Γράφει ο Γεώργιος Κεκαυμένος
περιοδικό Νέος Ερμής ο Λόγιος τ. 11, Χειμώνας 2015
Κοινός τόπος των σύγχρονων και των παλαιότερων ιστορικών είναι η αντίληψη πως η Εκκλησία υπήρξε απόλυτα εχθρική προς το όνομα «Έλλην» ήδη από την βυζαντινή περίοδο και μέχρι το τέλος της τουρκοκρατίας, αφού «στην Βυζαντινή νοηματική συνάφεια, η λέξη “Έλλην” χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει τον παγανιστή με την έννοια είτε του “πολυθεϊστή”, είτε του “λάτρη ενός ψεύτικου θεού”»[1]. Έτσι, «το “Είμαστε Έλληνες” σε ένα αμιγώς χριστιανικό περιβάλλον ισοδυναμούσε τουλάχιστον με αίρεση»[2]. «Ο ορθόδοξος χριστιανικός λαός ήταν ο λαός των “Ρωμαίων”, διότι η λέξη “Έλληνας” συνέχιζε πάντοτε να σημαίνει τον ειδωλολάτρη»[3]. Γι αυτό και «η σχέση της ρωμαίικης συνείδησης με την ορθόδοξη είναι ταυτόσημες και αντιθετικές σε κάθε έννοια “ελληνικότητας”»[4]. Έτσι, μόλις επιβλήθηκε η «παραδοσιακή, αυστηρά ορθόδοξη κοσμοθεωρία, […] η πρώτη υποδήλωση μιας νέας ελληνικής ταυτότητας, προσδιορισμένης σε σχέση με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, […] εξοβελίστηκ[ε]»[5]. «Είναι χαρακτηριστικό ότι ως τον 18ο ακόμη αιώνα το χριστιανικό κήρυγμα αμφισβητεί την ελληνικότητα από το εκκλησίασμά του, που το αποτελούσαν ωστόσο Έλληνες. Αδελφοί μου, λέει ο Κοσμάς, έμαθα πως με την χάριν του Κυρίου μας Ιησού Χριστού δεν είσθε Έλληνες, δεν είσθε ασεβείς, αιρετικοί, άθεοι, αλλ’ είσθε ορθόδοξοι χριστιανοί»[6].
Μόνον για «έναν πολύ μικρό κύκλο λογίων[7] χωρίς καμία επιρροή[8] στον λαό»[9], «απομακρυσμένων από την επιρροή του Οικουμενικού Πατριαρχείου»[10], το όνομα «Έλληνας» δήλωνε «συνείδηση φυλετικής, εξ αίματος συγγένειας»[11], καθώς «αυτοί πρώτοι, ενώπιον του πολιτικού και πολιτισμικού αδιεξόδου που δημιουργούσε η οθωμανική κατάκτηση, αναγκάστηκαν να στραφούν στην ιστορία προκειμένου να αυτοπροσδιοριστούν»[12]. Κοντολογίς, «από τον 15ο μέχρι τον 18ο αιώνα, ο όρος “Έλλην” προσέλαβε ένα εθνικό νόημα στα γραπτά των διανοούμενων που ήταν συνδεδεμένοι με την ιταλική Αναγέννηση, ενώ στην κοινή γλώσσα, κάτω από την επιρροή της Εκκλησίας, ο όρος αποτελούσε ένα εναλλακτικό όνομα για τους παγανιστές»[13]. «Λίγα χρόνια πριν από την άλωση, ο Πλήθων Γεμιστός προσφωνούσε τον τελευταίο Παλαιολόγο “Έλληνα Βασιλέα” χωρίς να κρύβει την προσωπική αντίθεση του με την επίσημη θρησκεία»[14]. «Η σύγκρουση ανάμεσα στον Πλήθωνα και τον Σχολάριο έθεσε τον “Ελληνισμό” ενάντια στον “Χριστιανισμό” και ως προς την ταυτότητα αλλά και ως προς το όνομα που θα προσδιόριζε την ίδια την ελληνική συλλογικότητα»[15]. «Ονομάζοντας λοιπόν κάποιος τον εαυτό του Έλληνα, ταυτόχρονα διακήρυττε πως δεν ήταν χριστιανός»[16].
Είναι όμως όλα αυτά ακριβή; Επέδειξε πράγματι η Εκκλησία αυτήν την εχθρότητα και το μίσος προς το εθνικό όνομα Έλλην, και γενικότερα προς τον Ελληνισμό, όπως υποστηρίζουν οι ειδικοί; Θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε, εξετάζοντας την πιο γνωστή, αλλά και την πιο αμφιλεγόμενη περίπτωση εκκλησιαστικού ηγέτη κατά την τουρκοκρατία, αυτήν του Γεννάδιου Σχολάριου.
Μάλλον δεν πρέπει να υπάρχει πιο καθυβρισμένο πρόσωπο σε όλη την νεώτερη ελληνική ιστορία.
Χαρακτηρισμοί όπως προδότης τουρκόφιλος, τουρκόδουλος, και πόσα ακόμη, είναι πια κοινοί τόποι. Το ίδιο σκληρά φέρθηκε απέναντι στον Σχολάριο ακόμη και η ιστορική επιστήμη,. Αφορμή γι’ αυτήν την σφοδρή εναντίον του επίθεση έδωσε η πασίγνωστη φράση του «Ἕλλην ὢν τῇ φωνῇ, οὐκ ἄν ποτε φαίην Ἕλλην εἶναι, διὰ τὸ μὴ φρονεῖν ὡς ἐφρόνουν ποτὲ Ἕλληνες· ἀλλ’ ἀπὸ τῆς ἰδίας μάλιστα θέλω ὀνομάζεσθαι δόξης. Καὶ εἴ τις ἔροιτό με τίς εἰμί, ἀποκρινοῦμαι χριστιανὸς εἶναι»[17].
Ο Α. Βακαλόπουλος στον πρώτο τόμο της Ιστορίας του παρέθεσε μερικές ενότητες από κείμενα του Σχολάριου, όπου ο πατριάρχης χρησιμοποιεί το όνομα Έλλην ως καθαρά εθνικό προσδιορισμό, πράγμα που τον οδήγησε στο συμπέρασμα πως «ο κλήρος είχε αρχίσει -διστακτικά βέβαια- να δέχεται το Έλλην σαν ταυτόσημο με το Ρωμαίος»[18]. Στο δεύτερο τόμο επανέρχεται στο θέμα, όποτε και μέσα από την παράθεση περισσότερων κειμένων μιλάει πια για όψιμη ωρίμανση της εθνικής συνείδησης του Γενναδίου: «Τώρα [μετά την άλωση] η εθνική του συνείδηση, η ελληνική, ωριμάζει και γίνεται πιο ζωηρή»[19]. Στην παρούσα μελέτη μας, για να αντιληφθούμε ποια υπήρξε η πορεία της εξέλιξης στην διαμόρφωση αυτής της συνείδησης, θα παραθέσουμε και θα αξιολογήσουμε όλες τις σχετικές αναφορές από τα έργα του Σχολάριου, ώστε να αποκτήσουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα.
Σε επιστολή που γράφει προς τον μεγάλο δούκα, τον περίφημο Λουκά Νοταρά, άλλο ένα κατασυκοφαντημένο πρόσωπο, ο Σχολάριος του απευθύνει την εξής εντυπωσιακή προτροπή:
«Ἀλλὰ σύ γε τ’ ἀληθῆ μένε φρονῶν καὶ χάριν εἰδὼς τῷ Θεῷ ἀνθ’ ὧν σε κεκόσμηκεν ὑπὲρ πάντας τοὺς νῦν ὄντας Ἕλληνας»[20].
