του Δρ. Κων/νου Αποστόλου-Κατσαρού*
Η πληθυσμιακή αύξηση της Τουρκίας τις τελευταίες δεκαετίες τροφοδοτεί τις επεκτατικές βλέψεις της, σε μια προσπάθεια διατήρησης της δυναμικής της, όπως προέβλεψε ο Παναγιώτης Κονδύλης στο εμβληματικό του έργο «Θεωρία του Πολέμου». Στόχος της είναι να αναδειχθεί σε περιφερειακή δύναμη στο αναδυόμενο πολυπολικό διεθνές σύστημα. Στη διαδικασία αυτή εφαρμόζει μια ακροσφαλή άσκηση ισορροπίας, η οποία προς το παρόν εξυπηρετεί περισσότερο την Ευρασία και λιγότερο τη Δύση. Η ακροβασία της όμως οδεύει σε αδιέξοδο κυρίως λόγω της οικονομίας της αλλά και επειδή δεν διαθέτει (προς το παρόν) πυρηνικό οπλοστάσιο. Το πρώτο την καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτη σε οικονομικές κυρώσεις και το δεύτερο την κρατά δεμένη στο Νατοϊκό άρμα το οποίο την προφυλάσσει από τα νύχια της ρωσικής άρκτου.
Εστιάζοντας στη σημασία των πυρηνικών για την Τουρκία ανατρέχουμε στη σχετική δήλωση του Ρ.Τ. Ερντογάν τον Σεπτέμβριο του 2019: «Ορισμένες χώρες έχουν πυραύλους με πυρηνικές κεφαλές, όχι έναν ή δύο. Αλλά λένε σε εμάς ότι δεν μπορούμε να τους έχουμε. Αυτό, δεν το δέχομαι», είπε ο Τούρκος Πρόεδρος μιλώντας σε μέλη του AKP. Πρόσθεσε δε ότι «Δεν υπάρχει καμία ανεπτυγμένη χώρα στον κόσμο που να μην τα έχει». Ενώ, «έχουμε εδώ κοντά το Ισραήλ, είμαστε σχεδόν γείτονες. Φοβίζουν κατέχοντάς τα. Κανείς δεν μπορεί να τους αγγίξει», κατέληξε. Ομοίως ο Τούρκος Πρόεδρος ξεκαθάρισε τις θέσεις του και ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ το 2019, όταν επέκρινε τη «Συνθήκη για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων» η οποία απαγορεύει σε χώρες όπως η Τουρκία να αναπτύξουν πυρηνικά όπλα (publico.pt, 12/07/2021). Τότε δήλωσε με νόημα ότι: «Η κατοχή πυρηνικής ενέργειας είτε θα πρέπει να απαγορευθεί σε όλους είτε να επιτραπεί σε όλους». Υπενθυμίζεται ότι η Τουρκία υπέγραψε το 1980 τη Συνθήκη (στην οποία συμμετέχουν 189 κράτη και είναι σε ισχύ από τις 05/03/1970), ενώ το 1996 υπέγραψε και τη «Συνθήκη για την Πλήρη Απαγόρευση των Πυρηνικών Δοκιμών». Προφανώς όμως αυτό αποτελεί ψιλά γράμματα έναντι των ρεβιζιονιστικών νεοοθωμανικών βλέψεων του «σουλτάνου» αφού επέλεξε να διατρανώσει με τη γνωστή υπεροπτική ρητορική του την πρόθεση για απόκτηση πυρηνικού οπλοστασίου. Ένα οπλοστάσιο το οποίο αποτελεί όχημα για την ανεξαρτητοποίηση της Τουρκίας από την ομπρέλα του ΝΑΤΟ και αποσκοπεί στη χάραξη μιας αυτόνομης εξωτερικής πολιτικής.
«Θα γίνει σύντομα η Τουρκία πυρηνική δύναμη;»
…διερωτάται το γερμανικό δίκτυο n-tv.de. «Ελπίζω να μην συμβεί, αλλά η Τουρκία φαίνεται να το επιδιώκει» απαντά ο Μόριτζ Κούτ, ειδικός στα πυρηνικά όπλα και ερευνητής στο Ινστιτούτο για την Ειρήνη και την Πολιτική Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου (Μ. Ψύλος «Δημοκρατία», 22/02/2021). Περισσότερο προβληματισμένος εμφανίζεται ο Ισραηλινός πολιτικός επιστήμονας Γιακόβ Κάδμι ο οποίος εκτιμά ότι είναι θέμα χρόνου η Άγκυρα να αποκτήσει πυρηνικό οπλοστάσιο (sigmalive.com, 20/01/2021).
