφύλους ἀνθρώπους, οὓς ὑμεῖς δοκεῖτε μὲν ἐπισπᾶσθαι κατὰ Φιλίππου, λελήθατε δὲ κατὰ σφῶν αὐτῶν ἐπεσπασμένοι καὶ κατὰ πάσης Ἑλλάδος (16).
Πράγματι, ο Λυκίσκος δεν έχει καμιά επιφύλαξη να συσχετίσει εθνοτικά τους Μακεδόνες με τους Έλληνες, υπογραμμίζοντας ότι οι Αχαιοί, οι Σπαρτιάτες και οι Μακεδόνες είναι όλοι «ομόφυλοι», από συγγενικό αίμα και διακριτοί από τους άσχετους, «αλλόφυλλους» Ρωμαίους. Το νόημα είναι διάφανο: με την έλευση της ρωμαϊκής κυριαρχίας, πολλοί Έλληνες είχαν τελικά συνηθίσει να θεωρούν τους Μακεδόνες ως αναπόσπαστο μέρος της ελληνικής οικογένειας. Όπως και στην εποχή του Αλεξάνδρου, όταν οι Έλληνες και οι Μακεδόνες ευθυγραμμίστηκαν πολιτιστικά απέναντι στους βάρβαρους Πέρσες, οι δύο αυτές ομάδες ενώθηκαν ενάντια σε μια νέα ομάδα «βαρβάρων» – τους Ρωμαίους. Είναι προφανές ότι η κληρονομιά των Μακεδόνων ως υπερασπιστών της Ελλάδας και διαμεσολαβητών του ελληνικού πολιτισμού είχε ήδη ριζώσει μόλις έναν αιώνα μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου. Παρά την ανυπαρξία της φωνής των αρχαίων Μακεδόνων στις βιβλιογραφικές πηγές, η άρρηκτη και βαθιά προσήλωσή τους στο μετασχηματισμό του ελληνικού πολιτισμού από ένα περιφερειακό σε ένα παγκόσμιο αγαθό μιλάει πιο δυνατά από τα λόγια. Παρόλο που ίσως χρειαστούμε περαιτέρω στοιχεία για να επιβεβαιώσουμε την αίσθηση της εθνοτικής αυτο-αντίληψης των αρχαίων Μακεδόνων, δεν χρειάζεται καμιά άλλη απόδειξη για να θεωρήσουμε ότι ο λαός αυτός έπαιξε ίσως τον σημαντικότερο ρόλο στην εξασφάλιση της επιβίωσης του ελληνικού πολιτισμού σε όλη την αρχαιότητα και στους επόμενους αιώνες.
Μετάφραση-επιμέλεια: Δ. Παπαμιχαήλ,
Γ. Ρακκάς, Μαριάννα Δεσύπρη
Ηροδότου Ιστορία, V 22
Ο Αλέξανδρος Α΄ ο Μακεδών στην Ολυμπία
«Έλληνες είναι αυτοί οι απόγονοι του Περδίκκα, όπως λένε και οι ίδιοι. τούτο κι εγώ προσωπικά είμαι σε θέση να το ξέρω, αλλά και στη συνέχεια της ιστορίας μου θ’ αποδείξω ότι είναι Έλληνες. κι επιπλέον και οι οργανωτές των αγώνων των Ελλήνων που γίνονται στην Ολυμπία αυτή την απόφαση έβγαλαν. Δηλαδή, όταν ο Αλέξανδρος πήρε την απόφαση να πάρει μέρος στους αγώνες και κατέβηκε γι’ αυτό το σκοπό, οι Έλληνες που ήταν αντίπαλοι του στον αγώνα δρόμου ήθελαν να τον αποκλείσουν, με τον ισχυρισμό ότι ο αγώνας δεν ήταν για βαρβάρους αθλητές, αλλά για Έλληνες. Κι ο Αλέξανδρος, επειδή απέδειξε πως η καταγωγή του ήταν από το Άργος -κι οι κριτές παραδέχτηκαν πως είναι Έλληνας- πήρε μέρος στον αγώνα δρόμου ενός σταδίου και τερμάτισε στον ίδιο χρόνο με τον πρώτο.»
μετάφραση Ηλία Σ. Σπυρόπουλου
Ηλία Σ. Σπυρόπουλου, Μακεδονία και Μακεδόνες στον Ηρόδοτο, εκδ. Γκοβόστη, 1993
1. Διόδωρος ο Σικελιώτης, Βίβλος ΙΣΤ’, 89:«Διέδωσε την είδηση ότι θέλει να κηρύξει τον πόλεμο εναντίον των Περσών για να τους τιμωρήσει για τη βεβήλωση των ναών και με τον τρόπο αυτόν να κερδίσει την εύνοια των Ελλήνων.»
2. Αρριανός, Ανάβασις, Β’, 14.
3. Αρριανός, Ανάβασις, Α’, 16.7. Ομοίως και Πλούταρχος, Αλέξανδρος, 16.8.
4. Πλούταρχος, Αλέξανδρος, 17.2.
5. Flower, Μ. (2000). «Alexander the Great and Panhellenism,” στο Alexander the Great in Fact and Fiction, A.B. Bosworth και E.J. Baynham, Νέα Υόρκη, σ. 114.
6. Αρριανός, Ανάβασις, Γ’, 18.12.
7. Πλούταρχος, Αλέξανδρος, 51.2.
8. Heckel & Yardley, Alexander the Great: Historical Sources in Translation, Ην. Βασίλειο, 2008, σ.7.
9. Whitmarsh Tim, (2002) “Alexander’s Hellenism and Plutarch’s Textualism,” The Classical Quarterly, τ. 52, No.1, σ. 178.
10. Ό.π., σ. 183.
11. Hammond, The Macedonian State: Origins, Institutions, and History, Οξφόρδη, 1989, σ. 19.
12. Curtius Rufus Quintus, Historiae Alexandri Magni, 3.10.4-9: «Όπως περνούσε ενώπιον των στοιχισμένων στρατιωτών, τους αποκρίνονταν με τους κατάλληλους όρους για τα συναισθήματα του καθενός.»
13. Hatzopoulos, (2011). «Macedonia and Macedonians» στο Brill’s Companion to Ancient Macedon: Studies in the History and Archaeology of Macedon, 650 B.C. – 300 A.D. επιμέλεια Robin J. Lane Fox., Λάντεν/Βοστόνη, σ. 73.
14. Daskalakis A.P., The Hellenism of the Ancient Macedonians, Θεσσαλονίκη, 1965, σ. 73.
15. Πολύβιος, Ιστορίες, Θ’, 35.
16. Πολύβιος, Θ’, 37.