Ο Σχολάριος προτρέπει τον ομόφρονά του Νοταρά να συνεχίσει να φρονεί «τ’ ἀληθῆ» και να χρωστάει στον Θεό χάρη για όλα εκείνα με τα οποία τον είχε στολίσει πιο πολύ απ’ όλους τους άλλους Έλληνες του καιρού του, ενώ λίγο παρακάτω τον προσφωνεί ως «βέλτιστο τῶν νῦν Ἑλλήνων ἁπάντων». Όπως διαπιστώνουμε, ο Σχολάριος πίστευε πως τόσο ο ίδιος όσο και όλοι οι άλλοι συμπατριώτες του ήταν Έλληνες, οι Έλληνες εκείνης της εποχής, οι «νῦν ὄντες Ἕλληνες». Πράγματι, μελετώντας τα εθνικά ονόματα που χρησιμοποιούσε για να προσδιορίσει τους συγχρόνους του διαπιστώνουμε πως «στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων ο Σχολάριος χρησιμοποιεί το εθνικό Έλληνες για οποιονδήποτε βυζαντινό»[21].
Σε επιστολή του σταλμένη το 1450, ο Σχολάριος διαβεβαίωνε τον αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Ιωάννη Δ΄ ότι κοσμούσε όλο το γένος των Ελλήνων: «Κοσμεῖς δὲ ἄρα, τοιοῦτος ὤν, τὸ γένος ἅπαν Ἑλλήνων»[22]. Το σημαντικό εδώ είναι πως έναν τέτοιο έπαινο τον αντιλαμβάνονταν ως πάρα πολύ κατάλληλο και ταιριαστό για έναν χριστιανό αυτοκράτορα. Την ίδια χρονιά, στον Επιτάφιο που έγραψε για τον δεσπότη Θεόδωρο, αδελφό του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ένα από τα καλά του νεκρού που επισημαίνει είναι πως είχε ζήσει «ζημιώσας τῶν συγγενῶν Ἑλλήνων οὐδένα»[23]. Ο δεσπότης Θεόδωρος δεν έκανε ποτέ του κακό σε κανέναν «συγγενή Έλληνα». Για τον ανθενωτικό μοναχό Γεννάδιο αυτός και όλοι οι σύγχρονοί του ήταν όχι μόνον Έλληνες, αλλά «συγγενείς Έλληνες», διότι όλοι είχαν μεταξύ τους κοινή καταγωγή και στις φλέβες τους έρεε το ίδιο ελληνικό αίμα.
Αυτήν την πίστη του στην ιστορική συνέχεια της ελληνικής φυλής έρχεται να επιβεβαιώσει ο Σχολάριος και σε ένα ακόμη κείμενό του, το οποίο γράφτηκε με την μορφή των πλατωνικών διαλόγων. Εκεί παρουσιάζονται δύο πρόσωπα, ο Νεόφρων και ο Παλαίτιμος, να συζητάνε για τις δογματικές διαφορές των ορθοδόξων με τους καθολικούς, και για διάφορα άλλα συναφή θέματα. Όπως μας πληροφορεί η επιγραφή, Νεόφρων είναι ο ενωτικός πατριάρχης Γρηγόριος Μάμας, και Παλαίτιμος ο ίδιος ο Σχολάριος. Σε ένα πολύ σημαντικό για την σημασία του χωρίο, αναφέρει τα εξής για τους κοινούς προγόνους όλων των βυζαντινών:
«Παλαίτιμος: Οἱ πατέρες ἡμῶν, Ἑλλήνων γάρ ἐσμεν παῖδες, πολλῷ πλείους ἡμῶν, καὶ σοφώτεροι δὲ οὐχ ἡμῶν μόνον, ἀλλὰ καὶ σοῦ καὶ εἴ τις ἄλλος κοινωνεῖ σοι τῆς δόξης, Πλάτων, Ἀριστοτέλης ἐκεῖνος, Πυθαγόρας, Ἀναξαγόρας, πολὺς μὲν φιλοσόφων ἐσμός, πολλὰ δὲ ῥητόρων ἔθνη»[24].
[Οι πατέρες μας, διότι είμαστε παιδιά Ελλήνων, ήταν πολύ καλλίτεροί μας και σοφώτεροι, αλλά όχι μόνον από εμάς, αλλά και από εσένα και από οποιανδήποτε άλλο που έχει τις ίδιες με σένα απόψεις. Ο Πλάτωνας, εκείνος ο σπουδαίος ο Αριστοτέλης, ο Πυθαγόρας, ο Αναξαγόρας, οι αμέτρητοι φιλόσοφοι και οι ατέλειωτες ομάδες των ρητόρων].
Κοινοί πατέρες όλων των βυζαντινών ήταν, κατά τον Σχολάριο, οι αρχαίοι Έλληνες. Γι’ αυτό και οι Έλληνες ήταν μεταξύ τους συγγενείς. Να σημειώσουμε πως τα παραπάνω γράφτηκαν ήδη το 1446, πράγμα που αποδεικνύει ότι ο Σχολάριος είχε από πολύ νωρίς διαμορφωμένη την ελληνική εθνική του συνείδηση, και έτσι δεν ήταν αναγκαίο να βιώσει πρώτα την φρίκη της τουρκικής βαρβαρότητας για να νιώσει επιτέλους Έλληνας, όπως πιστεύει ο Βακαλόπουλος[25].
Αυτήν την βεβαιότητά του για την αδιάσπαστη συνέχεια του ελληνικού έθνους μέσα στον χρόνο, την εξέφραζε συχνά στα κείμενά του. Στο έργο που έγραψε για να αναιρέσει την πολεμική του Πλήθωνα ενάντια στον Αριστοτέλη, αναφέρει τα εξής:
«Ἐγὼ γὰρ ὑπὲρ μὲν Ἀριστοτέλους καὶ ἀληθείας αὐτῆς οὐδενὶ Ἑλλήνων, οὔτε τῶν παλαιοτέρων, οὔτε τῶν ἐπ’ ἐμοῦ, τοσαῦτά τε καὶ τοιαῦτα πεπραγματευμένῳ σύνοιδα, […] ὡς δὴ τῶν Πλήθωνος Ἀποριῶν»[26].
[Γιατί εγώ δεν ξέρω κανέναν Έλληνα, ούτε απ’ τους παλιότερους, ούτε απ’ τους τωρινούς μου, που να έχει γράψει τόσα πολλά και τέτοια αξίας πράγματα για χάρη του Αριστοτέλη, αλλά κι αυτής της ίδιας της αλήθειας, όπως ο Πλήθωνας στις Απορίες του.]
«Είναι ξεκάθαρο: Ο Γεννάδιος αποκαλεί Έλληνες τόσο τους αρχαίους, όσο και τους βυζαντινούς, διαχωρίζοντάς τους μόνον χρονολογικά»[27], αποτελώντας έτσι και οι μεν και οι δε την μία και αδιάσπαστη συνέχεια του «γένους των Ελλήνων».