Είναι γεγονός ότι εδώ και χρόνια παρατηρούμε την τουρκική προσέγγιση χωρών που κατέχουν τακτικά πυρηνικά όπως το Πακιστάν και η Ρωσία. Δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαία η κατασκευή του πυρηνικού εργοστασίου στο Ακουγιού (και όχι μόνο, αφού δρομολογείται η κατασκευή δεύτερου στη Σινώπη, αλλά και τρίτου στην πόλη Ιγκνεάντα στην Ανατολική Θράκη), αφού αφ’ ενός θα μειώσει την ενεργειακή εξάρτησή της, τροφοδοτώντας με φθηνή ενέργεια την βιομηχανία και τα νοικοκυριά της, και αφ’ ετέρου αποκτά την πυρηνική τεχνογνωσία. Ήδη από το 2015 δεκάδες Τούρκοι σπουδάζουν πυρηνική μηχανική σε ρωσικά πανεπιστήμια (hurriyetdailynews.com, 26/05/2015). Για τους παροικούντες είναι γνωστό ότι η κατασκευή πυρηνικών αντιδραστήρων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας αποτελεί το πρώτο απαραίτητο στάδιο για την κατασκευή τακτικών πυρηνικών όπλων όπως επιβεβαιώνει και ο Μόριτζ Κούτ: «Η πυρηνική ενέργεια για ειρηνικούς σκοπούς είναι συχνά το πρώτο βήμα προς ένα πρόγραμμα πυρηνικών όπλων». Αυτό σημαίνει ότι η απόκτηση τέτοιων όπλων από την Τουρκία υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν θα γίνει άμεσα (χωρίς κανείς να μπορεί να αποκλείσει μια ενδεχόμενη «άλλου είδους συνδιαλλαγή» με το στενά συνεργαζόμενο Πακιστάν) και σίγουρα είναι μια διαδικασία που εμπεριέχει πολλούς αστάθμητους παράγοντες.
Είναι πρόδηλο ότι η Ρωσία δεν εμπιστεύεται την Τουρκία, πολλώ δε μάλλον η Αμερική. Το ενδεχόμενο να αναδειχθεί σε πυρηνική δύναμη η γείτονα, εκτιμάται ότι οι μεγάλες δυνάμεις και ειδικά οι ΗΠΑ, δεν θα το ανεχτούν «ελαφρά τη καρδία» γιατί αυτομάτως θα συνεπάγεται και τη γεωπολιτική ανεξαρτησία της. Όσον αφορά στη Ρωσία, έχει κάθε λόγο να παρέχει πυρηνική τεχνογνωσία για την κατασκευή του Ακουγιού σε μια προσπάθεια να ρηγματώσει συνειδητά το ΝΑΤΟ, αλλά σε καμία περίπτωση δεν επιθυμεί να δει τακτικά πυρηνικά όπλα στα χέρια της Τουρκίας και στον Εύξεινο Πόντο που αποτελεί το μαλακό υπογάστριό της.
Αποτελεί γενική διαπίστωση ότι οι απειλές και οι ύβρεις που εκτοξεύει η γείτονα προς πάσα κατεύθυνση, συσσωρεύουν την οργή ακόμη κι αυτών που υποτίθεται ότι προσβλέπει στην υποστήριξή τους. Για τη Δύση η Τουρκία αποτελεί «δούρειο ίππο» ενώ για την Ευρασία, είναι ένα ανεξέλεγκτο κανόνι (loose cannon). Το αποτέλεσμα είναι ότι όταν θα βρεθεί στριμωγμένη γεωπολιτικά, να δεχτεί τα πυρά όσον τώρα κάνουν υπομονή μαζί της, και ομοθυμαδόν να τη συνετίσουν. Οι γεωπολιτικές κυβιστήσεις της θα έχουν τραγικό τέλος για την ίδια και τον λαό της, αλλά μέχρι τότε θα ωρύεται προσπαθώντας να καλύψει την αδυναμία της και να καθηλώσει όσους αντίπαλους διακατέχονται από φοβικά σύνδρομα και ατολμία. Άλλωστε όπως έλεγε και ο Αβραάμ Λίνκολν: «Μπορείς να ξεγελάς όλους για λίγο καιρό, λίγους όλο τον καιρό, αλλά ποτέ όλους όλο τον καιρό.» Όσον αφορά στον Ελληνισμό, εάν συνεχίσει να εθελοτυφλεί έναντι του εφιαλτικού σεναρίου απόκτησης πυρηνικών από τον αείποτε εχθρό -εναποθέτοντας και αυτό το ενδεχόμενο στον παράγοντα τύχη-, τότε στην ουσία παίζει «κορόνα-γράμματα» με την ίδια του την υπόσταση.
Δημοσιεύτηκε στην «Κυριακάτικη Δημοκρατία» 15/08/2021
*Ειδικός τεχνικός σύμβουλος. Διετέλεσε λέκτορας και επιστημονικός συνεργάτης στο Πανεπιστήμιο του Μπράιτον της Βρετανίας, από το οποίο κατέχει διδακτορικό και μεταπτυχιακό τίτλο.