Μήπως όμως ο ανθενωτικός Σχολάριος έπεφτε τελικά θύμα του αρχαϊσμού του, και χαρακτήριζε τους συγχρόνους του ως Έλληνες με την ίδια λογική που άλλοι λόγιοι της εποχής χαρακτήριζαν τους Τούρκους ως Πέρσες ή Αχαιμενίδες[28]; Η απάντηση σ’ αυτήν την ερώτηση είναι εντελώς αρνητική, καθώς «όλες οι παραπάνω ενότητες δεν αφήνουν την παραμικρή αμφιβολία πως ο Γεννάδιος χρησιμοποιούσε τον όρο εθνικά, προκειμένου να προσδιορίσει τους συγχρόνους του»[29].
Όλες οι αυτές οι αναφορές έφεραν σε αμηχανία τους αναθεωρητές ιστορικούς. Γι’ αυτό και ο Π.Μ. Κιτρομηλίδης υποστήριξε πως «η φράση “γένος των Ελλήνων” στην λόγια παράδοση της ελληνικής Ανατολής, από τον 15ο αιώνα και μετά, δηλώνει τους ορθόδοξους χριστιανούς»[30]. Και ότι «ο Σχολάριος χρησιμοποιεί κι αυτός τους όρους “ἅπαν τὸ γένος Ἑλλήνων ” και “ἑλληνικόν γένος” ακριβώς με το ίδιο νόημα»[31]. Την άποψή του δέχονται οι A.D. Angelou[32], Ε.Α. Ζαχαριάδου[33] και Τ. Κιουσοπούλου[34].
Αλλά, όμως, αν ένας άνθρωπος αποκλείονταν να είχε χρησιμοποιήσει την λέξη Έλληνας για να δηλώσει τους ορθόδοξους χριστιανούς, αυτός ήταν ο Γεννάδιος. Γιατί υπήρξε εκείνος που είχε δηλώσει με τον πλέον ξεκάθαρο και κατηγορηματικό τρόπο ότι δεν ήταν έλληνας, ακριβώς διότι ήταν χριστιανός. Και όπως είναι σε όλους γνωστό, γι’ αυτήν την δήλωσή του δέχτηκε, και δέχεται, έναν ατελείωτο ορυμαγδό από ύβρεις και αναθέματα. Και ερχόμαστε τώρα -με τα σωστά μας- να πούμε πως όταν ο Γεννάδιος αναφέρεται σε γένος των Ελλήνων, εννοεί τους ορθόδοξους χριστιανούς;
Άλλωστε, οι αναθεωρητές ιστορικοί είναι εκείνοι που αποφαίνονται ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας η Εκκλησία ήταν απόλυτα εχθρική προς οποιαδήποτε έννοια «ελληνικότητας», και ειδικά προς το όνομα Έλληνας. Γι’ αυτό άλλωστε και «η ταύτιση του όρου “ορθόδοξος” με εκείνον του “Έλληνα” [θα γίνει] στη διάρκεια του 18ου αιώνα»[35]. Την καταφανή αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα στις δύο θέσεις τους όχι μόνον δεν προσπαθούν να την άρουν, ή να την εναρμονίσουν, αλλά απ’ ό,τι φαίνεται ούτε καν την αντιλαμβάνονται.
Ο Σχολάριος έγραψε προς τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο έναν Παραμυθητικό λόγο για τον θάνατο της μητέρας του Ελένης. Εκεί αναφέρει και τα εξής:
«Ἐν τοσούτοις βεβιωκυῖα καλοῖς καὶ οὕτω μὲν ἑαυτὴν πρὸς ὑπερφυές τι κάλλος ἀρετῆς ἀποξέσασα, οὕτω δὲ ὠφελιμωτάτη τῷ κοινῷ τῶν Ἑλλήνων […] γεγενημένη»[36].
[Επειδή ζούσε μέσα σε τόσο πολλά καλά και είχε αγγίξει το πιο μεγάλο ύψος της αρετής, κατάφερε μ’ αυτόν τον τρόπο να γίνει πολύ ωφέλιμη στο κοινό των Ελλήνων.]
Ο Σχολάριος χάρις στην βαριά κλασσική του παιδεία ήξερε πως όταν οι Έλληνες της αρχαίας εποχής ήθελαν να φτιάξουν μια μεγαλύτερη «κρατική» ενότητα από την πόλη-κράτος, δημιουργούσαν ένα «κοινό». Αλλά και εκείνα τα κοινά είχαν πάντοτε τοπικό χαρακτήρα, όπως φανέρωναν και ονομασίες τους: Το κοινό των Αιτωλών, των Βοιωτών κ.τ.λ. Αλλά η Βυζαντινή αυτοκρατορία, επειδή ενοποιούσε όλους τους Έλληνες κάτω από μία ενιαία κρατική υπόσταση, είχε κατορθώσει να καταστεί πλέον «το κοινό των Ελλήνων».
Στην επιστολή του προς τον Λουκά Νοταρά, που προαναφέραμε, δεν διστάζει να επιτεθεί σε όλους εκείνους που «ἐπὶ τῶν ἡμετέρων καιρῶν τὰ τῶν δυστυχῶν Ἑλλήνων ἄξαντας πράγματα»[37], δηλαδή σε όσους είχαν οδηγήσει «τα πράγματα των δυστυχισμένων Ελλήνων» σ’ εκείνην την αξιοθρήνητη κατάσταση. Είναι σημαντικό να επισημάνουμε πως για την σκέψη και τον λόγο του Σχολάριου η Βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν πάντοτε «τὰ τῶν Ἑλλήνων πράγματα», η ενιαία κρατική υπόσταση του ελληνικού έθνους. Στα «ελληνικά πράγματα» αναφέρεται επίσης και όταν γράφει προς τον δεσπότη Δημήτριο:
«Τὸ μὲν γὰρ καὶ δυσκολίαις ἐντυγχάνειν πραγμάτων, τῇ τε φύσει τῶν ὅλων δοτέον καὶ τῇ τῶν ἑλληνικῶν πραγμάτων στενότητι»[38].
Ο Σχολάριος λέγει στον Δημήτριο ότι δεν έπρεπε να τον στεναχωρούν οι δυσκολίες που του είχαν τύχει, γιατί δεν είχαν προσωπικό χαρακτήρα. Οφείλονταν γενικά στην ανθρώπινη φύση, αλλά και στην στενότητα «τῶν ἑλληνικῶν πραγμάτων», δηλαδή στην τραγική θέση και κατάσταση της αυτοκρατορίας.
Ο Νοταράς είχε μεταβεί ως απεσταλμένος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου προς τον Σουλτάνο Μουράτ Β΄, στον οποίον είχε επιδώσει και κάποια έγγραφα που είχε συντάξει ο ίδιος. Σε επιστολή που του έστειλε ο Σχολάριος μετά την επιστροφή του απ’ τον σουλτάνο, τον επαίνεσε για τον εύστοχο τρόπο με τον οποίον εκφράσθηκε προς τους Τούρκους σε εκείνα τα έγγραφα, λέγοντάς του τα εξής:
«Τὰ δὲ πρὸς τοὺς ἄρχοντας γεγραμμένα ἐκείνους, οὓς ἡ κακὴ τῶν Ἑλλήνων τύχη φοβεροὺς ἡμῖν οὕτω καὶ χρειώδεις ἐποίησεν, ὑπερήσθην ἱδὼν καὶ τήν τε φύσιν ἐθαύμασα τοῦ φιλτάτου μοι»[39].
[Και επίσης πολύ ευχαριστήθηκα σαν είδα αυτά που έγραψες προς εκείνους τους άρχοντες, που η κακή τύχη των Ελλήνων τους έκανε τόσο φοβερούς, αλλά και τόσο αναγκαίους για μας, και θαύμασα τις ικανότητες του φιλτάτου μου.]
Αυτό που πρέπει να σημειώσουμε εδώ είναι το πόσο αποκρουστικοί ήταν για τον Σχολάριο οι Τούρκοι, ώστε να θεωρεί την εξάρτηση της αυτοκρατορίας από αυτούς ως αποτέλεσμα της κακής τύχης των Ελλήνων. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία, όσο κι αν είχε οικουμενικό χαρακτήρα, για τον Σχολάριο παρέμενε πάντοτε μια καθαρά ελληνική «υπόθεση».
Προκειμένου να αποδείξει στον Νοταρά ότι η προσθήκη των καθολικών στο «Πιστεύω» είναι αιρετική, επικαλείται την καταδίκη της από συνόδους που είχαν γίνει την εποχή των Κομνηνών και των Λασκάρεων. Σε αυτήν την συνάφεια, λέγει και τα εξής:
«Τίς τοίνυν ἀφεὶς τὰς ἐλευθέρας ταύτας συνόδους καὶ σώφρονας, ὁπότε τὰ Ἑλλήνων ἔτι καὶ σοφίᾳ καὶ πᾶσιν ἤνθει τοῖς κρείττοσιν, […] τοῖς βιαίοις καὶ σισυφώδεσι τῶν ἄλλων ἔργοις προσθήσεται;»[40].
[Ποιος λοιπόν μπορεί να αγνοήσει ή να απορρίψει τούτες εδώ τις ελεύθερες συνόδους και σώφρονες, οι οποίες έγιναν σε μια εποχή που η σοφία και όλες οι άλλες καταστάσεις των Ελλήνων βρίσκονταν στην μεγαλύτερη άνθιση και ακμή τους, και να αποδεχτεί τα βίαια και σαν του Σίσυφου ανώφελα έργα των άλλων;]
Οι πιο ένδοξες εποχές της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ήταν, για τον Σχολάριο, οι εποχές της μεγαλύτερης ακμής των Ελλήνων. Γι’ αυτό και η πρωτεύουσά της ήταν η κοινή πατρίδα όλων των Ελλήνων:
«Νῦν ἐφθαρμένης οὕτως ἐλεεινῶς τῆς καλλίστης τῶν ἐν τῇ γῇ πόλεων, ἅμα δὲ καὶ πατρίδος τῷ νῦν ἑλληνικῷ γένει μιᾶς τε καὶ κοινῆς ἀντὶ πολλῶν τῶν ἰδίων οὔσης, ἕως ἐσῴζετο»[41].
[Τώρα πια είναι τόσο αξιοθρήνητα καταστραμμένη η πιο όμορφη απ’ όλες τις πόλεις της γης, αυτή που ήταν η πατρίδα του ελληνικού γένους, όσο ακόμη υπήρχε, μία και κοινή για όλους, αντί για τις πολλές και ιδιαίτερες.]
Θρηνεί ο πατριάρχης γιατί η Κωνσταντινούπολη, η πιο όμορφη από όλες τις πόλεις του κόσμου, δεν υπήρχε πια, με αποτέλεσμα το ελληνικό γένος να χάσει την μία και κοινή πατρίδα του. Πολλοί επαινούν τον τελευταίο αυτοκράτορα της Ρωμιοσύνης Κωνσταντίνο Παλαιολόγο επειδή είχε αποκαλέσει την Πόλη «ἐλπίδα καὶ χαρὰν πάντων τῶν Ἑλλήνων». Όμως, μετά την παραπάνω δήλωσή του γίνεται σαφές ότι ο πατριάρχης είχε το ίδιο ακριβώς εθνικό φρόνημα με τον αυτοκράτορα. Αλλά μια πόλη, όσο σπουδαία κι αν ήταν, δεν μπορούσε να εξαντλεί μέσα στα όρια της όλην την γεωγραφική έκταση της πατρίδας των Ελλήνων. Γι’ αυτό και και δεν παρέλειπε να «πληροφορεί το ποίμνιό του πως η αρχαία πατρίδα τους είναι η Ελλάδα»[42]: «Ἡ πρὸς ἡμῖν αὕτη καὶ ἀρχαία πατρὶς ἡμῶν Ἑλλάς»[43].
Μια άλλη κατηγορία κειμένων του μας παρουσιάζει την γνώμη που είχε ο Σχολάριος για το ελληνικό έθνος:
«Ἄγχομαι δεινῶς ἐπὶ τῷ τοῦ γένους ὀλέθρῳ· γένους, ὃ τῶν ἐπὶ γῆς τὸ κάλλιστον ἦν, σοφίᾳ διαλάμπον, φρονήσει τεθηλός, εὐνομίαις ἀνθοῦν, καλοῖς πᾶσι κατάκομον. Τίς οὐχ ὁμολογεῖ βελτίστους Ἕλληνας ἀνθρώπων πάντων γενέσθαι; τίς οὐ πειρᾶται πρὸς αὐτοὺς ἀναφέρειν ἐν τοῖς συνοῦσι καλοῖς, κἂν Ἰταλός, κἂν βάρβαρος ᾖ;»[44].
[Μ’ έχει πιάσει αγιάτρευτη θλίψη για τον όλεθρο του γένους. Ένα γένος που έναν καιρό ήταν απ’ όλα της γης τα γένη το κάλλιστο. Που έλαμπε για την σοφία του, έθαλλε από φρόνηση, άνθιζε από ευνομία κι ήταν φορτωμένο από όλα του κόσμου τα καλά. Γιατί, ποιος μπορεί να μην παραδεχτεί ότι οι Έλληνες αναδείχτηκαν ως οι βέλτιστοι απ’ όλους τους ανθρώπους; Ποιος δεν θα τους αναφέρει αμέσως για κάθε καλό που έχει στην ζωή του, είτε είναι Ιταλός, είτε είναι βάρβαρος;]
Για τον Γεννάδιο, οι Έλληνες είχαν αναδειχτεί στους καλλίτερους απ’ όλους τους ανθρώπους της γης, στους οποίους όλοι οι άλλοι άνθρωποι, οι «βάρβαροι», χρωστούσαν ό,τι καλό είχαν, πράγμα που και οι ίδιοι αναγνώριζαν. Και επειδή οι Έλληνες του καιρού του ήταν οι φυσικοί και άμεσοι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, όλα όσα είχαν δημιουργήσει οι αρχαίοι ήταν τα μνημεία της αρετής των προγόνων τους. Μνημεία τα οποία τώρα, μετά την όλεθρο του ελληνικού γένους, δεν θα έχουν πια τόπο να σταθούν, εκτός κι αν κάπου άλλου τα γνωρίσουν και τα θαυμάσουν:
«Καὶ νῦν, οὐκέτι τὰ τῶν Ἑλλήνων ὁ ἀνθρώπινος βίος ἕξει σεμνά, οὐδὲ τὰ μνημεῖα τῆς προγονικῆς ἡμῶν ἀρετῆς ἧ ἑστήξει, ἢ μένοντά που καλῶς γνωσθήσεταί τε καὶ θαυμασθήσεται»[45].
[Και τώρα δεν θα έχει πλέον η ανθρώπινη κοινωνία «τα σεμνά των Ελλήνων», μηδέ τα μνημεία της προγονική μας αρετής τόπο να σταθούν, εκτός κι αν κάπου αλλού μένοντας, θα τα μάθουν καλά και θα τα θαυμάσουν.]
Αυτή η τελευταία αναφορά αποκαλύπτει κάτι πολύ σημαντικό: Πως η μόνη ελπίδα του Σχολάριου για την διάσωση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας ήταν η Δύση. Και αυτήν την ελπίδα του την διατήρησε σταθερή μέχρι τέλους:
«Ποῦ βιβλία συνειλεγμένα παρ’ ἡμῶν τῇ κοινῇ τῶν πεπαιδευμένων χρείᾳ; […] Τὰ μὲν αὐτῶν καταπεπάτηται τότε, τὰ δ’ εἰς τὴν ὑπερορίαν ἤχθησαν, οὐ παντάπασιν ἀτυχῶς· ὅπου δέ τι τῆς ἐνταύθα γῆς ὑπολέλειπται, ἄχθος μάταιον κεῖται»[46].
[Πού είναι τα βιβλία, που τα είχαμε μαζέψει για να τα χρησιμοποιούν όλοι οι μορφωμένοι; Τα περισσότερα απ’ αυτά καταπατήθηκαν τότε… Κάποια όμως, για καλή τους τύχη, οδηγήθηκαν στα ξένα. Κι όσα σε τούτην εδώ την γη έχουν ξεμείνει, άδικα στέκονται, άχρηστο βάρος.]
Καλότυχα θεωρούσε ο πατριάρχης μόνο εκείνα τα βιβλία που, γλυτώνοντας την καταστροφή από την τουρκική βαρβαρότητα, φυγαδεύτηκαν στην Δύση. Διότι εκεί θα έβρισκαν ανθρώπους ικανούς να εκτιμήσουν την αξία τους και να μαθητεύσουν στην σοφία τους. Όσα όμως έτυχε να παραμείνουν στην σκλαβωμένη γη των Ελλήνων, θα στέκονταν εκεί σαν άχρηστο βάρος, αφού δεν υπήρχε πια κανείς που να μπορεί να τα μελετήσει και να τα αξιοποιήσει. Αντίθετα, οι Δυτικοί είχαν αποδείξει τον ζήλο, την έφεση και την ικανότητά τους στην εκμάθηση της ελληνικής σοφίας και επιστήμης πολύ πριν την άλωση. Και αυτό ο Σχολάριος δεν δίσταζε καθόλου να το παραδεχτεί και να το επαινέσει, διότι ήταν η αλήθεια. Και ο Σχολάριος δεν φοβόταν ούτε στιγμή να πει την αλήθεια:
«Ἐρῶ γὰρ τἀληθῆ, κἂν μυριάκις λατινίζειν με φῶσιν οἱ συκοφάνται! […] Ἐπαινεῖν γὰρ οὐδ’ αὐτὸς ἐθέλω Λατίνους, ἀλλ’ ἠβουλόμην μὲν τὴν ἐπὶ τοῖς ἀμείνοσι δόξαν πᾶσαν τοῖς ἐμοῖς ὑπάρχειν πολίταις, καὶ διδασκάλους εἶναι Λατίνων τοὺς παρ’ ἡμῖν ὥσπερ δήπου καὶ πρότερον· ἐπεὶ δὲ τὸ πρᾶγμα ἀντέστραπται, καὶ καθάπερ τῆς ἐπιμελείας, οὕτω δὴ καὶ τῆς δόξης ἡμῶν ῥεγχόντων ἐκληρονόμησαν, ἀδικεῖν ἡγήσομαι τὴν ἀλήθειαν, μὴ τοὺς ἄνδρας ἀξιῶν τῶν προσηκόντων ἐπαίνων»[47].
[Την αλήθεια θε να πω, κι ας πουν χιλιάδες φορές οι συκοφάντες ότι λατινίζω! Γιατί ούτε και ’γω θέλω να παινεύω τους Λατίνους, μιας και αυτό που ποθώ είναι όλην την δόξα για τα καλλίτερα να την δρέπουν αποκλειστικά και μόνο οι συμπολίτες μου. Και θα ήθελα να είναι και τώρα οι δικοί μας δάσκαλοι των Λατίνων, όπως και παλιά. Μα τα πράγματα έχουν πια τελείως αντιστραφεί. Και όπως κληρονόμησαν το ενδιαφέρον που είχαμε κάποτε εμείς για την γνώση, έτσι και την δικιά μας δόξα κληρονόμησαν, αφού εμείς ροχαλίζουμε. Νομίζω λοιπόν πως θ’ αδικήσω την αλήθεια, αν δεν τιμήσω τούτους τους ανθρώπους με τους προσήκοντες επαίνους.]
Τον Σχολάριο οι εχθροί του τον συκοφαντούσαν σαν λατινόφιλο, όπως μας λέει ο ίδιος. Και αυτό γιατί είχε ένα όνειρο: Ότι η Δύση θα διέσωζε την αρχαία ελληνική κληρονομία. Μια κληρονομιά που ενώ ήταν δική μας, τώρα πια την χαίρονται και την αξιοποιούν οι ξένοι, αφού εμείς, λέει ο Σχολάριος, κοιμόμαστε πια τον ύπνο του δικαίου! Και θεωρεί πως θα αδικήσει την αλήθεια, αν δεν αποδώσει στους Δυτικούς τους επαίνους που τους αξίζουν. Διότι, όπως σημειώνει και πάλι ο ίδιος,
«γένη μὲν Ἰταλῶν ταῖς τῶν λόγων ἐπιστήμαις προσέχουσι, τὰ πρότερον ὑφ’ ἡμῶν ἐν μοίρᾳ τεταγμένα βαρβάρων»[48].
[Των Ιταλών τα γένη έχουν στρέψει σήμερα όλη τους την προσοχή στων επιστημών τους λόγους, εκείνα που κάποτε εμείς τα είχαμε ένα με τους βαρβάρους.]
Και διαπερνώντας με την κοφτερή ματιά του τους αιώνες, προβαίνει σε μια εκπληκτική «προφητεία», που εμείς σήμερα ξέρουμε πολύ καλά με πόση ακρίβεια έχει εκπληρωθεί:
«Μᾶλλον δὲ ταῖς οὔσαις προσεξευρίσκουσιν, ἡμῖν δὲ ἄχθος αἱ βίβλοι, μᾶλλον δὲ καὶ ταύτας τοῖς χρῆσθαι δυναμένοις προὐδώκαμεν, ὥστ’ εἰ μέλλοιμέν ποτε γενναίως ἅψεσθαι λόγων, καὶ πᾶσιν ἐπιχειρήσειν τοῖς τέως ἠμελημένοις, ἐκ τῆς ὑπερορίου ζητεῖν ἀνάγκη τὰς βίβλους, ἃς δεῖ πρὸς τὸν σκοπὸν ἡμῖν ὑπουργήσειν»[49].
Οι Δυτικοί ψάχνουν και βρίσκουν τα βιβλία μας για να τα πάρουν στα μέρη τους, ενώ σε μας είναι πια βάρος, γι’ αυτό κι εμείς τα δίνουμε σ’ αυτούς, που μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν, ώστε αν κάποτε, στο μέλλον, θα έχουμε και πάλι την ικανότητα να πλησιάσουμε και να μελετήσουμε την αρχαία ελληνική σοφία, θα υποχρεωθούμε να ζητήσουμε τα βιβλία που θα μας χρειαστούν από το εξωτερικό, όπου θα βρίσκονται καλά φυλαγμένα και πλήρως αξιοποιημένα!
Ο Σχολάριος αγαπούσε και τιμούσε ιδιαίτερα την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, όπως φαίνεται και από μια επιστολή του προς τον Λουκά Νοταρά, όπου τον χαρακτηρίζει ως μαθητή και «εταίρο» του Σωκράτη:
«Σωκράτους ἄρα σύ γε μαθητὴς καὶ ἑταῖρος καὶ οὕτω καλῶς ἔργοις τὰς ἐκείνου πληρῶν συμβουλάς. […] Ἐκεῖνός τε τοίνυν σοφὸς Ἀπόλλωνος κρίσει, […] καὶ σὺ κοινὸς ἁπάντων πατὴρ καὶ κίων τῆς πόλεως ἀστραβής, ὅ φησιν Ὅμηρος»[50].
[Είσαι λοιπόν εσύ μαθητής και εταίρος του Σωκράτη, γιατί με τα καλά σου έργα έκανες πράξη τις συμβουλές του. Και όπως εκείνος ήταν, σύμφωνα με την κρίση του Απόλλωνα, σοφός, έτσι και συ είσαι ο κοινός πατέρας όλων και ασάλευτη της Πόλης κολώνα, όπως λέει και ο Όμηρος.]
Στο ίδιο ύφος ήταν και η απάντηση του Νοταρά προς τον Σχολάριο:
«Ἥκει μοι ἕναγχος ἡ ἐπιστολή, χαρίεσσά τε ἅμα καὶ θαυμαστή. Δημοσθένους ἂν ἔφη τις εἶναι ταύτην ἢ Πλάτωνος, οἱ δέ γε μεμυημένοι τὰ σὰ τοῦ καλοῦ κ’ ἀγαθοῦ Σχολαρίου φήσουσιν εἶναι, τοῦ καταπεπωκότος μὲν τὸ τοῦ Ἑρμοῦ νέκταρ, δεξαμένου δὲ καθάπαξ τὴν τῶν Μουσῶν χάριν»[51].
[Μόλις μου ήρθε η επιστολή σου, χάρες γεμάτη και θαυμαστή! Θα νόμιζε κανείς πως την έγραψε ο Δημοσθένης ή ο Πλάτωνας, αλλά όσοι είναι μυημένοι ξέρουν ότι την έγραψες εσύ, ο καλός κ’ αγαθός Σχολάριος, που έχεις καταπιεί όλο το νέκταρ του Ερμή και μια για πάντα δέχτηκες των Μουσών την χάρη.]
Ακούγοντας ο μεγάλος δούκας τον Σχολάριο να τον αποκαλεί μαθητή και εταίρο του Σωκράτη τόσο πολύ κολακεύτηκε, ώστε και αυτός με την σειρά του διαβεβαίωνε τον υπερορθόδοξο Σχολάριο πως είχε καταπιεί το νέκταρ του Ερμή και είχε πάνω του των Μουσών την χάρη. Όσο κι αν μοιάζει απίστευτο, όλα τα παραπάνω δεν είναι αποσπάσματα από κάποιο έργο του Πλήθωνα ή οποιουδήποτε δυτικόφιλου λόγιου, αλλά από την προσωπική αλληλογραφία ανάμεσα στον Νοταρά και τον Σχολάριο.
Κι επειδή ο Σχολάριος χαρακτήριζε τον εαυτό του και τους συγχρόνους του ως Έλληνες, ως δική του γλώσσα, και όλων των ομοεθνών του, θεωρούσε τα ελληνικά. Αυτό αναφέρει στον πρόλογο της μετάφρασης ενός έργου του Θωμά Ακινάτη, απευθυνόμενος σ’ εκείνον που για χάρη του έκανε την μετάφραση αυτήν:
«Αὐτό τε τοίνυν τὸ τοῦ διδασκάλου βιβλίον ἡρμήνευκά σοι καὶ εἰς τὴν ἡμετέραν φωνὴν μετήνεγκα, τὴν τῶν Ἑλλήνων»[52].
[Αυτό λοιπόν το βιβλίο του διδασκάλου σου το μετέφρασα και στην δικιά μας γλώσσα, δηλαδή των Ελλήνων.]
Για τον Σχολάριο τα ελληνικά, και μάλιστα τα αρχαία ελληνικά, ήταν η γλώσσα των Ελλήνων. Αλλά πια η γνώμη του γι’ αυτήν; Σε μια επιστολή που γράφει στον Μάρκο Ευγενικό, αναφέρει την εξής κρίση του για τον Πλήθωνα: «Χρήσιμος ὁ ἀνήρ, καὶ τῇ μὲν εὐγενεστάτῃ τῶν Ἑλλήνων φωνῇ οὐδενὸς ἂν ἡττηθείη»[53]. Η γλώσσα των Ελλήνων ήταν για τους αρχηγούς της ανθενωτικής παράταξης Γεννάδιο Σχολάριο και Μάρκο Ευγένικο η «ευγενέστατη» γλώσσα. Έτσι εκφράζονταν στην προσωπική τους αλληλογραφία οι ανθενωτικοί για την γλώσσα των Ελλήνων.
Με την παραπάνω φράση του ο Σχολάριος ομολογεί επίσης, στον ομόφρονά του Μάρκο Ευγενικό, πως ο Πλήθωνας ήταν ένας «χρήσιμος» άνθρωπος και ότι στην χρήση της «ευγενέστατης» γλώσσας των Ελλήνων δεν μπορούσε κανείς να τον ξεπεράσει. Πράγματι, «ο Σχολάριος δεν δίσταζε να εκδηλώνει τον θαυμασμό που αισθάνονταν για την μόρφωση του Πλήθωνα και για τις ηθικές του ποιότητες»[54]. Θαυμασμό που εξέφραζε όχι μόνον ιδιωτικά, αλλά και δημόσια, στα συγγράμματα του. «Δι’ αἰδοῦς γάρ ἐστιν ἡμῖν ὁ ἀνὴρ τάγε ἄλλα ἐν τοῖς νῦν Ἕλλησιν»[55], γράφει σε εκείνο το έργο του, που ως στόχο του είχε την απόκρουση της επίθεσης που είχε εξαπολύσει ο Πλήθωνας ενάντια στον Αριστοτέλη. Ο Σχολάριος αναγνώριζε πλήρως την εξέχουσα θέση που κατείχε ο Πλήθων μεταξύ όλων των Ελλήνων της εποχής του, ενώ παρακάτω παραδέχεται και πάλι ότι ο Πλήθωνας υπερείχε από όλους τους άλλους Έλληνες: «τῶν ἄλλων Ἑλλήνων νῦν πλεῖστα προέχει»[56]. Και αυτή είναι η πολλοστή φορά που χαρακτηρίζει τους βυζαντινούς ως Έλληνες.
Ο Σχολάριος εξέφραζε τον θαυμασμό και την αγάπη του για την «ευγενέστατη» ελληνική γλώσσα με κάθε ευκαιρία. Στον Θρήνο του για την άλωση της Πόλης, θα περιγράψει ως εξής την δράση των λογίων πριν την άλωση:
«Ἠπατώμεθα ἡμεῖς σοφίας καὶ λόγων διαδοχὴν τῇ μετὰ μικρὸν οὐκ ἐσομένῃ δημιουργοῦντες, τηλικαύτῃ σπουδῇ καὶ ἀρετῇ καὶ φιλοσοφίᾳ κοσμοῦντες καὶ τῇ καλλίστῃ τῶν Ἑλλήνων φωνῇ τοὺς πρὶν φανῆναι σχεδὸν ἀποσβησομένους»[57].
[Εξαπατηθήκαμε εμείς, διότι δημιουργούσαμε σοφία και «διαδοχή λόγων» που λίγο μετά έμελλε τελείως να εκλείψει, στολίζοντας τους «λόγους» με την αρετή, την φιλοσοφία και με την κάλλιστη των Ελλήνων γλώσσα, ενώ αυτοί είχαν αρχίσει ήδη από πριν να σβήνουν σχεδόν εντελώς.]
Για τον Σχολάριο, τα ελληνικά ήταν η πιο όμορφη και τέλεια γλώσσα του κόσμου. Η «κάλλιστη» και «ευγενέστατη». Και, φυσικά, υπερείχε σε σαφήνεια και ακρίβεια από οποιανδήποτε άλλην, ακόμη και από την λατινική:
«Δῆλον δέ ἐστιν ὅτι τὰ τῶν ἡμετέρων διδασκάλων περὶ τῆς τοῦ Πνεύματος ἐκπορεύσεως ῥητὰ σαφέστερά εἰσι τῶν λατινικῶν, ἐκ τριῶν αἰτιῶν προσούσης αὐτοῖς τῆς πλείονος σαφηνείας· μιᾶς μέν, ὅτι ἡ τῶν Ἑλλήνων φωνὴ πολὺ εὐρυχωροτέρα ἐστὶ τῆς Λατίνων καὶ σαφεστέρα, ἄλλως τε καὶ ὅτι ὥσπερ πηγὴ ἐκείνης αὕτη ἐστί»[58].
«Η γλώσσα των Ελλήνων», λέγει ο Σχολάριος, είναι πολύ πιο σαφής και πιο πλούσια στο λεξιλόγιό της από τα Λατινικά. Γι’ αυτό και τα κείμενα των δικών μας διδασκάλων είναι σαφέστερα στην έκφρασή τους σχετικά με την εκπόρευση του Πνεύματος από εκείνα των Λατίνων. Κι αυτό είναι φυσικό να συμβαίνει, διότι η ελληνική γλώσσα λειτούργησε ως «πηγή» για την λατινική[59].
Για όλους αυτούς τους λόγους, ο Σχολάριος πίστευε πως το μεγαλύτερο κακό που μπορούσε να πάθει ένας Έλληνας ήταν να μην γνωρίζει σωστά την γλώσσα του. Γράφοντας στον ηγεμόνα της Πελοποννήσου Δημήτριο Παλαιολόγο, προκειμένου να τον πείσει να αντιταχθεί στην ένωση με τον πάπα του εξηγεί πως το να συγχέει κανείς την σημασία της πρόθεσης διὰ με εκείνη της πρόθεσης ἐκ ήταν αδιανόητο για έναν Έλληνα: «Ἀγνοούντων ἐστὶ τὴν τῶν Ἑλλήνων φωνήν, ὃ χεῖρόν ἐστι πεπονθέναι τοὺς ἐν Ἕλλησι τεθραμμένους»[60]. Ο Σχολάριος τώρα πια δεν καταδικάζει τους ενωτικούς μόνον ως χριστιανούς, αλλά πλέον και ως Έλληνες, διότι είχαν πάθει το χειρότερο κακό που μπορεί να πάθει ένας Έλληνας: Αγνοούσαν την ελληνική γλώσσα.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1]. N. Siniossoglou, Radical Platonism in Byzantium, Illumination and Utopia in Gemistos Plethon, Cambridge Classical Studies, Cambridge University Press, Κέιμπριτζ (κ. άλ.) 2011, σ. 13.
[2]. Π. Πιζάνιας, «Από Ραγιάς Έλληνας Πολίτης. Διαφωτισμός και Επανάσταση 1750-1832», στο Π. Πιζάνιας (επιμ.), Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, Ένα Ευρωπαϊκό Γεγονός, Κέδρος, Αθήνα 2009, σ. 13.
[3]. I. Koubourlis, La Formation de L’Histoire Nationale Grecque. L’Apport de Spyridon Zambélios (1815-1881), Collection Histoire des Idées 5, Κέντρο Νεοελληνικών Μελετών/Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών , Αθήνα 2005, σ. 54.
[4]. Κ. Παλούκης, «Η επανάσταση του 1821 και το ελληνικό έθνος», εφ. Πριν, 24-3-2007.
[5]. Π.Μ. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης Αθήνα 21999 [1978], σ. 25.
[6]. Ι.Θ. Κακριδής, Οι Αρχαίοι Έλληνες στη Νεοελληνική Λαϊκή Παράδοση, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης Αθήνα 1978, σ. 13.
[7]. Χ.Γ. Πατρινέλης, Πρώιμη Νεοελληνική Ιστοριογραφία (1453-1821), Θεσσαλονίκη 1990, σ. 45· Α. Λιάκος, «Είχε η Εκκλησία εθνική συνείδηση;», εφ. Το Βήμα, 25-3-2007.
[8]. Π. Πιζάνιας, «Πώς διαμορφώθηκε η εθνική συνείδηση», εφ. Το Βήμα, 25-3-2000.
[9]. C. Mango, «Byzantinism and Romantic Hellenism», Journal of the Warburg and Courtauld Institutes 28 (1965), σ. 33.
[10]. Γ. Κουμπουρλής, «Η Ιδέα της Ιστορικής Συνέχειας…», ό.π., σ. 141· Α. Πολίτης, «Ένας ελάσσων λόγιος», εφ. Η Αυγή, 25-3-2004.
[11]. Χ.Γ. Πατρινέλης, Πρώιμη Νεοελληνική Ιστοριογραφία…, ό.π., σ. 45.
[12]. Π. Πιζάνιας, «Από Ραγιάς Έλληνας Πολίτης…», ό.π., σ. 13.
[13]. A. Liakos, «Hellenism and the Making of Modern Greece: Time, Language, Space», στο K. Zacharia (εκδ.), Hellenisms: Culture, Identity, and Ethnicity from Antiquity to Modernity, Ashgate, Όλντερσοτ-Μπέρλιγκτον 2008, σ. 221.
[14]. Θ. Βερέμης, «Η Εθνική μας Ταυτότητα», εφ. Καθημερινή, 31-3-2000.
[15]. D. Livanios, «The Quest for Hellenism: Religion, Nationalism and Collective Identities in Greece (1453-1913)», The Historical Review/La Revue Historique 3 (2003), σ. 68.
[16]. T.G. Zervas, The Making of a Modern Greek Identity. Education, Nationalism, and the Teaching of a Greek National Past, East European Monographs 790, Columbia University Press, Νέα Υόρκη 2012, σ. 40.
[17]. Ἔλεγχοςτῆςἰουδαϊκῆς νῦνπλάνης, στο L. Petit, Χ. Siderides, Μ. Jugie, ΓενναδίουτοῦΣχολαρίουἍπαντατὰΕὑρισκόμενα (στο εξής ΣχολαρίουἍπαντα), τ. 3, Παρίσι 1930, σ. 253.
[18]. Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. 1, Θεσσαλονίκη 19742, σσ. 305-306.
[19]. Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. 2, Θεσσαλονίκη 19762, σ. 183.
[20]. Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 3. Παρίσι 1930, σ. 151.
[21]. S. Vryonis, «The Greek Identity in the Middle Ages», Études Balkaniques 6 (1999), σ. 35.
[22]. Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 4, Παρίσι 1935, σ. 453.
[23]. Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 1, Παρίσι 1928, σ. 261.
[24]. Διάλογος «Νεόφρων ἢ Ἀερομυθία». Νεόφρων ἐστὶν ὁ πατριάρχης κὺρ Γρηγόριος, Παλαίτιμος δὲ ὁ ποιητὴς τοῦ διαλόγου, Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 3, Παρίσι 1930, σ. 13.
[25]. Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. 2, Θεσσαλονίκη 19762, σσ. 183-184.
[26]. Κατὰ τῶν Πλήθωνος ἀποριῶν ἐπ’ Ἀριστοτέλει, Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 4, Παρίσι 1935, σ. 10.
[27]. S. Vryonis, Jr., «Byzantine Cultural Self-consciousness in the Fifteenth Century», στο S. Ćurčić, D. Mouriki (εκδ.), The Twilight of Byzantium, Department of Art and Archaeology/Princeton University, Πρίνστον 1991, σ. 10.
[28]. Αυτήν την ερώτηση έθεσε ήδη ο S. Vryonis, Jr., «Byzantine Cultural…», ό.π., σ. 11.
[29]. S. Vryonis, Jr., «Byzantine Cultural…», ό.π., σ. 11.
[30]. Π.Μ. Κιτρομηλίδης, «Ορθοδοξία και Συλλογική Ταυτότητα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη», στο Βαλκάνια και Ανατολική Μεσόγειος (12ος-17ος αιώνες), Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου που διοργανώθηκε τον Ιανουάριο του 1994 στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Το Βυζάντιο Σήμερα 2, Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών/Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 1998, σ. 135.
[31]. P.M. Kitromilides, «Orthodox Identities in a World of Ottoman Power» [1998], στο P.M. Kitromilides, An Orthodox Commonwealth, Variorum 891, Ashgate, Όλντερσοτ-Μπέρλιγκτον 2007, Ι/ΙΙΙ, σ. 9, σημ. 23.
[32]. Ο Angelou θεωρεί πως «για τον Σχολάριο το “Ελληνικόν [Hellenic]” είναι ένα άλλο όνομα για την χριστιανική οικουμένη [oecumene]»: A.D. Angelou, «“Who am I?” Scholarios’ Answers and the Hellenic Identity», στο C.N. Constantinides (κ. άλ., εκδ.), Φιλέλλην, Studies in Honour of Robert Browning, Bibliotheke 17, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μελετών της Βενετίας, Βενετία 1996, σ. 19. Ο D. Livanios, νομίζοντας ότι η συγκεκριμένη άποψη είναι προσωπική θέση του Angelou, υποστηρίζει πως η εξίσωση και ταύτιση των ονομάτων «Έλληνας» και «χριστιανός» δεν εκφράζει το consensus των ειδικών: D. Livanios, «The Quest for Hellenism…», ό.π., σ. 39, σημ. 17. Όμως, λίγες σελίδες παρακάτω, ο Livanios αποφαίνεται πως «ο Αγγέλου εύλογα συμπεραίνει ότι η χρήση του “Ελληνικός” από τον Σχολάριο ήταν απλά ένα άλλο όνομα για την χριστιανική οικουμένη»: σ. 49.
[33]. Ε.Α. Ζαχαριάδου, Δέκα Τουρκικά Έγγραφα για την Μεγάλη Εκκλησία (1483-1567), ΠΗΓΕΣ 2, Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών/Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 1996, σ. 73.
[34]. Τ. Κιουσοπούλου, Βασιλεύς ή Οικονόμος, Πολιτική Εξουσία και Ιδεολογία πριν την Άλωση, Πόλις, Αθήνα 2007, σσ. 220-221.
[35]. Λ. Δρούλια, «Ελληνική Αυτοσυνειδησία. Μια Πορεία Γεμάτη Λέξεις και Ιστορία», στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000, τ. 2, Η Οθωμανική Κυριαρχία, 1770-1821, σσ. 40-41.
[36]. Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 1, Παρίσι 1928, σ. 265.
[37]. Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 3, Παρίσι 1930, σ. 151.
[38]. Ἐκ προτροπῆς τῆς ἱερᾶς συνάξεως τῶν τοῦ πατρίου καὶ ἀληθοῦς δόγματος ἀντιποιουμένων [πρὸς Δημήτριον τὸν Παλαιολόγον], ΣχολαρίουἍπαντα, τ. 3, Παρίσι 1930, σ. 125.
[39]. Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 4, Παρίσι 1935, σ. 492.
[40]. Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 3, Παρίσι 1930, σ. 138.
[41]. Ἐπὶ τῇ ἁλώσει τῆς Πόλεως καὶ τῇ παραιτήσει τῆς ἀρχιερωσύνης. Ἐγράφη ἐν τῇ μονῇ τῆς Παμμακαρίστου ἐν Κωνσταντινουπόλει, Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 4, Παρίσι 1935, σ. 211.
[42]. S. Vryonis, Jr., «Byzantine Cultural…», ό.π., σ. 10.
[43]. ΣχολαρίουἍπαντα, τ. 1, Παρίσι 1928, σ. 225.
[44]. Γενναδίου θρῆνος· Ἰουνίου κη΄, ἰνδικτίονος ὀγδόης· ἐν τῷ ὄρει τοῦ Μενοικέως ἐν τῇ μονῇ τοῦ τιμίου Προδρόμου,ΣχολαρίουἍπαντα, τ. 1, Παρίσι 1928, σ. 285.
[45]. Ἐπὶ τῇ ἁλώσει τῆς Πόλεως…, Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 4, Παρίσι 1935, σ. 220.
[46]. Γενναδίου θρῆνος…, Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 1, Παρίσι 1928, σ. 288.
[47]. Τοῖς ὁμιληταῖς, Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 4, Παρίσι 1935, σ. 406.
[48]. Τοῖς ὁμιληταῖς, Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 4, Παρίσι 1935, σ. 405.
[49]. Τοῖς ὁμιληταῖς, Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 4, Παρίσι 1935, σ. 405.
[50]. Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 4, Παρίσι 1935, σσ. 460-461.
[51]. Patrologia Graeca, τ. 160, 756D-757A· Σ.Π. Λάμπρου, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, τ.2, εν Αθήναις 1912-1924, σ. 196.
[52]. Ἐξήγησις εἰς τὸ τοῦ διδασκάλου Θωμᾶ ἀπὸ τοῦ Ἀκίνου βιβλίον τὸ Περὶ τοῦ εἶναι καὶ τῆς οὐσίας, Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 6, Παρίσι 1933, σ. 180.
[53]. ΤῷἘφέσουΓεώργιος, Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 4, Παρίσι 1935, σ. 117.
[54]. C.M. Woodhouse, George Gemistos Plethon, The Last of the Hellenes, Oxford University Press, Οξφόρδη-Νέα Υόρκη 1986, σ. 38.
[55]. Κατὰ τῶν Πλήθωνος ἀποριῶν ἐπ’ Ἀριστοτέλει, Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 4, Παρίσι 1935, σ. 2.
[56]. Κατὰ τῶν Πλήθωνος ἀποριῶν ἐπ’ Ἀριστοτέλει, Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 4, Παρίσι 1935, σ. 114.
[57]. Γενναδίου θρῆνος…, Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 1, Παρίσι 1928, σ. 288.
[58]. Περὶ τῶν ῥητῶν τῶν δυτικῶν ἁγίων, Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 3, Παρίσι 1930, σσ. 57-58.
[59]. Και όμως, ο Angelou υποστηρίζει πως ο Σχολάριος θέτει τα λατινικά στο ίδιο επίπεδο με τα ελληνικά: A.D. Angelou, «“Who am I?” Scholarios’ Answers…», ό.π., σ. 1
[60]. Ἐκ προτροπῆς τῆς ἱερᾶς συνάξεως…, Σχολαρίου Ἅπαντα, τ. 3, Παρίσι 1930, σ. 133.